ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 2 ΑΑΔ 511
7 Νοεμβρίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Γ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7480)
Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης ― Αποτέλεσε μετριαστικό παράγοντα σε υπόθεση καλλιέργειας, κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια ναρκωτικών.
Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Η έγκαιρη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου αποτελεί αφενός θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου και αφετέρου κεφαλαιώδη υποχρέωση της Πολιτείας, κατ' εξοχή της Δικαστικής Λειτουργίας, όπως ορίζει το Άρθρο 35 του Συντάγματος.
Ποινή ― Έκταση της ποινής ― Αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται όπου η εκκαλούμενη ποινή είναι πρόδηλα ανεπαρκής για τον κατηγορούμενο, δεν ικανοποιεί το σκοπό του Νόμου, δεν ενεργεί ως αποτρεπτική και δεν προστατεύει το κοινό.
Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ― Ακρόαση δικαστικής υπόθεσης ― Η ακρόαση δικαστικής υπόθεσης πρέπει, κατά κανόνα, να διεξάγεται την ημέρα κατά την οποία ορίζεται ενώπιον του δικαστηρίου για το σκοπό αυτό ― Αν αυτό δεν είναι κατορθωτό, για λόγους μεγάλης ανάγκης, η υπόθεση πρέπει, ανυπερθέτως, να ακούεται κατά την επόμενη δικάσιμο ― Ο προγραμματισμός της δικαστικής εργασίας, ώστε οι υποθέσεις να εκδικάζονται κατά την ορισθείσα ημερομηνία, αποτελεί ευθύνη της Δικαστικής Εξουσίας, συλλογικά, αλλά και του κάθε δικαστή, ατομικά.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού έκρινε τον εφεσίβλητο ένοχο ύστερα από ακροαματική διαδικασία και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 3 μηνών σε κάθε μια από τις κατηγορίες 1 και 2 [καλλιέργεια φυτών καννάβεως (14 φυτά) και παράνομη κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου Τάξεως Β (τα πιο πάνω 14 φυτά), κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν. 29/77) όπως τροποποιήθηκε]. Στην κατηγορία 3 που αφορούσε κατοχή ελεγχομένου φαρμάκου Τάξεως Β (τα πιο πάνω 14 φυτά) με σκοπό την προμήθεια τους σε άλλο πρόσωπο, το Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσίβλητο ποινή φυλάκισης 5 μηνών. Διατάχθηκε όπως όλες οι ποινές συντρέχουν.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας άσκησε έφεση εναντίον της ποινής για ανεπάρκεια. Η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα υποστήριξε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο χρόνο που μεσολάβησε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή της ποινής εξουδετερώνοντας τη σοβαρότητα και την ανάγκη αποτροπής από τη διάπραξη των αδικημάτων.
Από τα γεγονότα της υπόθεσης προκύπτει ότι η ποινική ευθύνη του εφεσίβλητου διαπιστώθηκε σε διάστημα 3 ετών από την καταχώρηση του κατηγορητηρίου.
Το Εφετείο αφού έκρινε ότι η ευθύνη για την καθυστέρηση εβάρυνε πρωτίστως το Δικαστήριο, απέρριψε την έφεση επαναλαμβάνοντας και υιοθετώντας τα όσα λέχθηκαν από τον Πική, Π. στην απόφαση στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρέστη (1996) 2 Α.Α.Δ. 267.
«Η ακρόαση δικαστικής υπόθεσης πρέπει, κατά κανόνα, να διεξάγεται την ημέρα κατά την οποία ορίζεται ενώπιον του δικαστηρίου για το σκοπό αυτό. Αν αυτό δεν είναι κατορθωτό, για λόγους μεγάλης ανάγκης, η υπόθεση πρέπει, ανυπερθέτως, να ακούεται κατά την επόμενη δικάσιμο. Ο προγραμματισμός της δικαστικής εργασίας, ώστε οι υποθέσεις να εκδικάζονται κατά την ορισθείσα ημερομηνία, αποτελεί ευθύνη της Δικαστικής Εξουσίας, συλλογικά, αλλά και του κάθε δικαστή, ατομικά.»
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοφύτου (1991) 2 Α.Α.Δ. 5,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Τέλλα (1991) 2 Α.Α.Δ. 71,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 361,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρέστη (1996) 2 Α.Α.Δ. 267,
Πότσης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2000) 2 Α.Α.Δ. 252,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαρνάβα (1999) 2 Α.Α.Δ. 638,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη (2001) 2 Α.Α.Δ. 617,
Χριστοπούλου ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 100,
Μαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068,
Κουλλαπής ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 273,
Attorney General v. Kouppis and Others (1961) C.L.R. 188,
Afxenti "Iroas" v. Republic (1966) 2 C.L.R. 116,
Attorney General v. Vassiliotis and Others (1967) 2 C.L.R. 20,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Bisco Ltd (1991) 2 Α.Α.Δ. 16.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, (Υπόθεση Αρ. 14389/00), ημερ. 2/7/03, με την οποία στον εφεσίβλητο, ο οποίος κρίθηκε ένοχος σε τρεις κατηγορίες για παραβάσεις Άρθρων του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν. 29/77), όπως τροποποιήθηκε, επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 3 μηνών στην κάθε μια από τις κατηγορίες 1 και 2 και ποινή φυλάκισης 5 μηνών στην κατηγορία 3, ως ποινών έκδηλα ανεπαρκών.
Δ. Παπαμιλτιάδους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Μ. Ιωάννου, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η παρούσα έφεση ασκήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Στρέφεται εναντίον της ποινής που επέβαλε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) στον εφεσίβλητο. Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία σχετίζονται με την εκκαλούμενη ποινή έχουν ως εξής:
Ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος σε τρεις κατηγορίες, τις ακόλουθες:
(1) Καλλιέργεια φυτών καννάβεως (14 φυτά) «κατά παράβαση των αρ. 2, 3, 7(1) (α) (2), 30, 31, 31Α, Πρώτος Πίνακας, Μέρος ΙΙ και Τρίτος Πίνακας του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Ν 29/77 όπως τροποποιήθηκε).
(2) Παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β (τα πιο πάνω 14 φυτά) κατά παράβαση των αρ. 2, 3, Πρώτος Πίνακας, Μέρος ΙΙ (αρ. 6(1) (2) 24, 30, 31, 31Α) και Τρίτος Πίνακας του πιο πάνω Νόμου 29/77.
(3) Κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β (τα πιο πάνω 14 φυτά) με σκοπό όπως προμηθεύσει τούτο σε άλλο πρόσωπο, κατά παράβαση των αρ. 2, 3, Πρώτος Πίνακας, Μέρος ΙΙ (αρ. 6(1) (3), 30, 31, 31Α και Τρίτος Πίνακας του πιο πάνω Νόμου 29/77.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσίβλητο ένοχο ύστερα από ακροαματική διαδικασία και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 3 μηνών στην κάθε μια από τις κατηγορίες 1 και 2 και ποινή φυλάκισης 5 μηνών στην κατηγορία 3 - όλες οι ποινές να συντρέχουν. Έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος. Τόνισε πως στην παρούσα υπόθεση, όπου τα αδικήματα παρουσιάζουν τέτοια συχνότητα που τα καθιστά κοινωνική μάστιγα, οι προσωπικές συνθήκες του εφεσίβλητου δεν έχουν την βαρύτητα που θα μπορούσαν να έχουν σε άλλες περιπτώσεις. Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη την καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης. Έθεσε το θέμα ως εξής:
«Εξετάζοντας το φάκελο της υπόθεσης, παρατηρώ ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 22.6.00 και το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 29.6.00. Εξετάζοντας περαιτέρω το φάκελο παρατηρώ ότι δυστυχώς οι πλείστες αναβολές οφείλονται σε έλλειψη χρόνου εκ μέρους του Δικαστηρίου. Η ακροαματική διαδικασία ξεκίνησε ουσιαστικά 2½ χρόνια μετά την καταχώρηση του κατηγορητηρίου. Η μεγάλη αυτή πάροδος του χρονικού διαστήματος λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο προς όφελος του κατηγορουμένου. Έχοντας όμως ταυτόχρονα υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων για τα οποία ο κατηγορούμενος έχει κριθεί ένοχος, ιδιαίτερα την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών, η πάροδος του χρονικού διαστήματος θα ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο όχι για το είδος της ποινής αλλά για το χρονικό διάστημα της ποινής φυλάκισης. Θα πρέπει να τονίσω ότι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι η κατάληξή μου ότι αρμόζουσα ποινή είναι η ποινή της φυλάκισης.»
Η έφεση:
Η κα Παπαμιλτιάδου, εκ μέρους του εφεσείοντος, υπέβαλε ότι οι ποινές που επέβαλε το Πρωτόδικο Δικαστήριο είναι έκδηλα ανεπαρκείς λαμβανομένου υπόψη της σοβαρότητας των αδικημάτων, της ανάγκης για αποτροπή των αδικημάτων και των γεγονότων της υπόθεσης. Υπέβαλε, επίσης, ότι οι ποινές δεν ικανοποιούν τους σκοπούς του Νόμου.
Υποστήριξε συναφώς ότι υπήρξε εσφαλμένη εκτίμηση της σοβαρότητας των αδικημάτων και ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στο χρόνο που μεσολάβησε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι την επιβολή της ποινής εξουδετερώνοντας τη σοβαρότητα και την ανάγκη αποτροπής από τη διάπραξη των αδικημάτων. Τέλος υποστήριξε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι τα συγκεκριμένα αδικήματα και ειδικότερα το αδίκημα της κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα έχει προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις με τρομακτικά αποτελέσματα για το κοινωνικό σύνολο.
Από την άλλη ο κ. Ιωάννου, εκ μέρους του εφεσίβλητου, επικέντρωσε την επιχειρηματολογία του στην σημειωθείσα καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης. Τόνισε ότι επρόκειτο για μια απλή υπόθεση η οποία δεν δικαιολογεί την τόσο μεγάλη καθυστέρηση.
Καθίσταται αναγκαία η παράθεση του ιστορικού της διαδικασίας. Αυτό εν όψει του σκεπτικού της εκκαλούμενης απόφασης σε συνάρτηση με την επιχειρηματολογία των μερών.
Τα αδικήματα διαπράχθηκαν στις 22.6.2000. Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 29.6.2000. Ο εφεσίβλητος απάντησε στις κατηγορίες στις 29.6.2000 και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 4.10.2000 σε σχέση με τις κατηγορίες 1 και 3 και για γεγονότα και ποινή σε σχέση με την κατηγορία 2 στην οποία παραδέχθηκε ενοχή. Ο εφεσίβλητος δεν παρουσιάσθηκε στις 4.10.2000 και εκδόθηκε ένταλμα συλλήψεως του. Παρουσιάσθηκε στις 5.10.2000. Παραδέχθηκε ενοχή και στην κατηγορία 2 και η υπόθεση ορίσθηκε για ακρόαση στις 20.2.2001. Ύστερα από αίτημα του δικηγόρου του εφεσίβλητου η ακρόαση αναβλήθηκε για τις 25.5.2001. Έκτοτε η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε 5 φορές - στις 25.5.2001, 4.10.2001, 7.3.2002, 17.5.2002 και 31.7.2002 - λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου. Σημειώνεται ότι στις 25.5.2001 υπήρξε και αίτημα για αναβολή της ακρόασης από το δικηγόρο του εφεσίβλητου. Η ακρόαση της υπόθεσης άρχισε στις 19.11.2002 και η καταδικαστική απόφαση εκδόθηκε στις 26.3.2003. Η εκκαλούμενη ποινή επιβλήθηκε στις 2.7.2003. Σημειώνουμε ότι οι αναβολές λόγω έλλειψης χρόνου δεν έχουν δοθεί από το δικάσαν δικαστήριο.
Από τα πιο πάνω γεγονότα προκύπτει ότι η ποινική ευθύνη του εφεσίβλητου διαπιστώθηκε σε διάστημα 3 ετών από την καταχώρηση του κατηγορητηρίου.
Έχει νομολογηθεί ότι η καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης αποτελεί λόγο για μετριασμό της ποινής (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοφύτου (1991) 2 Α.Α.Δ. 5, Γενικός Εισαγγελέας ν. Τέλλα (1991) 2 Α.Α.Δ. 71, Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 361 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρέστη (1996) 2 Α.Α.Δ. 267).
Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι, εκτός από τις περιπτώσεις όπου θεωρείται απόλυτα αναγκαίο, είναι ανεπιθύμητη η επιβολή ποινής φυλάκισης μετά από παρέλευση μακρού χρόνου από την ημέρα της διάπραξης του αδικήματος (Βλ. Νεοφύτου, Τέλλα, Αβρααμίδη και Αρέστη (πιο πάνω), Πότσης ν. Γενικού Εισαγγελέα (2000) 2 A.A.Δ. 252, Γενικός Εισαγγελέας ν. Βαρνάβα (1999) 2 A.A.Δ. 638. Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2001) 2 A.A.Δ. 272 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 A.A.Δ. 617).
Στην Αρέστη (πιο πάνω) ο Πικής, Π. υπέδειξε ότι:
«Η αποτίμηση κατά το πέρας της διαδικασίας της καθυστέρησης ως παράγοντα ελαφρυντικού της ποινής τείνει να μετριάσει της απόσταση που δημιουργείται, ως προς το άτομο του παραβάτη, μεταξύ του χρόνου που διαπράττεται το αδίκημα και του χρόνου της τιμωρίας του.»
Όπως έχει υποδειχθεί από τον Πική, Π. στην Χριστοπούλου ν. Αστυνομίας (2001) 2 A.A.Δ. 100 «η έγκαιρη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου και των αστικών του δικαιωμάτων αποτελεί αφενός θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου και αφετέρου κεφαλαιώδη υποχρέωση της Πολιτείας, κατ΄ εξοχή της Δικαστικής Λειτουργίας, όπως ορίζει το άρθρο 35 του Συντάγματος».
Το δικαίωμα εκδίκασης μιας υπόθεσης εντός ευλόγου χρόνου κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος. Η δε διασφάλιση του δικαιώματος τούτου αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του Δικαστηρίου (Μιχάλης Μαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068).
Στην παρούσα υπόθεση θεωρούμε ότι η εκδίκαση της υπόθεσης του εφεσίβλητου έχει λάβει χώραν μετά από μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Η ευθύνη για την καθυστέρηση βαρύνει πρωτίστως το Δικαστήριο. Ο εφεσίβλητος βαρύνεται για μικρό μόνο μέρος της καθυστέρησης. Τονίζουμε ότι σε περίπτωση που για την καθυστέρηση ευθύνεται αποκλειστικά ο κατηγορούμενος ο τελευταίος δεν μπορεί να την επικαλείται ως ελαφρυντικό παράγοντα (Βλ. Βαρνάβα, πιο πάνω και Κουλλαπής ν. Αστυνομίας (2000) 2 A.A.Δ. 273).
Η έκταση της ποινής αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται όπου η εκκαλούμενη ποινή είναι πρόδηλα ανεπαρκής για τον κατηγορούμενο, δεν ικανοποιεί το σκοπό του Νόμου, δεν ενεργεί ως αποτρεπτική και δεν προστατεύει το κοινό (Βλ., μεταξύ άλλων, The Attorney-General v. Kouppis and Others (1961) C.L.R. 188, Michael Antoni Afxenti "Iroas" v. The Republic (1966) 2 C.L.R. 116, Attorney-General v. Vassiliotis and Others (1967) 2 C.L.R. 20, Τέλλα (πιο πάνω), Γενικός Εισαγγελέας ν. BISCO LTD (1991) 2 Α.Α.Δ. 16 και Αβρααμίδη (πιο πάνω)).
Έχουμε εξετάσει την εκκαλούμενη ποινή σε συνάρτηση με τις αρχές που δικαιολογούν την επέμβαση του Εφετείου και σε συνδυασμό με την σημειωθείσα καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης. Επρόκειτο για μια απλή υπόθεση. Έπρεπε να είχαν ληφθεί πρόσφορα μέτρα για την έγκαιρη εκδίκαση της. Επί του προκειμένου επαναλαμβάνουμε και υιοθετούμε τα όσα λέχθηκαν στην Αρέστη (πιο πάνω) από τον Πική, Π., στη σελ. 271:
«Η ακρόαση δικαστικής υπόθεσης πρέπει, κατά κανόνα, να διεξάγεται την ημέρα κατά την οποία ορίζεται ενώπιον του δικαστηρίου για το σκοπό αυτό. Αν αυτό δεν είναι κατορθωτό, για λόγους μεγάλης ανάγκης, η υπόθεση πρέπει, ανυπερθέτως, να ακούεται κατά την επόμενη δικάσιμο. Ο προγραμματισμός της δικαστικής εργασίας, ώστε οι υποθέσεις να εκδικάζονται κατά την ορισθείσα ημερομηνία, αποτελεί ευθύνη της Δικαστικής Εξουσίας, συλλογικά, αλλά και του κάθε δικαστή, ατομικά.»
Η σημειωθείσα καθυστέρηση στην παρούσα υπόθεση αποτελεί μετριαστικό της ποινής παράγοντα. Κρίνουμε ότι ορθά λήφθηκε υπόψη από το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Η επιείκεια που επιδείχθηκε δεν καθιστά την εκκαλούμενη ποινή πρόδηλα ανεπαρκή. Δεν επιτρέπεται επομένως η επέμβασή μας για να την αυξήσουμε. Έπεται πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.