ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 2 ΑΑΔ 350

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 7871)

9 Ιουνίου, 2005

 

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ,  ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]

 

ΙΟΥΛΙΑ  ΚΟΙΛΙΑΡΗ,

Εφεσείουσα,

v.

 

ΔΗΜΟΣ  ΑΓΙΟΥ  ΔΟΜΕΤΙΟΥ,

Εφεσίβλητος.

_________________________

 

Χρ. Κληρίδης, για την Εφεσείουσα.

Κ. Μιχαηλίδης, για τον Εφεσίβλητο.

__________________________

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.:   Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής

Νικολάτος. 

____________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Η εφεσείουσα, μετά από ακροαματική διαδικασία ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, βρέθηκε ένοχη για το αδίκημα της μετατροπής εγκεκριμένης χρήσεως οικοδομής άνευ προγενεστέρας αδείας ληφθείσης παρά της αρμοδίας αρχής, κατά παράβαση των άρθρων 2.3(1) (ε), 9(β) (viii), 20(1) (α) και 20(3) (β) και (γ) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος η εφεσείουσα, σε άγνωστη ημερομηνία, μεταξύ της 1.1.2003 και της 24.7.2003, στον ΄Αγιο Δομέτιο της επαρχίας Λευκωσίας, μετέτρεψε την εγκεκριμένη χρήση οικοδομής επί της οδού Δελφίνος 5, από οικία σε γηροκομείο-κέντρο περίθαλψης, χωρίς άδεια της αρμοδίας αρχής, δηλαδή του Δήμου Αγίου Δομετίου.

 

Το κατηγορητήριο αρχικά περιλάμβανε και δύο άλλους κατηγορούμενους, οι οποίοι είναι οι ιδιοκτήτες της προαναφερόμενης οικοδομής, όμως σε κάποιο στάδιο οι κατηγορίες που αντιμετώπιζαν οι ιδιοκτήτες αποσύρθηκαν εναντίον τους και εκείνοι απαλλάχτηκαν των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν, προτού απαντήσουν στο κατηγορητήριο.

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και απέρριψε ουσιαστικά ως αναξιόπιστη τη μαρτυρία της κατηγορούμενης 3-εφεσείουσας.     Με βάση τα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία προέβηκε κατέληξε σε συμπεράσματα ως προς τα ουσιώδη γεγονότα.  Συνοπτικά τα συμπεράσματα του ήταν τα εξής:

 

Γηροκομεία υπό την επωνυμία «ΠΡΑΞΙΤΕΛΕΙΟΝ», τα οποία αρχικά λειτουργούσαν στο Στρόβολο και στον ΄Αγιο Αντρέα, μετεστεγάστησαν στον ΄Αγιο Δομέτιο, στην οδό Δελφίνος 5.  Για το σκοπό αυτό η ιδιοκτήτρια εταιρεία Κοιλιάρης και Παράσχου Λτδ, ενοικίασε δύο κατοικίες, στην προαναφερόμενη διεύθυνση, για 5 έτη από 1.1.2003, για χρησιμοποίηση τους ως επαγγελματικής στέγης.  Η εγκεκριμένη χρήση και των δυο υποστατικών, με βάση την αρχική άδεια οικοδομής, ήταν για κατοικίες.  Για την αλλαγή της χρήσης τους από κατοικίες σε γηροκομείο απαιτείτο πολεοδομική άδεια η οποία, παρά τις προσπάθειες που έγιναν, δεν δόθηκε και η σχετική αίτηση απορρίφθηκε από το Τμήμα Πολεοδομίας στις 10.7.2003.   Η εφεσείουσα ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο διευθύντρια της προαναφερόμενης εταιρείας Κοιλιάρης και Παράσχου Λτδ και Διευθύντρια και υπεύθυνη του γηροκομείου το οποίο στεγάστηκε στις προαναφερόμενες δύο κατοικίες στην οδό Δελφίνος 5. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε πως υπήρξε μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης των δύο προαναφερομένων κατοικιών, οι οποίες τουλάχιστον από την 21.7.2003 χρησιμοποιούνταν ως γηροκομείο παρά τη μη ύπαρξη οποιασδήποτε αδείας της αρμοδίας αρχής για μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης των κατοικιών σε οτιδήποτε άλλο.  Η εφεσείουσα, όπως βρήκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε ενεργό συμμετοχή στη μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης των δύο κατοικιών, τόσο ως Διευθύντρια της ενοικιάστριας εταιρείας όσο και ως Διευθύντρια και υπεύθυνη του ιδίου του γηροκομείου.

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, αφού αναφέρθηκε στο άρθρο 3(1) (ε) του Κεφ. 96, σύμφωνα με το οποίο κανένα πρόσωπο δεν έχει δικαίωμα να μετατρέψει, να επιτρέψει ή να ανεχθεί τη μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης μιας οικοδομής, έκαμε αναφορά και στο άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα και μνεία της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ευγένιος Ajini κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 319 όπου παρατηρήθηκε πως είναι επιθυμητό όπου η Κατηγορούσα Αρχή γνωρίζει εξ αρχής ότι ο ρόλος ενός κατηγορουμένου είναι ρόλος συνεργού, να το εκθέτει αυτό το γεγονός με σκοπό την πληρέστερη ενημέρωση της υπεράσπισης, όμως αυτό δεν είναι απαραίτητο.  Η έλλειψη της εξειδίκευσης δεν αναιρεί την ετυμηγορία περί ενοχής, σε τέτοιες περιπτώσεις, επειδή ο Νόμος επιτρέπει τη μεταχείριση συνεργού ως αυτουργού. 

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής θεώρησε ότι από την αρχή της ενώπιόν του διαδικασίας ήταν πρόδηλο το τί, στην πραγματικότητα, αντιμετώπιζε η εφεσείουσα και ως εκ τούτου δεν επηρεάστηκε η υπεράσπιση της ούτε και παραβιάστηκε οποιοδήποτε συνταγματικό της δικαίωμα.  Η εναντίον της κατηγορία από την αρχή αφορούσε σε ενέργειες της που συνιστούσαν εμπλοκή και ανάμειξη της στο αδίκημα της μετατροπής εγκεκριμένης χρήσης συγκεκριμένης οικοδομής, από κατοικία σε γηροκομείο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε επίσης αναφορά στην απόφαση στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευστάθιος Θεοδώρου, Ποιν. ΄Εφεση 7107, ημερ. 13.2.2002, όπου παρατηρήθηκε πως η μη συμπερίληψη του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα στην έκθεση αδικήματος δεν συνιστά παρατυπία που έχει επιπτώσεις στο κύρος της κατηγορίας.   Σύμφωνα με το συλλογισμό του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή τα όσα παρατηρήθηκαν στην υπόθεση Θεοδώρου (ανωτέρω)  εφαρμόζονται κατ΄  αναλογία και σε σχέση με το εδάφιο 2 του άρθρου 20 του Κεφ. 96 το οποίο ρυθμίζει τα θέματα των συμμετεχόντων στη διάπραξη ενός αδικήματος, σχεδόν αντιγράφοντας, ουσιαστικά, τις πρόνοιες του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα. 

 

Ακολουθώντας επίσης νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η μη προώθηση κατηγοριών εναντίον της ενοικιάστριας εταιρείας δεν μπορούσε να έχει οποιαδήποτε επίδραση επί της ευθύνης των διευθυντών της ενοικιάστριας εταιρείας, ως συνεργών.  Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο ούτε η μη προώθηση κατηγοριών εναντίον της ενοικιάστριας εταιρείας (της οποίας η εφεσείουσα ήταν Διευθύντρια), ούτε η απόσυρση των κατηγοριών εναντίον των ιδιοκτητών των επιδίκων κατοικιών μπορούσε να έχει οποιαδήποτε επίδραση στο ζήτημα της ενοχής της εφεσείουσας.   Η ίδια η εφεσείουσα, ως Διευθύντρια της προαναφερόμενης εταιρείας, υπέγραψε τα σχετικά ενοικιαστήρια έγγραφα στις 6.12.2002 για ενοικίαση των προαναφερομένων δύο οικιών ως επαγγελματικής στέγης.  Από το Φεβρουάριο του 2003 τουλάχιστον είχε γνώση ότι απαιτείτο πολεοδομική άδεια για τη μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης τους.   Η έναρξη της λειτουργίας του γηροκομείου έγινε λίγες μέρες πριν τις 21.7.2003 και η συμμετοχή της εφεσείουσας στη λειτουργία του γηροκομείου και κατά συνέπεια στη μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης των υποστατικών βασίζεται στο ότι αυτή ήταν η Διευθύντρια του γηροκομείου με ενεργό συμμετοχή στην καθημερινή του λειτουργία και από το 1999 ήταν και παρέμεινε, μέχρι τη δίκη, η μοναδική Διευθύντρια της ενοικιάστριας εταιρείας. 

 

Με τα προαναφερόμενα δεδομένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως η εφεσείουσα είχε βασικό ρόλο και λόγο στη λειτουργία του γηροκομείου, υπό τις προαναφερόμενες δύο ιδιότητες και την έκρινε ένοχη στην κατηγορία που αντιμετώπιζε.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε ποινή προστίμου £400.- στην εφεσείουσα και επιπρόσθετα διέταξε την εφεσείουσα να τερματίσει τη χρήση των προαναφερόμενων κατοικιών ως γηροκομείο.  

 

Ο πρώτος λόγος εφέσεως βασίζεται στο ότι παραβιάστηκε το συνταγματικό και ανθρώπινο δικαίωμα της εφεσείουσας, η οποία είχε δικαίωμα να γνωρίζει επακριβώς που βασίζεται η εναντίον της κατηγορία, και ως εκ τούτου η καταδίκη της στη βάση του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα είναι λανθασμένη. 

 

Ο δεύτερος λόγος εφέσεως αφορά το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα το οποίο, σύμφωνα με την εφεσείουσα, δεν εφαρμόζεται στις πρόνοιες του άρθρου 3(1) (ε) του Κεφ. 96 και το σχετικό συμπέρασμα του Δικαστηρίου είναι λανθασμένο. 

 

Σύμφωνα με τον τρίτο λόγο εφέσεως παραβιάζεται η αρχή της ισότητας καθότι οι κατηγορίες απεσύρθησαν κατά των ιδιοκτητών των υποστατικών και δεν προσήφθη κατηγορία κατά της ενοικιάστριας εταιρείας.  Συνεπώς δεν θα μπορούσε να καταδικαστεί μόνο η εφεσείουσα και να εκδοθεί και διάταγμα εις βάρος της μόνον.

 

Ο τέταρτος λόγος εφέσεως βασίζεται στο ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε το προαναφερόμενο διάταγμα κατά της εφεσείουσας.  Τέτοια διατάγματα εκδίδονται μόνο εναντίον των ιδιοκτητών ή των ενοικιαστών.

 

Δεν θεωρούμε ότι παραβιάστηκε οποιοδήποτε συνταγματικό ή ανθρώπινο δικαίωμα της εφεσείουσας σε σχέση με το δικαίωμα της να γνωρίζει επακριβώς πού βασίζεται η εναντίον της κατηγορία.  Στην έκθεση αδικήματος αναγράφονται όλα τα σχετικά άρθρα του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε, περιλαμβανομένου του άρθρου 3(1) (ε), του άρθρου 20(1) (α) και του άρθρου 20(3) (β) και (γ) του Κεφ. 96. 

 

Κατά την εκτίμηση μας θα ήταν επιθυμητό στην έκθεση του αδικήματος να αναγράφεται και η παράγραφος (2) του άρθρου 20 του Κεφ. 96, η οποία προνοεί ότι και οι συνεργοί στη διάπραξη ποινικού αδικήματος δυνάμει του εδαφίου 1 του άρθρου 20 μπορεί να διωχθούν, να δικαστούν και να τιμωρηθούν ανάλογα όπως και οι αυτουργοί.  Στους συνεργούς, δυνάμει του άρθρου 20(2), περιλαμβάνονται και τα πρόσωπα που διενήργησαν ή παρέλειψαν να πράξουν κάτι με σκοπό να κάνουν δυνατή τη διάπραξη ποινικού αδικήματος από άλλο πρόσωπο ή να παράσχουν συνδρομή για τη διάπραξη αδικήματος από άλλο πρόσωπο.

 

Δεν μας διαφεύγει η μη αναφορά, στην έκθεση αδικήματος, στο άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα και το άρθρο 20(2) (ii) και (iii) του Κεφ. 96 που αφορούν στην ποινική ευθύνη των συνεργών ούτε και μας διαφεύγει ο όρος «μετέτρεψαν» στις λεπτομέρειες του αδικήματος που αντιμετώπισε η εφεσείουσα.  ΄Ομως, υιοθετώντας τα όσα λέχθηκαν στις υποθέσεις Ajini (ανωτέρω) και Θεοδώρου (ανωτέρω), κρίνουμε πως ήταν επιτρεπτό να καταδικαστεί η εφεσείουσα, ως συνεργός στη διάπραξη του αδικήματος της μετατροπής εγκεκριμένης χρήσης οικοδομής χωρίς την άδεια της αρμόδιας αρχής, έστω και αν τα προαναφερόμενα άρθρα δεν αναγράφονταν στην έκθεση του αδικήματος που αντιμετώπισε.   

 

Συναφώς παρατηρούμε πως η μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης μιας οικοδομής δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με δομικές μετατροπές της οικοδομής.  Ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου απεδείχθηκαν όλα τα απαραίτητα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που αντιμετώπισε η εφεσείουσα και η εμπλοκή της ως συνεργού στη διάπραξη του αδικήματος.  Κατά συνέπεια ορθά βρέθηκε ένοχη η εφεσείουσα στο αδίκημα που αντιμετώπισε και κανένα συνταγματικό ή ανθρώπινο της δικαίωμα δεν παραβιάστηκε.

 

Δεν συμφωνούμε ούτε και με το δεύτερο λόγο εφέσεως ότι δηλαδή το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα δεν εφαρμόζεται στις πρόνοιες του άρθρου 3(1) (ε) του Κεφ. 96.   Εκείνο που έχει σημασία για την παρούσα υπόθεση είναι ότι με το άρθρο 3(1) (ε) του Κεφ. 96 καθίσταται αδίκημα η μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης μιας οικοδομής.  Η εφεσείουσα δεν κατηγορήθηκε ότι επέτρεψε ή ανέχθηκε τη μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης της οικοδομής αλλά ότι τη μετέτρεψε.   Το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα έχει εφαρμογή και στην προκείμενη περίπτωση και με βάση το άρθρο εκείνο ήταν επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταδικάσει την εφεσείουσα ως συνεργό στη διάπραξη του προαναφερομένου αδικήματος.

 

Αναφορικά με τον τρίτο λόγο εφέσεως συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή πως ούτε η απόσυρση των κατηγοριών εναντίον των ιδιοκτητών των υποστατικών ούτε η μη προώθηση κατηγοριών εναντίον της ενοικιάστριας εταιρείας μπορούσαν να έχουν οποιαδήποτε σημασία σε σχέση με την ενοχή της εφεσείουσας.  Αυτά είναι ζητήματα που μόνον ως μετριαστικοί παράγοντες θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για σκοπούς επιβολής ποινής.

 

΄Οσον αφορά τον τέταρτο λόγο εφέσεως, ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαίωμα να εκδώσει το προαναφερόμενο διάταγμα εναντίον της εφεσείουσας, επειδή αυτή δεν είναι ούτε ιδιοκτήτρια ούτε ενοικιάστρια των υποστατικών των οποίων άλλαξε η εγκεκριμένη χρήση χωρίς την άδεια της αρμόδιας αρχής, παρατηρούμε πως δυνάμει του άρθρου 20(3) (β) του Κεφ. 96 το Δικαστήριο επιπρόσθετα από οποιαδήποτε άλλη ποινή, έχει δικαίωμα να διατάξει οποιοδήποτε πρόσωπο καταδικάζεται για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 20 του Κεφ. 96 να τερματίσει τη χρήση της οικοδομής μέσα σε προθεσμία που καθορίζει το Δικαστήριο, αλλά δεν υπερβαίνει τους 2 μήνες, εκτός αν στο μεταξύ εξασφαλιστεί η σχετική άδεια για τη συγκεκριμένη χρήση από την αρμόδια αρχή.  Η εφεσείουσα στην προκείμενη περίπτωση καταδικάστηκε με βάση το άρθρο 3(1) (ε) του Κεφ. 96 (το οποίο περιλαμβάνεται στα αδικήματα στα οποία αναφέρεται το άρθρο 20 (1) (α) του Κεφ. 96) σε συνδυασμό με το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα και υπό τις περιστάσεις θεωρούμε πως ήταν επιτρεπτό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να εκδώσει το προαναφερόμενο διάταγμα εναντίον της εφεσείουσας και ότι υπό τις περιστάσεις ήταν και ορθό να το πράξει.

 

Για τους προαναφερόμενους λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας.

 

                                                                   Π.

                                                                   Δ.

                                                                   Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο