ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 2 ΑΑΔ 378
3 Ιουνίου, 2004
[ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΝΙΚΟΛΑ ΚΟΥΡΕΑ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7636)
Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης ― Ποία η εμβέλεια του εν λόγω δικαιώματος ― Κατά πόσο αφορά την προφορική μαρτυρία του κατηγορουμένου ή κατά πόσο εκτείνεται και σε άλλη πραγματική μαρτυρία που πηγάζει από τον ίδιο ― Υιοθέτηση, κατά πλειοψηφία, της αρχής που διατυπώθηκε στη γνωμοδότηση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Μαρίας Αβρααμίδου κ.ά. (2004) 2 A.A.Δ. 51.
Ποινική Δικονομία ― Επανεκδίκαση ― Επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Εφετείου, η άσκηση της οποίας γίνεται δικαστικά με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης ― Πότε διατάσσεται επανεκδίκαση.
Το Κακουργιοδικείο αθώωσε και απάλλαξε τον κατηγορούμενο στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, κατ' εφαρμογήν των προνοιών του Άρθρου 74(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, στις κατηγορίες παράνομης κατοχής και μεταφοράς εκρηκτικών υλών και απόπειρας καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες. Η μαρτυρία που συνέδεε τον κατηγορούμενο με τη διάπραξη των αδικημάτων ήταν το γενετικό υλικό του κατηγορουμένου σε ένα αποτσίγαρο που κάπνισε και η μαρτυρία του Δρος Καριόλου, σύμφωνα με την οποία η ταύτιση μεταξύ του γενετικού υλικού του κατηγορουμένου στο εν λόγω αποτσίγαρο με το γενετικό υλικό όπλισης της χειροβομβίδας, ήταν πλήρης. Το Κακουργιοδικείο δεν αποδέχθηκε την κατάθεση των αποτσίγαρων του κατηγορουμένου, τα οποία είχαν ληφθεί από τις ανακριτικές αρχές, ως αποδεικτικά στοιχεία στη δίκη, υιοθετώντας την αρχή της Μιχάλης Ανδρέα Ψύλλα ν. Δημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία η μαρτυρία για το γενετικό υλικό του κατηγορουμένου που λαμβάνεται παρά τη θέλησή του με πλάγια μέσα, παραβιάζει το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησής του και δεν συνιστά, ως εκ τούτου, παραδεκτή μαρτυρία.
Το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι επειδή τα αποτσίγαρα δεν ήταν τεκμήρια, έλειπε το υπόβαθρο σύνδεσης του εφεσίβλητου με το μοχλό της χειροβομβίδας και κατ' επέκταση με τη διάπραξη των αδικημάτων. Ο αποκλεισμός της κατάθεσης των αποτσίγαρων, άφησε μετέωρη τη μαρτυρία του Δρος Καριόλου.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επιδιώκεται η ανατροπή της.
Ο εφεσείων επικαλέσθηκε τη γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Μαρίας Αβρααμίδου κ.ά. (2004) 2 A.A.Δ. 51, στην οποία, για παρόμοιο ζήτημα, η Ολομέλεια γνωμοδότησε, κατά πλειοψηφία, ότι δεν αποτελούσε σφάλμα η διάκριση μεταξύ προφορικής και πραγματικής μαρτυρίας και ότι το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης περιορίζεται μόνο στην προφορική μαρτυρία.
Ο συνήγορος του κατηγορουμένου με αναφορά στους λόγους για τους οποίους το Κακουργιοδικείο δεν επέτρεψε την κατάθεση των αποτσίγαρων και σε συνάρτηση προς την επιφύλαξη που έθεσε η Ολομέλεια στην Αβρααμίδου, υποστήριξε ότι οι συγκεκριμένοι λόγοι ανάγονται σε περιστάσεις παράνομου τρόπου εξασφάλισης της πραγματικής μαρτυρίας και συνιστούν παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό Κραμβή, Δ. συμφωνούντος και του Φωτίου, Δ.:
1. Η εισήγηση του συνηγόρου του κατηγορουμένου δεν ευσταθεί γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε τον αποκλεισμό της συγκεκριμένης πραγματικής μαρτυρίας χωρίς να λάβει υπόψη το σκεπτικό της Αβρααμίδου. Τα περιστατικά της υπόθεσης έπρεπε να είχαν εξεταστεί υπό το πρίσμα του λόγου (ratio) της Αβρααμίδου για να διαπιστωθεί κατά πόσο υπήρχε πεδίο εφαρμογής της επιφύλαξης. Αυτό δεν έγινε στην παρούσα υπόθεση και συνεπώς η εισήγηση της υπεράσπισης στερείται ερείσματος.
2. Ενόψει των πιο πάνω εξάγεται το συμπέρασμα ότι απόφαση του Κακουργιοδικείου να μην επιτρέψει την κατάθεση των αποτσίγαρων των τσιγάρων που κάπνισε ο εφεσίβλητος ως τεκμηρίων της υπόθεσης, επειδή δεν είχε δοθεί προς τούτο η ρητή συγκατάθεση του, και ότι η παραλαβή τους έγινε κατά παράβαση της μη αυτοενοχοποίησης συνιστά υπό τις περιστάσεις εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου της απόδειξης.
3. Στην παρούσα υπόθεση είναι δυνατή η έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση ενόψει των σοβαρών αδικημάτων που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος, και του συμφέροντος της δικαιοσύνης. Η επανεκδίκαση της υπόθεσης δεν θα προκαλέσει σοβαρές επιπτώσεις στον κατηγορούμενο. Δεν έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από το φερόμενο χρόνο της διάπραξης των αδικημάτων και δεν έχει παρατηρηθεί μέχρι τώρα οποιαδήποτε καθυστέρηση ούτε προβλέπεται ότι η διαδικασία της επανεκδίκασης της υπόθεσης θα είναι χρονοβόρα.
Β. Υπό Καλλή, Δ.:
Η απόφαση στη Ψύλλας αποτελεί δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο και επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εφάρμοσε τις αρχές της στην παρούσα υπόθεση.
Η έφεση επέτυχε κατά πλειοψηφία.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (2003) 2 A.A.Δ. 353,
Saunders v. U.K. [1997] 23 E.H.R.R. 313,
Δημοκρατία ν. Αβρααμίδου κ.ά. (2004) 2 A.A.Δ. 51,
Λιασίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 A.A.Δ. 432,
Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2002) 2 A.A.Δ. 97,
Nestoros v. Republic (1961) C.L.R. 217,
Τοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258,
Petrides v. Republic (1971) 2 C.L.R. 263,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 132,
Σιάτης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 551,
Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279,
Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 24.
Έφεση εναντίον Aθωωτικής Απόφασης.
Έφεση από το Γενικό Eισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Λευκωσίας (Yπόθεση Aρ. 639/2002), ημερομηνίας 19/2/2004, με την οποία ο εφεσίβλητος, ο οποίος διώχθηκε για παράνομη κατοχή και μεταφορά εκρηκτικών υλών για απόπειρα καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες, αθωώθηκε και απαλλάχθηκε σε όλες τις κατηγορίες.
Φ.Τιμοθέου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Σαβεριάδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η πρώτη απόφαση με την οποία συμφωνεί και ο Φωτίου, Δ., θα δοθεί από τον Κραμβή, Δ. Αντίθετη είναι η δική μου άποψη για τους λόγους που εξηγώ στη δική μου ξεχωριστή απόφαση.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος διώχθηκε για παράνομη κατοχή και μεταφορά εκρηκτικών υλών και για απόπειρα καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες. Αρνήθηκε ενοχή στις τρεις κατηγορίες που αντιστοίχως προσάφθηκαν εναντίον του και το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας διαπίστωσε στο κατάλληλο στάδιο ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για να κληθεί σε απολογία. Ενόψει τούτου και κατ' εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 74(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 το Κακουργιοδικείο αθώωσε τον εφεσίβλητο σε όλες τις κατηγορίες.
Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης και επιδιώκεται η ανατροπή της. Προτού υπεισέλθουμε στους λόγους έφεσης θα παραθέσουμε με συντομία τα γεγονότα, που θεωρούμε σχετικά για τους σκοπούς της έφεσης πάνω στα οποία θεμελιώθηκε η αθωωτική απόφαση.
Στις 10.11.2000 και περί ώρα 03.00 σημειώθηκε έκρηξη σε χώρο πώλησης μεταχειρισμένων αυτοκινήτων στο Στρόβολο. Από την έκρηξη προκλήθηκαν ζημιές σε λυόμενο υποστατικό και οκτώ σταθμευμένα αυτοκίνητα. Η σκηνή αποκλείστηκε από την αστυνομία και περισυνελέγησαν τεκμήρια. Η αστυνομική έρευνα οδήγησε στη διαπίστωση ότι η έκρηξη προκλήθηκε από ρίψη χειροβομβίδας. Η αστυνομία με δικαστικό ένταλμα συνέλαβε τον εφεσίβλητο ως ύποπτο για τη διάπραξη του εγκλήματος. Κατά την εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης, η αστυνομία πληροφόρησε τον εφεσίβλητο ότι επί τεκμηρίου της υπόθεσης ανευρέθηκε γενετικό του υλικό. Ο εφεσίβλητος ενώ βρισκόταν υπό αστυνομική κράτηση έδωσε ανακριτική κατάθεση και ακολούθως ζητήθηκε η συναίνεση του για τη λήψη αίματος για σκοπούς εξέτασης και σύγκρισης του γενετικού υλικού του με εκείνο που είχε στα χέρια της η αστυνομία. Ο εφεσίβλητος απάντησε, «αφού εν να πιάσετε τα αποτσίγαρά μου». Επιστήθηκε η προσοχή του στο νόμο και πάλιν απάντησε «αφού εν να τα πιάσετε». Στο μεταξύ η αστυνομία φρόντισε, σε περίπτωση που ο εφεσίβλητος δεν θα συναινούσε στη λήψη αίματος, να υπάρχει καθαρό σταχτοδοχείο στο γραφείο της ανάκρισης με προοπτική παραλαβής αποτσίγαρων των τσιγάρων που ενδεχομένως θα κάπνιζε ο εφεσίβλητος για σκοπούς εξέτασης του γενετικού υλικού που θα εντοπιζόταν στα αποτσίγαρα και σύγκρισής του προς το γενετικό υλικό που βρέθηκε επί του τεκμηρίου.
Ο εφεσίβλητος, μετά την άρνησή του να δώσει αίμα, κάπνισε τέσσερα τσιγάρα τα οποία έσβησε στο σταχτοδοχείο και η αστυνομία παρέλαβε τα αποτσίγαρα. Ο εφεσίβλητος αρνήθηκε να υπογράψει οποιοδήποτε έγγραφο ή να δώσει οποιαδήποτε απάντηση αναφορικά με την παραλαβή των αποτσίγαρων από την αστυνομία. Αρνήθηκε επίσης να μονογράψει τους φακέλους μέσα στους οποίους οι αστυνομικοί τοποθέτησαν τα αποτσίγαρα.
Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, ζητήθηκε να παρουσιαστούν οι φάκελοι με τα αποτσίγαρα για να καταστούν τεκμήρια της υπόθεσης. Υστερα από ένσταση της υπεράσπισης ότι η παραλαβή των αποτσίγαρων για σκοπούς εξέτασης γενετικού υλικού έγινε χωρίς τη συγκατάθεση του κατηγορούμενου και κατά παράβαση του δικαιώματός του για μη αυτοενοχοποίηση, κρίθηκε πως έπρεπε να διεξαχθεί δίκη εντός δίκης. Το δικαστήριο αποφαινόμενο επί του θέματος, αποδέχθηκε την ένσταση της υπεράσπισης και δεν επέτρεψε την κατάθεση των φακέλων με τα αποτσίγαρα.
Το Κακουργιοδικείο δεν επέτρεψε την κατάθεση των αποτσίγαρων των τσιγάρων που κάπνισε ο εφεσίβλητος για τους πιο κάτω λόγους:
(α) Ο κατηγορούμενος δεν έδωσε ποτέ ρητή συγκατάθεση για την παραλαβή τους.
(β) Οι αστυνομικοί προλείαναν το έδαφος για την παραλαβή των αποτσίγαρων σε περίπτωση που ο εφεσίβλητος αρνείτο να δώσει τη συγκατάθεσή του για τη λήψη αίματος.
(γ) Η παραλαβή των αποτσίγαρων έγινε κατά παράβαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορούμενου σε συνάρτηση προς το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης.
(δ) Η κράτηση του εφεσίβλητου χρησιμοποιήθηκε για σκοπούς αλλότριους και μεταξύ άλλων, για την εξασφάλιση μαρτυρίας εναντίον του.
Ο Δρ. Καριόλου εξήγησε τις βασικές αρχές της λειτουργίας του γενετικού υλικού, τον τρόπο σύγκρισης δειγμάτων γενετικού υλικού καθώς και άλλες σχετικές παραμέτρους του θέματος. Κατέθεσε ότι εξέτασε τα αποτσίγαρα που παρέλαβε από την αστυνομία και διαπίστωσε πλήρη ταύτιση του γενετικού υλικού που απομόνωσε από το φίλτρο ενός αποτσίγαρου με το γενετικό υλικό που υπήρχε στο μοχλό όπλισης της χειροβομβίδας (τεκμήριο Κ).
Το σκεπτικό της εκκαλούμενης απόφασης έχει ως αφετηρία τη διαπίστωση ότι το στοιχείο της κατοχής αποτελεί συστατικό στοιχείο και των τριών αδικημάτων για τα οποία κατηγορήθηκε ο εφεσίβλητος. Κρίθηκε ότι εκτός από τη μαρτυρία του Δρος Καριόλου, δεν υπήρχαν άλλα στοιχεία σύνδεσης του κατηγορούμενου με την κατοχή εκρηκτικής ύλης ή με το χώρο της έκρηξης. Επειδή τα αποτσίγαρα δεν ήταν τεκμήρια, κρίθηκε πως έλειπε το υπόβαθρο σύνδεσης του εφεσίβλητου με το μοχλό της χειροβομβίδας και κατ΄ επέκταση με τη διάπραξη των αδικημάτων. Στην εκκαλούμενη απόφαση αναφέρεται ότι η μαρτυρία του Δρος Καριόλου ήταν η μοναδική μαρτυρία που συνέδεσε το γενετικό υλικό που βρέθηκε στο μοχλό όπλισης της χειροβομβίδας με το γενετικό υλικό που είχε απομονωθεί από το αποτσίγαρο του τσιγάρου που κάπνισε ο εφεσίβλητος. Αυτή η μαρτυρία για τους λόγους που το δικαστήριο εξειδικεύει, θα ήταν αρκετή σύμφωνα με την απόφαση για να κληθεί ο κατηγορούμενος σε απολογία. Ωστόσο, ο αποκλεισμός της κατάθεσης των αποτσίγαρων, άφησε μετέωρη τη μαρτυρία του Δρος Καριόλου.
Ο εφεσείων εισηγείται ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα απέκλεισε την κατάθεση των αποτσίγαρων τα οποία, κατά ορθή εφαρμογή του δικαίου της απόδειξης, αποτελούσαν αποδεκτό στοιχείο μαρτυρίας. Υποστηρίχθηκε συναφώς ότι η Μιχάλης Ανδρέα «Ψύλλας» ν. Δημοκρατίας (2003) 2 A.A.Δ. 353, στη βάση της οποίας το Κακουργιοδικείο απέκλεισε την κατάθεση των αποτσίγαρων, κρίθηκε με βάση τα δικά της γεγονότα και ότι εδώ, στην περίπτωση που εξετάζουμε, το Κακουργιοδικείο έπρεπε να είχε ερμηνεύσει ευρύτερα το σκεπτικό της «Ψύλλας» ότι δηλαδή, ο κανόνας ενάντια στην αυτοενοχοποίηση εφαρμόζεται μόνο σε προφορική μαρτυρία και όχι σε πραγματική μαρτυρία. Το Κακουργιοδικείο έπρεπε εν ολίγοις να είχε προβεί στην πιο πάνω διάκριση και να λάβει συνάμα υπόψη την Saunders v. U.K. [1997] 23.E.H.R.R. 313. Είναι επομένως η θέση του εφεσείοντα ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης καλύπτει όλο το φάσμα της μαρτυρίας είτε αυτή αφορά προφορικές δηλώσεις είτε ομολογίες είτε πραγματική μαρτυρία.
Ο εφεσείων προς επίρρωση της εισήγησης ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη, επικαλείται τη γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Μαρίας Αβρααμίδου κ.ά. (2004) 2 A.A.Δ. 51, στην οποία, για παρόμοιο ζήτημα, η Ολομέλεια γνωμοδότησε κατά πλειοψηφία ότι δεν αποτελούσε σφάλμα η διάκριση μεταξύ προφορικής και πραγματικής μαρτυρίας και ότι το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης περιορίζεται μόνο στην προφορική μαρτυρία. Σχετική είναι η πιο κάτω περικοπή από την Αβρααμίδου (ανωτέρω):
«Εφόσον η κατοχύρωση του δικαιώματος αποβλέπει στην προστασία του κατηγορούμενου από τυχόν εξαναγκασμό ή καταπίεσή του να αυτοενοχοποιηθεί, η επέκταση του δικαιώματος πέραν της προφορικής μαρτυρίας στερείται ευλόγου ερείσματος. Η πραγματική μαρτυρία υπάρχει ή δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τη θέληση του κατηγορουμένου.»
Στην Αβρααμίδου η Ολομέλεια σχολίασε τη Ψύλλας και απάντησε στο ερώτημα .
«Στη Ψύλλας, επί της οποίας στηρίχθηκε το Κακουργιοδικείο, το Εφετείο δεν κλήθηκε να οριοθετήσει την εμβέλεια του δικαιώματος της μη αυτοενοχοποίησης. Τέτοιο ζήτημα δεν συζητήθηκε. Στη Ψύλλας η κατηγορούσα αρχή δεν πρόβαλε, όπως τώρα, τη θέση ότι το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης περιορίζεται στην «προφορική» και δεν επεκτείνεται στην «πραγματική» μαρτυρία. Εξού και στην απόφαση δεν συζητείται ούτε απαντάται τέτοιο ερώτημα. Ούτε, βέβαια, γίνεται αναφορά είτε στη Saunders είτε σε οποιαδήποτε άλλη, συνάδουσα ή απάδουσα με τη Saunders, αυθεντία.
Στη βάση των όσων αναφέραμε, και με την επιφύλαξη
(α) της υποχρέωσης του Δικαστηρίου να μην αποδεχθεί «πραγματική» μαρτυρία που εξασφαλίστηκε κατά παράβαση συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, και
(β) της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να μην αποδεχθεί «πραγματική» μαρτυρία που εξασφαλίστηκε παράνομα (illegally) ή κατά τρόπο που κρίνεται αθέμιτος (improper)
η απάντησή μας στο πρώτο νομικό ερώτημα είναι ότι το συνταγματικό δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης του κατηγορουμένου περιορίζεται στην «προφορική» του μαρτυρία και δεν επεκτείνεται σε οποιαδήποτε άλλη «πραγματική» μαρτυρία η οποία έχει ως πηγή τον ίδιο.»
Ο κ. Σαβεριάδης με αναφορά στους λόγους για τους οποίους το Κακουργιοδικείο δεν επέτρεψε την κατάθεση των αποτσίγαρων και σε συνάρτηση προς την πιο πάνω επιφύλαξη που έθεσε η Ολομέλεια στην Αβρααμίδου, εισηγείται πως οι συγκεκριμένοι λόγοι ανάγονται σε περιστάσεις παράνομου ή αθέμιτου τρόπου εξασφάλισης της πραγματικής μαρτυρίας και συνιστούν παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσίβλητου. Η εισήγηση του κ. Σαβεριάδη δεν ευσταθεί γιατί το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε τον αποκλεισμό της συγκεκριμένης πραγματικής μαρτυρίας χωρίς να λάβει υπόψη το σκεπτικό της Αβρααμίδου. Τα περιστατικά της υπόθεσης έπρεπε να είχαν εξεταστεί υπό το πρίσμα του λόγου (ratio) της Αβρααμίδου για να διαπιστωθεί κατά πόσο υπήρχε πεδίο εφαρμογής της επιφύλαξης. Αυτό δεν έγινε στην παρούσα υπόθεση και συνεπώς η εισήγηση της υπεράσπισης στερείται ερείσματος.
Ενόψει των πιο πάνω καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου να μην επιτρέψει την κατάθεση των αποτσίγαρων των τσιγάρων που κάπνισε ο εφεσίβλητος ως τεκμηρίων της υπόθεσης επειδή δεν είχε δοθεί προς τούτο η ρητή συγκατάθεση του εφεσίβλητου και ότι η παραλαβή τους έγινε κατά παράβαση της μη αυτοενοχοποίησης συνιστά υπό τις περιστάσεις εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου της απόδειξης. Αν το Κακουργιοδικείο επέτρεπε την κατάθεση των αποτσίγαρων, το ένα από τα οποία χρησιμοποιήθηκε για την απομόνωση γενετικού υλικού του εφεσείοντα θα παρεχόταν έρεισμα στη μαρτυρία του Δρος Καριόλου η οποία συνέδεσε το γενετικό υλικό που βρέθηκε στο μοχλό της χειροβομβίδας με το γενετικό υλικό του εφεσίβλητου που απομονώθηκε στο ένα από τα αποτσίγαρα και όπως το ίδιο το Κακουργιοδικείο αναφέρει στην εκκαλούμενη απόφαση η εν λόγω μαρτυρία θα ήταν αρκετή για να κληθεί ο κατηγορούμενος σε απολογία.
Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, η έφεση πρέπει να επιτύχει και η αθωωτική απόφαση να παραμεριστεί. Ωστόσο, ο παραμερισμός της θα αφήσει αναπάντητο το ερώτημα της ενοχής του εφεσίβλητου στις κατηγορίες εκτός αν διαταχθεί η επανεκδίκαση της υπόθεσης. Ανακύπτει συνεπώς ζήτημα προς εξέταση κατά πόσο η περίπτωση είναι κατάλληλη για επανεκδίκαση όπως εισηγείται ο εφεσείων ή το αντίθετο όπως εισηγείται η υπεράσπιση. Το θέμα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Εφετείου η άσκηση της οποίας γίνεται δικαστικά και με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης. Τα περιστατικά της υπόθεσης και οι επιπτώσεις μιας τέτοιας εξέλιξης πάνω στον κατηγορούμενο είναι παράγοντες οι οποίοι λαμβάνονται υπόψη. Δεν διατάσσεται η επανεκδίκαση ποινικής υπόθεσης όταν μια τέτοια εξέλιξη θα έθετε σε κίνδυνο το δικαίωμα για δίκαιη δίκη. Βλ. Ευθύβουλος Λιασίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 A.A.Δ. 432. Η ύπαρξη μαρτυρίας που θα μπορούσε με την κατάλληλη καθοδήγηση να θεμελιώσει καταδίκη, αποτελεί παράγοντα που συνηγορεί υπέρ της έκδοσης διαταγής για επανεκδίκαση της υπόθεσης. Η σοβαρότητα των αδικημάτων και η συχνότητα διάπραξης τους, η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, ο χρόνος που διέρρευσε, η δαπάνη που συνεπάγεται η επανεκδίκαση είναι μερικοί από τους παράγοντες που ενδεικτικά το Εφετείο λαμβάνει υπόψη κατά την εξέταση του θέματος της επανεκδίκασης. Βλ. Χαράλαμπος Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2002) 2 A.A.Δ. 97. Είναι αυτονόητο ότι οι παράγοντες που διαδραματίζουν κάποιο ρόλο και λαμβάνονται υπόψη σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να προκαθοριστούν. Το συμφέρον της δικαιοσύνης προσδιορίζεται από την εξισορρόπηση όλων των σχετικών παραγόντων και του ρόλου που αυτοί διαδραματίζουν σε κάθε περίπτωση. Βλ. Nestoros v. Republic (1961) C.L.R. 217, Τοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, Petrides v. Republic (1971) 2 C.L.R. 263, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 132, Σιάτης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 551, Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279 και Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 24.
Οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο εφεσίβλητος αφορούν σοβαρά αδικήματα και το συμφέρον της δικαιοσύνης απαιτεί σε κάθε περίπτωση την εξιχνίαση των σοβαρών αδικημάτων και την τιμωρία των ενόχων. Η επανεκδίκαση της υπόθεσης δεν θα προκαλέσει σοβαρές επιπτώσεις στον εφεσίβλητο. Δεν έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από το φερόμενο χρόνο της διάπραξης των αδικημάτων και δεν έχει παρατηρηθεί μέχρι τώρα οποιαδήποτε καθυστέρηση ούτε προβλέπεται ότι η διαδικασία της επανεκδίκασης της υπόθεσης θα είναι χρονοβόρα. Τα γεγονότα είναι απλά και η όποια ταλαιπωρία που ενδεχομένως θα υποστεί ο εφεσίβλητος λόγω της επανεκδίκασης δεν μπορεί να εξουδετερώσει την απαίτηση για εξυπηρέτηση του συμφέροντος για απονομή της δικαιοσύνης.
Αφού σταθμίσαμε όλους τους παράγοντες που έχουν σχέση και αφορούν την υπόθεση, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις η επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Εκδίδεται διαταγή επανεκδίκασης της υπόθεσης από άλλο Κακουργιοδικείο.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η δική μου προσέγγιση επί του θέματος έχει διατυπωθεί στην απόφαση μου στη Δημοκρατία ν. Αβρααμίδου κ.α. (2004) 2 A.A.Δ. 51 (απόφαση μειοψηφίας) με την οποία συμφώνησα με την απόφαση του Πική, Π. (απόφαση μειοψηφίας). Για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση του Πική, Π. στην Αβρααμίδου (πιο πάνω) θεωρώ ότι η απόφαση στη Ψύλλας ν. Δημοκρατίας (2003) 2 A.A.Δ. 353, αποτελεί δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο.
Έχω επομένως την άποψη πως ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τις αρχές που είχαν διατυπωθεί στη Ψύλλας (πιο πάνω). Για το λόγο αυτό θα απέρριπτα την έφεση.
H έφεση επιτυγχάνει κατά πλειοψηφία.