ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 2 ΑΑΔ 36
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 7614)
2 Φεβρουαρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΣΩΤΗΡΗ ΜΑΡΚΟΥ,
Εφεσίβλητου.
________________________
Ηλ. Στεφάνου,
Γ. Γεωργίου, για τον Εφεσίβλητο.
________________________
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Παπαδοπούλου.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσίβλητος αντιμετώπιζε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας τέσσερις κατηγορίες. Αφορούσαν αδικήματα του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154, και του περί Πυροβόλων ΄Οπλων Νόμου του 1974, (Ν. 38/74), (ο «Νόμος»).
Αρνήθηκε ενοχή και η υπόθεση ακούστηκε, με αποτέλεσμα να αθωωθεί και να απαλλαγεί και στις τέσσερις κατηγορίες, για το λόγο ότι δεν είχε στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση.
Εναντίον της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα, η οποία, στο στάδιο της ακρόασης, περιορίστηκε σε σχέση με τα αδικήματα της -
(α) αμελούς πράξης, δηλαδή ότι, με την εκτόξευση βέλους με τόξο, ο εφεσίβλητος προκάλεσε σωματική βλάβη στο Γεώργιο Χρίστου από τη Λάρνακα - (΄Αρθρο 237 του ΚΕΦ. 154). και
(β) κατοχής αντικειμένου, διασκευασμένου για εκτόξευση άλλου αντικειμένου, δηλαδή τόξου τύπου βαλλίστρα, που εκτοξεύει βέλη - (΄Αρθρο 16(1)(β) του Νόμου).
Οι περιστάσεις, όπως προέκυπταν από τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε, είναι παράξενες. Συνοψίζονται ως ακολούθως:-
Ο παραπονούμενος, Γεώργιος Χρίστου, στις 7/10/2001, ενώ βρισκόταν στην περιοχή του Προφήτη Ηλία στην Ορόκλινη για περίπατο, μαζί με τους σκύλους του, συνάντησε τον εφεσίβλητο, τον οποίο δε γνώριζε, να κάθεται και να κρατά στα χέρια του όπλο, που εκτοξεύει βέλη. Μετά από φιλική συνομιλία με τον εφεσίβλητο για τη χρήση του τόξου και την εξήγηση του εφεσίβλητου ότι με αυτό «παίζω πουλλούδια», ξεκίνησε να φύγει. Κάλυψε απόσταση τρία με τέσσερα μέτρα και, ξαφνικά, αισθάνθηκε κάτι να τον κτυπά. Γύρισε και είδε ότι επρόκειτο για βέλος, το οποίο είχε καρφωθεί στην ωμοπλάτη του. Φοβήθηκε και έτρεξε προς το χωριό. Επειδή ο εφεσίβλητος τον ακολούθησε, ο παραπονούμενος, με το καμάκι που κρατούσε, τον κτύπησε στο αριστερό χέρι. Στην προσπάθειά του να απομακρυνθεί, ο παραπονούμενος κτύπησε στο πόδι και δεν μπορούσε να κινηθεί. ΄Αγνωστοι τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ότι το βέλος είχε εισχωρήσει σε βάθος 10 εκ. Αφαιρέθηκε με θωρακοτομή. Ο εφεσίβλητος, στρατιωτικός, μερικές μέρες αργότερα, όταν εντοπίστηκε και εξετάστηκε, διαπιστώθηκε ότι έφερε θλαστική εκχύμωση στο αριστερό χέρι, η οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, προκλήθηκε από άγνωστο, τον οποίο τραυμάτισε τυχαία με βέλος.
Εκ συμφώνου, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατατέθηκαν διάφορα τεκμήρια. Μεταξύ αυτών ήταν και η κατάθεση του εφεσίβλητου, ημερομηνίας 13/10/2001, όπου αναφέρεται από τον ίδιο ότι το σιδερένιο τόξο βαλλίστρα, γνωστό με το όνομα «ακρίβεια», πέντε βέλη και άλλα εξαρτήματα, τα βρήκε τυχαία. Στην περιοχή βρισκόταν για κυνήγι, με τη βαλλίστρα έτοιμη για χρήση. Ενώ καθόταν κάτω από ένα δένδρο, τον πλησίασε ο παραπονούμενος, τον οποίο δε γνώριζε, και μίλησαν φιλικά σε σχέση με τη χρήση της βαλλίστρας. Στη συνέχεια, όταν ο παραπονούμενος έφευγε, γύρισε και ο ίδιος να φύγει, τραβώντας μαζί του και τη βαλλίστρα. Φαίνεται ότι, χωρίς να το καταλάβει, πάτησε τη σκανδάλη. αμέσως άκουσε τον παραπονούμενο να φωνάζει, γύρισε και τον είδε να τρέχει.
Υπήρξε μαρτυρία ότι η συγκεκριμένη βαλλίστρα, με σπαστό κοντάκι, για λόγους όπλισης, και κινητό μέρος με χορδή 44 κλωστών και τηλεφακό, δεν περιλαμβάνεται στα αγωνιστικά τόξα που εισάγονται από την Κυπριακή Ομοσπονδία Τοξοβολίας. Χρησιμοποιείται για κυνήγι και έχει δυνατότητα εκτόξευσης του βέλους με ταχύτητα 50 μέτρα το δευτερόλεπτο. Το βέλος, που χρησιμοποιήθηκε, έχει στη μύτη του λεπίδες. Βέλη αυτού του είδους χρησιμοποιούνται για μεγάλα θηράματα και η σκόπευση γίνεται με ακίδα ή τηλεφακό. Ο τρόπος λειτουργίας της βαλλίστρας είναι όμοιος με τον τρόπο λειτουργίας του ψαροτούφεκου.
Αναφορικά με την κατηγορία για αμελή πράξη, το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο από την απόφαση στην Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 98, όπου γίνεται εκτενής ανάλυση της έννοιας της αμέλειας προς θεμελίωση ποινικής ευθύνης, κατέληξε ως εξής:-
«Στη συγκεκριμένη περίπτωση καμιά μαρτυρία δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου που να στοιχειοθετεί το συστατικό στοιχείο της αμέλειας, η μόνη μαρτυρία που υπάρχει είναι ότι ο παραπονούμενος κτυπήθηκε από βέλος, το γεγονός αυτό όμως από μόνο του δεν είναι αρκετό για τη στοιχειοθέτηση της αμέλειας.»
Υποστηρίχθηκε, κατ' έφεση, ότι υπήρχαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου γεγονότα, τα οποία, εκ πρώτης όψεως, στοιχειοθετούσαν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της αμελούς πράξης, όπως π.χ. η κατάθεση του εφεσίβλητου και η μετέπειτα απολογία του στον παραπονούμενο.
Εξετάσαμε με προσοχή την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, σε σχέση με την κατηγορία του ΄Αρθρου 237 του ΚΕΦ. 154, το οποίο προβλέπει ότι:-
«237. ΄Οποιος διενεργεί παράνομα οποιαδήποτε πράξη ή παραλείπει να διενεργήσει πράξη την οποία έχει καθήκον να εκτελέσει η οποία δεν είναι πράξη ή παράλειψη που ορίζεται στο προηγούμενο άρθρο, από την οποία πράξη ή παράλειψη προκαλείται σωματική βλάβη σε άλλο, είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση έξι μηνών ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τετρακόσιες πενήντα λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.»
Δε συμμεριζόμαστε την άποψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου - ότι η μόνη μαρτυρία που υπήρχε ήταν αυτή του τραυματισμού του παραπονουμένου με βέλος και, γενικότερα, ότι οι περιστάσεις, όπως προέκυπταν από τη μαρτυρία, δε δικαιολογούσαν την κλήση του κατηγορουμένου σε απολογία. Θεωρούμε ότι η υπόθεση θα έπρεπε να προχωρούσε.
Απομένει ο λόγος έφεσης σχετικά με την ερμηνεία του ΄Αρθρου 16(1)(β) του Νόμου.
Στην πρωτόδικη απόφαση το πιο πάνω ΄Αρθρο, το οποίο προβλέπει ότι:-
«16. - (1) Ουδέν πρόσωπον -
.................................................. .................................................. .....
(β) εισάγει, κατασκευάζει, πωλεί, αγοράζει, μεταφέρει ή έχει υπό την κατοχήν, φύλαξιν ή έλεγχον αυτού οιονδήποτε αντικείμενον οιασδήποτε περιγραφής κατεσκευασμένον ή διεσκευασμένον διά εκκένωσιν ή εκτόξευσιν οιουδήποτε επιβλαβούς υγρού, αερίου, ή παρομοίου υλικού ή ετέρου αντικειμένου, ή οιαδήποτε πυρομαχικά περιέχοντα ή διεσκευασμένα ώστε να περιέχωσιν οιονδήποτε επιβλαβές υγρόν, αέριον, ή παρόμοιον υλικόν ή έτερον αντικείμενον.»
ερμηνεύτηκε ως εξής:-
«Η ερμηνεία που δίδεται στο 'επιβλαβές' στο λεξικό του Μπαμπινιώτη, είναι 'κάτι το οποίο είναι βλαβερό'. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω ότι το 'επιβλαβές' είναι διαφορετικό από το 'επικίνδυνο', επικίνδυνο είναι κάτι που εμπεριέχει τον κίνδυνο, μπορεί όμως από μόνο του να μην είναι βλαβερό. Κατά πόσο ένα αντικείμενο είναι επικίνδυνο ή όχι εξαρτάται πολλές φορές από τη χρήσιν στην οποία θα τεθεί π.χ. μια μικρή πέτρα που βρίσκεται σε ένα χωράφι δεν μπορεί να θεωρηθεί επικίνδυνη, αν όμως χρησιμοποιηθεί σε σφεντόνα τότε καθίσταται επικίνδυνη, εν πάση όμως περιπτώσει δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι 'επιβλαβής'. Ο όρος επιβλαβής όπως χρησιμοποιείται στο πιο πάνω άρθρο εννοεί, κατά την άποψή μου, αντικείμενα τα οποία είναι επιβλαβή από μόνα τους, όπως π.χ. τα τοξικά αέρια, οι καυστικές ουσίες, τα ραδιενεργά υλικά κ.ά. και όχι αντικείμενα που μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις, ανάλογα με την χρήσιν τους, να θεωρηθούν επικίνδυνα.
Το συγκεκριμένο αντικείμενο, η βαλλίστρα λειτουργεί, σύμφωνα με την προσαχθείσα μαρτυρία, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο ως το ψαροτούφεκο ... Με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιόν μου είμαι της άποψης ότι το βέλος δεν μπορεί να θεωρηθεί 'επιβλαβή' αντικείμενο και ότι ο νομοθέτης κατά τη σύνταξη του πιο πάνω άρθρου δεν είχε υπόψιν του τη βαλλίστρα, καθότι αν θεωρήσω ότι είχε υπόψιν του τη βαλλίστρα, τότε πρέπει να θεωρηθεί ότι είχε υπόψιν του να συμπεριλάβει στο Νόμο και το ψαροτούφεκο ή ακόμη και τη σφεντόνα.»
Με την έφεση, αμφισβητείται η ορθότητα της ερμηνείας που δόθηκε, με αναφορά κυρίως στη λέξη «επιβλαβούς». Και στη διαζευκτική ακόμη περίπτωση, ήταν η εισήγηση του κ. Στεφάνου, της ορθότητας της σύνδεσης της λέξης «επιβλαβούς» με τη φράση «ετέρου αντικειμένου», η κατάληξη ότι η βαλλίστρα δεν μπορεί να θεωρηθεί επιβλαβές αντικείμενο, ήταν εσφαλμένη.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου, υποστηρίζοντας την ορθότητα της ερμηνείας που δόθηκε, μας παρέπεμψε και στο ΄Αρθρο 9Β του Νόμου (όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 138(Ι)/2000), το οποίο προβλέπει την εξασφάλιση άδειας για αγωνιστικά τόξα. Εάν, εισηγήθηκε, ο νομοθέτης σκοπό είχε να περιλάβει στα απαγορευμένα αντικείμενα του ΄Αρθρου 16(1)(β) του Νόμου και τη βαλλίστρα, δεν υπήρχε ανάγκη να γίνει πρόβλεψη για εξασφάλιση άδειας για τα αγωνιστικά τόξα.
Το αδίκημα αντικρίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως αδίκημα αυστηρής ευθύνης και ορθά κατά την άποψή μας. ΄Οπως αναλύεται στην απόφαση Sea Island & Tours Ltd v. K.O.T. (1995) 2 Α.Α.Δ. 196:- (σελ. 201-202):-
«Το θέμα κρίνεται κατ' αρχήν από το λεκτικό της διάταξης και έπειτα, εν αμφιβολία, από τη φύση του νομοθετήματος - ρυθμιστικής ή αυστηρώς ποινικής - όπως και από το πρόβλημα προς το οποίο το νομοθέτημα απευθύνεται για επίλυση - αν π.χ. ανάγεται σε τομέα που αφορά, γενικά θα λέγαμε, την κοινή ευημερία: ...»
Σκοπός του υπό αναφορά Νόμου είναι η προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών. Με αυτόν, ρυθμίζεται, γενικά, η κατοχή και η χρήση πυροβόλων ή άλλων αντικειμένων, η χρήση των οποίων δημιουργεί τον κίνδυνο που ο νομοθέτης θέλησε να αποτρέψει.
Ο τίτλος, κάτω από τον οποίο βρίσκεται το ΄Αρθρο 16(1)(β) του Νόμου - «ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ, ΕΜΠΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΠΥΡΟΒΟΛΩΝ ΟΠΛΩΝ» - καταδεικνύει ακριβώς ότι η διάταξη θα πρέπει ερμηνευτικά να προσεγγιστεί κατά τρόπο ώστε να εξυπηρετείται ο σκοπός του νομοθετήματος, που δεν είναι άλλος από του να απαγορεύσει πυροβόλα όπλα και αντικείμενα, χρησιμοποιούμενα έξω από τις συνήθεις δραστηριότητες με δυνατότητα επαγωγής δυσμενών αποτελεσμάτων σε ζωή ή περιουσία.
Ανεξάρτητα από το κατά πόσο η φράση «ετέρου αντικειμένου» θα πρέπει ή όχι να διαβαστεί σε συσχετισμό με τη λέξη «επιβλαβούς», δε συμμεριζόμαστε την άποψη ότι η βαλλίστρα της παρούσας υπόθεσης δεν εμπίπτει στο ΄Αρθρο 16(1)(β) του Νόμου. Τέτοια αντικείμενα, προορισμένα για θανάτωση μεγάλου θηράματος, εμπίπτουν στην απαγόρευση του ΄Αρθρου 16(1)(β) του Νόμου. Η κατάταξη γίνεται, στην κάθε περίπτωση, με βάση το πώς λογικά αντικρίζεται το συγκεκριμένο αντικείμενο, υπό το φως των συνηθισμένων και, επομένως, παραδεκτών δραστηριοτήτων.
Το επιχείρημα του κ. Γεωργίου - ότι, εάν μέσα στα επιβλαβή αντικείμενα του ΄Αρθρου 16(1)(β) του Νόμου περιλαμβάνονταν και τα τόξα, τότε θα ήταν αχρείαστη η νομοθετική πρόνοια του ΄Αρθρου 9Β του Νόμου, με την οποία για αγωνιστικά τόξα απαιτείται άδεια - δε βοηθά. Επειδή ακριβώς τα τόξα εντάσσονται στην απαγόρευση του ΄Αρθρου 16(1)(β), ο νομοθέτης, με τον τροποποιητικό Νόμο 138(Ι)/2000 (΄Αρθρο 9Β), επέτρεψε τα αγωνιστικά τόξα, όπως ακριβώς γίνεται για τα αθλητικά πιστόλια.
΄Ηταν, περαιτέρω, η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του εφεσίβλητου ότι, κι αν ακόμη η πρωτόδικη απόφαση ανατραπεί, ο χρόνος, που έχει διαρρεύσει από την ισχυριζόμενη διάπραξη των αδικημάτων, δε δικαιολογεί να υποβληθεί ο εφεσίβλητος σε νέα δίκη.
Είναι νομολογημένο ότι η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου για την απόφαση κατά πόσο δικαιολογείται επανεκδίκαση ή μη μιας υπόθεσης έχει γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης - (βλ. Assadourian ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279).
Προκαθορισμένος χρόνος καθυστέρησης, η υπέρβαση του οποίου θα οδηγούσε μια ποινική υπόθεση έξω από τα όρια του εύλογου χρόνου ολοκλήρωσής της, δεν υπάρχει. Για τη διαπίστωση εάν υπάρχει υπέρμετρη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της υπόθεσης, σταθμίζονται διάφοροι παράγοντες, όπως τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, το περίπλοκο και η δυσκολία της, η καθ' όλα στάση των ανακριτικών αρχών, οι χειρισμοί από πλευράς του κατηγορουμένου, καθώς και η δαπάνη, στην οποία συνολικά θα υποβληθεί ο κατηγορούμενος.
Οι κατηγορίες εδώ, που αντιμετωπίζει ο εφεσίβλητος, δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθούν σοβαρές. Ο χρόνος που παρήλθε - τριάμισι χρόνια - από την, κατ' ισχυρισμό, διάπραξη των αδικημάτων δεν βρίσκεται, υπό τις περιστάσεις, έξω από τα αποδεκτά όρια. Δεδομένης δε της πρόβλεψης επανεκδίκασης σε σύντομο χρόνο, η οποία γίνεται στη βάση του χρόνου που διήρκεσε η ακρόαση της υπόθεσης και η έκδοση της απόφασης - (2/10/2003 - 20/11/2003) - πιστεύουμε ότι η απονομή της δικαιοσύνης εξυπηρετείται καλύτερα με διαταγή για επανεκδίκαση.
Η έφεση επιτυγχάνει. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.
Γ. Νικολάου, Δ.
Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
/ΜΠ