ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 2 ΑΑΔ 320
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινικές Εφέσεις αρ. 7785 και 7786
16 Μαϊου, 2005
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, ΔΔ.]
Έφεση αρ. 7785
ΟΡΙΑΝΑ ΓΙΑΛΛΟΥΡΟΥ
Εφεσείουσα
- εναντίον -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
Έφεση αρ. 7786
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΓΙΑΛΛΟΥΡΟΥ
Εφεσείων
- εναντίον -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
----------------------
Μ. Κυπριανού για τους εφεσείοντες
Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη
------------------------
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ: Την ομόφωνη απόφαση
του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Μ. Φωτίου
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με τις πιο πάνω εφέσεις τους οι εφεσείοντες προσβάλλουν την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου στην ποινική υπόθεση αρ. 69/04 Ε.Δ. Λευκωσίας με την οποία κρίθηκαν ένοχοι στην κατηγορία της κοινής επίθεσης κατά παράβαση των άρθρων 242 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και διατάχθηκαν να πληρώσουν £50 πρόστιμο ο καθένας καθώς επίσης και £28 έξοδα.
Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, στις 24/10/02 οι εφεσείοντες είχαν επιτεθεί εναντίον της οικιακής τους βοηθού Nilmini Nishaka Perera Oruwalage από τη Σρι-Λάνκα. Σημειώνουμε ότι η παραπονούμενη εργαζόταν στην οικία των εφεσειόντων για περίοδο 3 ½ χρόνων. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία της παραπονούμενης η οποία έδωσε ως αιτία του επεισοδίου απαίτησή της για να της δώσει η εφεσείουσα το διαβατήριο για να το ανανεώσει αφού τούτο έληγε σε 3 μήνες, αλλά η εφεσείουσα αρνείτο λέγοντας της ότι δεν χρειαζόταν ανανέωση αφού θα την έστελλε πίσω στη χώρα της. ΄Οταν η παραπονούμενη ανέφερε στην εφεσείουσα ότι θα πήγαινε στο «Ιmmigration» τότε η εφεσείουσα θύμωσε και την έπιασε από το χέρι και το στόμα και στη συνέχεια από τα μαλλιά εμποδίζοντας την να φύγει από την κουζίνα όπου βρισκόντουσαν, με αποτέλεσμα να κτυπήσει το κεφάλι της στον τοίχο. Φώναξε «βοήθεια» οπότε πήγε στην κουζίνα και ο εφεσείων ο οποίος, αφού έκλεισε όλα τα παράθυρα, πήρε μια πλαστική καρέκλα και την κτύπησε στην πλάτη ενώ η εφεσείουσα συνέχισε να της κρατά το στόμα και τα μαλλιά.
Οι εφεσείοντες δέχθηκαν ότι έλαβε χώρα σχετικό επεισόδιο αλλά έδωσαν διαφορετική εκδοχή. Η εφεσείουσα υιοθέτησε την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία από την οποία προκύπτει ότι υπήρξε κάποια διαφορά μεταξύ της και της παραπονουμένης με την έννοια ότι η παραπονούμενη ήθελε να φύγει από κοντά τους και να εργαστεί αλλού. Όταν είπε στην παραπονούμενη ότι θα τηλεφωνούσε στην αδελφή της τότε η παραπονούμενη πήρε ένα κουζινομάχαιρο, 30 περίπου εκατοστών, από τον πάγκο της κουζίνας και πήγε προς τα πάνω της οπότε αυτή την άρπαξε από τη μέση και προσπαθούσε να την αφοπλίσει. Ταυτόχρονα φώναξε στον σύζυγο της (εφεσείοντα στην 7786) και αφού πήγε και αυτός στην κουζίνα, με τη βοήθεια και του αδελφού της που κατοικά εκεί κοντά και έφθασε και αυτός στο μέρος, κατάφεραν και της πήραν το μαχαίρι.
Στην ίδια γραμμή είναι και η μαρτυρία του εφεσείοντα ο οποίος ανάφερε ότι όταν άκουσε τις φωνές της συζύγου του έτρεξε στην κουζίνα και είδε τη σύζυγο να κρατά την παραπονούμενη η οποία κρατούσε ένα μαχαίρι και το «ανεμοκατέβαζε». Τότε για να την αφοπλίσει πήρε μια πλαστική καρέκλα και την πρόταξε προς την παραπονούμενη η οποία μπερδεύτηκε στην καρέκλα και της έπεσε το μαχαίρι.
Με τις εφέσεις τους προβάλλονται τρεις λόγοι έφεσης που μπορούν να συνοψισθούν σε δυο, ως ακολούθως:
(α) Με τους πρώτο και τρίτο λόγους γίνεται ισχυρισμός ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη αφού μεταξύ άλλων το δικαστήριο δεν προέβη σε εύρημα αναφορικά με το αν η παραπονούμενη έκανε χρήση μαχαιριού ή όχι, τη στιγμή μάλιστα που η ίδια είχε παραδεχθεί σε προηγούμενη ποινική διαδικασία για κοινή επίθεση που προέκυπτε από το ίδιο επεισόδιο ότι έκανε χρήση μαχαιριού, και
(β) Το δικαστήριο προέβη σε εύρημα αναξιοπιστίας των εφεσειόντων αφού θεώρησε αντίφαση το ότι ο εφεσείων είπε ότι έκανε και χρήση πλαστικής καρέκλας κατά την προσπάθεια να αφοπλίσει την παραπονούμενη, ενώ η εφεσείουσα δεν έκανε αναφορά στην πλαστική καρέκλα.
Εξετάσαμε τους πιο πάνω λόγους έφεσης υπό το φως των διαγραμμάτων αγόρευσης και των όσων αναπτύχθηκαν ενώπιον μας από τους ευπαίδευτους δικηγόρους των διαδίκων. Καταλήγουμε, χωρίς καμιά απολύτως δυσκολία, να συμφωνήσουμε με την εισήγηση του δικηγόρου των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν ασχολήθηκε καθόλου με το θέμα της χρήσης μαχαιριού. Το θέμα αυτό το προώθησαν οι εφεσείοντες από την πρώτη στιγμή. Δηλαδή αρχικά στις καταθέσεις τους στην αστυνομία και αργότερα κατά την ακροαματική διαδικασία. Υπάρχει η μαρτυρία του Μ.Κ.1 Αστυφύλακα 2070 Μιχάλη Πέτσα, η οποία έχει δοθεί με την παρουσίαση της κατάθεσης του ως τεκμ. 1, όπου φαίνεται αυτός ο ισχυρισμός των εφεσειόντων και ο μάρτυρας αυτός δεν αντεξετάστηκε. Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι και η παραπονούμενη παραδέχθηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία ότι όταν αντιμετώπισε και η ίδια κατηγορία σχετικά με αυτό το επεισόδιο είχε παραδεχθεί ενώπιον του δικαστηρίου ότι έκανε χρήση μαχαιριού, ισχυριζόμενη όμως τώρα ότι το έπραξε με οδηγίες του δικηγόρου της, χωρίς τούτο να είναι η αλήθεια.
Το θέμα αυτοάμυνας σε μια υπόθεση όπως την παρούσα είναι από τις σημαντικές υπερασπίσεις. Μάλιστα από τη στιγμή που εγείρεται τέτοια υπεράσπιση το βάρος είναι στην Κατηγορούσα Αρχή να την αποκλείσει και μάλιστα στο επίπεδο του πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας (βλ. μεταξύ άλλων Milliotis v. Police (1971) 2 C.L.R. 292 και Maifoshis v. Police (1978) 2 C.L.R. 9).
Εδώ το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ασχολήθηκε καθόλου με το θέμα αυτό, κι αν ήταν νομικά επιτρεπτό ή όχι για την παραπονουμένη από τη μια να προβαίνει σε παραδοχή ενώπιον δικαστηρίου ότι έκανε χρήση μαχαιριού της περιγραφής που έδωσαν οι εφεσείοντες και από την άλλη να το αρνείται.
Πέραν των πιο πάνω ευσταθεί και ο δεύτερος λόγος έφεσης, ότι δηλαδή εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε ως ουσιώδη αντίφαση, που να επηρεάζει την αξιοπιστία των εφεσειόντων, το γεγονός ότι ο εφεσείων μίλησε και για χρήση πλαστικής καρέκλας κατά το επεισόδιο, ενώ η εφεσείουσα απλώς δεν έκανε αναφορά σε κάτι τέτοιο. Θα ήταν αντίφαση αν ο ένας επέμενε ότι έγινε και χρήση της καρέκλας ενώ ο άλλος να αρνείται τούτο. Εν πάση περιπτώσει, ότι έγινε και χρήση καρέκλας κατά το εν λόγω επεισόδιο, ήταν και η εκδοχή της παραπονούμενης. Η διαφορά στη μαρτυρία ήταν στο λόγο για τον οποίο έγινε η χρήση της. Επομένως θεωρούμε την παρούσα υπόθεση ως τέτοια που να επιτρέπει στο δικαστηριο τούτο να επέμβει στο εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες ήσαν αναξιόπιστοι, παρά το γενικό κανόνα ότι η εκτίμηση της αξιοπιστίας μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο δικαστήριο. (Βλ. μεταξύ άλλων Βωνιάτης ν. Διευθυντής Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1989) 2 Α.Α.Δ. 230 και Σωτηρίου ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 307).
Με βάση όλα τα πιο πάνω οι εφέσεις επιτυγχάνουν. Η καταδίκη των εφεσειόντων ακυρώνεται και οι επιβληθείσες ποινές και η διαταγή για τα έξοδα παραμερίζονται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΚΑς