ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 2 ΑΑΔ 421
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 7567)
19 Ιουλίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ABOLFAZE TABRIZI,
Εφεσείοντας,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_________________________
Αλ. Σαουρής,
για τον Εφεσείοντα.Δ. Παπαμιλτιάδους (κα.), για την Εφεσίβλητη.
__________________________
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.____________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) τρεις κατηγορίες για τη διάπραξη των πιο κάτω αδικημάτων:
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ύστερα από ακροαματική διαδικασία, έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα σ΄ όλες τις πιο πάνω κατηγορίες και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 12 μηνών στην πρώτη κατηγορία, και ποινή φυλάκισης 4 μηνών στην κάθε μια από τις κατηγορίες 2 και 3 - όλες οι ποινές να εκτελεστούν διαδοχικά.
Η παρούσα έφεση στρέφεται τόσο κατά της καταδίκης όσο και κατά της ποινής.
Προτού ασχοληθούμε με τους λόγους της έφεσης θα παραθέσουμε τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση όπως έχουν διαπιστωθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ύστερα από την αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας.
Ο Mustafa Ali Adadi (ο Μ.Κ.1) είναι από το Ιράν. Ενώ βρισκόταν στην χώρα του πρόσεξε σε μια εφημερίδα διαφήμιση που αναφερόταν στην εξασφάλιση άδειας σε ενδιαφερόμενα πρόσωπα για είσοδο, παραμονή και εργασία στην Κύπρο και για την εξασφάλιση διαμονής στην Κύπρο. Τηλεφώνησε στον αριθμό τηλεφώνου που υπήρχε στην διαφήμιση και μίλησε με κάποιο που του συστήθηκε με το όνομα Said Tabrizi. Διευθετήθηκε συνάντηση μεταξύ τους και στην συνάντηση αυτή ο Μ.Κ.1 και ο Said Tabrizi συμφώνησαν ότι έναντι χρηματικής αμοιβής ο Tabrizi θα τον μετέφερε στην Κύπρο και θα τον σύστηνε στον αδελφό του Abolfaze Tabrizi - τον εφεσείοντα - ο οποίος θα του έβρισκε σπίτι και δουλειά και θα του εξασφάλιζε άδεια παραμονής. Ο Μ.Κ.1 συμφώνησε να πληρώσει $1.500 πριν από την αναχώρηση και $1.500 μετά από την άφιξη του στην Κύπρο. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα μαζί με τον Said Tabrizi, κάποιον ονόματι Κιαβάζ Ατί (ο Μ.Κ.2) και μαζί με τον κατηγορούμενο 2 ξεκίνησαν από τη χώρα τους με λεωφορείο. Στα σύνορα με την Τουρκία έδειξαν τα διαβατήρια τους και συνέχισαν το ταξίδι τους μέχρι την Μερσίνα. Απ΄ εκεί με πλοίο έφθασαν στην Κερύνεια. Έμειναν εκεί για 15 μέρες και στη συνέχεια με αυτοκίνητο πέρασαν στις ελεύθερες περιοχές και κατέληξαν στη Λεμεσό. Αναζήτησαν την διεύθυνση του εφεσείοντος την οποία εντόπισαν από άλλους Ιρανούς και τον επισκέφθηκαν για να τους διευθετήσει άδεια παραμονής, άδεια εργασίας, δουλειά και χώρο διαμονής όπως είχε υποσχεθεί ο αδελφός του. Ο Μ.Κ.1 του είπε ότι ήταν επιβάτες του αδελφού του, δηλαδή του Said Tabrizi, και ότι ήθελαν δουλειά, άδεια παραμονής και εργασίας και χώρο για να μείνουν. Ο εφεσείων φάνηκε να γνωρίζει την διευθέτηση που υπήρχε μεταξύ του Μ.Κ.1 και του Said Tabrizi. Τόσο ο ίδιος - ο Μ.Κ. 1 - όσο και τα άλλα δύο πρόσωπα που ταξίδευσαν μαζί του δηλαδή ο Μ.Κ.2 και ο κατηγορούμενος 2 είπαν στον εφεσείοντα τις λεπτομέρειες για το ταξίδι τους και ότι επίσης μετά την άφιξη τους στην Κύπρο είχαν καταστρέψει τα διαβατήρια τους. Για κάποιο χρονικό διάστημα ο ίδιος - ο Μ.Κ. 1 - και τα άλλα πρόσωπα που ήλθαν μαζί του από την Περσία έμειναν στο σπίτι του εφεσείοντος. Για τη διαμονή τους εκεί του έδωσαν κάποιο ποσό. ΄Οσον αφορά το ποσό εκείνο που έπρεπε να πληρώσει μετά την άφιξη του στην Κύπρο ο Μ.Κ.1 το έδωσε σε κάποιο πρόσωπο που του είχε υποδείξει ο αδελφός του εφεσείοντος, αλλά μετά την άφιξη του ο εφεσείων τον ρώτησε τί έγινε για το ποσό αυτό. Μετά από μερικές μέρες που έμεινε στο σπίτι του εφεσείοντος ο Μ.Κ.1 και ο Μ.Κ.2 πήγαν συνοδευόμενοι από τον εφεσείοντα για να τους βρεί δουλειά. Εκεί όμως συνελήφθηκαν από την Αστυνομία.
Η ορθότητα της καταδίκης έχει αμφισβητηθεί με 4 λόγους έφεσης ο πρώτος από τους οποίους αποσύρθηκε στη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης.
Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι λανθασμένα κρίθηκε ένοχος επί της πρώτης κατηγορίας «χωρίς να υπάρχει προς τούτο ανάλογη μαρτυρία». Ο κ. Σαουρής, εκ μέρους του εφεσείοντος, υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε σε εύρημα ότι ο εφεσείων έλαβε αμοιβή για να μεταφέρει τους Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Επιπλέον ούτε διαφάνηκε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας αλλά μόνο ως υπόθεση από τη μαρτυρία των Μ.Κ.1 και 2 ότι ο εφεσείων γνώριζε για τις διευθετήσεις αυτών με το Said Tabrizi, αδελφό του εφεσείοντος. Πουθενά - κατέληξε - δεν υπάρχει θετική και σαφής μαρτυρία όπως διαφαίνεται από τα πρακτικά της υπόθεσης «ούτε ότι ο εφεσείων συνωμότησε με άλλα πρόσωπα, ούτε ότι έλαβε αμοιβή για να μεταφέρει αλλοδαπούς στο έδαφος της Δημοκρατίας».
Το αδίκημα της συνωμοσίας διαπράττεται όπου δύο ή περισσότερα πρόσωπα συμφωνούν να προβούν σε μια παράνομη πράξη ή να προβούν σε μια νόμιμη πράξη με παράνομα μέσα (Archbold Criminal Pleading Evidence & Practice, 42η εκ., παραγ. 28-4).
Έχουμε παραθέσει τις διαπιστώσεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. σελ. 3-4, πιο πάνω). Από αυτές προκύπτει ότι κάποιος Said Tabrizi συμφώνησε με τον Μ.Κ.1 να μεταφέρει τον τελευταίο στην Κύπρο έναντι αμοιβής. Προκύπτει, επίσης, ότι ο εφεσείων ήταν ενήμερος της εν λόγω συμφωνίας ή διευθέτησης μεταξύ του Μ.Κ.1 και του Said Tabrizi. Περαιτέρω προκύπτει ότι όταν ο Tabrizi έφθασε
στην Κύπρο ο εφεσείων του πρόσφερε διαμονή. Σημειώνουμε ότι οι διαπιστώσεις αυτές δικαιολογούνται απόλυτα από την ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία. Έχουμε την άποψη πως με βάση τις διαπιστώσεις εκείνες ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο της κατηγορίας της συνωμοσίας. Ο τελευταίος ήταν ενήμερος της συμφωνίας ή διευθέτησης για την παράνομη μεταφορά του Μ.Κ.1 στην Κύπρο και συμφώνησε να προωθήσει την υλοποίηση της. Έπεται πως η σχετική εισήγηση του κ. Σαουρή δεν ευσταθεί.Αναφορικά με την εισήγηση που σχετίζεται με την αμοιβή, όπως υποδείξαμε και στη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης, η καταβολή αμοιβής δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Επομένως δεν μπορεί να επηρεάσει το θέμα της καταδίκης.
Με τον τρίτο λόγο της έφεσης ο εφεσείων υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή αντινομικά και/ή κατά παράβαση των κανόνων του Δικαίου της Απόδειξης επέτρεψε στο δημόσιο κατήγορο να αντεξετάσει ουσιαστικά μάρτυρα κατηγορίας και να υποβάλει καθοδηγητικές ερωτήσεις
. Επί του προκειμένου ο κ. Σαουρής παρέπεμψε στις σελ. 19-20 των πρακτικών.Έχουμε εξετάσει τα πρακτικά στα οποία μας παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος. Έχουμε διαπιστώσει ότι από το περιεχόμενο τους δεν προκύπτει ότι ο δημόσιος κατήγορος έχει αντεξετάσει με οποιοδήποτε τρόπο τον μάρτυρα κατηγορίας. Η σχετική εισήγηση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ο τελευταίος λόγος της έφεσης σχετίζεται με τις ημερομηνίες της παράνομης παραμονής του εφεσείοντος στο έδαφος της Δημοκρατίας. Ο κ. Σαουρής υπέβαλε ότι η περίοδος αυτή αρχίζει από τις 4.8.2003 και λήγει στις 29.10.2003 «και όχι ως το κατηγορητήριο από 2.6.2001 έως 29.10.2003». Παρέπεμψε επί του προκειμένου στη μαρτυρία του εφεσείοντος η οποία βρίσκεται στη σελ. 65 των πρακτικών.
Πρέπει να υποδείξουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την μαρτυρία του εφεσείοντος αναξιόπιστη και η κρίση αυτή δεν έχει προσβληθεί. Σε σχέση δε με το αδίκημα της δεύτερης κατηγορίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι ο εφεσείων έπρεπε να αποδείξει «ότι κατέχει άδεια παραμονής σε ισχύ
κάτι το οποίο δεν έχει πράξει». Συνεπώς - κατέληξε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - η Κατηγορούσα Αρχή έχει τεκμηριώσει τη δεύτερη κατηγορία. Ούτε αυτή η κρίση έχει εφεσιβληθεί. Έχει, επομένως, παραμείνει άτρωτη. Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.Η έφεση κατά της ποινής στρέφεται κατά της επιβολής διαδοχικών ποινών. Υποστηρίχθηκε, επίσης, ότι οι ποινές στη δεύτερη και τρίτη κατηγορία είναι έκδηλα υπερβολικές.
Στην Τραλαλάς ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 7633/28.5.2004 το θέμα της επιβολής διαδοχικών ποινών τέθηκε ως εξής:
«Η βασική αρχή είναι ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές για κατηγορίες που ουσιαστικά συνιστούν μια ενιαία συμπεριφορά αφού αυτό θα οδηγούσε σε υπερβολή την ουσιαστική ποινή για επί μέρους μικρότερης σοβαρότητας κατηγορίες. Παράλληλη αρχή είναι ότι εν πάση περιπτώσει το σύνολο των διαδοχικών ποινών που ενδεχομένως να επιβληθούν πρέπει να έχει αναλογία προς τη σοβαρότητα των επί μέρους κατηγοριών. Ο Δικαστής, όπως λέγεται, πρέπει να δει την υπόθεση από απόσταση και να αναρωτηθεί κατά πόσο η συνολική ποινή είναι αρμόζουσα προς τα δεδομένα της.»
Στην παρούσα υπόθεση οι τρεις κατηγορίες δεν συνιστούν μια ενιαία συμπεριφορά. Επομένως δεν συντρέχει θέμα παραβίασης των σχετικών αρχών. Αναφορικά με τη δεύτερη αρχή η συνολική ποινή ανκαι μάλλον αυστηρή δεν είναι υπερβολική στο βαθμό που να παρέχεται πεδίο επέμβασης μας. Αναφορικά με τις ποινές που έχουν επιβληθεί στις κατηγορίες 2 και 3 υιοθετούμε την πιο κάτω προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν βρίσκουμε λόγο που να επιτρέπει την επέμβαση μας:
«Αδικήματα που αφορούν την παράνομη είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στην Κύπρο ή που σχετίζονται με τέτοια αδικήματα αντιμετωπίζονται ως σοβαρά. Έχει επισημανθεί στην σχετική νομολογία ότι τόσο η παράνομη είσοδος στο έδαφος της Δημοκρατίας όσο και η παράνομη παραμονή προσώπων που εισήλθαν αρχικά νόμιμα έχει φθάσει σε τέτοια επίπεδα που δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα κοινωνικής και οικονομικής φύσεως αλλά και προβλήματα αστυνόμευσης. Ακόμα ότι η Κύπρος είναι φιλόξενη
Όπου ένα αδίκημα είναι από τη φύση του σοβαρό ή όπου διαπράττεται με μεγάλη συχνότητα δικαιολογείται η αντιμετώπιση του με ποινές αποτρεπτικού χαρακτήρα έτσι που πέραν από την τιμωρία του κατηγορουμένου να εξυπηρετείται και ο στόχος της αποτροπής διάπραξης παρόμοιων αδικημάτων στο μέλλον είτε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο είτε από άλλα πρόσωπα.»
Τέλος ο κ. Σαουρής υποστήριξε ότι κατά την έκτιση της ποινής πρέπει να ληφθεί υπόψη η περίοδος κατά την οποία ο εφεσείων βρίσκεται υπό κράτηση. Θεωρούμε ότι έχει δίκαιο και εκδίδουμε την ανάλογη διαταγή.
Η έφεση κατά της καταδίκης και ποινής απορρίπτεται τηρουμένης της πιο πάνω διαταγής για την έκτιση της ποινής.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.