ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 2 ΑΑΔ 597
23 Δεκεμβρίου, 2003
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΡΙΚΩΜΙΤΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΦΙΛΟΚΥΠΡΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ (ΑΡ. 2),
Εφεσίβλητου.
(Πoινική Έφεση Αρ. 7411)
Ευρήματα Δικαστηρίου ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Το Εφετείο επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.
Στις 8.8.00 ο εφεσείων εξέδωσε μια επιταγή επί της Ελληνικής Τράπεζας προς όφελος του εφεσίβλητου για ποσό £50.000. Η επιταγή παρουσιάστηκε δύο φορές στην εν λόγω τράπεζα για πληρωμή αλλά χωρίς αποτέλεσμα λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων. Μετά την δεύτερη επιστροφή της επιταγής ο εφεσείων έκαμε διάφορες πληρωμές προς τον εφεσίβλητο έναντι της αξίας της επιταγής που συμποσούνται σε £10.000. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η επιταγή δεν εκδόθηκε για εξόφληση δανείου, όπως ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος, αλλά γι' άλλο σκοπό και συγκεκριμένα ότι δόθηκε σαν «ασφάλεια» και η έκδοσή της μολυνόταν με παρανομία. Στήριξε την υπεράσπισή του στο Άρθρο 305Α(4) του Κεφ. 154. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου και βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα ως το κατηγορητήριο.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση ισχυριζόμενος ότι το Δικαστήριο αγνόησε την υπεράσπισή του και δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιόν του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε το μοναδικό επίδικο θέμα που εγείρετο και που ήταν κατά πόσο υπήρχε αγώγιμο δικαίωμα από πλευράς εφεσίβλητου, πράγμα βεβαίως που ήταν σε άμεση συνάρτηση με την υπεράσπιση του εφεσείοντος. Η υπόθεση κρίθηκε ουσιαστικά στη βάση της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Οι μάρτυρες για τον εφεσίβλητο κρίθηκαν πλέον αξιόπιστοι για λόγους που το Δικαστήριο ανέλυσε με αρκετή λεπτομέρεια. Δεν ήταν μόνο θέμα εντύπωσης που οι μάρτυρες εκαμαν στο Δικαστήριο αλλά και αντιφάσεων στη μαρτυρία του εφεσείοντος που το Δικαστήριο εντόπισε.
2. Η μαρτυρία αξιολογήθηκε ορθά και με βάση αυτή τη μαρτυρία τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν δικαιολογημένα. Το Εφετείο δεν διαπιστώνει λόγο επέμβασής του στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,
Καννάουρος & Άλλος ν. Σταδιώτη & Άλλος (1990) 1 Α.Α.Δ. 35,
Χρ. Γεωργιάδης ν. Κ. Κουσπής & Σία Αλουμίνια Λτδ (2003) 1 A.A.Δ. 735.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης.
Έφεση από τον Kατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Yπόθεση Aρ. 32879/2001), ημερομηνίας 6/2/2003, με την οποία βρέθηκε ένοχος ύστερα από ακρόαση στην κατηγορία της έκδοσης επιταγής άνευ αντικρύσματος κατά παράβαση του Άρθρου 305A(1) του Ποινικού Kώδικα, όπως έχει τροποποιηθεί.
Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Χ. Αγαπίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Ε. Χ''Παπα, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Αρέστης.
ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος ύστερα από ακρόαση στην κατηγορία της έκδοσης επιταγής άνευ αντικρύσματος κατά παράβαση του άρθρου 305 Α(1) του Ποινικού Κώδικα όπως έχει τροποποιηθεί.
Στις 8/8/00 ο εφεσείων εξέδωσε μια επιταγή επί της Ελληνικής Τράπεζας προς όφελος του εφεσίβλητου για ποσό £50.000. Είναι κοινό έδαφος ότι η επιταγή παρουσιάστηκε δύο φορές στην εν λόγω τράπεζα για πληρωμή αλλά χωρίς αποτέλεσμα λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων και παρέμεινε απλήρωτη για περίοδο 7 ημερών από την παρουσίαση της στην τράπεζα. Κοινό επίσης έδαφος είναι ότι μετά τη δεύτερη επιστροφή της επιταγής ο εφεσείων έκαμε διάφορες πληρωμές προς τον εφεσίβλητο έναντι της αξίας της επιταγής που συμποσούνται σε £10.000.
Ο εφεσίβλητος με τη μαρτυρία που έδωσε στο δικαστήριο πρόβαλε τη θέση ότι η επιταγή εκδόθηκε από τον εφεσείοντα για εξόφληση δανείου που εδόθη γι' ανάλογο ποσό αυτού της επιταγής. Μάλιστα κατά την εκδοχή του το δάνειο δόθηκε με την έκδοση επιταγής προς τον εφεσείοντα επί της Λαϊκής τράπεζας. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η επιταγή δεν εκδόθηκε για την εξόφληση δανείου αλλά γι' άλλο σκοπό και συγκεκριμένα ότι δόθηκε σαν «ασφάλεια» και η έκδοση της μολυνόταν από παρανομία. Στήριξε την υπεράσπιση του στο άρθρο 305 Α (4) του Κεφ. 154. Για υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων δόθηκε κυρίως προφορική μαρτυρία. Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου απορρίπτοντας αυτήν του εφεσείοντα σαν αναξιόπιστη και τον βρήκε ένοχο ως το κατηγορητήριο.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβλήθηκε για έξι συνολικά λόγους. Με το διάγραμμα γραπτής αγόρευσης ο συνήγορος του εφεσείοντα απέσυρε τον πέμπτο λόγο σαν ανεδαφικό. Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης συμπτύσσονται ουσιαστικά με την γραπτή αγόρευση σε ένα πλην του έκτου λόγου. Δεν αναπτύσσονται ένας προς ένα. Στην ουσία αυτό που ισχυρίζεται ο εφεσείων είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αγνόησε την υπεράσπιση του και δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του. Όσα προφορικά ο συνήγορος του εφεσείοντα έθεσε ενώπιον μας κατά την ακρόαση της έφεσης ήταν επιβεβαίωση της έμφασης που δίδεται στο πιο πάνω επιχείρημα.
Εξετάσαμε με προσοχή την επιχειρηματολογία του εφεσείοντα έχοντας υπόψη τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, την ανάλυση που έγινε από το δικαστήριο και τα τελικά συμπεράσματα. Δεν βρίσκουμε τίποτε το μεμπτό στην πρωτόδικη απόφαση. Το πρωτόδικο δικαστήριο καθόρισε από την αρχή ποιό ήταν το μοναδικό επίδικο ζήτημα που έπρεπε να αποφασίσει. Κατά πόσο δηλαδή υπήρχε αγώγιμο δικαίωμα από την πλευρά του εφεσίβλητου πράγμα βεβαίως που ήταν σε άμεση συνάρτηση με την υπεράσπιση του εφεσείοντα. Είχε το δικαστήριο ενώπιον του δύο εκδοχές. Ανάλυσε την προφορική μαρτυρία και την αξιολόγησε και για λόγους που εξήγησε προτίμησε την εκδοχή του εφεσίβλητου. Η υπόθεση κρίθηκε ουσιαστικά στη βάση της αξιοπιστίας των μαρτύρων που κατάθεσαν ενώπιον του δικαστηρίου. Οι μάρτυρες για τον εφεσίβλητο κρίθηκαν πλέον αξιόπιστοι για λόγους που το δικαστήριο ανάλυσε με αρκετή λεπτομέρεια. Δεν ήταν μόνο θέμα εντύπωσης που οι μάρτυρες έκαμαν στο δικαστήριο αλλά και αντιφάσεων στη μαρτυρία του εφεσείοντα που το δικαστήριο εντόπισε.
Είναι γνωστή η αρχή ότι το εφετείο έχει ευχέρεια για τον παραμερισμό ή ανατροπή ευρημάτων αξιοπιστίας μόνο όταν κρίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα. Όταν αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας (Βλ. μεταξύ άλλων Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, Kαννάουρος & Άλλος ν. Σταδιώτη & Άλλος (1990) 1 Α.Α.Δ. 35 και Χρ. Γεωργιάδης ν. Κ. Κουσπής & Σία Αλουμίνια Λτδ. (2003) 1 A.A.Δ. 735).
Δεν βρίσκουμε ότι υπάρχει λόγος επέμβασης μας στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ορθά αξιολογήθηκε η ενώπιον του μαρτυρία και με βάση αυτή τη μαρτυρία τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε ήταν δικαιολογημένα. Δέχθηκε την εκδοχή του ενάγοντα ότι η επίδικη επιταγή εκδόθηκε για την εξόφληση δανείου.
Υπάρχει ένα ζήτημα που αφορά συγκεκριμένο τεκμήριο που παρά την πιο πάνω κατάληξη μας θέλουμε να σχολιάσουμε ιδιαίτερα. Αφορά ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι το δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη σημασία του τεκμ. 2. Πρόκειται για την «Αίτηση για Έκδοση Βεβαίωσης Μετοχών». Δεν είναι ορθό ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αυτό το έγγραφο. Αξιολογώντας τη μαρτυρία όχι μόνο δεν το αγνόησε αλλά εκτίμησε ότι το περιεχόμενο του ερχόταν σε αντίθεση με την εκδοχή του εφεσείοντα. Θα πρέπει να σημειώσουμε έχοντας υπόψη την εκδοχή των δύο πλευρών ότι το έγγραφο αυτό δεν μπορούσε να κριθεί απομονωμένα από την προφορική μαρτυρία αλλά στο πλαίσιο και σε συσχετισμό με αυτή. Σε σχέση με το έγγραφο αυτό το δικαστήριο κάμνει στο τέλος ειδικά εύρημα αναφέροντας τα εξής:
«Βρίσκω και αποδέχομαι ότι ο κατηγορούμενος κατά την 8.8.00 μετά από εισήγηση του Μ.Κ.3 υπέγραψε την αίτηση - τεκ. 2 προς το σκοπό της πώλησης των μετοχών που κατείχε στην εταιρεία Phil. Andreou Ltd προς κάλυψη της ως άνω επιταγής. Βρίσκω και αποδέχομαι ότι οι ως άνω μετοχές ουδέποτε πωλήθηκαν.»
Ούτε και αυτό το παράπονο του εφεσείοντα ευσταθεί. Οι λόγοι επομένως έφεσης 1 μέχρι 4 απορρίπτονται.
Εν κατακλείδι λέμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αγνόησε την υπεράσπιση του εφεσείοντα αλλ' απλά απέρριψε την εκδοχή του γιατί την βρήκε αναξιόπιστη.
Ο έκτος λόγος έφεσης που στο γραπτό διάγραμμα αγόρευσης παραμένει σαν χωριστός λόγος έφεσης προσβάλλει το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος ήταν «νομιμοποιημένος κομιστής της επίδικης επιταγής» και είχε επομένως αγώγιμο δικαίωμα επ' αυτής γιατί, κατά το συνήγορο του εφεσείοντα, δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 29 και 30 του Κεφ. 262. Ουσιαστικά ο λόγος αυτός δεν συζητείται, αλλά γίνεται απλή αναφορά σ' αυτόν με παραπομπή στην ανάλυση που έγινε των λόγων 1-4. Ο λόγος όμως αυτός εν πάση περιπτώσει δεν έχει έρεισμα από τη στιγμή που τα γεγονότα που θα τον στήριζαν δεν έγιναν δεχτά από το δικαστήριο. Επομένως και αυτός ο λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Η έφεση κατά συνέπεια απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου. Επειδή όμως ο εφεσίβλητος ήγειρε προδικαστικό ζήτημα το οποίο μ' ενδιάμεση απόφαση μας στις 5/11/03 αποφασίσαμε υπέρ του εφεσείοντα διατάσσουμε όπως ο εφεσείων πληρώσει το 1/2 των εξόδων του εφεσίβλητου.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.