ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 2 ΑΑΔ 344
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
3 Ιουνίου, 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
SURESH CRISHANTHA,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
- - - - - - - -
Σ. Δράκος, για τον Εφεσείοντα.
΄Ελλη Παπαγαπίου - Χρίστου - δικηγόρος της Δημοκρατίας για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
- - - - - - - -
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Στις 23.3.2005 το Κακουργιοδικείο, που συνεδριάζει στη Λευκωσία, και ενώπιον του οποίου παραπέμφθηκε η υπόθεση στην οποία ο εφεσείων μαζί με άλλο πρόσωπο κατηγορούνται για συνωμοσία προς διάπραξη του κακουργήματος της ληστείας και ληστεία, όρισε την εκδίκαση της στις 25, 26, 27 και 28 Ιουλίου, 2005. Η κατηγορούσα αρχή ζήτησε όπως ο εφεσείων παραμείνει υπό κράτηση, ενώ ο δικηγόρος του εφεσείοντα έφερε ένσταση στο αίτημα αυτό. Το Δικαστήριο έκρινε πως ο εφεσείων θα΄πρεπε να παραμείνει υπό κράτηση. Στην αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου γίνεται αναφορά στη γνωστή μας νομολογία επί του θέματος, και επισημαίνονται οι παράγοντες που έλαβε υπόψη του για να αχθεί στην κρίση του. Οι παράγοντες αυτοί είναι η δεδομένη ορατότητα της καταδίκης του εφεσείοντα, σύμφωνα με τις καταθέσεις που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο ο εφεσείων έχει παραδεχθεί τις κατηγορίες, και η πολύ σοβαρή ποινή φυλάκισης που ενδεχομένως θα επιβληθεί, στοιχεία που δημιουργούν αφ΄εαυτών τη σκέψη αποφυγής της δίκης.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα υποστήριξε ενώπιον μας πως η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη και ότι ο εφεσείων ενδείκνυται να αφεθεί ελεύθερος μέχρι τη δίκη του, αφού το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει σ΄αυτόν όρους οι οποίοι θα διασφαλίζουν την παρουσία του στο Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της εις βάρος του υπόθεσης.
Ο ίδιος εφεσείων καταχώρισε και έφεση εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, το οποίο είχε αποφασίσει την παραπομπή του σε δίκη ενώπιον του κακουργιοδικείου και διέταξε την προσωποκράτηση του μέχρι εκείνη την ημερομηνία. Την ίδια επιχειρηματολογία είχε προβάλει ενώπιον μας ο δικηγόρος του εφεσείοντα και σε εκείνη την έφεση, η οποία απερρίφθη. Σε εκείνη την έφεση ο ίδιος δικηγόρος, που εμφανίζεται και στην παρούσα, ισχυρίστηκε έντονα πως η νομολογία του Δικαστηρίου μας δεν είναι τόσο σταθερή όπως αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, υποστηρίζοντας πως τα Δικαστήρια μας θα πρέπει να ταυτιστούν πλήρως με αυτή. Στην πιο πάνω θέση απαντήσαμε ως εξής:
"Διαφωνούμε με τη θέση του δικηγόρου του εφεσείοντα πως η νομολογία μας δεν ταυτίζεται με αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Απλή αναφορά στους τόμους των αποφάσεων μας, ακόμη και πριν από το 1962 που η Κυπριακή Δημοκρατία επικύρωσε τη Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, αποδεικνύει τη συχνή επίκληση των αποφάσεων της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Θα λέγαμε πως υπάρχει ένας συνεχής και καρποφόρος διάλογος, αν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη φράση, μεταξύ του Δικαστηρίου μας και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η νομολογία μας είναι, στη δική μας κρίση, σε απόλυτη αρμονία με αυτή του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Θα πρέπει βεβαίως να σημειώσουμε πως οι ιδιαίτερες περιστάσεις που αφορούν στην κάθε υπόθεση, και που παίζουν πρωτεύοντα ρόλο στο αποτέλεσμα, είναι πιο ζωντανές στο Δικαστήριο του κράτους του Συμβουλίου της Ευρώπης, κάτι που συνεχώς υποδεικνύει το ίδιο το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, και είναι αυτές, οι ιδιαίτερες δηλαδή περιστάσεις, στην κάθε υπόθεση που πρέπει να υπαχθούν στις αρχές της νομολογίας."
(Δες: Ποινική ΄Εφεση αρ. 4/2005 Suresh Crishantha, ημερ. 24.2.2005)
Στην έφεση που μας απασχολεί ο δικηγόρος του εφεσείοντα πρόβαλε ένα άλλο επιχείρημα. Εισηγήθηκε πως το άρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος μας δεν δίδει εξουσία στο Δικαστήριο να διατάσσει την κράτηση ατόμου μετά την πρόσαψη σ΄αυτόν κατηγορίας. Επομένως, συνεχίζει η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα, οι σχετικές διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας, άρθρα 48 και 157 του Κεφ.155 αλλά και των άρθρων 5.1(γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που κυρώθηκε με το Νόμο 39/1962, και που παρέχουν στο Δικαστήριο τέτοια εξουσία, είναι αντισυνταγματικές. Ο συνήγορος παρουσιάστηκε τόσο βέβαιος για τη θέση του που προχώρησε να μας καλέσει να μη διστάσουμε να κηρύξουμε τα πιο πάνω άρθρα αντισυνταγματικά, χωρίς να υπολογίσουμε, καθώς είπε, τις πιθανές επιπτώσεις που μια τέτοια απόφαση μας θα έχει. Απαντήσαμε βέβαια αμέσως πως η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου βρίθει από αποφάσεις, στις οποίες νομοθετήματα και κανονισμοί κηρύχθηκαν αντισυνταγματικά, όταν το Δικαστήριο κατέληξε σε τέτοια κρίση, χωρίς να επιδείξει οποιοδήποτε δισταγμό, γιατί ακλόνητη είναι η θέση του Δικαστηρίου προς το καθήκον του για την ορθή εφαρμογή του δικαίου.
Την εισήγηση για την αντισυνταγματικότητα των πιο πάνω νομοθετημάτων πρόβαλε ο συνήγορος του εφεσείοντα και ενώπιον του κακουργιοδικείου. Ισχυρίστηκε δε εδώ πως το κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε με αυτή. Το κείμενο όμως της απόφασης του κακουργιοδικείου δεν συμφωνεί με τη θέση αυτή. Το κακουργιοδικείο συζητά στην απόφαση του την επιχειρηματολογία του δικηγόρου, για την αντισυνταγματικότητα των πιο πάνω διατάξεων της Ποινικής Δικονομίας και της Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, υπέδειξε όμως ότι το θέμα έχει λυθεί με την απόφαση στην Αίτηση αρ. 196/95 του ΑΠΤΟΥΛΛΑΧ ΝΙΑΖΙ ΣΙΟΥΚΡΟΥ για έκδοση εντάλματος Habeas Corpus, (1995) 1 Α.Α.Δ. 1020, την οποία μάλιστα, πολύ ορθά, είχε παρουσιάσει στο κακουργιοδικείο ο ίδιος ο δικηγόρος του εφεσείοντα, ο οποίος όμως πρότεινε στο Δικαστήριο πως θα έπρεπε να αποστεί από την πιο πάνω απόφαση, την οποία εξέδωσε ο δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γ. Κωνσταντινίδης. Ο δικαστής Κωνσταντινίδης επιλαμβάνεται ειδικά αυτού του ζητήματος στην πιο πάνω απόφαση, και ό,τι είπε εκεί μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους και το υιοθετούμε.
Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
"Aν η εισήγηση του αιτητή ήταν ορθή τότε δεν θα υπήρχε καμιά απολύτως δυνατότητα κράτησης μετά τη συμπλήρωση της ανάκρισης, πολύ λιγότερο μετά την έναρξη της δίκης του. Συμφωνώ με την εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση πως οι διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου που ρυθμίζουν την εξουσία του Δικαστηρίου για απόλυση ή κράτηση κατηγορουμένου διαρκούσας της δίκης του καλύπτονται από το ΄Αρθρο 11.1(γ) του Συντάγματος και πως, επομένως, εξακολουθούν να ισχύουν. Ειδικά δε σε σχέση με την αντίληψη του αιτητή πως η παρέμποδιση «απόδρασης» στην οποία αναφέρεται η πιο πάνω διάταξη του Συντάγματος προϋποθέτει ήδη συντελεσμένο περιορισμό του κατηγορουμένου σε ορισμένο χώρο, επισημαίνω πως στην αγγλική έκδοση τόσο του Συντάγματος όσο και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, χρησιμοποιείται ο όρος "fleeing" η δε ελληνική απόδοση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης χρησιμοποιεί τον όρο «δραπέτευση». Η ίδια δε η λέξη «απόδραση» εμπεριέχει την έννοια της δραπέτευσης ή της λαθραίας φυγής. (Βλ.Λεξικό Πρωϊας και Μεγάλο Επίτομο Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, Σπύρου Τσιούνη).
Και κάτι άλλο ακόμη προτού τελειώσουμε. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα διατηρεί την άποψη πως το άρθρο 5(1)(γ) της Σύμβασης επιτρέπει στο Δικαστήριο να διατάσσει όπως κατηγορούμενος παραμείνει υπό κράτηση και μετά την πρόσαψη εναντίον του της κατηγορίας, εξ΄ου και οι σχετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το ίδιο όμως δεν συμβαίνει με τις πρόνοιες του άρθρου 11.2(γ) του Συντάγματος μας. Συγκρίνοντας τα δύο άρθρα εμείς βρίσκουμε πως είναι εννοιολογικά ταυτόσημα και απολήγουν στην ίδια λειτουργία. Παραθέτουμε τις επίμαχες παραγράφους, με την πιο πάνω σειρά.
«΄Αρθρο 5
1. Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα εις την ελευθερίαν και την ασφάλειαν. Ουδείς επιτρέπεται να στερηθή της ελευθερίας του, ειμή εις τας ακολούθους περιπτώσεις και συμφώνως προς την νόμιμον διαδικασίαν:
(γ) εάν συνελήφθη και κρατήται όπως οδηγηθή ενώπιον της αρμοδίας δικαστικής αρχής εις την περίπτωσιν ευλόγου υπονοίας ότι διέπραξεν αδίκημα, ή υπάρχουν λογικά δεδομένα προς παραδοχήν της ανάγκης όπως ούτος εμποδισθή από του να διαπράξη αδίκημα ή δραπετεύση μετά την διάπραξιν τούτου.»
«΄Αρθρον 11.
2. Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη εις τας περιπτώσεις:
(γ) συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου ενεργουμένης προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής επί τη ευλόγω υπονοία ότι διέπραξεν αδίκημα ή οσάκις η σύλληψις ή κράτησις θεωρηθή ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδισιν διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά την διάπραξιν αυτού.»
Το κακουργιοδικείο είχε διακριτική ευχέρεια στο θέμα, την οποία άσκησε ορθά μέσα στα πλαίσια του νόμου. Το εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν αποδειχτεί πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει εκτραπεί από τον ορθό νομικό δρόμο, κάτι που δεν έχει γίνει στην παρούσα υπόθεση. Η έφεση απορρίπτεται.
Π.
Δ.
Δ.
/ΜΑ