ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 2 ΑΑΔ 51

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

(Υπόμνημα 352)

4 Φεβρουαρίου, 2004

[ΠΙΚΗΣ, Πρόεδρος]

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ Δ/στές]

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Αιτήτρια,

ν.

1. ΜΑΡΙΝΑΣ ΑΒΡΑΑΜΙΔΟΥ,

2. ΜΙΧΑΛΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

3. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

Π. Κληρίδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Η. Στεφάνου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για την Αιτήτρια.

Α. Ιωάννου, για την Καθ' ης η Αίτηση 1.

Α. Ιωάννου, για Χρ. Πουργουρίδη, για τον Καθ' ου η Αίτηση 2.

Ν. Καλλής, για τον Καθ' ου η Αίτηση 3.

________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ευθύς μετά τη σύλληψη του Χαράλαμπου Χαραλάμπους για ναρκωτικά, στον Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού, οι αστυνομικοί που τον συνέλαβαν του ζήτησαν να δώσει, εφόσον συμφωνούσε και ο ίδιος, αίμα για ανίχνευση του γενετικού του υλικού. Η απάντησή του ήταν αρνητική. Καθ' οδόν προς τη Λάρνακα, όπου ο κρατούμενος θα μεταφερόταν, αυτός ζήτησε από τους αστυνομικούς φύλακές του να σταματήσουν σε περίπτερο, για να αγοράσει τσιγάρα, παράκληση που αυτοί ικανοποίησαν.

Στο γραφείο παραπόνων του Αστυνομικού Σταθμού Λάρνακας, όπου μεταφέρθηκε, και ενώ οι επί καθήκοντι αστυνομικοί κατέγραφαν τα στοιχεία του, ο συλληφθείς άναψε τσιγάρο. Επί τούτου, ο ένας από τους δυο αστυνομικούς που τον μετέφεραν στη Λάρνακα, ο Λοχίας Παναγιώτου, μηχανεύτηκε τρόπο να πάρει στοιχεία για το γενετικό υλικό του κρατουμένου, χωρίς ο ίδιος να το ξέρει και χωρίς ο ίδιος να το αντιληφθεί. Πήρε το σταχτοδοχείο, που ήταν στην αίθουσα και που ο κρατούμενος, κατά λογική πρόβλεψη, θα χρησιμοποιούσε για να σβήσει το τσιγάρο του, το μετέφερε σε άλλο δωμάτιο, το έπλυνε επιμελώς και το επανέφερε στη θέση του. Ως αναμενόταν, ο κρατούμενος έσβησε το τσιγάρο του σ' αυτό. Ο λοχίας, που επινόησε το σχέδιο, συνέλεξε το αποτσίγαρο, το τοποθέτησε σε φάκελο, είπε στον κρατούμενο γιατί το συνέλεξε και του επέστησε την προσοχή του στο νόμο. Ο κρατούμενος δεν έδωσε απάντηση, πλην αρνήθηκε να υπογράψει το φάκελο στον οποίο τοποθετήθηκε το τεκμήριο.

Κατά τη δίκη του τότε κρατουμένου και μετέπειτα κατηγορουμένου ενώπιον του Κακουργιοδικείου, για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, έχουσα ως σκοπό την εισαγωγή ελεγχόμενων φαρμάκων από το εξωτερικό χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας (συγκατηγορείται με δύο άλλα πρόσωπα), αυτός ήγειρε ένσταση στην προσαγωγή μαρτυρίας αναφορικά με το γενετικό του υλικό που άφησε στο αποτσίγαρο.

Το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία ως απαράδεκτη, για τους λόγους που εξηγεί στην ενδιάμεση απόφασή του. ΄Εκρινε ότι ο λόγος της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην «Ψύλλας» ν. Δημοκρατίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 7355, 18/7/03, καθιστούσε την προσαγωγή της μαρτυρίας απαράδεκτη. Στο στάδιο εκείνο, ο Γενικός Εισαγγελέας ζήτησε από το Κακουργιοδικείο, κατ' επίκληση των προνοιών του ΄Αρθρου 148(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, να παραπέμψει τα ακόλουθα τρία ερωτήματα προς κρίση από το Ανώτατο Δικαστήριο, τα οποία και παρέπεμψε.

«1. Κατά πόσον το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης που κατοχυρώνεται από το άρθρο 12.4 του Συντάγματος, συναρτάται με, και περιορίζεται μόνο σε προφορική μαρτυρία του κατηγορούμενου (evidence of testimonial nature) ή κατά πόσον αυτό εκτείνεται και σε άλλη πραγματική μαρτυρία που πηγάζει από τον ίδιο.

2. Αν η απάντηση στο 1 είναι καταφατική, παραβιάζεται το συνταγματικό δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, όταν οι ανακριτικές αρχές εξασφαλίζουν, χωρίς τη συγκατάθεση του κατηγορούμενου, πραγματική μαρτυρία προερχόμενη από τον ίδιο χωρίς την άσκηση καταπίεσης, παγίδευσης, εξαναγκασμού ή παραπλάνησης από αυτές;

3. Διαφοροποιείται η απάντηση στο ερώτημα 2 αν η πραγματική μαρτυρία συνίσταται σε σωματικό δείγμα προερχόμενο από τον κατηγορούμενο, το οποίο οι ανακριτικές αρχές εξασφάλισαν από αντικείμενο, με το οποίο ο κατηγορούμενος ήρθε σε επαφή με δική του πρωτοβουλία και χωρίς την προτροπή των ανακριτικών αρχών, χωρίς όμως προηγουμένως να έχει προειδοποιηθεί για αυτό το ενδεχόμενο;»

Στο προοίμιο της παραπομπής παρατίθενται τα γεγονότα, που στοιχειοθετούν το υπόβαθρο του ερωτηματολογίου και τη μεθόδευση της Αστυνομίας για τη συλλογή του αποτσίγαρου, παρά την εκφρασθείσα άρνηση του κρατουμένου να δώσει στοιχεία προς διαπίστωση του γενετικού του υλικού.

Στην «Ψύλλας» ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), κρίθηκε ότι η συλλογή υλικών στοιχείων, προερχομένων από το σώμα κρατουμένου, για τη διαπίστωση του γενετικού του υλικού, αντίθετα προς τη θέλησή του, πλήττει το ατομικό δικαίωμα του κατηγορουμένου κατά της αυτοενοχοποίησης (self-incrimination), το οποίο κατοχυρώνεται από το ΄Αρθρο 12.4 του Συντάγματος. Και στην «Ψύλλας», όπως και στην παρούσα υπόθεση, συνελέγησαν στοιχεία για την ανίχνευση του γενετικού υλικού του κρατουμένου (καλαμάκι στην υπόθεση εκείνη, που χρησιμοποιήθηκε για την πόση χυμού) με πλάγια μέσα, προς εξουδετέρωση της άρνησής του να τα παράσχει οικειοθελώς.

Στην προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Πρόεδρος Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντ. (Αρ.1) (1994) 3 Α.Α.Δ. 1, νομοθετική διάταξη, επιβάλλουσα υποχρέωση σε ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων να υποβάλουν δήλωση σχετικά με την ύπαρξη και λειτουργία των υποστατικών τους, κρίθηκε αντισυνταγματική, γιατί δυνητικά μπορούσε να οδηγήσει στην αυτοενοχοποποίησή τους, κατά παράβαση του δικαιώματος κατά της αυτοενοχοποίησης, που κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 12.4 του Συντάγματος, ως απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας.

Το ΄Αρθρο 7.1 του Συντάγματος, επισημαίνεται στην «Ψύλλας», το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου, αποκλείει τη διά βίας λήψη αίματος από τον ύποπτο ή άλλων συνθετικών στοιχείων του σώματός του, προς το σκοπό διαπίστωσης του γενετικού του υλικού. και, γενικά, απαγορεύει κάθε πράξη που παραβιάζει τη σωματική του ακεραιότητα.

Στην «Ψύλλας» τονίστηκε ότι, εκτός από την παραβίαση του δικαιώματος κατά της αυτοενοχοποίησης, η Αστυνομία παραβίασε και μια άλλη αρχή, συνυφασμένη με δικαίωμα του κρατουμένου. εκείνη που αποκλείει τη χρήση της κράτησης του υπόπτου για αλλότριους σκοπούς. αρχή η οποία αναγνωρίστηκε και έτυχε εφαρμογής στις Merthodja v. Police (1987) 2 C.L.R. 227 και Parpas v. Republic (1988) 2 C.L.R. 5.

Στη Merthodja v. Police, (ανωτέρω), οι ομολογίες του κρατουμένου (γραπτές και προφορικές) σχετικές με το αδίκημα για το οποίο δικαζόταν, γενόμενες μετά την εκπνοή της νόμιμης κράτησής του, κρίθηκαν απαράδεκτες - (΄Αρθρο 11.2 του Συντάγματος).

Στην Parpas v. Republic, (ανωτέρω), δείγμα γραφής του κρατουμένου, που λήφθηκε κατά την κράτησή του ως ύποπτος για κατοχή εκρηκτικών υλών, κρίθηκε απαράδεκτο ως μαρτυρία στη δίκη του για εγκλήματα πλαστογραφίας. Χρησιμοποιήθηκε η κράτησή του για σκοπούς άλλους απ' ό,τι ήταν επιτρεπτό.

Ο λόγος των πιο πάνω αποφάσεων συμπυκνώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την «Ψύλλας»:-

«Η κράτηση υποδίκου έχει ως αντικείμενο, όπως κατά συρροή καθορίζει η νομολογία, τη διευκόλυνση του ανακριτικού έργου και όχι τη χρήση του υπόπτου ως μέσου για την εξασφάλιση μαρτυρίας εναντίον του. Στην τελευταία ανάλυση η προειδοποίηση (caution) προς τον ύποπτο εξικνείται στη διασφάλιση του δικαιώματος της σιωπής και του δικαιώματος κατά της αυτοενοχοποίησης.»

Στην «Ψύλλας», το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο κρατούμενος παγιδεύτηκε να δώσει εκείνο που δεν είχε υποχρέωση να δώσει και που αρνήθηκε να δώσει, τουτέστιν δείγμα του γενετικού του υλικού. Η κράτησή του χρησιμοποιήθηκε για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους αυτή ήταν παραδεκτή. Η μαρτυρία ήταν μολυσμένη, κατά τις αρχές της Καττής κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6918 και 6919, 28/6/02, (απόφαση πλειοψηφίας) - (βλ., επίσης, Teixeira de Castro v Portugal (1998) 4 BHRC 533, ECt HR). Η κατάθεση τέτοιας μαρτυρίας δε συνάδει με τις αρχές της δικαίας δίκης. Αποκλείεται. Λέχθηκε στην «Ψύλλας»:-

«... ότι μαρτυρία η οποία προκύπτει από μολυσμένη πηγή, συνιστά παραβίαση της αρχής της δικαίας δίκης και για το λόγο αυτό είναι απαράδεχτη ...»

Στη θεμελιακή απόφαση Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, αποφασίστηκε ότι μαρτυρία, που λαμβάνεται κατά παράβαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ατόμου - (Μέρος ΙΙ του Συντάγματος), είναι απαράδεκτη.

Τα ερωτήματα, που τίθενται προς απάντηση από το Ανώτατο Δικαστήριο, περιστρέφονται γύρω από το παραδεκτό της μαρτυρίας, την οποία το Κακουργιοδικείο απέκλεισε. συναρτώνται με το βάσιμο της απόφασής του. Θεώρηση θεμάτων έξω από αυτό το πλαίσιο του εγειρόμενου κατά τη δίκη θέματος δε χωρεί. ούτε είναι παραδεκτή. Τέτοιο εγχείρημα θα προσέδιδε θεωρητικό και ακαδημαϊκό χαρακτήρα στην απόφασή μας, που δεν είναι επιτρεπτό. Το ΄Αρθρο 148 του ΚΕΦ. 155 περιορίζει το δικαίωμα επιφύλαξης νομικού ερωτήματος σε θέματα που εγείρονται κατά τη δίκη. Και η απάντηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου τελεί υπό τον ίδιο περιορισμό. Το εγερθέν κατά τη δίκη ζήτημα περιστρεφόταν γύρω από το παραδεκτό της προσαγωγής ως μαρτυρίας του γενετικού υλικού που συνέλεξε η Αστυνομία από τον κρατούμενο, κάτω από τις συνθήκες που προσδιορίζονται στο προοίμιο του ερωτηματολογίου.

Στη γραπτή (διάγραμμα) και προφορική του αγόρευση, ο κ. Κληρίδης υποστήριξε ότι το κατοχυρωμένο από το ΄Αρθρο 12.4 του Συντάγματος δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης περιορίζεται σε προφορικές δηλώσεις του κρατουμένου και όχι σε ό,τι μπορεί να χαρακτηριστεί πραγματική μαρτυρία, έστω και αν αυτή πηγάζει από το άτομο του κρατουμένου. Τις θέσεις του υποστήριξε, πρωτίστως, με αναφορά στη νομολογία των αμερικανικών δικαστηρίων, ερμηνευτική του πεδίου εφαρμογής της πέμπτης τροποποίησης του Αμερικανικού Συντάγματος, η οποία προβλέπει ότι:- "Νo person ... shall be compelled in any criminal case to be a witness against himself" - (ελληνική μετάφραση, ελεύθερη - «κανένας δεν μπορεί να υποχρεωθεί σε ποινική υπόθεση να είναι μάρτυρας κατά του εαυτού του».)

Το δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται από τη σχετική τροποποίηση του Αμερικανικού Συντάγματος, δεν είναι ταυτόσημο με το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης, ως αυτό προσδιορίζεται στην απόφαση Πρόεδρος Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντ. (Αρ.1), (ανωτέρω), ερμηνευτική του ΄Αρθρου 12.4 του Συντάγματος. Περιορίζεται η αμερικανική διάταξη σε ό,τι ο ίδιος ο κρατούμενος ή ο ύποπτος μπορεί να εκφέρει κατά του εαυτού του. Η αυτοενοχοποίηση, από την άλλη, περιλαμβάνει κάθε πράξη ή ενέργεια του υπόπτου, η οποία τείνει να τον ενοχοποιήσει. κάθε τι το οποίο προέρχεται από τον ίδιο.

Αξιοσημείωτο είναι ότι το Ανώτατο Δικαστήριο του Καναδά στην R. v. Stillman [1997] 1 S.C.R. 607 - (απόφαση πλειοψηφίας) - υιοθέτησε τη θέση ότι το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης, το οποίο κατοχυρώνεται από τον Καναδικό Χάρτη των Δικαιωμάτων και Ελευθεριών του Ανθρώπου, δεν περιορίζεται σε δηλώσεις του υπόπτου. εκτείνεται και σε κάθε τι που προέρχεται από τον ίδιο, περιλαμβανόμενης ό,τι μπορεί να χαρακτηριστεί ως πραγματική μαρτυρία, που τείνει να τον ενοχοποιήσει. Μεταξύ άλλων, αποκλείστηκε ως μαρτυρία, στην υπόθεση εκείνη, χαρτομάντιλο με μύξα του κρατουμένου, για την ανίχνευση του γενετικού του υλικού. Ο κρατούμενος χρησιμοποίησε το χαρτομάντιλο και το πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων, απ' όπου το μάζεψε η Αστυνομία. Νωρίτερα ο κρατούμενος, μέσω του δικηγόρου του, εκδήλωσε την άρνησή του να παράσχει ουσίες από το άτομό του. Το Δικαστήριο έκρινε το χαρτομάντιλο απαράδεκτο ως μαρτυρία. Ευρισκόμενος υπό κράτηση ο ύποπτος, δεν απεμπολεί το δικαίωμα ή την προσδοκία ιδιωτικής ζωής:-

"The privacy expectation should not be reduced to such an extent as to justify seizures of bodily samples without consent, particularly for those who are detained while they are still presumed to be innocent."

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:-

«Η προσδοκία ιδιωτικής ζωής δεν πρέπει να μειώνεται, σε βαθμό που να δικαιολογεί κατάσχεση σωματικών δειγμάτων χωρίς συγκατάθεση, ιδιαίτερα από εκείνους οι οποίοι κρατούνται και οι οποίοι, κατά τεκμήριο, θεωρούνται αθώοι.»)

Η αρχή αποκλεισμού μαρτυρίας, που πλήττει το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης, προσδιορίζεται ως εξής στην ίδια απόφαση:-

"If the evidence, obtained in a manner which violates the Charter, involved the accused being compelled to incriminate himself either by a statement or by the use as evidence of his body or of bodily substances, it will be classified as conscriptive evidence. The unauthorized use of a person's body or bodily substances is just as much compelled 'testimony' that could render the trial unfair as is a compelled statement."

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:

«Εάν η μαρτυρία, ληφθείσα με τρόπο που παραβιάζει το Χάρτη, αφορά τον εξαναγκασμό του κατηγορουμένου να ενοχοποιήσει τον εαυτό του, είτε με δήλωση ή με τη χρήση μαρτυρίας από το σώμα του ή από σωματικές ουσίες, αυτή θα ταξινομηθεί ως επιτακτική μαρτυρία. Η μη εξουσιοδοτημένη χρήση του σώματος προσώπου ή σωματικών ουσιών συνιστά, εξίσου, καταναγκαστική μαρτυρία (testimony), η οποία μπορούσε να καταστήσει τη δίκη άδικη, όσο και μια καταναγκαστικά γενόμενη δήλωση.»)

Και στην Αγγλία η νομολογία υποστηρίζει ότι δε δικαιολογείται διάκριση μεταξύ προφορικής και άλλης μαρτυρίας, έχουσα προέλευση τον ύποπτο, ως προς την εφαρμογή της αρχής κατά της αυτοενοχοποίησης - R. v. Sang [1980] A.C. 402.

Η αρχή, η οποία προσδιορίζει την εμβέλεια του δικαιώματος κατά της αυτοενοχοποίησης, εδράζεται, ως τονίστηκε στην R. v. Sang, (ανωτέρω), στο λατινικό αξίωμα, γνωστό ως "nemo tenetur se ipsum prodere" ή "nemo debet prodere se ipsum". Διαφωτιστικό για τη φύση του δικαιώματος είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Scarman:- (σελ. 456-457)

"If an accused is misled or tricked into providing evidence (whether it be an admission or the provision of finger-prints or medical evidence or some other evidence), the rule against self-incrimination - nemo tenetur se ipsum prodere - is likely to be infringed. Each case must, of course, depend on its circumstances. All I would say is that the principle of fairness, though concerned exclusively with the use of evidence at trial, is not susceptible to categorization or classification and is wide enough in some circumstances to embrace the way in which after the crime, evidence has been obtained from the accused."

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:

«Εάν ο κατηγορούμενος παραπλανάται, ή, με τέχνασμα (κόλπο), οδηγείται στο να παράσχει μαρτυρία (είτε αυτή είναι παραδοχή, ή η παροχή δακτυλικών αποτυπωμάτων, ή ιατρική μαρτυρία, ή κάποια άλλη μαρτυρία), η αρχή κατά της αυτοενοχοποίησης - nemo tenetur se ipsum prodere - είναι πιθανόν να παραβιαστεί. Κάθε υπόθεση εξαρτάται από τις περιστάσεις της. Εκείνο το οποίο θέλω να πω, είναι ότι η αρχή της δικαίας μεταχείρισης, παρόλο που περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από τη χρήση της μαρτυρίας στη δίκη, δεν είναι δεκτική κατηγοριοποίησης ή ταξινόμησης και είναι, αρκούντως, ευρεία, κάτω από ορισμένες περιστάσεις, για να συμπεριλάβει τον τρόπο, κατά τον οποίο, μετά το έγκλημα, μαρτυρία λήφθηκε από τον κατηγορούμενο.»)

Η σημασία του λατινικού αξιώματος εξηγείται στην απόφαση του Λόρδου Diplock, στην ίδια υπόθεση:- (σελ. 436)

"The underlying rationale of this branch of the criminal law, though it may originally have been based upon ensuring the reliability of confessions is, in my view, now to be found in the maxim nemo debet prodere se ipsum, no one can be required to be his own betrayer or in its popular English mistranslation 'the right to silence'."

 

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:

«Ο θεμέλιος λόγος αυτής της πτυχής του ποινικού δικαίου, παρόλο που μπορεί αρχικά να απέβλεπε στο να διασφαλίσει το βάσιμο των ομολογιών, τώρα εστιάζεται, κατά την άποψή μου, στο λατινικό αξίωμα - nemo debet prodere se ipsum - δεν μπορεί να ζητηθεί από κανένα να προδώσει τον εαυτό του ή, κατά τη λαϊκή αγγλική εσφαλμένη μετάφρασή του 'το δικαίωμα της σιωπής'.»)

Προς υποστήριξη των θέσεών του, ο κ. Κληρίδης επικαλέστηκε, επίσης, την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Saunders v. UK. R.J.D. 1996-VI, 24 E.C.H.R. 2044, το ακόλουθο απόσπασμα από την οποία παρατίθεται:- (σελ. 2064-2065)

"69. The right not to incriminate oneself is primarily concerned, however, with respecting the will of an accused person to remain silent. As commonly understood in the legal systems of the Contracting Parties to the Convention and elsewhere, it does not extend to the use in criminal proceedings of material which may be obtained from the accused through the use of compulsory powers but which has an existence independent of the will of the suspect such as, inter alia, documents acquired pursuant to a warrant, breath, blood and urine samples and bodily tissue for the purpose of DNA testing."

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:

«69. Το δικαίωμα μη ενοχοποίησης του εαυτού κυρίως σχετίζεται, παρά ταύτα, με σεβασμό της θέλησης του κατηγορουμένου προσώπου να παραμείνει σιωπηρός. Ως γίνεται κοινά αντιληπτό στα νομικά συστήματα των Συμβαλλομένων Μερών στη Σύμβαση και αλλού, δεν εκτείνεται στη χρήση, σε ποινική διαδικασία, υλικού το οποίο μπορεί να ληφθεί από τον κατηγορούμενο με τη χρήση εξαναγκασμού, αλλά το οποίο έχει ύπαρξη ανεξάρτητη από τη θέληση του υπόπτου, όπως, μεταξύ άλλων, έγγραφα, τα οποία αποκτώνται βάσει εντάλματος, αναπνοή, αίμα και δείγματα ούρων και σωματικού ιστού (tissue) για τους σκοπούς ελέγχου του DNA.»)

Το απόσπασμα δεν εξυπακούει, όπως και η απόφαση στη Saunders v. UK. R.J.D., (ανωτέρω), γενικά, τον αποκλεισμό μαρτυρίας, την οποία παρέχει ο ίδιος ο κατηγορούμενος, αυτοενοχοποιώντας τον εαυτό του. Στη Saunders, αντικείμενο προς εξέταση ήταν το παραδεκτό του πρακτικού της ανάκρισης του κατηγορουμένου, υπό την ιδιότητά του ως αξιωματούχος εταιρείας υπό διερεύνηση, αναφορικά με τη διαχείριση των υποθέσεών της. Η ανάκριση έγινε από επιθεωρητή, διορισθέντα προς τούτο βάσει των διατάξεων του Αγγλικού περί Εταιρειών Νόμου του 1985 (΄Αρθρο 432). Βάσει των προνοιών του ΄Αρθρου 436(2)(c) και (3) του ιδίου Νόμου, πρόσωπο, αρνούμενο να απαντήσει στις ερωτήσεις του επιθεωρητή, υπόκειται σε φυλάκιση, κατ' ανάλογο τρόπο που μάρτυρας, αρνούμενος να απαντήσει ερωτήσεις στο δικαστήριο, υπόκειται σε τιμωρία για καταφρόνηση του δικαστηρίου - (εδάφιο 3). Επίδικο θέμα της υπόθεσης ήταν το παραδεκτό των δηλώσεων του κατηγορουμένου, κατά την ανάκρισή του, ως μαρτυρίας κατά τη δίκη του, για αδικήματα σχετιζόμενα με τη διαχείριση των υποθέσεων της εταιρείας. Σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το πρακτικό της κατάθεσης του κατηγορουμένου ενώπιον του επιθεωρητή ήταν απαράδεκτο ως μαρτυρία, επειδή έπληττε το δικαίωμα του κατηγορουμένου κατά της αυτοενοχοποίησής του. Η απόφαση δεν αφορούσε τη λήψη ό,τι χαρακτηρίζεται ως πραγματική μαρτυρία από το άτομο του κατηγορουμένου. Παρατηρήσεις, που έγιναν σε σχέση με αυτή τη διάσταση του θέματος, αποτελούν obiter dicta. Οι παρατηρήσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου επί του θέματος έρχονται σε αντίθεση με την προηγούμενη απόφαση του στην Funke v. France (1993) 16 E.H.R.R. 297, στην οποία αποφασίστηκε ότι το δικαίωμα της δικαίας δίκης περιλαμβάνει "the right of anyone charged with a criminal offence . . . to remain silent and not to contribute to incriminating himself" - (Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη: «το δικαίωμα του καθενός, ο οποίος κατηγορείται με ποινικό αδίκημα, να παραμείνει σιωπηλός και να μη συμβάλει στην ενοχοποίηση του εαυτού του»). Κατά την έρευνα της κατοικίας του υπόπτου, ανευρέθηκαν λογαριασμοί καταθέσεων σε ξένες τράπεζες. Παράλειψη παροχής των λεπτομερειών που του ζητήθηκαν συνιστούσε αδίκημα. Για την παράλειψη αυτή διώχθηκε και καταδικάστηκε. Κρίθηκε ότι το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης, που αποτελεί πτυχή της δικαίας δίκης κατά το ΄Αρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, παραβιάστηκε και ότι ο ύποπτος δεν είχε υποχρέωση να παράσχει τις λεπτομέρειες του τραπεζικού του λογαριασμού.

Αναμφισβήτητο είναι ότι δεν είναι επιτρεπτός ο εξαναγκασμός του κρατουμένου να παράσχει στοιχεία για το γενετικό του υλικό. Τέτοια ενέργεια θα συνιστούσε βιασμό της σωματικής του ακεραιότητας, τον οποίο απαγορεύει το ΄Αρθρο 7.1 του Συντάγματος. Ακόμα, θα συνιστούσε ταπεινωτική μεταχείριση, ενάντια προς τις διατάξεις του ΄Αρθρου 8 του Συντάγματος. Θα παραβίαζε, εξ ίσου, και το δικαίωμα της προσωπικής ασφάλειας του κρατουμένου, κατά παράβαση του ΄Αρθρου 11.1 του Συντάγματος.

Στην «Ψύλλας», κρίθηκε, ως έχουμε διαγράψει, ότι εξασφάλιση γενετικού υλικού παρά τη θέληση του κρατουμένου, με πλάγια μέσα, παραβιάζει το δικαίωμά του κατά της αυτοενοχοποίησής του. Η κράτηση δεν έχει ως σκοπό την εξασφάλιση μαρτυρίας από το συλληφθέντα ή τον κρατούμενο. Το ΄Αρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος καθορίζει το σκοπό για τον οποίο είναι παραδεκτή η σύλληψη ή η κράτηση ατόμου. Το ΄Αρθρο 11.2 καθιστά τον περιορισμό της ελευθερίας του ατόμου, ως ο νόμος ορίζει στις περιπτώσεις (γ).

«2. Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη εις τας περιπτώσεις:

.................................. .................................................. ........................

(γ) συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου ενεργουμένης προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής επί τη ευλόγω υπονοία ότι διέπραξεν αδίκημα ή οσάκις η σύλληψις ή κράτησις θεωρηθή ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδισιν διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά την διάπραξιν αυτού,»

Στην παρούσα υπόθεση, ο Χαραλάμπους συνελήφθη και μεταφέρθηκε στον αστυνομικό σταθμό. Νομιμοποιητικό έρεισμα της κράτησής του ήταν η προσαγωγή του στο δικαστήριο.

Το ΄Αρθρο 11.5 προβλέπει:-

«5. Ο συλληφθείς προσάγεται ενώπιον του δικαστού ως οίον τε συντομώτερον ευθύς μετά την σύλληψιν αυτού, πάντως δε το βραδύτερον εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από της συλλήψεως, εφ' όσον δεν αφεθή πρότερον ελεύθερος.»

Ούτε στη γραπτή αλλά ούτε και στην προφορική του αγόρευση ο κ. Κληρίδης πρόβαλε οποιοδήποτε επιχείρημα, το οποίο να δικαιολογεί απόκλιση από το λόγο της «Ψύλλας».

Ο κ. Καλλής, ο δικηγόρος του κατηγορουμένου Χαραλάμπους, στην αγόρευσή του, υποστήριξε την «Ψύλλας», ως κατά πάντα ισχύουσα και ως διαγράφουσα την απάντηση και στα τρία ερωτήματα που υποβλήθηκαν.

Με την αγόρευση του κ. Κληρίδη, έχουμε κληθεί να αποφασίσουμε ότι το δικαίωμα κατά της μη αυτοενοχοποίησης, το οποίο ενσωματώνεται στο ΄Αρθρο 12.4 του Συντάγματος, δεν τυγχάνει εφαρμογής σε ο,τιδήποτε άλλο από δηλώσεις του κατηγορουμένου. Η εισήγησή του έρχεται σε άμεση αντίθεση με το λόγο της «Ψύλλας», πρόσφατης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που δόθηκε στις 18 Ιουλίου, 2003, απόφαση δεσμευτική, σύμφωνα με τις αρχές του δεσμευτικού δικαστικού προηγούμενου. Κανένα λόγο δεν παρέθεσε (ο κ. Κληρίδης), που θα μπορούσε να δικαιολογήσει απόκλιση από το δικαστικό προηγούμενο της «Ψύλλας», εκτός του ότι, κατά την εισήγησή του, η απόφαση είναι εσφαλμένη.

Η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου δεν αποτελεί σχήμα λόγου αλλά αρχή μεγάλης σημασίας για την απονομή της δικαιοσύνης και τα δικαιώματα του ανθρώπου. Η αρχή του δικαστικού προηγούμενου έχει ως λόγο τη βεβαιότητα ως προς το δίκαιο και την ομοιόμορφη εφαρμογή του. Η βεβαιότητα για το δίκαιο ενέχει μεγάλη σπουδαιότητα για τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ανθρώπου. είναι αλληλένδετη με αυτή τούτη την ελευθερία του. Η ομοιομορφία στην εφαρμογή του δικαίου είναι συνυφασμένη με την ισονομία, η οποία κατοχυρώνεται ως κεφαλαιώδες δικαίωμα του ανθρώπου από το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος. Η ισότητα ενώπιον του νόμου και η ίση προστασία και μεταχείριση των παραβατών από τη δικαιοσύνη αποτελούν μέρος του πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το ΄Αρθρο 28.

Αναγνωρίζεται δικαίωμα απόκλισης από το λόγο δεσμευτικού δικαστικού προηγούμενου, στις περιπτώσεις που καθορίζει η νομολογία. Οι προϋποθέσεις αυτές συνοψίζονται στην απόφασή μας στη Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315 (απόφαση πλειοψηφίας). Στο ακόλουθο απόσπασμα, που υιοθετείται από την προηγούμενη απόφασή μας στη Νικολάου κ.α. ν. Νικολάου και άλλου (Αρ. 2) (1992) 1 Α.Α.Δ. (Β) 1338, προσδιορίζονται οι προϋποθέσεις, κάτω από τις οποίες χωρεί παρέκκλιση από δικαστικό προηγούμενο:- (σελ. 1406)

«Τα περιθώρια και προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ανάλογες με εκείνες που παρέχονται στη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων να αποκλίνει από προηγούμενες αποφάσεις της που περιέχονται στη διακήρυξη του 1966, (1966) 3 All E.R., 77. Στο προοίμιο της Διακήρυξης Πρακτικής επαναβεβαιώνεται η προσήλωση στο δικαστικό προηγούμενο ως το θεμέλιο πάνω στο οποίο οικοδομείται το δίκαιο και προσδιορίζεται η εφαρμογή του σε συγκεκριμένους τομείς. Προηγούμενες αποφάσεις του δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου, μπορεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης απόφασης του δικαστηρίου. (Fitzleet Estates Ltd v. Cherry (1977) 3 All E.R., 996, (H.L.) - Βλ. επίσης Bremer Vulkan v. South India Shipping (1981) 1 All E.R., 289, Paal Wilson & Co v. Blumenthal (1983) 1 All E.R., 34, Food Corp of India v. Antclizo Shipping (1988) 2 All E.R., 513). Ευχέρεια για απόκλιση παρέχεται και όταν κριθεί ότι προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα. (O΄ Brien v. Robinson (1973) 1 All E.R., 583, (H.L.)).»

Τρεις είναι οι κατ' εξοχήν λόγοι, για τους οποίους μπορεί να δικαιολογηθεί απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο:-

(α) Ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων, στις οποίες εδράζεται αρχή δικαίου.

Η απόφαση στην «Ψύλλας» δόθηκε προ έξι, περίπου, μηνών. Οι περιστάσεις, στις οποίες εδράζεται ο λόγος της «Ψύλλας», ήταν όμοιες με τις περιστάσεις στις οποίες βασίστηκε η απόφαση του Κακουργιοδικείου λίγες μέρες αργότερα, όπως όμοιες είναι οι περιστάσεις που επικρατούν και σήμερα. Ειρήσθω, κανένας δεν έχει επικαλεστεί την αλλαγή των περιστάσεων ως αιτία για απόκλιση από το λόγο της «Ψύλλας». Στη Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3), (ανωτέρω), επισημάνθηκε:- (σελ. 335)

«Είναι αυτονόητο ότι το δικαστήριο αντιμετωπίζει με επιφύλαξη το ενδεχόμενο ανατροπής πρόσφατης απόφασης.»

(β) Αδιαμφισβήτητο λάθος στον προσδιορισμό αρχής δικαίου.

Λάθος μπορεί να θεωρηθεί ως αδιαμφισβήτητο, όπου δεν μπορεί να προβληθεί αντίλογος για την ύπαρξή του, εκτός, βέβαια, ο αυθαίρετος αντίλογος. Η διαφωνία, αφ' εαυτής, δε στοιχειοθετεί λόγο για απόκλιση από δεσμευτικό προηγούμενο. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, δε θα υπήρχε δεσμευτικό προηγούμενο.

΄Οπως έχουμε υποδείξει, ο όρος «αυτοενοχοποίηση» δεν περιορίζεται στον προφορικό λόγο. Ο όρος περιλαμβάνει κάθε πράξη ή παράλειψη του κρατουμένου, που τείνει να τον ενοχοποιήσει. Η νομολογία άλλων χωρών, ως προς την εμβέλεια του δικαιώματος κατά της αυτοενοχοποίησης, διίσταται. Η απόφαση στην «Ψύλλας» κατοπτρίζει τη θεώρηση και εφαρμογή από την Κυπριακή Δικαιοσύνη του θεμελιώδους δικαιώματος του ανθρώπου κατά της αυτοενοχοποίησης. Το ίδιο επιβάλλει και το δικαίωμα για δικαία δίκη, ως έχουμε αναφέρει. Τα ΄Αρθρα 33 και 35 του Συντάγματος δεν αφήνουν αμφιβολία ως προς τη διασταλτική ερμηνεία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ως άλλωστε υποδηλώνει η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Στην Police v. Georghiades, (ανωτέρω), που αποτελεί σταθμό στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κρίθηκε ότι μαρτυρία, η οποία λαμβάνεται ή προκύπτει από την παραβίαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου, δεν είναι παραδεκτή. Απόλυτος κανόνας αποκλεισμού τέτοιας μαρτυρίας δεν αντανακλάται στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ούτε στη νομολογία πολλών χωρών της Ευρώπης. Το ΄Αρθρο 35 του Συντάγματος δεσμεύει την Κυπριακή Δικαιοσύνη να μεριμνά για την αποτελεσματική εφαρμογή των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ερωτάται: Πώς κατοχυρώνεται το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης, όταν εξαιρεθούν από την εμβέλειά του πράξεις άλλες από τον προφορικό λόγο; ΄Οταν αναγνωρίστηκε και, αργότερα, κατοχυρώθηκε ως θεμελιώδες το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης, ο προφορικός λόγος ήταν το μόνο μέσο αυτοενοχοποίησης του υπόπτου ή του κρατουμένου. Επιστημονικές ανακαλύψεις διεύρυναν το πεδίο ενοχοποίησης του κατηγορουμένου, με τη λήψη στοιχείων από το σώμα του. Αυτή είναι η περίπτωση περισυλλογής ύλης, προς διαπίστωση του γενετικού του υλικού (D.N.A.). Ερωτάται: Θα καθηλώσουμε την εφαρμογή του δικαιώματος κατά της αυτοενοχοποίησης στα δεδομένα και στο πεδίο γνώσης παρωχημένων εποχών; Αν έτσι έχουν τα πράγματα, πολλά από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου θα χάσουν τη σημασία και τη δραστικότητά τους. Τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του ανθρώπου αποτελούν μέρος της ταυτότητάς του. Εξ ορισμού, έχουν διαχρονικό χαρακτήρα, ο οποίος αποβάλλεται, όταν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες ταυτίζονται με τα δεδομένα οποιασδήποτε εποχής.

Για τη λήψη κατάθεσης από ύποπτο έχουν στοιχειοθετηθεί κανόνες για τη διασφάλιση του δικαιώματός του κατά της αυτοενοχοποίησης, με την προειδοποίηση, γνωστή ως caution. Δε διαλανθάνει της προσοχής μας ότι, στην προκείμενη περίπτωση, ο λοχίας, ο οποίος μεθόδευσε την υπερφαλάγγιση της άρνησης του κρατουμένου να δώσει στοιχεία αποκαλυπτικά του γενετικού του υλικού, επέστησε την προσοχή του στο νόμο μετά τη συλλογή του αποτσίγαρου και όχι πριν. Η προειδοποίηση, ως εξηγήσαμε στην «Ψύλλας», σκοπεί στην προστασία του δικαιώματος κατά της αυτοενοχοποίησης και όχι στη συγκάλυψη της παραβίασής του.

΄Αλλη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, χαρακτηριστική της πρόσδοσης στα ανθρώπινα δικαιώματα της εγγενούς τους εμβέλειας, είναι η Γιάλλουρος ν. Νικολάου, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 9931, 8/5/01, όπου αποφασίστηκε ότι: Παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου παρέχει στο θύμα, άνευ ετέρου, δικαίωμα νομικής προστασίας, περιλαμβανομένης και της αποζημίωσης, άσχετα από την ύπαρξη υλικής ζημίας.

(γ) ΄Οταν το δικαστικό προηγούμενο οδηγεί σε πασιφανή άδικα αποτελέσματα.

Καμιά αδικία δεν έχει προβληθεί, ως προκύπτουσα από την εφαρμογή του δικαστικού προηγούμενου της «Ψύλλας». ΄Αδικο θα ήταν το αντίθετο, αφήνοντας τον κρατούμενο έρμαιο των μηχανεύσεων εκείνων που τον κρατούν. Η κράτηση δεν καθιστά τον ύποπτο κτήμα των Αστυνομικών Αρχών. Υπενθυμίζουμε ότι νομιμοποιητικό έρεισμα της σύλληψης ή της κράτησης ατόμου, βάσει του ΄Αρθρου 11.2(γ) του Συντάγματος, είναι η προσαγωγή του ενώπιον της Δικαιοσύνης και όχι άλλος λόγος.

Ενδεικτική της προσέγγισης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε κάθε απόπειρα υπερκέρασης από τα αστυνομικά όργανα της άρνησης του κρατουμένου να παράσχει αποδεικτικό υλικό σε βάρος του με τη χρήση πλαγίων μέσων, είναι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Perry v. The United Kingdom, Application No. 63737/00, 17/7/2003. Ο κρατούμενος αρνήθηκε να λάβει μέρος σε αναγνωριστική παράταξη. Τα αστυνομικά όργανα τον φωτογράφισαν, ενώ εκρατείτο, χωρίς τη συγκατάθεσή του, ώστε να καταστεί δυνατή η αναγνώρισή του από τη φωτογραφία. Η μαρτυρία για την αναγνώριση του κρατουμένου, μέσω της φωτογραφίας, κρίθηκε απαράδεκτη. ΄Ηταν το προϊόν της παραβίασης της ιδιωτικής του ζωής. Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η ιδιωτική ζωή του ατόμου δεν τελειώνει έξω από το σπίτι του, όπως δεν τελειώνουν και οι προσδοκίες για το σεβασμό της προσωπικής του ζωής.

΄Αλλη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διαφωτιστική για το απαράδεκτο μαρτυρίας που εξασφαλίζεται αντίθετα προς τη βούληση του κρατουμένου, είναι η Allan v. The United Kingdom, Application No. 48539/99, Judgment Strasbourg, 5 November 2002, Final 05/02/2003. Αξιοσημείωτο είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση:-

"The right to silence is triggered when the accused is subjected to the coercive powers of the state through his or her detention."

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη:-

«Το δικαίωμα της σιωπής ενεργοποιείται όταν ο κατηγορούμενος υποβάλλεται στην εξαναγκαστική δύναμη της Πολιτείας με την κράτησή του.»)

Στην υπόθεση εκείνη ο κρατούμενος παγιδεύτηκε, κατά την κράτησή του, να προέλθει σε συνομιλία με πράκτορα της Αστυνομίας. Η μαγνητοταινία, με το περιεχόμενο της συνομιλίας, κρίθηκε απαράδεκτη ως μαρτυρία.

Παρενθετικά, μπορεί να γίνει αναφορά και στις πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις, σχετικά με τα προσωπικά δεδομένα του ατόμου. Κάθε τι προσδιοριστικό της κατά φύση ταυτότητας του ανθρώπου αποτελεί δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα, η επεξεργασία του οποίου απαγορεύεται, εκτός όπου τούτο είναι επιτρεπτό από τις πρόνοιες του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου του 2001, (Ν. 138(Ι)/2001). Σχετική με το θέμα είναι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην P.G. and J.H. v. The United Kingdom, 2001-IX E.C.H.R. 195, στην οποία κρίθηκε ότι η λήψη δείγματος της φωνής του κρατουμένου, χωρίς τη συγκατάθεσή του, συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής. Επρόκειτο, ως επισημαίνεται, για δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα, η επεξεργασία του οποίου δεν επιτρεπόταν από τις διατάξεις του αγγλικού νόμου Data Protection Act 1984. Δε θα επεκταθώ στο θέμα, ούτε θα εξετάσω τις προεκτάσεις του, εφόσον τέτοιο ζήτημα δεν ηγέρθη, ούτε συζητήθηκε ενώπιόν μας. Περιορίζομαι στο να επισημάνω και αυτή τη διάσταση του θέματος, εφόσον δε χωρεί αμφιβολία ότι το σάλιο του κρατουμένου, που αφέθηκε στο αποτσίγαρο, αποτελεί δεδομένο προσωπικού χαρακτήρα.

Δεν έχει τεθεί και, οριστικά, δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος, που θα μπορούσε να δικαιολογήσει απόκλιση από το λόγο της απόφασης στην «Ψύλλας».

Παρέκκλιση από το λόγο της «Ψύλλας» μπορεί να συμβιβαστεί μόνο με άρνηση της αρχής του δικαστικού προηγούμενου.

Πέραν τούτου, αποδοχή των εισηγήσεων του κ. Κληρίδη ως προς το εύρος του δικαιώματος κατά της αυτοενοχοποίησης, θα ακρωτηρίαζε το δικαίωμα και θα το συρρίκνωνε σε ασφυκτικά όρια.

Στην περίπτωση του προφορικού λόγου, πριν ο ύποπτος κρατούμενος πει ο,τιδήποτε, που θα μπορούσε να τον ενοχοποιήσει, του γνωστοποιείται το δικαίωμά του κατά της αυτοενοχοποίησης. Αυτό είναι θεσμοθετημένο από το ΄Αρθρο 8 του ΚΕΦ. 155 και τους Δικαστικούς Κανόνες, νομοθετική διάταξη που διασώθηκε βάσει του ΄Αρθρου 188.1 του Συντάγματος. Προσαρμογή της προς το Σύνταγμα (΄Αρθρο 188.1, 4, 5(β)), επιβάλλει την προειδοποίηση του κρατουμένου για το δικαίωμά του κατά της αυτοενοχοποίησης σε κάθε περίπτωση που είναι δυνατό ο κρατούμενος, με δική του πράξη ή ενέργεια, να ενοχοποιήσει τον εαυτό του. Ως η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διασαφηνίζει, προειδοποίηση για το δικαίωμα του κρατουμένου να μην πει τίποτε πρέπει να του παρέχεται οποτεδήποτε τα στοιχεία στα χέρια του ανακριτή εγείρουν, εξ αντικειμένου, (όχι υποκειμενικά), υπόνοιες εναντίον του - (βλ. The Republic v. Phivos Petrou Pierides (1971) 2 C.L.R. 181. Σάκκος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 510. Βλ., επίσης, Michael Vassili Volettos v. The Republic (1961) C.L.R. 169. Costas Andreou Kokkinos v. The Police (1967) 2 C.L.R. 217. Michael Antoni Petri v. The Police (1968) 2 C.L.R. 40, 74).

Πάνω σε ποια βάση θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί η παροχή στοιχείων, προερχομένων από το άτομο του κρατουμένου; Το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης έχει ως απώτερο λόγο την προστασία του ατόμου από δικές του πράξεις, ενέργειες, που μπορεί να τον ενοχοποιήσουν. Υπάρχει βαριά κληρονομιά, που επέβαλε την καθιέρωση θεσμικών μέτρων κατά της αυτοενοχοποίησης του κρατουμένου. Δε θα κάμω αναδρομή σ' αυτή. ΄Ο,τι αποκαλύπτει, είναι ότι, χωρίς την προστασία κατά της αυτοενοχοποίησης, ο άνθρωπος καθίσταται έρμαιο της βούλησης εκείνων που τον κρατούν. Ο χωρίς προστασία περιορισμός της ελευθερίας του ατόμου διανοίγει την οδό της ταπείνωσης και του εξευτελισμού του. Δε χωρεί λογική διάκριση μεταξύ ομιλίας και άλλης ενέργειας. ΄Οταν δε η εξασφάλιση μαρτυρίας από το σώμα του κρατουμένου έχει ως σκοπό την υπερφαλάγγιση της άρνησής του να παράσχει τέτοια μαρτυρία, παραβιάζονται, εκτός από το δικαίωμά του κατά της αυτοενοχοποίησης, και τα άλλα δικαιώματα του κρατουμένου, τα οποία διαγράφει η νομολογία - (βλ. Merthodja v. Police. Parpas v. Republic. και Καττής κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω)) - εκτροχιάζοντας τη δίκη του κατηγορουμένου από τα θέσμια τις δικαίας δίκης.

Ο περιορισμός της ελευθερίας του συλληφθέντος ή κρατουμένου, ως έχουμε υποδείξει, επιτρέπεται για συγκεκριμένους λόγους, για την προσαγωγή του ενώπιον του δικαστηρίου, όχι για την απόσπαση μαρτυρίας από το άτομό του κατά του εαυτού του. Κανένα δικαστήριο δε θα μπορούσε να διατάξει τη σύλληψη ή την κράτηση ατόμου για τέτοιο σκοπό. Τιθέμενος υπό κράτηση, ο ύποπτος δεν αποβάλλει τα θεμελιώδη δικαιώματά του, ούτε καθίσταται ο ίδιος αντικείμενο ερευνών για την ανίχνευση της φυσικής του ταυτότητας, προς συλλογή μαρτυρίας για την απόδειξη της υπόθεσης εναντίον του. Κράτηση για τέτοιο σκοπό φέρνει στο νου παρωχημένες εποχές, που, κατά την κράτησή του, ο άνθρωπος έχανε την ταυτότητά του ως υποκείμενο του δικαίου. Καθίστατο αντικείμενο στα χέρια εκείνων που τον είχαν υπό κράτηση.

Το πρώτο ερώτημα, που τίθεται και το οποίο επαναλαμβάνω σε υποσημείωση, συναρτάται με τα γεγονότα της υπόθεσης και είναι δεκτικό άμεσης απάντησης.

Η απάντηση στο ερώτημα είναι ότι το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησης δεν περιορίζεται μόνο σε προφορική μαρτυρία του κατηγορουμένου, αλλά εκτείνεται και σε κάθε άλλο στοιχείο μαρτυρίας, που πηγάζει ή προέρχεται από το άτομο του κρατουμένου.

Τα ερωτήματα 2 και 3 δε συναρτώνται άμεσα με τα γεγονότα της υπόθεσης, τα οποία έδωσαν λαβή στα ερωτήματα. Παραπομπή χωρεί για ζήτημα που εγείρεται κατά τη δίκη, ως ορίζει το ΄Αρθρο 148 του ΚΕΦ. 155. Νομικό ερώτημα προς γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να εγερθεί μόνο μέσα σ' αυτό το πλαίσιο.

Τα ερωτήματα 2 και 3 τα οποία αναπαράγονται στην υποσημείωση, διατυπώνονται έξω από τα γεγονότα που στοιχειοθετούν το υπόμνημα.

Τα γεγονότα, στα οποία υποστυλώνονται τα ερωτήματα, και οι παράμετροί τους, ως προσδιορίζονται στο υπόμνημα του Κακουργιοδικείου, είναι τα ακόλουθα:-

«3. Το Κακουργιοδικείο με απόφαση ημερ. 31 Ιουλίου 2003, κατέληξε ότι το προτεινόμενο από την Κατηγορούσα Αρχή στοιχείο μαρτυρίας δεν μπορούσε να γίνει αποδεχτό.

4. Αυτή η κατάληξη ήταν αποτέλεσμα της εξαγωγής συμπερασμάτων ως πραγματικών θεμάτων από τα πρωτογενή γεγονότα, όπως τα αντίκρισε το Κακουργιοδικείο με βάση τη μη αμφισβητηθείσα μαρτυρία. Πιο συγκεκριμένα: Το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι κατά τη διάρκεια της κράτησης του Κατηγορούμενου 3, υπήρξε από την αστυνομία συγκεκριμένη μεθόδευση που στόχο είχε την παραλαβή του αποτσίγαρου που κάπνισε ο Κατηγορούμενος 3, με απώτερο σκοπό την προώθηση του για επιστημονικές εξετάσεις απομόνωσης γενετικού υλικού. Η εισαγωγή μαρτυρίας που είχε προκύψει από τη λήψη του συγκεκριμένου αποτσίγαρου, που έγινε χωρίς την εκ των προτέρων προειδοποίηση του Κατηγορούμενου 3 ως προς τις συνέπειες της άφεσης και παραλαβής του από την αστυνομία, συνδυαζόμενη με την επιθυμία των ανακριτικών αρχών να εξασφαλίσουν γενετικό υλικό του συγκεκριμένου Κατηγορούμενου, παρά την προγενέστερα εκδηλωθείσα άρνηση του για λήψη δείγματος αίματος για επιστημονικές εξετάσεις απομόνωσης γενετικού υλικού, διαπιστώθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι ήταν αποτέλεσμα της παραβίασης του συνταγματικού δικαιώματος της σιωπής και κατ' επέκταση της μη αυτοενοχοποίησης, όπως αυτά διασφαλίζονται από το άρθρο 12.4 του Συντάγματος.»

Το ερώτημα 2 δε συσχετίζεται προς το υπόβαθρο του υπομνήματος, στο βαθμό που δε συναρτάται με την άρνηση του κρατουμένου να δώσει στοιχεία του γενετικού του υλικού και τις μεθοδεύσεις της Αστυνομίας για την παράκαμψη ή υπερφαλάγγισή της.

Και το ερώτημα 3 δε συνδέεται με τα γεγονότα της υπόθεσης, παρόλο που μπορεί ευθέως να λεχθεί ότι η προειδοποίηση από τις Αστυνομικές Αρχές προς τον κρατούμενο για το δικαίωμά του κατά της αυτοενοχοποίησης, πριν κληθεί να δώσει στοιχεία εκπορευόμενα από το άτομό του, είναι πρόδηλη. Το γεγονός ότι, μόλις παραλήφθηκε το αποτσίγαρο, επεστήθη η προσοχή του κατηγορουμένου στο νόμο, καταδεικνύει ότι ο αστυνομικός ανακριτής είχε συνείδηση του καθήκοντός του να προειδοποιήσει τον κρατούμενο για το δικαίωμα κατά της αυτοενοχοποίησής του. Το ότι δεν το έπραξε νωρίτερα και δεν επέστησε την προσοχή του κρατουμένου στο δικαίωμά του για τη συγκατάθεσή του στην περισυλλογή του αποτσίγαρου, είναι χαρακτηριστικό της κακής του πίστης.

Το μόνο ερώτημα, το οποίο θα μπορούσε να τεθεί ως εγειρόμενο από τα γεγονότα της υπόθεσης, είναι κατά πόσο η εξασφάλιση γενετικού υλικού με μεθοδεύσεις της Αστυνομίας προς υπερφαλάγγιση της άρνησης του κρατουμένου να παράσχει τέτοια στοιχεία, πλήττει το δικαίωμά του κατά της αυτοενοχοποίησης.

Σ' αυτό το ερώτημα η απάντηση δε θα μπορούσε να είναι άλλη από θετική. Παραβιάζεται το δικαίωμά του κατά της αυτοενοχοποίησής του.

 

Γ.Μ. Πικής,

Π.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο