ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
THE ATTORNEY-GENERAL ν. 1. GEORGHIOS TH. CHRISTODOULIDES, 2. DJAHID ASSIM (1963) 1 CLR 103
Aναστασίου Aναστασία Θεοδόση ή David Guy ν. Xριστίνας Θεοδόση Mιχαηλούδη (1998) 1 ΑΑΔ 264
Γ. Εισαγγελέας ν. Σπανιά (1993) 2 ΑΑΔ 384
Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ 250
Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Aντώνη Kαλογήρου (1998) 2 ΑΑΔ 6
Κυριάκος Γ. Κυριακίδης Λτδ. ν. Lumian Ltd και Άλλου (2000) 2 ΑΑΔ 343
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2004) 2 ΑΑΔ 26
27 Ιανουαρίου, 2004
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΘΕΟΧΑΡΗ Α. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7560, 7561, 7562)
Ποινική Δικονομία ― Το Άρθρο 89(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 παρέχει στο Δικαστήριο διακριτική ευχέρεια να απορρίψει ποινική υπόθεση, εφόσον ο κατήγορος παραλείπει να εμφανιστεί κατά την ακρόαση ― Ακροαματική διαδικασία (hearing) της υπόθεσης.
Δικαστήρια ― Τα Δικαστήρια έχουν καθήκον να εφαρμόζουν το Νόμο και να χρησιμοποιούν το μηχανισμό τον οποίο ο Νομοθέτης πρόβλεψε για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης ― Απουσία κατηγόρου σε ιδιωτική ποινική υπόθεση ― Δικαιολογούσε την απόρριψη της, κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης.
Πρακτικά ― Δεν παρέχεται δικαιοδοσία στο Εφετείο να εξετάσει θέματα που δεν αναφέρονται στα πρακτικά της πρωτόδικης απόφασης εφόσον τα πρακτικά δεν διορθωθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατόπιν σχετικού διαβήματος.
Λέξεις και Φράσεις ― "Ακροαματική διαδικασία" στο πλαίσιο του Άρθρου 89(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσίβλητο σε κατηγορίες που αντιμετώπιζε σε κάθε μια από τρεις ποινικές υποθέσεις. Το κατηγορητήριο αφορούσε σε κατηγορίες έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, εξασφάλισης αποδοχής χρεωγράφου διά δόλου και εξασφάλισης πίστωσης δια ψευδών παραστάσεων. Κύριος λόγος της αθώωσης και απαλλαγής του εφεσίβλητου ήταν η μη εμφάνιση του κατηγόρου και του δικηγόρου του κατά το χρόνο που είχε ορισθεί για την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης.
Ο εφεσείων άσκησε τις παρούσες εφέσεις, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, προβάλλοντας τον ίδιο λόγο και στις τρεις εφέσεις, δηλαδή ότι το Δικαστήριο απέρριψε την υπόθεση 15 λεπτά μετά το χρόνο που ήταν ορισμένη για ακρόαση και ενώ είχε ειδοποιηθεί διά του κλητήρος του ότι η τότε δικηγόρος του εφεσείοντος θα ήταν στο Δικαστήριο σε μερικά λεπτά για να επιληφθεί της υπόθεσης.
Το Εφετείο υπέδειξε στο συνήγορο του εφεσείοντος ότι τα όσα αναφέροντο στο λόγο της έφεσης δεν συνάδουν με τα πρακτικά. Αυτός δέχθηκε να δεσμευθεί από το περιεχόμενο των πρακτικών. Υπέβαλε ωστόσο ότι έστω και αν παρήλθαν 30 λεπτά μετά το χρόνο που ήταν ορισμένη η υπόθεση για ακρόαση ο χρόνος αυτός δεν ήταν υπερβολικός και δεν μπορούσε να οδηγήσει σε αθώωση και απαλλαγή του εφεσίβλητου.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Άρθρο 89(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 παρέχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να απορρίψει ποινική υπόθεση «εφόσον ο κατηγορούμενος παραλείπει να παρουσιαστεί κατά την ακρόαση-ακροαματική διαδικασία (hearing) της υπόθεσης». Στο πλαίσιο του Άρθρου 89(2), η σημασία του όρου «ακροαματική διαδικασία» είναι η διαδικασία στοιχειοθέτησης και τεκμηρίωσης της υπόθεσης του κατήγορου, με την προσαγωγή μαρτυρίας, στην οποία αυτή θεμελιώνεται και παράλειψη εκπλήρωσης αυτού του καθήκοντος, κατά τον καθοριζόμενο χρόνο, αφήνει έκδηλα την υπόθεση του κατήγορου ατεκμηρίωτη, υποκείμενη σε απόρριψη.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια στην παρούσα υπόθεση.
3. Υιοθέτηση της θέσης που είχε εισηγηθεί ο συνήγορος του εφεσείοντος - για αναβολή της ακρόασης και μάλιστα χωρίς αποχρώντα λόγο - θα ισοδυναμούσε με πλήρη παραβίαση των δικαιωμάτων του αντιδίκου, θα υπονόμευε την αποτελεσματικότητα των θεσμών και θα εξέθετε ανεπανόρθωτα την απονομή της δικαιοσύνης.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ματθαίου ν. Θεμιστοκλέους (1998) 1 Α.Α.Δ. 98,
Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 250,
Αναστασίου ν. Μιχαηλούδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 264,
Attorney-General v. Christodoulides and Another (1963) 1 C.L.R. 103,
Κυριάκος Γ. Κυριακίδης Λτδ ν. Lunian Ltd κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 343,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Σπανιά (1993) 2 Α.Α.Δ. 384,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Καλογήρου (1998) 2 Α.Α.Δ. 6.
Εφέσεις εναντίον αθωωτικών αποφάσεων.
Εφέσεις από τον εφεσείοντα-κατήγορο εναντίον των αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερομηνίας 5/11/2003, με τις οποίες αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσίβλητο των κατηγοριών που αντιμετώπιζε στην κάθε μια από τις ποινικές υποθέσεις 658/2003, 1001/2003 και 1229/2003 και οι οποίες αφορούσαν σε κατηγορίες έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα, εξασφάλισης αποδοχής χρεογράφου διά δόλου και εξασφάλισης πίστωσης διά ψευδών παραστάσεων, κυρίως λόγω της μη εμφάνισης του κατηγόρου και του δικηγόρου του κατά το χρόνο ο οποίος ορίστηκε για την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης.
Ε. Ερωτοκρίτου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Δειλινός, για τον Εφεσίβλητο.
Εx-tempore
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι πιο πάνω εφέσεις έχουν συνεκδικαστεί. Έχουν ασκηθεί από τον ίδιο εφεσείοντα και στρέφονται κατά αποφάσεων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος με τις οποίες αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσίβλητο των κατηγοριών που αντιμετώπιζε στην κάθε μια από τις ποινικές υποθέσεις 658/2003, 1001/2003 και 1229/2003. Κύριος λόγος της αθώωσης και απαλλαγής του εφεσίβλητου ήταν η μη εμφάνιση του κατήγορου και του δικηγόρου του κατά το χρόνο που είχε ορισθεί για την ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης. Παραθέτουμε το σχετικό πρακτικό του Δικαστηρίου. Αυτό θα καταστήσει πληρέστερη την κατανόηση των όσων έχουν διαδραματιστεί:
«Ημερομηνία: 5 Νοεμβρίου 2003
Ώρα 8.35 π.μ.
Εμφανίσεις:
Για τον Κατήγορο: Ουδεμία εμφάνιση
Παραπονούμενος: Απών
Για τον Κατηγορούμενο: κ. Δειλινός
Κατηγορούμενος: Παρών
Δικαστήριο: Στενογραφημένα πρακτικά θα λαμβάνονται από την Σύλβια Χαραλάμπους.
κ. Δειλινός: Ο παραπονούμενος και ο δικηγόρος του είναι απόντες. Ζητώ όπως η υπόθεση απορριφθεί.
Δικαστήριο προς κ. Δειλινό: Θα επιληφθούμε της υπόθεσης στις 8.50 π.μ.. Θα δώσουμε 15 λεπτά περιθώριο για να εμφανιστεί ο δικηγόρος του παραπονούμενου.
Ώρα: 8.50 π.μ.
κ. Δειλινός: Η ώρα είναι 8.50 π.μ. Είμαστε έτοιμοι για να ξεκινήσει η ακρόαση. Δεν έχει εμφανιστεί κανένας ακόμη. Εξ όσων αντιλαμβάνομαι ούτε ο συνάδελφος είναι παρών ούτε ο παραπονούμενος. Ζητώ απόρριψη της υπόθεσης.
Δικαστήριο: Θα δώσουμε περιθώριο ακόμα 10 λεπτά και θα επιληφθούμε της υπόθεσης στις 9.00 π.μ. Να φωναχθεί ξανά τόσο ο παραπονούμενος όσο και ο δικηγόρος του.
Ώρα: 9.00 π.μ.
Σημείωση: Φωνάχθησαν τόσο ο δικηγόρος του παραπονούμενου όσο και ο παραπονούμενος και είναι απόντες.
Δικαστήριο: Η ώρα είναι 9.00 π.μ. Η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 8.30 π.μ. Τόσο ο παραπονούμενος όσο και ο συνήγορος του έχουν φωναχθεί και είναι απόντες. Επίσης διαπιστώνω ότι δεν έχουν κλητευθεί μάρτυρες. Δεν υπάρχουν στον φάκελο της υπόθεσης μαρτυρικές κλήσεις.
Ενόψει της παράλειψης του παραπονούμενου να εμφανιστεί όσο και του δικηγόρου του, η υπόθεση απορρίπτεται λόγω μη προώθησης.
Ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται και αθωώνεται.»
Σημειώνεται ότι το κατηγορητήριο αφορούσε σε κατηγορίες έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρισμα, εξασφάλισης αποδοχής χρεογράφου διά δόλου και εξασφάλισης πίστωσης διά ψευδών παραστάσεων.
Ο λόγος της έφεσης, όπως έχει διατυπωθεί και στις τρεις εφέσεις έχει ως εξής:
«Το Σεβαστόν Δικαστήριον απέρριψε την υπόθεσιν 15 λεπτά μετά τον χρόνον που ήταν ορισμένη γι' ακρόασιν και ενώ είχεν ειδοποιηθεί διά του κλητήρος της κου Τάσου Αναστάση, ότι η κα Μικελλίδου, δικηγόρος, θα ήτο στο Δικαστήριον σε μερικά λεπτά διά να επιληφθεί της υπόθεσης.»
Στη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης υποδείξαμε στον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντος ότι τα όσα αναφέρονται στον λόγο της έφεσης δεν συνάδουν με τα πρακτικά. Υποδείξαμε, επίσης, ότι τα πρακτικά αποτελούν τον αναντικατάστατο οδηγό για τα διαδραματισθέντα στη δίκη (Ματθαίου ν. Θεμιστοκλέους (1998) 1 Α.Α.Δ. 98) και ότι θέμα που δεν αναφέρεται στα πρακτικά δεν εξετάζεται στην έφεση εφόσον τα πρακτικά δεν διορθωθούν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατόπιν δικαστικού διαβήματος (Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 250 και Αναστασίου ν. Μιχαηλούδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 264).
Ο κ. Ερωτοκρίτου δέχθηκε να δεσμευθεί από το περιεχόμενο των πρακτικών. Υπέβαλε ωστόσο ότι έστω και αν παρήλθαν 30 λεπτά μετά το χρόνο που ήταν ορισμένη η υπόθεση για ακρόαση ο χρόνος αυτός δεν ήταν υπερβολικός και δεν μπορούσε να οδηγήσει σε αθώωση και απαλλαγή του εφεσίβλητου. Δεν υπάρχει - συνέχισε ο ευπαίδευτος συνήγορος - πρόνοια στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155, για απόρριψη μια ποινικής υπόθεσης παρόμοια με εκείνη που υπάρχει στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς για απόρριψη πολιτικής αγωγής λόγω μη εμφάνισης του ενάγοντος. Αυτό που προέχει - συμπλήρωσε - είναι η διερεύνηση των κατηγοριών, ο Νόμος, η τάξη και η ευνομία. Ο ευπαίδευτος συνήγορος διερωτήθηκε κατά πόσο το Δικαστήριο θα προχωρούσε σε απόρριψη της κατηγορίας εάν επρόκειτο για υπόθεση φόνου εκ προμελέτης. Τόνισε ότι και οι υποθέσεις αυτές είναι σοβαρές. Ανέφερε ότι δεν έχει εντοπίσει νομολογία επί του θέματος και ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να είχε αναβάλει την ακρόαση της υπόθεσης «για 2-3 ημέρες για να δοθεί καιρός στον κατήγορο και το δικηγόρο του να εμφανισθούν και να εξηγήσουν τί συνέβη».
Η δυνατότητα αθώωσης και απαλλαγής του κατηγορούμενου λόγω της απουσίας του κατήγορου προσφέρεται από το αρ. 89(2)* του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Στην The Attorney-General of the Republic v. Christodoulides and Another (1963) 1 C.L.R. 103, ο εκρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής δεν εμφανίσθηκε γιατί κατά το χρόνο που ήταν ορισμένη η υπόθεση για ακρόαση βρισκόταν ενώπιον άλλου Ποινικού Δικαστηρίου. Το πρακτικό αποκαλύπτει ότι η υπόθεση φωνάχθηκε επανειλημμένως και μέχρι τις 10.45 π.μ. ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής δεν μπόρεσε να εμφανισθεί χωρίς ο ίδιος να ευθύνεται. Το Εφετείο έκρινε ότι υπό τις περιστάσεις πολύ ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε τον κατηγορούμενο όπως απαιτείτο να πράξει δυνάμει του αρ. 89(2) του Κεφ. 155.
Στην Κυριάκος Γ. Κυριακίδης Λτδ ν. Lumian Ltd κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 343, λέχθηκε ότι το αρ. 89(2) του Κεφ. 155 παρέχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να απορρίψει ποινική υπόθεση «εφόσον ο κατήγορος παραλείπει να παρουσιαστεί κατά την ακρόαση - ακροαματική διαδικασία (hearing) της υπόθεσης». Λέχθηκε, επίσης, ότι στο πλαίσιο του αρ. 89(2), η σημασία του όρου «ακροαματική διαδικασία» δεν μπορεί να είναι άλλη από τη διαδικασία στοιχειοθέτησης και τεκμηρίωσης της υπόθεσης του κατήγορου, με την προσαγωγή της μαρτυρίας, στην οποία αυτή θεμελιώνεται και ότι παράλειψη εκπλήρωσης αυτού του καθήκοντος, κατά τον καθοριζόμενο χρόνο, αφήνει έκδηλα την υπόθεση του κατήγορου ατεκμηρίωτη, υποκείμενη σε απόρριψη».
Έχουμε λάβει υπόψη τα γεγονότα που περιβάλλουν τις παρούσες εφέσεις. Έχουμε την άποψη πως κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ασκήσει την διακριτική του ευχέρεια με τον ορθό τρόπο και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασής μας. Με βάση τα ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου γεγονότα και περιστατικά δεν υπήρχε οποιοσδήποτε λόγος ο οποίος θα το καθιστούσε ορθό για το Πρωτόδικο Δικαστήριο να «αναβάλει την ακροαματική διαδικασία για μερικές ημέρες», όπως προβλέπεται από το πιο πάνω αρ. 89(2).
Τέλος θα πρέπει να προσθέσουμε ότι λόγοι που σχετίζονται με την ορθή και εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης και τον σεβασμό των δικαιωμάτων του αντιδίκου υπαγορεύουν όπως όλοι οι παράγοντες της δίκης εμφανίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τον προκαθοριζόμενο χρόνο. Υιοθέτηση της θέσης που έχει εισηγηθεί ο ευπαίδευτος συνήγορος - για αναβολή της ακρόασης και μάλιστα χωρίς αποχρώντα λόγο - θα ισοδυναμούσε με πλήρη παραβίαση των δικαιωμάτων του αντιδίκου, θα υπονόμευε την αποτελεσματικότητα των θεσμών και θα εξέθετε ανεπανόρθωτα την απονομή της δικαιοσύνης. Όπως λέχθηκε στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σπανιά (1993) 2 Α.Α.Δ. 384, 390: «Τα Δικαστήρια έχουν καθήκον να εφαρμόζουν το Νόμο και να χρησιμοποιούν το μηχανισμό τον οποίο ο Νομοθέτης πρόβλεψε για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης» (Βλ. και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Καλογήρου (1998) 2 Α.Α.Δ. 6, 8).
Για τους πιο πάνω λόγους οι εφέσεις αποτυγχάνουν και απορρίπτονται με έξοδα.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.