ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 2 ΑΑΔ 400

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7606)

 

18 Ιουνίου, 2004

 

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

 

ΣΤΕΛΙΟΣ ΖΩΜΕΝΗ,

Εφεσείοντας,

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

_________________________

Γ. Πιττάτζης , για τον Εφεσείοντα.

Ηλ. Στεφάνου, για την Εφεσίβλητη.

__________________________

 

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

____________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) σε 2 κατηγορίες για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 2 ετών στην κάθε μια από τις κατηγορίες, οι ποινές να συντρέχουν. Αντικείμενο της πρώτης κατηγορίας ήταν η κατοχή του ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, δηλαδή 1809 χαπιών (±)-Ν-α-Διμέθυλο- 3, 4 - (μεθυλενοδιόξυ) φαιναιθυλαμίνη (MDMA), βάρους 551, 5446 γραμμαρίων γνωστών ως Ecstacy χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας. Αντικείμενο της δεύτερης κατηγορίας ήταν η κατοχή του ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, δηλαδή 390,0592 γρ. κοκαϊνης χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας. Οι πιο πάνω κατηγορίες βασίζονται «στα αρ. 2, 3, 6(1) (2), 30 και 31 του Τρίτου Πίνακα του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν 29/77) όπως τροποποιήθηκε (Ν 67/83, Ν 20(Ι)/92, Ν 5(Ι)/2000, Ν 41(Ι)/2001, Ν 91(Ι)/2003) και του Πρώτου Πίνακα Μέρος Ι του εν λόγω Νόμου όπως τροποποιήθηκε από τον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών (Ελεγχόμενα Φάρμακα) (Τροποποιητικό) Διάταγμα του 1996 Κ.Δ.Π. 4/96».

Στην ίδια διαδικασία ο αδελφός του εφεσείοντος (ο κατηγορούμενος 1) παραδέχθηκε ενοχή σε 11 κατηγορίες για διάπραξη παρόμοιων αδικημάτων.

Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της πιο πάνω ποινής. Ο μοναδικός λόγος έφεσης περιστρέφεται γύρω από τις συνθήκες διάπραξης των πιο πάνω αδικημάτων.

Αυτό καθιστά αναγκαία την παράθεση των γεγονότων, που περιβάλλουν τη διάπραξη των αδικημάτων, όπως τα έχει συνοψίσει το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

Την 2.9.2003 τέθηκε υπό παρακολούθηση από την Αστυνομία η οικία του εφεσείοντος στην Αγία Νάπα κατόπιν πληροφορίας ότι ο εφεσείων και ο αδελφός του, κατηγορούμενος 1, είχαν στην κατοχή τους μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών την οποία πωλούσαν σε διάφορα πρόσωπα. Γύρω στις 23.55 μέλη της αστυνομίας είδαν τον κατηγορούμενο 1 να οδηγεί μοτοποδήλατο, να το σταθμεύει μπροστά στην οικία του εφεσείοντος, να κατεβαίνει απ΄ αυτό χωρίς να κρατά οτιδήποτε στα χέρια του, να εισέρχεται στην οικία του εφεσείοντος αφού ο τελευταίος του είχε ανοίξει την πόρτα και στη συνέχεια να εξέρχεται κρατώντας μια νάϊλον τσάντα σκούρου χρώματος, να την τοποθετεί κάτω από το κάθισμα του μοτοποδηλάτου το οποίο έκλεισε και να κατευθύνεται πάλι προς την οικία του εφεσείοντος φωνάζοντας του να του ανοίξει. Τα ναρκωτικά, αντικείμενο των πιο πάνω δύο κατηγοριών, ανευρέθησαν από την Αστυνομία την 3.9.2003, στη θήκη που υπάρχει κάτω από το κάθισμα του μοτοποδηλάτου του κατηγορούμενο 1, ύστερα από έρευνα του μοτοποδηλάτου η οποία έλαβε χώραν με τη συγκατάθεση του. Μετά το πέρας της έρευνας του μοτοποδηλάτου η Αστυνομία πληροφόρησε τον εφεσείοντα για τα ανευρεθέντα στο μοτοποδήλατο του αδελφού του - κατηγορούμενου 1 - και ότι εκ των γεγονότων είναι και αυτός ύποπτος. Σε θεληματική κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία ο εφεσείων ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι τηλεφώνησε του αδελφού του, κατηγορούμενου 1, να πάει στο διαμέρισμα του και να πάρει τα ναρκωτικά και να τα απομακρύνει από το διαμέρισμα του, πράγμα το οποίο και έγινε. Πρόκειται για τα ναρκωτικά που βρήκε η αστυνομία στο μοτοποδήλατο του κατηγορούμενου 1.

Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος υπέβαλε ότι ο εφεσείων την 2.9.2003 δέχθηκε να φυλάξει τα ναρκωτικά για λογαριασμό του κατηγορούμενου 1 και για συγκεκριμένες ώρες γνωρίζοντας ότι επρόκειτο για ναρκωτικά, κάνοντας έτσι το «χατίρι» του μοναδικού του αδελφού λόγω των προβλημάτων υγείας που είχε ο τελευταίος. Αργότερα, εντός της ίδιας ημέρας, ο εφεσείων ειδοποίησε τον κατηγορούμενο 1 να πάρει τα ναρκωτικά από το διαμέρισμα του, πράγμα το οποίο έχει γίνει.

Ενώπιον μας ο κ. Πιττάτζης, εκ μέρους του εφεσείοντος, υπέβαλε ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική για τους εξής λόγους:

  1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά ή και επαρκώς τους λόγους, τον χρόνο και τον τρόπο για τους οποίους ο εφεσείων κατείχε τα ελεγχόμενα φάρμακα.
  2. Τα ναρκωτικά τα είχε τοποθετήσει ο κατηγορούμενος 1 στο διαμέρισμα του εφεσείοντος εν αγνοία του τελευταίου. Όταν το πληροφορήθηκε ο εφεσείων, τον κάλεσε να τα απομακρύνει αμέσως και τελικά δέχθηκε να παραμείνουν μόνο μερικές ώρες μέχρι να έρθει να τα πάρει ο κατηγορούμενος 1 όπως του το είχε ζητήσει ο εφεσείων.
  3. Η κατοχή ήτο μόνο για μερικές ώρες και έγινε με παράκληση του κατηγορούμενου 1 από τον οποίο εζήτησε ο εφεσείων να τα απομακρύνει.
  4. Η κατοχή δεν συνδεόταν ούτε με χρήση ούτε με διάθεση από τον εφεσείοντα. Η κατοχή συνδέεται μόνο με την παράλειψη του εφεσείοντος να καταγγείλει στην αστυνομία τον μοναδικό του αδελφό που έπασχε από καρκίνο.
  5. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρεγνώρισε αυτό τον ανθρώπινο παράγοντα ενός νέου που όταν διαπίστωσε ότι ο αδελφός του ετοποθέτησε ναρκωτικά στο διαμέρισμα του τα εκράτησε για λίγες ώρες μέχρι να έλθει να τα απομακρύνει όπως του εζήτησε.
  6. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρεγνώρισε και το δεδομένο ότι ο εφεσείων ήτο ο μικρός αδελφός.

Έχει νομολογηθεί ότι η σοβαρότητα που προσδίδεται στο αδίκημα από το νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής συνιστά ένα από τους παράγοντες που συνθέτουν την σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.α. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, 270 - Βλ. και Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9 και Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129). Το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή (Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632, 637). Έπεται πως ένας από τους παράγοντες που θα ληφθεί υπόψη κατά την θεώρηση της επίδικης ποινής είναι η προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή η οποία είναι φυλάκιση 12 ετών.

Ένας άλλος παράγοντας που θα ληφθεί υπόψη είναι η φύση των αδικημάτων και το γεγονός ότι η διάπραξη τους βρίσκεται σε έξαρση. Για το ζήτημα αυτό λαμβάνουμε δικαστική γνώση με βάση τον μεγάλο αριθμό των υποθέσεων που παρουσιάζονται ενώπιον των δικαστηρίων. Τονίζουμε ότι η συχνότητα διάπραξης των αδικημάτων καθιστά αναγκαία την επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Τονίζουμε περαιτέρω ότι αδικήματα που σχετίζονται με την κατοχή και εμπορία ναρκωτικών στρέφονται κατά του κοινωνικού συνόλου. Αποτελούν απειλή κατά της κοινωνίας μας και της νεολαίας μας. Τα δε δικαστήρια έχουν επανειλημμένα τονίσει την ανάγκη αυστηρής αντιμετώπισης παρόμοιων αδικημάτων. Η ανησυχητική συχνότητα με την οποία διαπράττονται αυτά τα αδικήματα πρέπει να ευαισθητοποιήσει όλους τους αρμόδιους φορείς στον υπέρτατο βαθμό. Σε ότι αφορά τα δικαστήρια θα πρέπει να διαδραματίσουν το δικό τους ρόλο με την επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Οι συνήθεις μετριαστικοί παράγοντες έχουν μόνο οριακή σημασία. Αυτό εν όψει των σοβαρότατων συνεπειών που προκύπτουν από την κατοχή και εμπορία των ναρκωτικών οι οποίες είναι πλέον ορατές. Επί του προκειμένου υιοθετούμε τα όσα λέχθηκαν στην Gloli v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 30:

«Τα δικαστήρια της Κύπρου όπως και σχεδόν κάθε πολιτισμένης χώρας, επιβάλλουν ποινές προορισμένες να αποθαρρύνουν την εισαγωγή, κατοχή και διάθεση ναρκωτικών. Τα ναρκωτικά πλήττουν και συχνά ανεπανόρθωτα είναι μάλιστα που πλήττουν την υλική και ηθική ευημερία του ανθρώπου. Ο αποτρεπτικός χαρακτήρας των ποινών, ο οποίος πρέπει να αντανακλάται και από το ύψος τους, αποτελεί το κύριο γνώρισμα τους. Οι προσωπικές περιστάσεις και τα ιδιαίτερα προβλήματα αδικοπραγούντων σε αυτού του είδους των υποθέσεων λαμβάνονται βέβαια σε κάποιο βαθμό υπόψη. Και η εξατομίκευση έχει τη θέση της. Αλλά δεν μπορεί να εξουδετερώσει ή να αποδυναμώσει τη μέριμνα για προστασία της κοινωνίας. Βλ. Παυλίδης και Άλλος ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 220. Η πείρα καταδείχνει ότι οι έμποροι ναρκωτικών συχνά επιλέγουν άτομα αδύναμα ή άτομα με ειδικά προβλήματα για τη μεταφορά ναρκωτικών. Η κατανόηση αυτών των αδυναμιών και προβλημάτων δεν μπορεί να επιδράσει κατά τρόπο που να εξασθενίζει την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου.»

Έχουμε λάβει υπόψη τα όσα έχει θέσει ενώπιον μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος. Έχουμε την άποψη πως οι συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων έχουν αξιολογηθεί και συνεκτιμηθεί δεόντως από το Πρωτόδικο Δικαστήριο μαζί με τους άλλους παράγοντες που επηρεάζουν την επιμέτρηση της ποινής. Αυτό είναι έκδηλο από την έκπτωση που έχει δοθεί στον εφεσείοντα. Άσχετα με τη διάρκεια της κατοχής των ναρκωτικών από τον εφεσείοντα κυρίαρχο στοιχείο της εγκληματικής του συμπεριφοράς ήταν η διευκόλυνση του κατηγορούμενου 1 στο να αποφύγει τις συνέπειες της εγκληματικής δράσης του. Αυτό αποτελεί ένα άκρως επιβαρυντικό παράγοντα.

Πρόκειται για έφεση κατά της ποινής. Οι λόγοι για τους οποίους το εφετείο μπορεί να επέμβει στην ποινή είναι οι ακόλουθοι:

(α) Εσφαλμένη καθοδήγηση του δικαστηρίου, αναφορικά με τα γεγονότα, ή το νόμο, ή/και τα δύο.

(β) Πρόσδοση σημασίας σε εξωγενείς παράγοντες στον καθορισμό της ποινής. και

(γ) ΄Οπου είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής. Το στοιχείο της υπερβολής ή της ανεπάρκειας πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα.

(Βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342 και Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 515).

Έχουμε εξετάσει την εκκαλούμενη ποινή υπό το φως των πιο πάνω αρχών, των γεγονότων της υπόθεσης, της σοβαρότητας και φύσης των αδικημάτων καθώς και της ποσότητας και του είδους των ναρκωτικών. Έχουμε την άποψη πως δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης μας. Η επιβληθείσα ποινή δεν είναι υπερβολική αλλά μάλλον επιεικής. Έπεται πως η έφεση πρέπει ν΄ απορριφθεί.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

Π.

 

Δ.

 

Δ.

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο