ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 2 ΑΑΔ 316
28 Μαΐου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7580)
Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Παροχή επαρκούς χρόνου και διευκολύνσεων για την ετοιμασία της υπεράσπισής του ― Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12.5(β) του Συντάγματος και από το Άρθρο 6.3(β) της Σύμβασης για την Προάσπιση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ― Βασικός σκοπός του, είναι η κατοχύρωση της ισότητας των όπλων μεταξύ Κατηγορούσας Αρχής και κατηγορουμένου.
Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα κατηγορουμένου να έχει συνήγορο της εκλογής του ― Κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12.5(γ) και 30.3(δ) του Συντάγματος.
Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ― Αναβολή ακρόασης δικαστικής υπόθεσης ― Η εξουσία του Δικαστηρίου είναι διακριτική και πρέπει να ασκείται με μοναδικό κριτήριο το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης.
Τα θέματα τα οποία εξετάστηκαν από το Εφετείο στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης είναι τα ακόλουθα:
1. Κατά πόσο παραβιάσθηκε το δικαίωμά του εφεσείοντος να έχει εύλογο χρόνο για την προετοιμασία της υπεράσπισής του, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12(β) του Συντάγματος και από το Άρθρο 6.3(β) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
2. Κατά πόσο παραβιάσθηκε το δικαίωμα του εφεσείοντος να έχει συνήγορο της εκλογής του, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12.5(γ) και το Άρθρο 30.3(δ) του Συντάγματος.
3. Κατά πόσο το Δικαστήριο, απορρίπτοντας αίτημα για αναβολή της ακρόασης άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, όπως καθορίζεται στο Άρθρο 48(1) της Ποινικής Δικονομίας.
Το Εφετείο διαπίστωσε λόγο που δικαιολογούσε παρέμβαση του μόνο αναφορικά με την απόρριψη του αιτήματος του εφεσείοντος για αναβολή της ακρόασης, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι κάτω από τις δοσμένες περιστάσεις της υπόθεσης ήταν εύλογο και έπρεπε να είχε εγκριθεί. Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια άσχετα αν επηρέασε και σε ποιο βαθμό την υπεράσπιση του εφεσείοντος.
Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε επανεκδίκαση από άλλο δικαστή.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 560,
Fourri and Others v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152,
Christou v. Christou (1964) C.L.R. 336,
Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον Εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 3299/2002) με την οποία στις 23/12/2003 κρίθηκε ένοχος διάπραξης του αδικήματος της κλοπής υπό αντιπροσώπου (Άρθρα 278(β) και 255 του Ποινικού Κώδικα) και καταδικάστηκε στις 29/12/2003, σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών.
Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσείοντα.
Ο. Σοφοκλέους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος διάπραξης του αδικήματος της κλοπής υπό αντιπροσώπου (άρθρα 278(β) και 255 του Ποινικού Κώδικα) και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών. Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης και της ποινής.
Οι πρώτοι δύο λόγοι της έφεσης περιέχουν ισχυρισμούς για παραβίαση δικαιωμάτων του εφεσείοντα ως κατηγορούμενου. Αναφέρεται συναφώς ότι ο εφεσείων δεν έτυχε υπεράσπισης από δικηγόρο της επιλογής του, ότι δεν του παρασχέθηκε εύλογος χρόνος για την προετοιμασία της υπεράσπισης του και ότι εσφαλμένα το δικαστήριο αρνήθηκε να εγκρίνει αίτημά του για αναβολή της δίκης που ήταν ορισμένη στις 18.11.03. Τα άρθρα 12.5(β)(γ) του Συντάγματος και 6(3)(γ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθώς και οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, αποτέλεσαν το νομικό έρεισμα των πιο πάνω λόγων της έφεσης. Τα γεγονότα που σχετίζονται με τους δύο αυτούς λόγους έφεσης είναι αδιαμφισβήτητα και με κάθε δυνατή συντομία τα παραθέτουμε.
Στις 4.4.02 ο εφεσείων, εκπροσωπούμενος από δικηγόρο, αρνήθηκε ενοχή στην απαγγελθείσα εναντίον του κατηγορία και η υπόθεση αναβλήθηκε για ακρόαση την 1.8.02. Από την 1.8.02 μέχρι τις 18.11.03, η υπόθεση αναβλήθηκε για ακρόαση άλλες επτά φορές. Οι λόγοι των αναβολών δεν μας απασχολούν γιατί δεν έχουν οποιαδήποτε σημασία για τους σκοπούς της έφεσης. Ομως, πρέπει να σημειώσουμε ότι σε κάθε εμφάνιση μέχρι τις 18.11.03, εννέα συνολικά εμφανίσεις, εκπροσωπούσε τον εφεσείοντα δικηγόρος. Στις 18.11.03 εμφανίστηκε ο δικηγόρος κ. Π. Αριστοδήμου, ο οποίος πληροφόρησε το δικαστήριο ότι δεν ήταν έτοιμος για την ακρόαση της υπόθεσης καθότι την ίδια ημέρα (18.11.03), ο εφεσείων εμφανιζόταν ως κατηγορούμενος σε διεξαγόμενη δίκη ενώπιον κακουργιοδικείου η οποία, για σκοπούς έκδοσης ενδιάμεσης απόφασης διακόπηκε προσωρινά, θα συνεχιζόταν όμως την ίδια ημέρα, αμέσως μετά την έκδοση της ενδιάμεσης απόφασης. Ο συνήγορος εξήγησε πως αν δεν μεσολαβούσε η προσωρινή διακοπή, ο εφεσείων θα βρισκόταν ενώπιον του Κακουργιοδικείου στο οποίο, εν πάση περιπτώσει ήταν υποχρεωμένος να εμφανιστεί για τη συνέχιση της δίκης. Συνάγεται από τις πιο πάνω δηλώσεις του κ. Αριστοδήμου καθώς και από άλλες που φαίνονται στα πρακτικά ότι κατ' εκείνη την ημέρα (18.11.03), ενεργούσε εκ μέρους άλλου δικηγόρου με σκοπό την υποβολή αιτήματος για αναβολή της ακρόασης για συγκεκριμένο λόγο και ότι ο ίδιος δεν ήταν έτοιμος για την υπεράσπιση του εφεσείοντα. Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής έφερε ένσταση στο αίτημα για αναβολή προβάλλοντας ότι η υπόθεση αφορούσε αδίκημα που διαπράχθηκε το 2001, ότι η ακρόαση αναβλήθηκε επανειλημμένα και ότι θα κατέθεταν μόνο δύο μάρτυρες κατηγορίας. Η δικαστής απέρριψε το αίτημα για αναβολή και αμέσως άρχισε η δίκη. Στην κρίση του δικαστηρίου φαίνεται ότι προσμέτρησαν μόνο οι αναβολές που προηγήθηκαν, η παράταση της καθυστέρησης καθώς και η προσδοκία για σύντομη διεξαγωγή της δίκης, δοθέντος ότι θα κατέθεταν μόνο δύο μάρτυρες κατηγορίας. Προκύπτει από τα πρακτικά ότι στις 14:26 ώρα της ίδιας ημέρας, η υπόθεση αναβλήθηκε για περαιτέρω ακρόαση την επομένη 19.11.03 οπότε και έκλεισε η υπόθεση για την Κατηγορούσα Αρχή. Ο εφεσείων κλήθηκε σε απολογία και δήλωσε ότι θα κατέθετε ενόρκως. Σε ερώτηση του δικαστηρίου αν ήταν έτοιμος για να καταθέσει, ο συνήγορός του δήλωσε ότι θα προτιμούσε μια άλλη ημερομηνία. Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής έφερε και πάλι ένσταση στο αίτημα για αναβολή χωρίς όμως να αιτιολογήσει τη στάση της. Η δικαστής, ανέβαλε την υπόθεση στις 2.12.03 αναφέροντας τα εξής: «Δεν θέλω να μην δώσω την ευκαιρία στην υπεράσπιση να προετοιμαστεί κατάλληλα για την υπόθεση. Επομένως δεν θα ήταν παράλογο να διακοπεί η διαδικασία σ' αυτό το στάδιο. Ηδη η ώρα είναι 12.50. Σίγουρα όμως το δικαστήριο θα την ορίσει σύντομα για να ολοκληρωθεί αυτή η υπόθεση που ήταν σύντομη υπόθεση υπό την έννοια ότι δύο μάρτυρες έχουν καταθέσει και θα συμφωνήσω ότι εκκρεμεί από καιρό. Ομως αυτός δεν είναι λόγος να μη δοθεί εύλογος χρόνος που ζητά η υπεράσπιση για κατάλληλη προετοιμασία.».
Στις 2.12.03 ο εφεσείων δεν εμφανίστηκε ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου γιατί βρισκόταν στη συνεχιζόμενη δίκη του ενώπιον του Κακουργιοδικείου και ενόψει τούτου το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε εναντίον του ένταλμα σύλληψης και διάταγμα για την κατάσχεση της εγγύησής του. Η υπόθεση αναβλήθηκε στις 3.12.03 και κατ' εκείνη την ημέρα, προφανώς πριν την 09:00 ώρα, εμφανίστηκε ο εφεσείων ο οποίος δήλωσε ότι συνεχιζόταν η υπόθεσή του στο Κακουργιοδικείο και ότι ανέμενε να φθάσει ο δικηγόρος του γύρω στις 09:00. Η πρωτόδικος δικαστής ανέβαλε την υπόθεση για τη συνέχιση της ακρόασης στις 9.12.03 οπότε συμπληρώθηκε η ακρόαση και η απόφαση επιφυλάχθηκε για τις 19.12.03.
Τα γεγονότα που μόλις έχουμε παραθέσει δεν τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα για παραβίαση του δικαιώματος του να τύχει υπεράσπισης από δικηγόρο της εκλογής του και ότι δεν του παρασχέθηκε εύλογος χρόνος για την προετοιμασία της υπεράσπισής του. Καθ' όλα τα στάδια της διαδικασίας ο εφεσείων εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο και είχε στη διάθεσή του χρόνο για την προετοιμασία της υπεράσπισης του. Αν ο εφεσείων ή ο δικηγόρος του δεν μερίμνησαν για την προετοιμασία της υπεράσπισης μέσα στο μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε αφότου ο εφεσείων έλαβε γνώση του κατηγορητηρίου μέχρι την ορισθείσα δικάσιμο τότε βρισκόμαστε μπροστά σε παράλειψη της υπεράσπισης και όχι σε παραβίαση του δικαιώματος του εφεσείοντα να έχει εύλογο χρόνο για την προετοιμασία της υπεράσπισής του. Το άρθρο 12.(β) του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα του κατηγορούμενου για παροχή επαρκούς χρόνου και διευκολύνσεων για την προετοιμασία της υπεράσπισής του. Το εν λόγω δικαίωμα διασφαλίζεται και από το άρθρο 6.3(β) της Σύμβασης και όπως έχει ερμηνευθεί, ο βασικός σκοπός είναι η κατοχύρωση της ισότητας των όπλων μεταξύ Κατηγορούσας Αρχής και κατηγορούμενου. Βλ. Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 560. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει ο,τιδήποτε το οποίο να συνιστά παραβίαση του συγκεκριμένου δικαιώματος του εφεσείοντα.
Καθόσον αφορά το δικαίωμα ενός κατηγορούμενου να έχει συνήγορο της εκλογής του επιγραμματικά θα παραπέμψουμε στις αρχές που διαμόρφωσε επί του θέματος η νομολογία με αναφορά στο Σύνταγμα. Το εν λόγω δικαίωμα κατοχυρώνεται από το άρθρο 12.5.(γ)* του Συντάγματος. Το άρθρο 30.3.(δ)** του Συντάγματος καλύπτει κατά κύριο λόγο τα δικαιώματα διαδίκων σε αστικές υποθέσεις. Κρίθηκε ωστόσο, ότι η συγκεκριμένη διάταξη τυγχάνει εφαρμογής και σε ποινικές υποθέσεις. Βλ. Varnava Fourri and Others v. The Republic (1980) 2 C.L.R. 152 και Myrianthi P. Christou v. Panayiotis Christou (1964) C.L.R. 336. Το δικαίωμα διορισμού δικηγόρου της εκλογής του κατηγορούμενου δεν είναι απεριόριστο, υπό την έννοια ότι η άσκηση αυτού του δικαιώματος δεν μπορεί να απομονωθεί ή να διαχωριστεί από τη δίκη ή να οδηγήσει τη δίκη σε αποτελμάτωση. Είναι προφανές ότι η διεξαγωγή της δίκης δεν εξαρτάται από την κατά βούληση άσκηση του δικαιώματος διορισμού δικηγόρου της εκλογής του κατηγορούμενου γιατί αν ίσχυε το αντίθετο η άσκηση αυτού του δικαιώματος θα μετατρεπόταν σε προϋπόθεση για τη διεξαγωγή της δίκης. Βλ. Fourri and Others (ανωτέρω). Ο εφεσείων άσκησε αυτό το δικαίωμα και εκπροσωπήθηκε σε όλα τα στάδια της διαδικασίας από δικηγόρο της εκλογής του. Επομένως, ούτε εδώ υπάρχει ο,τιδήποτε το οποίο να συνιστά παραβίαση αυτού του δικαιώματος του εφεσείοντα.
Ερχόμαστε τώρα στο ζήτημα της απόρριψης του αιτήματος για αναβολή. Το άρθρο 48(1) της Ποινικής Δικονομίας παρέχει στο δικαστήριο διακριτική ευχέρεια για αναβολή της ακρόασης υπόθεσης. Το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης αποτελεί εν προκειμένω το μοναδικό κριτήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.
Η διεξαγωγή εντός της ιδίας ημέρας δύο ακροάσεων που αντιστοίχως αφορούν σοβαρές ποινικές υποθέσεις ενώπιον διαφορετικών δικαστηρίων με κατηγορούμενο το ίδιο πρόσωπο είναι οπωσδήποτε ένα ασυνήθιστο γεγονός το οποίο αναπόφευκτα προκαλεί σύγκρουση, πρακτικές δυσκολίες, κίνδυνο δυσμενούς επηρεασμού της υπεράσπισης του κατηγορούμενου και κατ' επέκταση του συμφέροντος της απονομής της δικαιοσύνης. Ο κατηγορούμενος κάτω από τέτοιες συνθήκες, υφίσταται εξ αντικειμένου υπέρμετρη καταπίεση με υπαρκτό τον κίνδυνο εκτροχιασμού της δίκης και παραβίασης του δικαιώματός του για δίκαιη δίκη. Το γεγονός ότι κατά τις 18.11.03 ο εφεσείων και οι δικηγόροι του εύλογα ανέμεναν ότι η εκδίκαση της υπόθεσης του εφεσείοντα ενώπιον του Κακουργιοδικείου θα συνεχιζόταν ολόκληρη την ημέρα και ότι μεσολάβησε μια προσωρινή διακοπή αποτελούσε ένα παράγοντα ο οποίος έπρεπε να είχε σταθμιστεί από το πρωτόδικο δικαστήριο. Πλην όμως αυτός ο παράγοντας δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη. Αν η πρωτόδικος δικαστής στάθμιζε τα γεγονότα κάτω από αυτό το πρίσμα θα διέκρινε ότι για λόγους αντικειμενικούς δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί το συμφέρον απονομής της δικαιοσύνης κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο με την απόρριψη του αιτήματος για αναβολή και την άμεση έναρξη της δίκης. Αντίθετα, το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης θα εξυπηρετείτο καλύτερα αν το αίτημα για αναβολή γινόταν δεκτό έτσι ώστε ο εφεσείων, κατά τη νέα δικάσιμο, απαλλαγμένος πλέον από το βάρος και την πίεση της δίκης ενώπιον του Κακουργιοδικείου να επικεντρωνόταν απερίσπαστος στην υπεράσπιση του ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου.
Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το αίτημα για αναβολή της ακρόασης ήταν εύλογο κάτω από τις δοσμένες περιστάσεις και έπρεπε να είχε εγκριθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια άσχετα αν επηρέασε και σε πιο βαθμό την υπεράσπιση του εφεσείοντα.
Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η επανεκδίκαση της υπόθεσης είναι αναπόφευκτη. Εφόσον οι ατέλειες στην απονομή της δικαιοσύνης μπορεί να θεραπευθούν με την επανάληψη της δίκης, διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης. Βλ. Χριστόπουλος ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100. Η υπόθεση παραπέμπεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού για επανεκδίκαση από άλλο δικαστή.
H έφεση επιτυγχάνει. Διατάσσεται επανεκδίκαση από άλλο δικαστή.