ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 525
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Zανέττου Τσαπατσάρη και Άλλου (2000) 2 ΑΑΔ 304
Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Aνδρέα Tόκκαλλου (2001) 2 ΑΑΔ 95
Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Zήνωνα Γεωργίου (2001) 2 ΑΑΔ 272
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2003) 2 ΑΑΔ 534
27 Νοεμβρίου, 2003
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στες]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΕΛΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7403)
Ποινή ― Κατ' επανάληψη επιθέσεις με πραγματική σωματική βλάβη -― Κοινή επίθεση ― Συμπεριφορά με την οποία προκλήθηκε άμεση ψυχική βλάβη σε μέλος της οικογένειας κατά παράβαση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 (Ν. 119(I)/00) ― Εφεσίβλητη κακοποιούσε σωματικά και ψυχολογικά τη θυγατέρα της κατ' εξακολούθηση και για πολλά χρόνια ― Εφεσίβλητη είναι μητέρα πέντε ανήλικων παιδιών, έχει χαμηλή μόρφωση, πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια και δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες ― Απουσία εκδήλωσης μεταμέλειας ― Εκδόθηκε εναντίον της διάταγμα κηδεμονίας για περίοδο ενός έτους, με όρο να ακολουθήσει ειδική θεραπευτική αγωγή και να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις και απαιτήσεις του επιτηρούντος κηδεμονευτικού λειτουργού ― Κατ' έφεση της επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ενός έτους στις κατηγορίες 1, 4 και 5 και εννέα μηνών στις κατηγορίες 2 και 3.
Ποινή ― Ανεπάρκεια ― Ο καθορισμός του ύψους της ποινής είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου η ανεπάρκεια της ποινής καταφαίνεται ως αντικειμενικό γεγονός.
Ανθρώπινα δικαιώματα ― Δικαίωμα σωματικής ακεραιότητας του ατόμου ― Παραβίασή του, με τη χρήση συνειδητής βίας κατ' εξακολούθηση.
Βία στην οικογένεια ― Η άσκηση βίας σε μέλος της οικογένειας κατηγορουμένου πρέπει να αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη αυστηρότητα.
Εφετείο ― Έκφραση απορίας Εφετείου αναφορικά με την καθυστέρηση των αρμόδιων λειτουργών κοινωνικής μέριμνας να προσφέρουν αποτελεσματική προστασία σε θύμα βίας στην οικογένεια.
Στην υπόθεση αυτή η εφεσίβλητη κακοποιούσε σωματικά και ψυχολογικά την ανήλικη θυγατέρα της κατ' εξακολούθηση και για πολλά χρόνια. Η κακοποίηση ήταν συστηματική και συνειδητή και συνίστατο, μεταξύ άλλων, στο ότι ποτέ δεν φώναζε την εν λόγω θυγατέρα της με το όνομά της αλλά την αποκαλούσε με διάφορα υβριστικά ονόματα, την γρονθοκοπούσε, την κλωτσούσε, την δάγκωνε και τη κτυπούσε με ξύλινο κουτάλι ή με μεταλλικό κοντάρι σκούπας, σε σημείο που αυτό στράβωνε.
Η σκληρή συμπεριφορά της εφεσίβλητης, η οποία δεν έχει δείξει ουσιαστικά μεταμέλεια για την πράξη της, συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας. Άλλαξε την απάντησή της στις κατηγορίες και παραδέχθηκε ενοχή, μόνο αφού κατέθεσαν 16 μάρτυρες, μεταξύ των οποίων και το θύμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα κηδεμονίας εναντίον της εφεσίβλητης, για περίοδο ενός έτους, με όρο να ακολουθήσει ειδική θεραπευτική αγωγή και να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις και απαιτήσεις του επιτηρούντος κηδεμονευτικού λειτουργού.
Ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε έφεση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η κακοποίηση δεν είχε οποιανδήποτε σχέση με έστω και κακώς νοούμενη ή υπερβολική προσπάθεια της εφεσίβλητης να σωφρονίσει τα παιδιά της αλλά, αντίθετα, αποδεικνύεται ότι ήταν κακόβουλα εστιασμένη σε ένα μέλος της οικογένειας, το οποίο, για τους δικούς της σκοτεινούς λόγους, δεν ανεχόταν.
2. Το επιχείρημα ότι, αφού η ανήλικη έχει τώρα απομακρυνθεί, για λόγους προστασίας της, από το οικογενειακό της περιβάλλον, εξαλείφθηκε τελείως ο κίνδυνος επανάληψης της βίας, δεν ευσταθεί. Η πρόληψη διάπραξης άλλων παρόμοιων αδικημάτων είναι βέβαια ένας από τους σκοπούς της ποινής, αλλά όχι και ο μόνος. Εξ άλλου, αυτό ενισχύει τους φόβους ότι αν η ανήλικη δεν απομακρυνόταν από το οικογενειακό σπίτι η εφεσίβλητη να συνέχιζε να την κακοποιεί.
3. Οι προσωπικές συνθήκες της εφεσίβλητης και το γεγονός ότι δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες, δεν μπορούν να αποτρέψουν το Εφετείο από του να εφαρμόσει τη νομοθεσία και να προσπαθήσει με τα δικά του μέσα να συμβάλει στον περιορισμό της απαράδεκτης, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, βίας στην οικογένεια.
4. Η ενδεδειγμένη ποινή στην παρούσα υπόθεση, είναι η ποινή της φυλάκισης. Επιβάλλονται στην εφεσίβλητη συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ενός έτους στις κατηγορίες 1, 4 και 5 και 9 μηνών στις κατηγορίες 2 και 3.
Η έφεση επιτράπηκε.
Παρατήρηση Εφετείου: Οι αρμόδιοι λειτουργοί της κοινωνικής μέριμνας, παρά τις επανειλημμένες προτροπές από διάφορους ειδικούς παρέλειψαν να προσφέρουν αποτελεσματική προστασία στο δυστυχισμένο θύμα αυτής της κακοποίησης.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκαλλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 95,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272,
Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 304.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 905/02), ημερ. 20/1/03, με την οποία, εναντίον της εφεσίβλητης, η οποία βρέθηκε ένοχη σε κατηγορίες για κατ' επανάληψη επιθέσεις με πραγματική σωματική βλάβη εναντίον της ανήλικης θυγατέρας της, κοινή επίθεση και συμπεριφορά με την οποία προκλήθηκε άμεση ψυχική βλάβη στη θυγατέρα της, κατά παράβαση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 (Ν. 119(I)/00), εκδόθηκε διάταγμα κηδεμονίας της για περίοδο ενός έτους με όρο να ακολουθήσει ειδική θεραπευτική αγωγή, ως ποινής έκδηλα επιεικούς.
Ε. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Καζαντζής, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Εναντίον της εφεσίβλητης εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διάταγμα κηδεμονίας για περίοδο ενός έτους, με όρο να ακολουθήσει ειδική θεραπευτική αγωγή και να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις και απαιτήσεις του επιτηρούντος κηδεμονευτικού λειτουργού.
Αντιμετώπιζε κατηγορίες για κατ' επανάληψη επιθέσεις με πραγματική σωματική βλάβη εναντίον της ανήλικης θυγατέρας της Άντρης. Είχε επίσης κατηγορηθεί για κοινή επίθεση, καθώς και για συμπεριφορά με την οποία προκλήθηκε άμεση ψυχική βλάβη στο ίδιο μέλος της οικογένειάς της, κατά παράβαση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, Ν.119(I)/00. Ο σύζυγός της που αντιμετώπιζε παρόμοιες κατηγορίες αθωώθηκε στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Εναντίον της επιβληθείσας ποινής ασκήθηκε έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα.
Τα γεγονότα της υπόθεσης συγκλονίζουν. Η συμπεριφορά της εφεσίβλητης προς τη θυγατέρα της δεν ήταν απλώς σκληρή, ήταν βάναυση και απάνθρωπη. Την κακοποιούσε, τόσο σωματικά, όσο και ψυχολογικά, κατ' εξακολούθηση και για πολλά χρόνια. Η κακοποίηση εκτεινόταν κατά πολύ εκτός των ορίων της απλής χειροδικίας. Δεν οφειλόταν σε στιγμιαίες εκρήξεις θυμού. Ήταν συστηματική και συνειδητή. Χαρακτηριστικά μπορεί να αναφερθεί, και η κακοποίηση δεν τελειώνει σ' αυτά που θα αναφέρουμε, ότι ποτέ η εφεσίβλητη δεν φώναξε την κόρη της με το όνομά της, αλλά την αποκαλούσε με διάφορα υβριστικά ονόματα ή απευθυνόταν σ' αυτή μέσω της αδελφής της. Ακόμα, την γρονθοκοπούσε και την κλωτσούσε, τόσο στα πόδια, όσο και στο κεφάλι. Την δάγκωνε και την κτυπούσε με ξύλινο κουτάλι ή με μεταλλικό κοντάρι σκούπας, σε σημείο που αυτό στράβωνε.
Δεν έφταναν όμως όλα αυτά, δεν την άφηνε να τρώει με την υπόλοιπη οικογένεια, κλείδωνε την κουζίνα, της απαγόρευε να παίξει με τις κούκλες της αδελφής της. Όταν τα άλλα της παιδιά έβλεπαν τηλεόραση, η Άντρη έπρεπε να κάθεται στα σκαλιά ή να εγκαταλείπει το δωμάτιο.
Ακόμα, ενώ από πολλού χρόνου πληροφορήθηκε από το σχολείο ότι η Άντρη χρειαζόταν γυαλιά, δεν της επέτρεψε να αποκτήσει, γιατί, όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται, της έλεγε, «εσύ δεν χρειάζεται να θωρείς». Της απαγόρευε να διαβάζει για το σχολείο, της επέβαλλε καθημερινά να κάμνει όλες τις δουλειές στο σπίτι, ενώ συχνά, όταν ολόκληρη η οικογένεια πήγαινε κάπου, την άφηναν κλειδωμένη στο σπίτι. Της απαγορεύτηκε ακόμα να συμμετέχει σε σχολικούς αθλητικούς αγώνες.
Η εφεσίβλητη θεωρούσε την Άντρη υπαίτια για ό,τι κακό συνέβαινε στην ίδια και την υπόλοιπη οικογένεια. Της απέδιδε ακόμα ευθύνη και για το θάνατο του παιδιού της που προήλθε από αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Τα αδικήματα που αντιμετωπίζει η εφεσίβλητη είναι σοβαρά. Ο Ποινικός Κώδικας και ο περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμος του 2000, Ν.119(Ι)/00, προβλέπουν ποινές φυλάκισης από 2 χρόνια, για την επίθεση, μέχρι 5 χρόνια, τόσο για επίθεση που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη, όσο και για συμπεριφορά που προκαλεί ψυχική βλάβη.
Η χρήση βίας πλήττει όχι μόνο τη σωματική ακεραιότητα του θύματος, αλλά καταρρακώνει την αξιοπρέπειά του (Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκαλλου (2001) 2 A.A.Δ. 95). Στην παρούσα υπόθεση τα πιο πάνω ισχύουν στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Η κατ' εξακολούθηση συνειδητή άσκηση τόσο σωματικής, όσο και ψυχολογικής βίας, όχι μόνο προκαλούσε σωματικό πόνο στο θύμα, αλλά κυρίως εκμηδένιζε την προσωπικότητά του.
Η ιδιαίτερη αυστηρότητα με την οποία θα πρέπει να αντιμετωπίζεται η άσκηση βίας σε μέλος της οικογένειας κατηγορουμένου, τονίστηκε και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2001) 2 A.A.Δ. 272. Είναι αδιανόητο κάποιος να κακοποιείται στο οικογενειακό σπίτι που αποτελεί το καταφύγιό του και όπου θα έπρεπε να βρίσκει προστασία και στοργή.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης στο διάγραμμά του αναφέρει αριθμό λόγων που δικαιολογούν, κατά την άποψή του, την επιλογή του πρωτόδικου δικαστηρίου να θέσει την εφεσίβλητη υπό κηδεμονία. Ένας από αυτούς είναι ότι η εφεσίβλητη δεν εξεδήλωσε βίαιη συμπεριφορά εναντίον άλλου μέλους της οικογένειάς της. Δεν βλέπουμε πως το επιχείρημα αυτό την βοηθά. Αντίθετα, η επιλεκτική κακοποίηση της Άντρης επιβαρύνει τη θέση της, γιατί προδίδει τα κίνητρά της. Η κακοποίηση δεν είχε οποιανδήποτε σχέση με έστω και κακώς νοούμενη ή υπερβολική προσπάθεια της εφεσίβλητης να σωφρονίσει τα παιδιά της αλλά, αντίθετα, αποδεικνύεται ότι ήταν κακόβουλα εστιασμένη σε ένα μέλος της οικογένειας, το οποίο, για τους δικούς της σκοτεινούς λόγους, δεν ανεχόταν.
Ούτε το επιχείρημα ότι, αφού η ανήλικη έχει τώρα απομακρυνθεί, για λόγους προστασίας της, από το οικογενειακό της περιβάλλον, εξαλείφθηκε τελείως ο κίνδυνος επανάληψης της βίας, ευσταθεί. Η πρόληψη διάπραξης άλλων παρόμοιων αδικημάτων είναι βέβαια ένας από τους σκοπούς της ποινής, αλλά όχι και ο μόνος. Εξ άλλου, αυτό ενισχύει τους φόβους ότι αν η ανήλικη δεν απομακρυνόταν από το οικογενειακό σπίτι η εφεσίβλητη να συνέχιζε να την κακοποιεί.
Προβλήθηκε ακόμα ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στη γνώμη που εκφράζει το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο είχε ενώπιόν του τη μαρτυρία. Η αρχή αυτή είναι ορθή, αλλά ισχύει μόνο όταν το Εφετείο εξετάζει την πιθανότητα επέμβασής του στις διαπιστώσεις του δικαστηρίου επί των γεγονότων, όταν η έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης. Εδώ δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Προσβάλλεται το ύψος της ποινής. Οι αρχές που διέπουν το θέμα είναι άλλες. Το Εφετείο επεμβαίνει όπου η ανεπάρκεια της ποινής καταφαίνεται ως αντικειμενικό γεγονός (βλ. μεταξύ άλλων Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525 και Γεν. Εισαγγελέας ν. Τσαπατσάρη κ.ά. (2000) 2 A.A.Δ. 304). Και στην παρούσα περίπτωση η επιβληθείσα ποινή είναι αναντίρρητα ανεπαρκής.
Λαμβάνουμε υπ' όψιν όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και όλες τις προσωπικές περιστάσεις της εφεσίβλητης. Δεν μας διαφεύγει ότι είναι χαμηλής μόρφωσης και ότι η ίδια δεν είχε εύκολα παιδικά χρόνια. Σημειώνουμε ακόμα ότι είναι μητέρα πέντε ανήλικων παιδιών και ότι δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες. Όμως, όλα αυτά δεν μπορούν να μας αποτρέψουν από το να εφαρμόσουμε τη νομοθεσία και να προσπαθήσουμε με τα δικά μας μέσα να συμβάλουμε στον περιορισμό της απαράδεκτης, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, βίας στην οικογένεια.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η σκληρή συμπεριφορά της εφεσίβλητης, η οποία δεν έχει δείξει ουσιαστικά μεταμέλεια για την πράξη της, συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας. Άλλαξε την απάντησή της στις κατηγορίες και παραδέκτηκε ενοχή, μόνο αφού κατάθεσαν 16 μάρτυρες, μεταξύ των οποίων και το θύμα της. Δεν είναι χωρίς σημασία ο τρόπος με τον οποίο έγινε ο χειρισμός της υπόθεσης από τον ευπαίδευτο συνήγορό της και οι σκληρές και εν πολλοίς ειρωνικές ερωτήσεις που υποβλήθηκαν, όχι μόνο στο θύμα, αλλά και σε διάφορους λειτουργούς που κατέθεσαν στο δικαστήριο.
Πριν τελειώσουμε θα θέλαμε ακόμα να εκφράσουμε την απορία μας γιατί οι αρμόδιοι λειτουργοί της κοινωνικής μέριμνας, παρά τις επανειλημμένες προτροπές από διάφορους ειδικούς, όπως την κα Κυριακίδου, κλινική ψυχολόγο, παρέλειψαν για λόγους άγνωστους σε μας, να προστατέψουν αποτελεσματικά το δυστυχισμένο θύμα αυτής της κακοποίησης. Χαρακτηριστικά, αναφέρεται σε επιστολή της κας Κυριακίδου προς το Γενικό Εισαγγελέα, με κοινοποίηση στον Αρχηγό Αστυνομίας, τη Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και το Διευθυντή Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, ότι γνώριζε την Άντρη επαγγελματικά για αρκετά χρόνια, αφού αυτή την είχε επισκεφθεί επανειλημμένα για βοήθεια, ύστερα από επαναλαμβανόμενη σοβαρή σωματική κακοποίηση από τη μητέρα της. Η τελευταία φορά που την είχε δει ήταν εφτά χρόνια προηγουμένως. Επισυνάπτοντας τις παλιές της εκθέσεις η κα Κυριακίδου καταλήγει ότι ως επαγγελματίας θεωρεί αδιανόητο το γεγονός ότι συνεχιζόταν η βάναυση κακοποίησή της χωρίς, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της, να τύχει προστασίας. Η επιστολή τελειώνει με την έκφραση φόβων για αυτοκαταστροφικές τάσεις τις οποίες η Άντρη μπορούσε να επιδείξει ως τη μόνη της διέξοδο, αν δεν εξασφαλιζόταν η μόνιμη προστασία και απομάκρυνσή της από το νοσηρό οικογενειακό της περιβάλλον.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, δεν έχουμε άλλη επιλογή από του να επιβάλουμε στην εφεσίβλητη την ποινή της φυλάκισης. Στις κατηγορίες 1, 4 και 5 η εφεσίβλητη καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης ενός έτους και στις κατηγορίες 2 και 3, σε φυλάκιση 9 μηνών. Οι ποινές θα συντρέχουν και η έκτισή τους θα αρχίζει αμέσως. Στην επιμέτρηση της ποινής δείξαμε, εν όψει των προσωπικών και οικογενειακών της συνθηκών, όση επιείκεια μπορούσαμε.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η εφεσίβλητη καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης ως ανωτέρω.
Η έφεση επιτυγχάνει.