ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 2 ΑΑΔ 549

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Έφεση Αρ. 7776)

4 Nοεμβρίου, 2004

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,

Εφεσείοντας,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητ ης.

 

Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.

Αίγ. Παπαγαπίου (κα), για την Εφεσίβλητη.

 

H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Μ. Κρονίδη.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, μετά από ακροαματική διαδικασία, βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα στην κατηγορία της επίθεσης μετά πραγματικής σωματικής βλάβης και του επέβαλε ποινή φυλάκισης εννέα (9) μηνών.

Ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση τόσο εναντίον της καταδίκης όσο και εναντίον της ποινής. Εναντίον της καταδίκης επικαλέσθηκε τέσσερις λόγους οι οποίοι, κατά την άποψή του, δικαιολογούσαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Εναντίον της ποινής επικαλέσθηκε ένα λόγο, αυτόν της υπερβολικής ποινής.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα κατά την ανάπτυξη των λόγων έφεσης ενώπιον μας απέσυρε όλους τους λόγους έφεσης που αφορούσαν την καταδίκη. Έτσι παρέμεινε μόνο ο λόγος έφεσης που αφορούσε την ποινή.

Θα παραθέσουμε τα γεγονότα όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο τα καταγράφει στην απόφαση του.

Ο εφεσείων, κατά τον ουσιώδη χρόνο, διατηρούσε ερωτικό δεσμό με την παραπονούμενη. Η τελευταία εξέφρασε την πρόθεση να διακόψει τον δεσμό της με τον εφεσείοντα. Να σημειώσουμε ότι η παραπονούμενη ήταν διαζευγμένη και μητέρα τριών θυγατέρων.

Στις 4.11.2001 η παραπονούμενη μετέβη στην οικία του εφεσείοντα με σκοπό να συζητήσουν το θέμα της διακοπής του δεσμού τους. Εκεί ο εφεσείων, αντί να συζητήσει με την παραπονούμενη, προσπάθησε βίαια να έρθει σε σεξουαλική επαφή μαζί της. Μετά την αντίδραση της παραπονούμενης ο εφεσείων εγκατέλειψε την προσπάθεια του και άρχισαν να συζητούν το θέμα της διακοπής του δεσμού τους. Όταν ο εφεσείων αντιλήφθηκε ότι η παραπονούμενη ήταν αποφασισμένη να διακόψει τον δεσμό μαζί του, εξεμάνη και αφού την ακινητοποίησε άρχισε να τη κτυπά με τα χέρια του στο πρόσωπο κατ' επανάληψη μέχρι που η παραπονούμενη λιποθύμησε. Όταν συνήλθε διαπίστωσε ότι αιμορραγούσε στο πρόσωπο της. Η παραπονούμενη έφυγε και οδηγώντας το αυτοκίνητο της πήγε στην οικία της. Καθ' οδόν τηλεφώνησε στη φίλη της (Μ.Κ.3), την ενημέρωσε και της ζήτησε να τηλεφωνήσει στην αστυνομία γιατί ο εφεσείων την ακολουθούσε με το αυτοκίνητο του. Ο τελευταίος τελικά έφυγε από την περιοχή της οικίας της παραπονούμενης. Στη συνέχεια έφθασε η αστυνομία η οποία μετέφερε την παραπονούμενη στο νοσοκομείο η οποία κρατήθηκε μέχρι τις 8.11.2001 γιατί υπέστη εγκεφαλική διάσειση. Σύμφωνα με τους θεράποντες γιατρούς της η παραπονούμενη παρουσίαζε εκτεταμένο εκχυμωτικό οίδημα του άνω χείλους, πολλαπλές εκχυμώσεις και εκδορές του προσώπου και του τριχωτού της κεφαλής, οίδημα των βλεφάρων και της ρινός και εκχύμωση του δεξιού βραχίονος και του πρόσθιου ημιθωρακίου.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα κατά την ικανή αγόρευση του ενώπιον μας εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στο γεγονός ότι ο εφεσείων για πρώτη φορά παρουσιάζετο ενώπιον Δικαστηρίου. Εισηγήθηκε επίσης ότι το αδίκημα διαπράχθηκε υπό το κράτος του πάθους που διακατείχε τον εφεσείοντα και ότι ήταν μια εσφαλμένη στιγμιαία αντίδραση του στο βέβαιο ενδεχόμενο να διακοπεί ο δεσμός του με την παραπονούμενη. Περαιτέρω εισηγήθηκε ότι δεν λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο η παρέλευση τριών χρόνων από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή της ποινής, λόγος που αποτελεί σοβαρό μετριαστικό παράγοντα για το είδος και τη διάρκεια της ποινής.

Η ευπαίδευτη δικηγόρος για την εφεσίβλητη υποστήριξε την εφεσιβαλλόμενη απόφαση τονίζοντας τη σοβαρότητα του αδικήματος και την προβλεπόμενη από το νόμο ποινή, παραπέμποντας μας στη σχετική νομολογία.

Το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε ο αιτητής σε ποινή φυλάκισης εννέα μηνών είναι κατά γενική ομολογία σοβαρό. Τιμωρείται από το νόμο με φυλάκιση μέχρι τρία χρόνια. Ιδιαίτερα στην παρούσα υπόθεση που η χρήση βίας από τον εφεσείοντα έγινε εναντίον γυναίκας με την οποία διατηρούσε ερωτικό δεσμό απλώς και μόνο γιατί η τελευταία εξεδήλωσε την επιθυμία της να τον διακόψει. Στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκκαλλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 95 ο τέως Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Πικής, αναφέρει τα εξής, τα οποία αποτελούν τη συνισταμένη της νομολογίας:-

«Η χρήση βίας κατά του συνανθρώπου συνιστά αδίκημα ιδιάζουσας σοβαρότητας· πλήττει το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 7.1 του Συντάγματος και καταρρακώνει την αξιοπρέπειά του. Η ωμή χρήση βίας είτε ως μέσο επικράτησης, είτε ως μέσο εκδίκησης, είτε ως μέσο τιμωρίας, δεν έχει θέση στην κοινωνία των ανθρώπων. Η εκδήλωσή της πρέπει να τιμωρείται με την αυστηρότητα που επιβάλλει η σοβαρότητα του εγκλήματος και η ανάγκη για τη γενική καταστολή τέτοιας συμπεριφοράς.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιβολή της ποινής έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων δεν είχε προηγούμενες καταδίκες αλλά σημείωσε ότι τούτο δεν μπορούσε να αποτρέψει την επιβολή αποτρεπτικής ποινής. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε λάθος από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η συχνότητα διάπραξης του αδικήματος της επίθεσης κατά προσώπου δικαιολογούσε την επιβολή αποτρεπτικής ποινής (Βλέπε Πίσκοπος ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342).

Όσον αφορά την παρέλευση μεγάλου χρονικού διαστήματος (3 χρόνια) από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή της ποινής το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής με τα οποία συμφωνούμε:-

«Θα επιβληθεί ποινή με καθυστέρηση. Η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση οκτώ φορές. Οι αναβολές οφείλονταν σε αιτήματα της υπεράσπισης. Ένας κατηγορούμενος δεν νομιμοποιείται, κατ' αρχή, να επικαλείται την καθυστέρηση που ο ίδιος ή η δική του πλευρά προκαλούν. Από την άλλη όμως, δεν μπορεί να παραβλεφθεί εντελώς η καθυστέρηση που εξ αντικειμένου υπάρχει όταν πρόκειται για καθυστέρηση τέτοιας έκτασης. Τούτο ισχύει ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που στο διάστημα που διαρρέει επέρχεται ουσιαστική μεταβολή στις συνθήκες ενός ατόμου. Δεν είναι όμως αυτή η περίπτωση. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος συνήψε σοβαρό δεσμό στο μεταξύ με προοπτική να τελέσει αρραβώνα, δεν είναι ασφαλώς μεταβολή τέτοια στη ζωή του που να θέτει ουσιαστικό ζήτημα για ό,τι τώρα συζητείται. Εν πάση περιπτώσει, η καθυστέρηση θα ληφθεί υπόψη, όχι όμως προς διαφοροποίηση της κατά τα άλλα αρμόζουσας ποινής που είναι η ποινή φυλάκισης, αλλά ούτε προς ουσιαστική μείωση της περιόδου που θα ήταν πρέπουσα. Διαφορετική τοποθέτηση θα υποβάθμιζε τη σοβαρότητα που προκύπτει τόσο από τις περιστάσεις και τη βιαιότητα της επίθεσης, όσο και από το χαρακτηριστικό στοιχείο της επίθεσης, όσο και από τις συνέπειες που προκλήθηκαν, όσο και από το χαρακτηριστικό στοιχείο της υπόθεσης που είναι η βίαιη επίθεση άνδρα εναντίον γυναίκας για το λόγο απλώς και μόνο ότι η γυναίκα θέλησε να εκδηλώσει μια σύμφυτη της ελευθερία.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αρνήθηκε να δεχθεί και δεν έλαβε υπόψη το ελαφρυντικό της μεταμέλειας, που εισηγήθηκε ο εφεσείων. Αναφέρει, ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο:-

«Έχει γίνει λόγος για εκδήλωση μεταμέλειας από τον κατηγορούμενο και έγινε συναφώς αναφορά σε παράδειγμα σε σχέση με υποθετική περίπτωση αυτοάμυνας. Δεν ήταν έτσι όμως τα πράγματα και το παράδειγμα ήταν άστοχο. Όχι μόνο δεν εξέφρασε την απολογία του ο κατηγορούμενος, αλλά ως μάρτυρας στα πλαίσια της διαδικασίας συνδύασε την έλλειψη μεταμέλειας του με πονηρές αναφορές στην ψυχική της υγεία και στην ερωτική της ζωή.»

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ενώπιον μας ότι πλέον έμπρακτα ο εφεσείων εξέφρασε τη μεταμέλεια του με την απόφαση του να αποσύρει την έφεση του εναντίον της καταδίκης και στην ουσία να παραδεχθεί ότι διέπραξε το αδίκημα. Η στάση αυτή του εφεσείοντα ενώπιον του Εφετείου δηλώνει, κατά το συνήγορο του, έμπρακτη μεταμέλεια σε συνδυασμό με την προσπάθεια του, αμέσως μετά τη διάπραξη του αδικήματος, να προσφέρει τη βοήθεια του στην παραπονούμενη.

Με βάση σταθερή θέση της νομολογίας το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου Δικαστή. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική. Δυνατότητα επέμβασης παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα από το συσχετισμό της προς το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου.

Με τα δεδομένα της υπόθεσης και τα στοιχεία και περιστατικά που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο η φυλάκιση πρόβαλλε ως η ενδεδειγμένη μορφή τιμωρίας. Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθορίσει την ποινή μετά από στάθμιση και συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων με τα δοσμένα περιστατικά που ήταν ενώπιον του. Δεν θα εντοπίζαμε οποιοδήποτε στοιχείο υπερβολής.

Προκύπτει όμως ένα νέο στοιχείο για πρώτη φορά ενώπιον μας. Αυτό της έμπρακτης μεταμέλειας του εφεσείοντα, παράγοντας που δεν λήφθηκε, ορθά κατά την άποψή μας, υπόψη κατά την επιβολή της ποινής από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Καθίσταται, επομένως, αναγκαίο όπως η επιβληθείσα ποινή αναθεωρηθεί από το Εφετείο αφού ληφθεί υπόψη, ως ελαφρυντικός παράγοντας, η έμπρακτη μεταμέλεια, που επέδειξε ο εφεσείων, αποσύροντας την έφεση κατά της καταδίκης, παραδεχόμενος έτσι το αδίκημα. Ο εφεσείων, διά του συνηγόρου του εξέφρασε τη μεταμέλεια του και ζήτησε την επιείκεια του Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου καταλήγουμε όπως η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης εννέα μηνών παραμερισθεί και αντικατασταθεί με ποινή φυλάκισης επτά μηνών.

Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Επιβάλλεται ποινή φυλάκισης επτά μηνών.

 

 

Δ

 

Δ.

 

Δ.

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο