ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 2 ΑΑΔ 416
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7467 & 7497)
6 Ιουλίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
Ποινική Έφεση Αρ. 7467
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσείοντας
ν.
ΑΝΔΡΕΑ ΣΙΑΜΜΑ
Εφεσίβλητου
--------------
Ποινική ΄Εφεση Αρ. 7497
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Eφεσείοντας
ν
ΧΑΡΗ Χ"ΜΙΤΣΗ
Εφεσίβλητου
----------------
Λ. Παντελή
Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.Ε. Πουργουρίδης για τους εφεσίβλητους.
-------------------
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι εφεσίβλητοι είναι μηχανικοί, υπάλληλοι κατά τον ουσιώδη χρόνο εργοληπτικής εταιρείας. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο που καταχωρήθηκε στις 27.12.01 διέπραξαν το αδίκημα της εργοδότησης δυο αλλοδαπών "κατά παράβαση του άρθρου 14Β του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 100(Ι)/96 και ΚΔΠ 242/72 Καν. 9(1)(ε) και 14 καθώς και άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154".
Το αδίκημα, κατά τις λεπτομέρειες στο κατηγορητήριο, είχε διαπραχθεί στις 24.2.01 δηλαδή περίπου 10 μήνες προηγουμένως. Κατά των εργοδοτηθέντων δεν προσάφθηκαν κατηγορίες. Ούτε κατά της εταιρείας στο προσωπικό της οποίας εμφανίζονταν να εντάχθηκαν. Εξήγηση γι΄αυτά και για την αργοπορημένη καταχώρηση του κατηγορητηρίου, δεν έχουμε.
Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν ενοχή και η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε ένα σχεδόν χρόνο μετά, στις 14.11.02. Χρειάστηκαν 6 δικάσιμες ημέρες και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε στις 12.6.03. Κρίθηκε πως δεν είχε στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση και οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν και απαλλάχθηκαν. Είχαν επισημανθεί ασάφειες στο κατηγορητήριο και συζητήθηκαν εισηγήσεις της υπεράσπισης σε σχέση με το τι πράγματι αποδιδόταν στους εφεσίβλητους. Επιπλέον, υπό την προϋπόθεση πως ήταν ως συνεργοί της εργοδότριας εταιρείας τους που αναφέρονταν ως παρανόμως εργοδοτήσαντες, καταγράφηκαν προβληματισμοί αναφορικά με το στοιχείο της γνώσης ως συστατικού στοιχείου και το βάρος της απόδειξης της ύπαρξης άδειας. Αυτό, εφόσον, όπως σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση σε σχέση με την προσθήκη στο κατηγορητήριο ότι "οι πιο πάνω αλλοδαποί ήλθαν στην Κύπρο με άδεια επισκέπτη", δεν υπήρχε αποδεκτή μαρτυρία περί την παραμονή ή ουσιαστικά τον τρόπο παραμονής" των εργοδοτηθέντων στη Δημοκρατία. Δεν χρειάστηκε όμως να καταλήξει οριστικά επ' αυτών των θεμάτων το πρωτόδικο Δικαστήριο. Υπήρχε, όπως έκρινε, άλλη καταλυτικής σημασίας αδυναμία στην υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής. Δεν είχε προσαχθεί οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με την "αλλοδαπή ιδιότητα και υπόσταση" των εργοδοτηθέντων και, συνεπώς, έλειπε ουσιώδες συστατικό του αδικήματος. Οι γραπτές καταθέσεις των εφεσιβλήτων, όσο και αν οι ίδιες ήταν αποδεκτές ως μαρτυρία, ήταν προφανές ότι αναφέρονταν στους εργοδοτηθέντες ως αλλοδαπούς όχι γιατί γνώριζαν ή μπορούσαν να γνωρίζουν επ' αυτού αλλά γιατί έτσι τους είχε λεχθεί.
Ασκήθηκε έφεση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα και στο επίκεντρο των λόγων της βρίσκεται το ζήτημα του παραδεκτού και της αποδεικτικής δύναμης εξωδικαστικής 'ομολογίας'. Μας απασχόλησε όμως ιδιαίτερα το ζήτημα που ήγειραν οι εφεσίβλητοι αναφορικά με το χρόνο που έχει παρέλθει, σε συνάρτηση προς τα υπόλοιπα περιστατικά. Σ΄αυτό το πλαίσιο, πέραν των πιο πάνω και τα ακόλουθα, ως συνιστώντα την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής: Οι δυο εργοδοτηθέντες αναζήτησαν εργοδότηση το πρωΐ της 24.2.01 αλλά τους ανατέθηκε εργασία υπό τον όρο να παρουσιάσουν, κατά το μεσημεριανό διάλειμμα, τις άδειες και τα διαβατήριά τους. Το εργοτάξιο, όμως, ελέγχθηκε από την Αστυνομία στις 9.00 π.μ., με αποτέλεσμα την τροχιοδρόμηση της δίωξης των δυο πολιτικών μηχανικών σε σχέση με τη δίωρη περίπου εργοδότηση.
Ενδεχόμενη κρίση πως η πρωτόδικη απόφαση επί του ενός σημείου στο οποίο αυτή στηρίχθηκε ήταν εσφαλμένη, θα έφερνε στο προσκήνιο το κατά πόσο θα ήταν δίκαιο να υποβάλουμε εκ νέου τους εφεσίβλητους σε νέα δίκη. Παρεμφερές θέμα εξετάστηκε πρόσφατα στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χαράλαμπου Καψού, Ποινική ΄Εφεση 7400, ημερομηνίας 24.2.04. Αποφασίστηκε πως ενόψει της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος στο πλαίσιο του συνόλου των περιστατικών, δεν θα δικαιολογείτο επανεκδίκαση και η έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης απορρίφθηκε. Kαι εν προκειμένω, η επανεκδίκαση θα άρχιζε τουλάχιστον 3½ χρόνια μετά την κατ' ισχυρισμό διάπραξη των αδικημάτων και, βεβαίως, προβλέψεις αναφορικά με το χρόνο που θα απαιτηθεί για πλήρη εκδίκαση αλλά και τη δαπάνη πέραν εκείνης που υπέστησαν οι εφεσίβλητοι ήδη, δεν μπορούν να γίνουν. Η διαδικασία θα αφορούσε σε κατ' ισχυρισμό εργοδότηση δυο περίπου ωρών, κατά την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής υπό τον όρο της προσκόμισης αδειών και διαβατηρίων και αυτά εναντίον υπαλλήλων της εργοληπτικής εταιρείας, οι οποίοι δεν προκύπτει ότι θα είχαν ίδιο όφελος. Δεν θα ασκούσαμε τη διακριτική μας εξουσία υπέρ της έκδοσης διαταγής για επανεκδίκαση και οτιδήποτε άλλο θα απέληγε να είναι ακαδημαϊκής σημασίας. Η έφεση απορρίπτεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Μ. Κρονίδης, Δ.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
C:\My Documents\2004\part2\7467et.doc