ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 2 ΑΑΔ 402
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7545, 7546, 7547 και 7548)
21 Ιουνίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 7545)
DAVID JAEMSON,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
________________________
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 7546)
GARY NEIL,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
________________________
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 7547)
COLIN DOUGLAS,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
________________________
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 7548)
ALAN DUNCAN AMS,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
________________________
Α. Χαραλάμπους, για τους Εφεσείοντες και στις τέσσερις εφέσεις.
Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
________________________
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Παπαδοπούλου.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης των εφεσειόντων από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ότι, στις 6/10/2003, στον Ποταμό της Γερμασόγειας, προκάλεσαν πραγματική σωματική βλάβη στον Κώστα Παπάου και ζημιά στο αυτοκίνητο με Αρ. Εγγραφής EYH 843, ύψους £500,00.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο, μετά από παράθεση, σχολιασμό και αξιολόγηση της ενώπιόν του μαρτυρίας, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του παραπονουμένου, βρήκε τα γεγονότα της υπόθεσης να έχουν ως εξής:-
«Στις 6.10.2003 και περί ώρα 01:00 ο Μ.Κ.3 οδηγώντας το όχημα με αριθμούς εγγραφής EYH 834, με τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη, Μαρίνου Ιωάννου κατέφθασε από την Πάφο όπου ξεκίνησε στην τουριστική περιοχή του Ποταμού Γερμασόγειας στη Λεμεσό. Στάθμευσε το εν λόγω όχημα στον χώρο στάθμευσης πίσω από τη δισκοθήκη Basement και κατευθύνθηκε προς το συγκρότημα Galatex για διασκέδαση. Εκεί παρέμεινε για περίπου μια ώρα επισκεπτόμενος την μπυραρία Gossip. Γύρω στις 02:00, κατά την επιστροφή προς το όχημα του και συγκεκριμένα παρά το διάδρομο που οδηγεί στον χώρο στάθμευσης όπου φτιάχνονταν hot dogs, πέρασε μπροστά από μια ομάδα ανθρώπων (περίπου 15 στον αριθμό), οι οποίοι εξυβρίζοντας τον στην Αγγλική γλώσσα τον ακολούθησαν. Ο Μ.Κ.3 έφτασε στον χώρο στάθμευσης, πρόλαβε και μπήκε στο όχημα του αλλά αυτοί που τον ακολούθησαν, μεταξύ των οποίων και οι τέσσερις κατηγορούμενοι, περικύκλωσαν το όχημα και ξεκίνησαν να το πετροβολούν και να το κλοτσούν. Παράλληλα ξεκίνησε προσπάθεια αποβίβασης του Μ.Κ.3 από το όχημα, με πρωτοστάτες προφανώς τους κατηγορουμένους 1 και 3.
Αποτέλεσμα του λιθοβολισμού και των άλλων κτυπημάτων που δέχθηκε το όχημα ήταν να υποστεί ζημιές σε διάφορα σημεία, οι οποίες εκτιμήθηκαν σε £500.
΄Οσον αφορά την προσπάθεια αποβίβασης του Μ.Κ.3 από το όχημα, αυτή στέφθηκε με επιτυχία με αποτέλεσμα ο Μ.Κ.3 να ριχθεί στο έδαφος και οι δράστες να τον ξυλοκοπήσουν. Το όλον συμβάν διήρκεσε 10-15 λεπτά. Στη συνέχεια κατέφθασαν στο μέρος άλλα πρόσωπα με αποτέλεσμα να τερματισθεί ο ξυλοδαρμός και οι δράστες, αμέριμνοι να αποχωρήσουν. Αφού ανασυντάχθηκε ο Μ.Κ.3, τηλεφώνησε στην αστυνομία και μαζί με άλλα πρόσωπα ακολούθησαν τους δράστες. Οι πλείστοι εξ' αυτών σκορπίστηκαν δεξιά και αριστερά και αφού εν τω μεταξύ κατέφθασε στο μέρος η αστυνομία (προηγήθηκε και δεύτερο τηλεφώνημα) η ακολουθία επικεντρώθηκε στους τέσσερις κατηγορούμενους, οι οποίοι παρέμειναν μαζί προχωρώντας στο πεζοδρόμιο προς την κατεύθυνση όπου βρίσκεται η δισκοθήκη Triangle. Εκεί ανακόπηκαν οι κατηγορούμενοι και ο Μ.Κ.3 τους υπέδειξε προς την αστυνομία ως τα πρόσωπα (μεταξύ άλλων) που έλαβαν μέρος στο επεισόδιο που προηγήθηκε στον χώρο στάθμευσης.»
Η γραμμή της Υπεράσπισης ήταν ότι οι εφεσείοντες καμιά σχέση δεν είχαν με το επεισόδιο. ΄Ηταν οι πρώτοι άνθρωποι που συνάντησε ο παραπονούμενος τυχαία και τους υπέδειξε ως τους δράστες.
Για την Κατηγορούσα Αρχή, εκτός από τον παραπονούμενο, κατέθεσαν και δύο Αστυνομικοί - ο Μ.Κ.1, τυπικός, αλλά αξιόπιστος όπως κρίθηκε, και ο Μ.Κ.2, ο οποίος επισκέφθηκε τη σκηνή αμέσως μετά το επεισόδιο. Χαρακτηρίστηκε αναξιόπιστος, για το λόγο ότι ουσιώδη γεγονότα, τα οποία κατέθεσε ενόρκως, δεν περιλαμβάνονταν στην κατάθεση που έδωσε αμέσως μετά το επεισόδιο.
Οι δύο εφεσείοντες (κατηγορούμενοι 1 και 3) επέλεξαν να προβούν σε ανώμοτη δήλωση και οι άλλοι δύο (κατηγορούμενοι 2 και 4) να τηρήσουν σιγή.
Ο κατηγορούμενος 1, στην ανώμοτη δήλωσή του, ανέφερε τα εξής:-
«Ενώ στεκόμουν στο σταντ του hot-dog και έτρωγα, είδα πέντε άντρες να κτυπούν τον Παπάο. Μετά που έφυγαν τον άφησαν στο έδαφος και εγώ προχώρησα στο διάδρομο, έφθασα εκεί που ήταν και του πρόσφερα το χέρι μου για να τον βοηθήσω. Μόλις έγινε αυτό, κάποιος με ψέκασε (sprayed) με ένα αέριο ή κάτι σαν αέριο πεπεριού (pepper spray). ΄Εχασα τον προσανατολισμό μου και κατέρρευσα από πάνω του και μετά κάποιος με κλότσησε στο πρόσωπο για να φύγω από πάνω του. Μετά από 2-3 λεπτά που συνήλθα από την κλοτσιά στο κεφάλι και την επίδραση του αερίου, προχώρησα να βρω τους φίλους μου.»
Η ανώμοτη δήλωση του κατηγορουμένου 3 - «... ουδέποτε είπα ότι το ρολόι ήταν δικό μου στον αστυνομικό ...» - ενόψει της απόρριψης της μαρτυρίας του Μ.Κ.2, είναι χωρίς σημασία.
Τρεις από τους πέντε λόγους έφεσης (οι 2, 3 και 5) άμεσα ή έμμεσα στρέφονται κατά της αξιοπιστίας της μαρτυρίας του παραπονουμένου. Ο τέταρτος αφορά τη βαρύτητα που δόθηκε πρωτόδικα στην ανώμοτη δήλωση του κατηγορουμένου 1 (εφεσείοντα Alan Duncan Ams). Η υπέρμετρη σημασία και βαρύτητα, που δόθηκε σ' αυτή, εισηγήθηκαν, επηρέασε αρνητικά όλους τους εφεσείοντες, όχι μόνο τον ίδιο.
Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στο αδικαιολόγητο της καταδικαστικής απόφασης. Είναι όμως γενικός, σε βαθμό που, όπως θα εξηγήσουμε αργότερα, καλύπτεται από τους άλλους λόγους έφεσης.
Προβάλλεται ότι η ετυμηγορία περί ενοχής των εφεσειόντων είναι επισφαλής και μη ικανοποιητική, για το λόγο ότι στηρίχθηκε αποκλειστικά στη μαρτυρία του παραπονουμένου, η οποία, κρινόμενη τόσο από μόνη της όσο και σε σύγκριση με την κατάθεσή του στην Αστυνομία, είναι αναξιόπιστη και κανένα λογικό Δικαστήριο δε θα μπορούσε, βασιζόμενο σ' αυτή, να καταλήξει. Ο συνήγορος των εφεσειόντων μας παρέπεμψε σε πλείστα όσα σημεία της μαρτυρίας του, για να καταδείξει ότι αυτή ήταν πλήρης κενών και αντιφάσεων. ΄Εμφαση δόθηκε στην αδυναμία του παραπονουμένου να προσδιορίσει τον ακριβή αριθμό των προσώπων που έλαβαν μέρος στο επεισόδιο και το μέρος όπου αυτός αναγνώρισε τους εφεσείοντες.
Καθώς προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, όλα όσα τέθηκαν και συζητήθηκαν από το συνήγορο των εφεσειόντων ενώπιόν μας, τέθηκαν και απασχόλησαν τον πρωτόδικο Δικαστή, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του παραπονουμένου (Μ.Κ.3):-
«Από την άλλη ο Μ.Κ.3 μου προξένησε πολύ καλή εντύπωση. ΄Ηταν φυσικός, πηγαίος και αυθόρμητος στις τοποθετήσεις του μη αφήνοντας κανένα περιθώριο να αμφισβητηθεί η αξιοπιστία και ειλικρίνεια του. Αντεξετάσθηκε σθεναρά και ικανά από τον συνήγορο Υπεράσπισης αλλά φρονώ πως δεν υπέπεσε σε καμία αντίφαση ουσίας, ώστε να κλονίζονται τα λεγόμενα του. Κάποιες μικροανακολουθίες, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ως αντιφάσεις, δεν είναι ουσίας και δεν επηρεάζουν την αξιοπιστία του. Απεναντίας υπό τις περιστάσεις και αναλογιζόμενος τα όσα υπέστη ο μάρτυρας αυτός, θα έλεγα ότι η μαρτυρία του ήταν ιδιαίτερα ποιοτική.»
Οι αρχές, με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει για να ανατρέψει ευρήματα αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων, είναι γνωστές. Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο, αν τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αντίθετα με την κοινή λογική, ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που αυτό έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Σ' ό,τι αφορά τις αντιφάσεις στη μαρτυρία, για να ανατραπεί ετυμηγορία από το Εφετείο, αυτές πρέπει να είναι ουσιώδεις, ώστε να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία του μάρτυρα, ή να φανερώνουν τη διάθεσή του να παραποιήσει την αλήθεια[1].
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του παραπονουμένου, διαπίστωσε και χαρακτήρισε τις αντιφάσεις, που και ενώπιόν μας υπέδειξε ο συνήγορος των εφεσειόντων, «μικροανακολουθίες», χωρίς σημασία.
΄Εχουμε εξετάσει με προσοχή όλα τα σημεία της μαρτυρίας, στα οποία μας παρέπεμψε ο συνήγορος των εφεσειόντων αλλά και τη μαρτυρία στο σύνολό της. Μας βρίσκει σύμφωνους η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πρόκειται για «μικροανακολουθίες». Το ζήτημα του ακριβούς αριθμού των προσώπων, τα οποία εξύβρισαν τον παραπονούμενο και του επιτέθηκαν, και κάποιες άλλες παραλείψεις στην κατάθεσή του στην Αστυνομία δεν είναι σημαντικά. Εύλογα ο παραπονούμενος δε θυμόταν με ακρίβεια ποίος ήταν ο ακριβής αριθμός των προσώπων που τον εξύβρισαν, όταν περνούσε από μπροστά τους. Είναι δικαιολογημένο πράγματα που προηγήθηκαν του ξυλοδαρμού του, έστω και αν, στη συνέχεια, συνδέθηκαν με αυτό, να μην τα ενθυμείτο με την ακρίβεια που ενθυμείτο τα σημαντικά γεγονότα που ακολούθησαν, όπως ποιοι ήταν αυτοί που τον τράβηξαν έξω από το αυτοκίνητο και τον κτύπησαν. Δεν είχε λόγο να καταμετρήσει τα πρόσωπα, όταν τα πρωτοαντίκρισε - εάν ήταν 15 ή 20 - όπως και αργότερα, όταν δέχθηκε την επίθεση. δεν ήταν το σημαντικό. Συνεπώς, η αδυναμία του αυτή δεν είναι ουσιώδης, για να πλήξει την αξιοπιστία του.
΄Ενα άλλο σημείο, στο οποίο αναφέρθηκε ο συνήγορος των εφεσειόντων για να καταδείξει ότι η αναγνώριση δεν ήταν ασφαλής, ήταν η αδυναμία του παραπονουμένου, μετά την επίθεση, να ακολουθήσει τους δράστες, επειδή αυτοί έφυγαν. Από κανένα σημείο της μαρτυρίας δε συνάγεται ότι οι δράστες της επίθεσης έφυγαν. Η μαρτυρία, που δόθηκε κατά την αντεξέτασή του και την οποία παραθέτουμε, δικαιολογεί το εύρημα ότι οι δράστες ήταν οι εφεσείοντες:-
«Ε. Λέεις ότι ήρθαν κάποιοι Κύπριοι και όλα τα άτομα που ήταν στη σκηνή είδαν τους Κύπριους και εφύγαν;
Α. Ναι, ξεκινήσαν να φεύγουν, όχι να φεύγουν, σηκώθηκαν να φύγουν.
Ε. Δηλαδή ήταν χαμέ και σηκώθηκαν να φύγουν;
Α. ΄Οχι, ξεκινήσαν πουτζιαμέ που ήταν να φεύγουν.
Ε. Ξεκίνησαν να φύγουν. ΄Εφυγαν ή όχι;
Α. ΄Οπως ξεκίνησαν να φεύγουν τους ακολούθησα, ξεκίνησα και εγώ μαζί τους.
Ε. Και των 15 ή 20 ατόμων δηλαδή;
Α. Ναι ήταν ούλλοι μαζί και ήταν οι Κύπριοι και έρχονταν μαζί μου.
Ε. Και τους ακολούθησες τους 15;
Α. Ναι.»
Σ' ό,τι αφορά τον τόπο και τον τρόπο με τον οποίο υποδείχθηκαν οι κατηγορούμενοι, και πάλι η μαρτυρία δικαιολογεί απόλυτα το εύρημα ότι «... δεν προκύπτει καν ζήτημα αναγνώρισης, υπό την αναπτυχθείσα νομική έννοια του όρου, ...». Παραθέτουμε το σχετικό μέρος από την αντεξέταση του Μ.Κ.3:-
«Ε. Με την Αστυνομία έξω από την Basement ακολούθησες τους τέσσερις που λέεις;
Α. Μάλιστα.
Ε. Τους οποίους αναγνώρισες έξω από την Triangle;
Α. Ναι.
Ε. Απόσταση Basement μέχρι Triangle;
Α. ΄Ενα λεπτό - ήταν μπροστά μας και τους ακολουθούσαμε μέχρι την Triangle.
Ε. Μαζί με τους αστυνομικούς;
Α. Ναι.
Ε. Και η απόσταση της Basement στην Triangle συμφωνείς ότι είναι 200-300 μέτρα;
Α. Μάλιστα.
Ε. Κατά τη διάρκεια που περπατούσες και παρακολουθούσες τους τέσσερις το ανέφερες καθόλου στους αστυνομικούς ότι είναι αυτοί οι οποίοι μου είχαν επιτεθεί;
Α. Ναι.»
Οι εφεσείοντες, με τον τέταρτο λόγο, αμφισβητούν την ορθότητα του εξής ευρήματος:-
«Η Υπεράσπιση εισηγήθηκε πως οι κατηγορούμενοι ήσαν εντελώς άσχετοι και κατ' ουσία πως ήσαν οι πρώτοι (τυχαίοι) άνθρωποι που βρήκαν μπροστά τους οι Μ.Κ.2 και 3. Η εισήγηση αυτή όμως προσκρούει στο γεγονός πως ο ίδιος ο κατηγορούμενος 1 τοποθετεί τον εαυτό του στην σκηνή του επεισοδίου, λέγοντας ότι είδε άλλους να κτυπούν τον Μ.Κ.3 και προσέτρεξε σε βοήθεια. ΄Αρα αυτός σίγουρα δεν είναι 'τυχαίος'. Κατ' επέκταση ούτε και οι υπόλοιποι είναι. Δεν υπήρξε προσπάθεια αποστασιοποίησης του κατηγορουμένου 1 από τους υπόλοιπους με την προβολή της θέσης ότι δεν ήταν μαζί τους ή ότι τους συνάντησε μετά ή ακόμα πως δεν έχει καμία σχέση μαζί τους.»
Δεν εντοπίσαμε ο,τιδήποτε, που να δικαιολογεί αμφισβήτηση της ορθότητας του ευρήματος. Υποστηρίζεται πλήρως από τη μαρτυρία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από τη νομολογία, στην οποία παραπέμπει - (Andreas Anastassiades v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 97. Themistocleous v. Police (1981) 2 C.L.R. 200. Onisiforou v. Police (1987) 2 C.L.R. 261. Δημοσθένους κ.ά. ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 129. Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 195) - αξιολόγησε την ανώμοτη κατάθεση του κατηγορουμένου 1 ορθά μέσα στο σύνολο της μαρτυρίας. Δεν την χρησιμοποίησε ως μαρτυρία εναντίον του, αλλά ως στοιχείο που βεβαίωσε την εκεί παρουσία του. Η ενοχή του προέκυψε από τη μαρτυρία του παραπονουμένου, όπως και η ενοχή των υπολοίπων εφεσειόντων.
Παραμένει ο πρώτος λόγος έφεσης, του οποίου η αιτιολογία είναι τα όσα αναφέρονται στους λόγους έφεσης 2, 3, 4 και 5, που έχουμε ήδη εξετάσει και απορρίψει. Δε διακρίνουμε να προβάλλεται ο,τιδήποτε έξω από όσα έχουμε ήδη εξετάσει, ώστε να παρίσταται ανάγκη να μας απασχολήσει.
Η έφεση απορρίπτεται.
Γ. Νικολάου, Δ.
Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
/ΜΠ
[1] Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, 75. Γιαννή κ.ά. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 340.Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614. Ανθία ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1999) 2 Α.Α.Δ. 558. Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390.