ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PHILIPPOU ν. REPUBLIC (1983) 2 CLR 245
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525
Επαρχ. Λειτ. Εργασίας ν. Μακροσέλλης Λτδ (1992) 2 ΑΑΔ 328
Επ. Λειτ. Εργ. Λεμεσού ν. Sedora Ent. (1992) 2 ΑΑΔ 332
Επαρχ. Λειτ. Εργασίας ν. Μαρκίδη Εστέϊτς (1992) 2 ΑΑΔ 340
Επ. Λειτ. Εργασίας ν. Γενεθλής Λτδ (1992) 2 ΑΑΔ 373
Αστυν. Λ/σού ν. Toorac Fashion (1993) 2 ΑΑΔ 117
Λειτ. Εργασίας Πάφου ν. Κυριάκου & Υιός Λτδ κά. (1995) 2 ΑΑΔ 290
Επ. Λειτ. Εργασίας Λεμεσού ν. Π. Γιατρός Λτδ (1996) 2 ΑΑΔ 7
Επ. Λειτ. Εργασίας Πάφου ν. Aristo Dev. Ltd κ,ά. (1996) 2 ΑΑΔ 63
Peppis Company Ltd και Άλλος ν. Eπαρχιακού Λειτουργού Eργασίας (1999) 2 ΑΑΔ 272
Kimonas Petros & Nicos Kofteros Construction Ltd ν. Eπαρχιακού Λειτουργού Eργασίας (1999) 2 ΑΑΔ 310
Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. P. Pastellis Engineering Works Ltd και Άλλου (2001) 2 ΑΑΔ 90
Διευθυντής Tμήματος Eπιθεώρησης Eργασίας ν. Σίμου Xρυσοστόμουκαι Άλλων (2002) 2 ΑΑΔ 575
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2004) 2 ΑΑΔ 573
9 Νοεμβρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΛΑΤΟΜΕΙΑ ΦΑΡΜΑΚΑΣ ΛΤΔ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7670)
Ποινή ― Ασφάλεια εργοδοτουμένων ― Διάπραξη αδικημάτων κατά παράβαση των Άρθρων 2, 13(1), 2(α), 53(1) και 54 του περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμου του 1996 (Ν. 89(Ι)/96) ― Παραδοχή ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Απουσία υπόδειξης από τους αρμόδιους λειτουργούς επιθεώρησης για οποιαδήποτε τροποποίηση των μηχανημάτων ― Αποζημίωση οικογένειας θύματος ― Επιβολή προστίμου £800 στην κατηγορία 1 ― Η ποινή κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής και αυξήθηκε κατ' έφεση σε πρόστιμο £3.000.
Ποινή ― Ανεπάρκεια ― Σε έφεση για ανεπάρκεια ποινής το Ανώτατο Δικαστήριο επεμβαίνει όπου είναι φανερό ότι η επιβληθείσα ποινή δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του νόμου, δεν ενεργεί ως αποτρεπτική για τους άλλους και δεν προστατεύει το κοινό.
Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Τα Δικαστήρια πρέπει να επιβάλλουν αποτρεπτικές ποινές σε υποθέσεις που αφορούν αδικήματα κατά της ασφάλειας των εργαζομένων.
Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Ασφάλεια εργοδοτουμένων ― Απουσία υπόδειξης από τους αρμόδιους λειτουργούς επιθεώρησης μηχανημάτων για οποιαδήποτε τροποποίηση η οποία θα συνέβαλλε στην αποτροπή εργατικού ατυχήματος ― Αποτελεί μετριαστικό παράγοντα ιδιαίτερης βαρύτητας.
Στις 29.11.1999, εργοδοτούμενος της εφεσίβλητης εταιρείας τραυματίσθηκε θανάσιμα κατά την παραγωγή σκύρων και άμμου σε Λατομεία πλησίον του χωριού Φαρμακάς της επαρχίας Λευκωσίας. Η εφεσίβλητη παραδέχθηκε ενοχή σε τέσσερις κατηγορίες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε ποινή μόνο στην κατηγορία 1 η οποία αναφέρεται σε παράλειψη της εφεσίβλητης ως εργοδότριας να παράσχει και να διατηρήσει ασφαλείς εγκαταστάσεις ούτως ώστε να προφυλάξει αποτελεσματικά και να διασφαλίσει την ασφάλεια των εργοδοτουμένων της με αποτέλεσμα εργοδοτούμενός της να έλθει σε επαφή με επικίνδυνα περιστρεφόμενα σημεία επαφής μηχανημάτων και να τραυματισθεί θανάσιμα.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εφεσίβαλε την ποινή ως έκδηλα ανεπαρκή. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας υπέβαλε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος, το ύψος της προβλεπόμενης ποινής, τα γεγονότα της υπόθεσης, τις προσωπικές περιστάσεις της εφεσίβλητης ως και την ανάγκη για γενική και ειδική πρόληψη. Υπέβαλε επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα καθοδήγησε τον εαυτό του ως προς τα γεγονότα και/ή το Νόμο και έκρινε ότι δεν μπορούσε να επιβάλει ποινή στις κατηγορίες 2-4, γιατί τα γεγονότα κάθε μιας από τις κατηγορίες αυτές:
α) συνιστούσαν διαφορετικές παραλείψεις της εφεσίβλητης και
β) δεν ενέπιπταν, όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε στην ίδια σειρά γεγονότων που οδήγησαν στο θανατηφόρο ατύχημα ούτε και σε μια γενική παράλειψη της εφεσίβλητης να εξασφαλίσει την ασφάλεια των εργοδοτουμένων της.
Το Εφετείο αφού αναφέρθηκε στις προϋποθέσεις επέμβασής του στο θέμα της ποινής, στους ελαφρυντικούς παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη πρωτοδίκως και όσους αναπτύχθηκαν ενώπιον του Εφετείου, τονίζοντας την ιδιαίτερη βαρύτητα που πρέπει να δίδεται στην απουσία υπόδειξης από τους αρμόδιους λειτουργούς, οι οποίοι επιθεωρούν τα μηχανήματα, καθώς και στην αποκλειστική ευθύνη που φέρουν οι εργοδότες για λήψη μέτρων συμμόρφωσης με τις επιταγές του Νόμου, παραμέρισε την επιβληθείσα ποινή και την αντικατέστησε με πρόστιμο £3.000.
Το Εφετείο δεν εξέτασε το λόγο έφεσης που σχετίζεται με την μη επιβολή ποινής στις κατηγορίες 2 - 4, θεωρώντας ότι κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης αυτό που έχει σημασία είναι το σύνολο της ποινής για την επίδικη συμπεριφορά της εφεσίβλητης, η οποία οδήγησε στο θανάσιμο τραυματισμό του εργοδοτούμενού της.
Η έφεση επιτράπηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Διευθυντής Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας ν. Χρυσοστόμου κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 575,
Αστυνομία Λεμεσού ν. Toorac Fashion Ltd κ.ά. (1993) 2 Α.Α.Δ. 117,
Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον ης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 19487/2002), ημερομηνίας 7/4/2004, με την οποία στην εφεσίβλητη εταιρεία, η οποία βρέθηκε ένοχη, κατόπιν παραδοχής, σε μία κατηγορία (κατηγορία 1) για τη διάπραξη του αδικήματος της παράλειψης εργοδότη να παράσχει και διατηρήσει ασφαλείς και χωρίς κινδύνους εγκαταστάσεις, καθόσον ήταν εύλογα εφικτό, ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια προσώπων, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 13(1), 2(α), 53(1), 54, του περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμου του 1996 (Ν. 89(Ι)/96), δηλαδή ότι, η εφεσίβλητη στις 29.11.1999, ενώ ήταν εργοδότης και ασχολείτο με την παραγωγή σκύρων και άμμου σε Λατομεία πλησίον του χωριού Φαρμακάς της επαρχίας Λευκωσίας, παρέλειψε να παράσχει και να διατηρήσει ασφαλείς εγκαταστάσεις με αποτέλεσμα να τραυματιστεί θανάσιμα εργοδοτούμενός της, επέβαλε την ποινή του προστίμου £800,- ως ποινής έκδηλα ανεπαρκούς καθώς και ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα καθοδήγησε τον εαυτό του ως προς τα γεγονότα και/ή το Νόμο και έκρινε ότι δεν μπορούσε να επιβάλει ποινή στις κατηγορίες 2-4, για τις οποίες η εφεσίβλητη επίσης παραδέχτηκε ενοχή.
Φ. Τιμοθέου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Χρ. Χριστοφίδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη παραδέχθηκε ενοχή πάνω σε μια κατηγορία (η κατηγορία 1) για τη διάπραξη του αδικήματος της παράλειψης εργοδότη να παράσχει και διατηρήσει ασφαλείς και χωρίς κινδύνους εγκαταστάσεις, καθόσον ήταν εύλογα εφικτό, ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια προσώπων, κατά παράβαση των άρθρων 2, 13(1), 2(α), 53(1), 54, του περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμου του 1996 (Ν. 89(Ι)/96). Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος η εφεσίβλητη στις 29.11.1999 «ενώ ήταν εργοδότης και ασχολείτο με την παραγωγή σκύρων και άμμου σε Λατομεία πλησίον του χωριού Φαρμακάς της επαρχίας Λευκωσίας παρέλειψε να παράσχει και να διατηρήσει ασφαλείς εγκαταστάσεις δηλαδή να καταστήσει ασφαλή και να προφυλάξει αποτελεσματικά τα επικίνδυνα περιστρεφόμενα σημεία επαφής της μεταφορικής ταινίας με την τροχαλία στη σκυροθραυστική μονάδα Α με αποτέλεσμα να έλθει σε επαφή με αυτά και να τραυματισθεί θανάσιμα ο εργοδοτούμενος της Χρίστος Ππάσιος».
Παραδέχθηκε, επίσης, ενοχή πάνω σε άλλες τρεις κατηγορίες (οι κατηγορίες 2, 3, 4) οι λεπτομέρειες των οποίων δεν θα μας απασχολήσουν. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στην εφεσίβλητη ποινή προστίμου £800.- στην κατηγορία 1. Δεν επέβαλε ποινή στις κατηγορίες 2, 3 και 4 γιατί «αφορούσαν την ίδια σειρά γεγονότων στο συγκεκριμένο περιστατικό που οδήγησε στο θανάσιμο τραυματισμό του θύματος».
Στην επιμέτρηση της ποινής το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τους πιο κάτω ελαφρυντικούς παράγοντες:
- Τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχουν διαπραχθεί τα αδικήματα.
- Το λευκό μητρώο της εφεσίβλητης παρά την ενασχόληση της «στον εν λόγω τομέα» για περίοδο πέραν των 20 ετών.
- Το γεγονός της αποζημίωσης της οικογένειας του αποβιώσαντος-εργοδοτούμενου της εφεσίβλητης. Η εφεσίβλητη δέχθηκε απόφαση για το ποσό των £71.000 πλέον έξοδα.
- Τη λήψη όλων των μέτρων που θα αποτρέψουν την επανάληψη παρόμοιου περιστατικού.
- Τα μηχανήματα τέθηκαν σε λειτουργία όπως αυτά είχαν εισαχθεί και παρά τις επί τόπου επισκέψεις και επιθεωρήσεις των αρμοδίων αρχών ουδέποτε είχε υποδειχθεί οποιαδήποτε τροποποίηση και να μη συμμορφωθεί η εφεσίβλητη.
- Τόσο ο αποβιώσας όσο και οι άλλοι υπάλληλοι που απασχολούντο στο συγκεκριμένο χώρο διεκπεραίωναν αυτή την εργασία για πάρα πολλά χρόνια και τους κινδύνους που εγκυμονούσε η εκτέλεση του καθήκοντος τους, της εργασίας τους ή και η λειτουργία του συγκεκριμένου σπαστήρα την γνώριζαν και οι ίδιοι πάρα πολύ καλά. Δεν επρόκειτο για μια μεμονωμένη περίπτωση που ο αποβιώσας εργάστηκε στο συγκεκριμένο μηχάνημα αλλά και ταυτόχρονα ο ίδιος είχε επιλέξει το συγκεκριμένο τρόπο να καθαρίσει το σπαστήρα από τις πέτρες που είχαν παραμείνει στη μεταφορική ταινία.
Η έφεση.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας εφεσίβαλε την πιο πάνω ποινή. Ο κ. Τιμοθέου, εκ μέρους του εφεσείοντος, υπέβαλε ότι η επιβληθείσα από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εφεσίβλητη, ποινή στην κατηγορία 1 είναι έκδηλα ανεπαρκής «γιατί η φύση και η σοβαρότητα του διαπραχθέντος αδικήματος, το ύψος της προβλεπόμενης από τον Νόμο ποινής, τα γεγονότα της υπόθεσης, οι προσωπικές περιστάσεις της εφεσίβλητης, ως και η ανάγκη για ειδική και γενική πρόληψη, καθιστούν την ποινή έκδηλα ανεπαρκή». Υπέβαλε, επίσης, ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα καθοδήγησε τον εαυτό του ως προς τα γεγονότα και/ή το Νόμο και έκρινε ότι δεν μπορούσε να επιβάλει ποινή στις κατηγορίες 2-4, γιατί τα γεγονότα κάθε μιας από τις κατηγορίες αυτές:
(α) συνιστούσαν διαφορετικές παραλείψεις της εφεσίβλητης και
(β) δεν ενέπιπταν, όπως έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε στην ίδια σειρά γεγονότων που οδήγησαν στο θανατηφόρο ατύχημα ούτε και σε μια γενική παράλειψη της εφεσίβλητης να εξασφαλίσει την ασφάλεια των εργοδοτουμένων της.
Από την άλλη ο κ. Χριστοφίδης, εκ μέρους της εφεσίβλητης, υποστήριξε την εκκαλούμενη ποινή. Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στους πιο πάνω ελαφρυντικούς παράγοντες, οι οποίοι λήφθηκαν υπόψη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στους οποίους περιέλαβε και την καθυστέρηση στην καταχώριση της ποινικής υπόθεσης και στην εκδίκαση της υπόθεσης.
Στην Διευθυντής Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας ν. Χρυστοστόμου κ.ά. (2002) 2 Α.Α.Δ. 575, έχει γίνει επισκόπηση της Νομολογίας που σχετίζεται με την πρέπουσα ποινή για παρόμοια αδικήματα. Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Η ανάγκη για αυστηρή αντιμετώπιση αδικημάτων που σχετίζονται με την ασφάλεια στους χώρους εργασίας έχει τονιστεί επανειλημμένα (βλ. Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας ν. Βάσου Μαρκίδη Εστέϊτς κ.ά. (1992) 2 Α.Α.Δ. 340, Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας ν. Γενεθλής Λτδ (1992) 2 Α.Α.Δ. 373, Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας ν. Μ.Γ. Μακροσέλλης Λτδ (1992) 2 Α.Α.Δ. 328, Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας Λεμεσού ν. Sedora Enterprises Ltd κ.ά. (1992) 2 Α.Α.Δ. 332, Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας Λεμεσού ν. Εργοληπτικών Επιχειρήσεων Π. Γιατρός Λτδ (1996) 2 Α.Α.Δ. 7, Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας Πάφου ν. Aristo Developers Ltd κ.ά. (1996) 2 Α.Α.Δ. 63, Μεταλλικά Ηρακλής Μιχαηλίδη Λτδ κ.ά. ν. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 119, Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας Πάφου ν. Κώστα Κυριάκου & Υιοί Λτδ κ.ά. (1995) 2 Α.Α.Δ. 290).
Στην Sedora (πιο πάνω) τονίστηκε ότι αποτρεπτικές ποινές μπορεί και πρέπει να επιβάλλονται για αδικήματα που δυνατό να επηρεάσουν ή αποτελούν κίνδυνο στην άνεση και την υγεία του κοινού. Αναφορικά με τη φύση του αδικήματος λέχθηκαν τα εξής (βλ. σελ. 337):
'Η υποχρέωση διατήρησης συνθηκών ασφάλειας σε εργοστάσια και άλλους χώρους που απασχολούνται άνθρωποι, δεν είναι μόνο μια υποχρέωση που πηγάζει από το Νόμο, είναι μια προέκταση διεθνών υποχρεώσεων που αναλήφθηκαν από τη Δημοκρατία κάτω από το άρθρο 3 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, κάτω από τον οποίο μια συμβαλλόμενη χώρα αναλαμβάνει όχι μόνο τη θέσπιση κανονισμών για συνθήκες ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων στον τόπο εργασίας αλλά και την περαιτέρω υποχρέωση της εφαρμογής τους με μέτρα για την αποτελεσματική εποπτεία της συμμόρφωσης προς τις ανειλημμένες αυτές υποχρεώσεις.
Η αποτελεσματική εποπτεία συνεπάγεται την εφαρμογή των Νόμων και των Κανονισμών και, όπου απαιτείται, την ποινική δίωξη και τον εξαναγκασμό των παραβατών προς συμμόρφωση προς αυτούς. Επομένως και τα δικαστήρια έχουν καθήκον να προσεγγίζουν τα θέματα αυτά, ανάλογα βέβαια με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, με τη δέουσα σοβαρότητα χάριν της επίτευξης των σκοπών του Νόμου που, πέραν των ανθρωπιστικών στόχων, αποτρέπει τη μείωση της παραγωγικότητας και την αποφυγή ασκόπων οικονομικών επιβαρύνσεων λόγω τραυματισμού, επηρεασμού της υγείας και θανάτου.'
(Βλ. και Peppis Company Ltd κ.ά. ν. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 272: «Τα αδικήματα άπτονται της ασφάλειας των εργοδοτουμένων, τομέας στον οποίο η κοινωνία επιδεικνύει αυξανόμενη ευαισθησία λόγω σεβασμού προς την ανθρώπινη ζωή και υγεία»).
Στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. P. Pastellis Engineering Works Ltd κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 90, σε σχέση με παραβάσεις του πιο πάνω Νόμου 89(Ι)/96, το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε ποινές προστίμου £150, £100 και £150, στην εταιρεία και £150 και £150 στο Διευθυντή της σε σχέση με κάθε κατηγορία. Το Εφετείο έκρινε ότι οι πιο πάνω ποινές ήταν έκδηλα ανεπαρκείς και επέβαλε ποινές προστίμου £500, £400 και £500 στην εταιρεία και ποινές προστίμου £500 και £500 στο Διευθυντή της. Σημειώνουμε ότι στην πιο πάνω υπόθεση είχε σημειωθεί τραυματισμός εργοδοτουμένου της εταιρείας.
Στην Petros Kimonas & Nicos Kofteros Construction Ltd v. Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 310, σχετικά με παραβάσεις του πιο πάνω Νόμου 89(Ι)/96, το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε ποινές προστίμου £700, στην κάθε μια από 4 κατηγορίες και £600 και £300 σε άλλες δύο κατηγορίες - σύνολο £3700. Το Εφετείο υπέδειξε πως οι κατηγορίες ήταν πολύ σοβαρές. Η κάθε μια συνιστούσε ξεχωριστό κίνδυνο για τους εργαζόμενους και μέχρι της ημέρας που το Δικαστήριο επελήφθη της υπόθεσης δεν υπήρξε συμμόρφωση προς τις εκ του Νόμου απορρέουσες υποχρεώσεις της εταιρείας. Επεκύρωσε τις πιο πάνω ποινές παρόλο ότι τις θεώρησε αυστηρές γιατί έκρινε πως δεν εμπίπτουν μέσα στα όρια της έκδηλα υπερβολικής ποινής.
Ο νομοθέτης έχει μεριμνήσει για την επιβολή των πιο πάνω αυστηρών ποινών με στόχο την αποτροπή ατυχημάτων τα οποία έχουν σαν αποτέλεσμα πολλές φορές την απώλεια ζωής ή σοβαρούς τραυματισμούς. Στόχος του νομοθέτη είναι η πρόληψη των ατυχημάτων στους χώρους εργασίας. Επομένως το γεγονός ότι δεν έχει σημειωθεί οποιοσδήποτε τραυματισμός δεν αποτελούσε παράγοντα ο οποίος μπορούσε να οδηγήσει στις επίδικες ποινές (βλ. και Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας Λεμεσού ν. Εργοληπτικές Επιχειρήσεις Π. Γιατρός Λτδ (1996) 2 Α.Α.Δ. 7, 10).
Επιεικής μεταχείριση με το δικαιολογητικό ότι δεν έχει σημειωθεί τραυματισμός ισοδυναμεί με εξουδετέρωση των σκοπών του Νόμου ο οποίος εις ένα και μόνο αποβλέπει, στην πρόληψη των ατυχημάτων.»
Στη Χρυσοστόμου (πιο πάνω) στην οποία δεν είχε σημειωθεί οποιοσδήποτε τραυματισμός εργοδοτούμενου το Εφετείο αύξησε τη συνολική χρηματική ποινή από £120.- στις £1.200.-
Ένας από τους παράγοντες που θα ληφθεί υπόψη κατά τη θεώρηση της επίδικης ποινής είναι η προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή. Σημειώνεται πως αυτός ο παράγοντας θα συνεκτιμηθεί με τους άλλους παράγοντες που επηρεάζουν την επιμέτρηση της ποινής. Τονίζουμε επί του προκειμένου ότι για τα επίδικα αδικήματα ο Νόμος προβλέπει πρόστιμο «που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες λίρες ή φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια ή και τις δύο ποινές».
Τονίζουμε, επίσης, ότι πρόκειται για έφεση κατά της ποινής. Ο προσδιορισμός της ποινής και η επιμέτρηση του ύψους της αποτελούν πρωταρχική ευθύνη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο επεμβαίνει, αν η ποινή είναι πρόδηλα ανεπαρκής τιμωρία για τους κατηγορουμένους, δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του Νόμου, δεν ενεργεί ως αποτρεπτική για άλλους και δεν προστατεύει το κοινό (Αστυνομία Λεμεσού ν. Toorac Fashion Ltd κ.ά. (1993) 2 Α.Α.Δ. 117, 121). Η ανεπάρκεια της ποινής πρέπει να καταφαίνεται ως αντικειμενικό γεγονός (Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525).
Κυρίαρχα στοιχεία στη θεώρηση της εκκαλούμενης ποινής είναι η σοβαρότητα του αδικήματος όπως αυτή αντικατοπτρίζεται μέσα από την ποινή που προβλέπεται από το σχετικό Νόμο και οι συνέπειες της παρανομίας. Οι παράγοντες τους οποίους έλαβε υπόψη το Πρωτόδικο Δικαστήριο μαζί με εκείνους που έχουν αναπτυχθεί ενώπιον μας από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσίβλητης έχουν αναγνωρισθεί ως ελαφρυντικοί παράγοντες από τη Νομολογία. Ιδιαίτερη βαρύτητα δίδεται στην απουσία οποιασδήποτε υπόδειξης από τους αρμόδιους λειτουργούς, οι οποίοι επιθεωρούσαν τα μηχανήματα, προς την κατεύθυνση οποιασδήποτε τροποποίησης, η οποία θα συνέβαλλε στην αποτροπή του ατυχήματος. Πρέπει ωστόσο να υποδείξουμε πως η ευθύνη για λήψη μέτρων συμμόρφωσης με τις επιταγές ενός Νόμου ο οποίος ρυθμίζει θέματα ασφάλειας στους τόπους εργασίας βαρύνει αποκλειστικά τους εργοδότες.
Σε μια εποχή που οι εργασίες διεξάγονται κυρίως με μηχανήματα με προφανή σκοπό την αύξηση της πραγωγικότητας προβάλλει πιο επιτακτική η υποχρέωση των εργοδοτών για διατήρηση συνθηκών πλήρους ασφάλειας στους τόπους εργασίας. Οι εργαζόμενοι δικαιούνται μετά τον κάματο της ημέρας να επιστρέφουν στις οικογένειες τους αρτιμελείς και υγιείς. Δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε χαλάρωση αυτής της υποχρέωσης των εργοδοτών. Παράλειψη τήρησης της θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με αυστηρότητα.
Αφού ελάβαμε υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος της κατηγορίας 1, όπως αυτή αντανακλάται από την ποινή που προβλέπει ο Νόμος σε συνάρτηση με τη φύση του αδικήματος και τους πιο πάνω ελαφρυντικούς παράγοντες, θεωρούμε ότι η εκκαλούμενη ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής. Πρέπει, επομένως, να παραμερισθεί. Επιβάλλεται στην εφεσίβλητη πρόστιμο £3.000.-
Δεν θα εξετάσουμε το λόγο της έφεσης που σχετίζεται με την μη επιβολή ποινής στις κατηγορίες 2-4. Θεωρούμε ότι κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης αυτό που έχει σημασία είναι το σύνολο της ποινής για την επίδικη συμπεριφορά της εφεσίβλητης, η οποία οδήγησε στο θανάσιμο τραυματισμό του εργοδοτούμενου της.
Η έφεση επιτρέπεται ως ανωτέρω.
Η έφεση επιτρέπεται.