ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2003) 2 ΑΑΔ 459

27 Οκτωβρίου, 2003

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 7194)

THE CYPIOM LTD,

Εφεσείοντες,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7195)

ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΧATZHΓΙΑΝΝΗ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (ΑΡ. 2),

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7194, 7195)

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Συνταγματικότητα νόμων ― Κατά πόσο ο περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμος του 1996, Ν. 67(1)/1996 και ο περί Μεταβιβάσεως της Ασκήσεως των Αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και περί Υπουργείου Παιδείας Νόμος του 1965 (Ν. 12/1965), αντίκεινται προς τα Άρθρα 86, 87(1)(β) και 61 του Συντάγματος και είναι, ως εκ τούτου, αντισυνταγματικοί.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Δίκαιο της ανάγκης ― Θέσπιση νομοθεσίας στα πλαίσια του δικαίου της ανάγκης ― Ο περί Μεταβιβάσεως της Ασκήσεως των Αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και περί Υπουργείου Παιδείας Νόμος του 1965 (Ν.12/1965) ― Θεσπίστηκε με βάση το δίκαιο της ανάγκης στα πλαίσια λήψης νομοθετικών μέτρων από τη Βουλή των Αντιπροσώπων για την λειτουργία του πολιτεύματος και την πλήρωση του πολιτειακού κενού εξουσίας που δημιουργήθηκε με την απόφαση αυτοδιάλυσης και αποποίησης των αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης.

Οι εφεσείοντες καταδικάστηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ότι ενώ ήταν ιδιοκτήτες ιδιωτικής σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, παρέλειψαν να εκδώσουν οδηγό σπουδών για το ακαδημαϊκό έτος 1998-1999.

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν τόσο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσο και κατ' έφεση την συνταγματικότητα του περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμου του 1996, Ν. 67(I)/96, το Άρθρο 25(1) του οποίου προνοεί ακριβώς την υποχρέωση των ιδιοκτητών ιδιωτικών σχολών να εκδίδουν κάθε χρόνο οδηγό σπουδών, όσο και τη συνταγματικότητα του περί Μεταβιβάσεως της Ασκήσεως των Αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και περί Υπουργείου Παιδείας Νόμου του 1965 (Ν. 12/1965). Υποστήριξαν ότι αφού η Κατηγορούσα Αρχή δεν παρέθεσε οιονδήποτε λόγο περί της ανάγκης που προκάλεσε τη ψήφιση του Νόμου 12/1965 και όλων των σχετικών με την εκπαίδευση μεταγενέστερων νόμων, όπως για παράδειγμα ο Νόμος 67(I)/1996, οι νόμοι αυτοί είναι αντισυνταγματικοί αφού παραβαίνουν τα Άρθρα 86, 87(1)(β) και 61 του Συντάγματος. Υποστήριξαν επίσης ότι αρμοδιότητα επί πάντων των εκπαιδευτικών, μορφωτικών και διδακτικών θεμάτων έχει η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση και όχι η Βουλή των Αντιπροσώπων.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε: (α) στις αρμοδιότητες που είχαν οι Κοινοτικές Συνελεύσεις σύμφωνα με το Άρθρο 87 του Συντάγματος, μεταξύ των οποίων ήταν και η άσκηση νομοθετικής εξουσίας αποκλειστικά επί πάντων των θρησκευτικών, εκπαιδευτικών, μορφωτικών και διδακτικών θεμάτων, (β) στην αποποίηση των αρμοδιοτήτων της από την Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση με απόφαση της ημερ. 25 Μαρτίου, 1965, από της 31ης Μαρτίου 1965 και (γ) στην ίδια απόφαση με την οποία εκαλείτο η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας και η Βουλή των Αντιπροσώπων, να μεριμνήσουν όπως περιέλθουν οι εν λόγω βασικές αρμοδιότητες της Συνέλευσης στην εξουσία της Δημοκρατίας, απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

1.  Με την απόφαση αυτοδιάλυσης και αποποίησης των αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης δημιουργήθηκε κενό εξουσίας.  Η άσκηση των αρμοδιοτήτων της Συνέλευσης ήταν επιβεβλημένη για την απρόσκοπτη λειτουργία της πολιτείας και η Βουλή των Αντιπροσώπων αποφάσισε, με βάση το δίκαιο της ανάγκης, να λάβει νομοθετικά μέτρα για τη λειτουργία του πολιτεύματος και την πλήρωση του πολιτειακού κενού. Έτσι θέσπισε το Νόμο 12/65.

2.      Η νομοθετική αρμοδιότητα που ασκείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων σε παρόμοια θέματα, δεν ασκείται βάσει των προνοιών του Άρθρου 61 του Συντάγματος που αποκλείει την άσκηση δικαιοδοσίας αναφορικά με θέματα που υπάγονται κατά το Σύνταγμα στις Κοινοτικές Συνελεύσεις, αλλά σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 3(2) του Νόμου 12/65 που μεταβίβασε στη Βουλή των Αντιπροσώπων εξ ονόματος του δικαίου της ανάγκης τις νομοθετικές αρμοδιότητες της Κοινοτικής Συνέλευσης.

3.  Η εξουσία της Βουλής των Αντιπροσώπων περιορίζεται στη θέσπιση πρωτογενούς νομοθεσίας. Δεν της έχει δοθεί η αρμοδιότητα να προκηρύσσει εκλογές άλλου συνταγματικού οργάνου.  Η Βουλή ενήργησε με βάση το δίκαιο της ανάγκης. Ακολουθώντας τη νόμιμη διαδικασία και εντός των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί από το Σύνταγμα, θέσπισε σχετική νομοθεσία.

4.  Η Βουλή των Αντιπροσώπων αντέδρασε με βάση το δίκαιο της ανάγκης όταν προέκυψε η ανάγκη μετά την αποποίηση από την Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση των αρμοδιοτήτων της. Προσπάθησε να θεραπεύσει το κενό που δημιουργήθηκε.

5.  Η κατανομή των εξουσιών της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης στη νομοθετική εξουσία, την εκτελεστική εξουσία και το Υπουργείο Παιδείας που συστάθηκε με το Νόμο 12/65 συνάδει με την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών που διέπει την άσκηση των κρατικών λειτουργιών.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Κουλουντή κ.ά. ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1026,

Συμεωνίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1991) 4 Α.Α.Δ. 863,

Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 C.L.R. 2165,

Aloupas and Another v. National Bank of Greece S.A. (1983) 1 C.L.R. 55,

Apostolides and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 928,

Δημοκρατία ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1992) 3 Α.Α.Δ. 458.

Eφέσεις.

Eφέσεις από τους εφεσείοντες εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Yπόθ. Aρ. 20666/99), ημερ. 20/9/2001, με την οποία βρέθηκαν ένοχοι στην κατηγορία ότι μεταξύ του τέλους Mαΐου 1998 και Mαρτίου του 1999, ενώ ήταν ιδιοκτήτες ιδιωτικής σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, παρέλειψαν να εκδώσουν οδηγό σπουδών για το ακαδημαϊκό έτος 1998-1999, με την οποία ήγειραν ζήτημα και αμφισβήτησαν τη συνταγματικότητα του περί Σχολών Tριτοβάθμιας Eκπαίδευσης Nόμου του 1996 (N. 67(I)/1996) το Άρθρο 25(1) και τη συνταγματικότητα του περί Mεταβιβάσεως της Aσκήσεως των Aρμοδιοτήτων της Eλληνικής Kοινοτικής Συνελεύσεως και περί Yπουργείου Παιδείας Nόμου του 1965 (N. 12/1965).

Σ. Δράκος, για τους Εφεσείοντες.

Α. Παπασάββας, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες καταδικάστηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην κατηγορία ότι μεταξύ του τέλους Μαΐου 1998 και Μαρτίου του 1999, ενώ ήταν ιδιοκτήτες ιδιωτικής σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, παρέλειψαν να εκδώσουν οδηγό σπουδών για το ακαδημαϊκό έτος 1998-1999.

Τόσον ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, όσο και ενώπιόν μας αμφισβητήθηκε η συνταγματικότητα του περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμου του 1996, Ν.67(Ι)/1996, το άρθρο 25(1) του οποίου προνοεί ακριβώς την υποχρέωση των ιδιοκτητών κάθε ιδιωτικής σχολής να εκδίδουν κάθε χρόνο οδηγό σπουδών, όσο και η συνταγματικότητα του περί Μεταβιβάσεως της Ασκήσεως των Αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνελεύσεως και περί Υπουργείου Παιδείας Νόμου του 1965, Ν.12/1965.

Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι αφού η Κατηγορούσα Αρχή δεν παρέθεσε οιονδήποτε λόγο περί της ανάγκης που προκάλεσε τη ψήφιση του Νόμου 12/1965 και όλων των σχετικών με την εκπαίδευση μεταγενέστερων νόμων, όπως για παράδειγμα ο Νόμος 67(Ι)/1996, οι νόμοι αυτοί είναι αντισυνταγματικοί αφού παραβαίνουν τα άρθρα 86, 87(1) (β) και 61 του Συντάγματος. Η ψήφιση των νόμων αυτών θα έπρεπε να κριθεί δικαιολογημένη με βάση το δίκαιο της ανάγκης, όπως έχει σαφώς καθοριστεί από τη νομολογία (Attorney-General v. Ibrahim and Others (1964) C.L.R. 195). Αρμοδιότητα, συνεχίζουν οι εφεσείοντες, επί πάντων των εκπαιδευτικών, μορφωτικών και διδακτικών θεμάτων έχει η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση και όχι η Βουλή των Αντιπροσώπων.

Σύμφωνα με το Άρθρο 87 του Συντάγματος οι Κοινοτικές Συνελεύσεις είχαν αρμοδιότητα, εν σχέσει προς την αντίστοιχη κοινότητα, να ασκούν, μεταξύ άλλων, νομοθετική εξουσία αποκλειστικά επί πάντων των θρησκευτικών, εκπαιδευτικών, μορφωτικών και διδακτικών θεμάτων, καθώς και επί θεμάτων του προσωπικού θεσμού.

Με απόφαση που δημοσιεύθηκε στο Τέταρτο Παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας υπ' αρ. 397, ημερ. 25 Μαρτίου, 1965, η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση ομόφωνα αποφάσισε όπως, από της 31ης Μαρτίου, 1965, αποποιηθεί τις ανατεθείσες σ' αυτήν αρμοδιότητες και όπως, από της πιο πάνω ημερομηνίας, τα μέλη της θεωρηθούν ως παραιτηθέντα της ιδιότητός τους. Με την ίδια απόφαση εκαλείτο η Κυβέρνηση της Δημοκρατίας και η Βουλή των Αντιπροσώπων, να μεριμνήσουν όπως όσο το δυνατόν ταχύτερο περιέλθουν οι εν λόγω βασικές διά το εθνικό μέλλον του λαού αρμοδιότητες της Συνέλευσης στην εξουσία της Δημοκρατίας.

Ως λόγος για την απόφαση αυτή δίδεται ότι η συνέχιση της λειτουργίας της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης ως ανεξάρτητης κρατικής εξουσίας θίγει την ενότητα του κράτους, ενώ δημιουργούνται δυσεπίλυτα εκπαιδευτικά, οικονομικά, κοινωνικά και διοικητικά προβλήματα.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων υποστήριξε ότι σύμφωνα με την απόφαση Ibrahim, όταν νόμος ψηφίζεται κατά παράβαση του Συντάγματος και καθίσταται αντικείμενο ελέγχου από το Δικαστήριο, θα πρέπει να αποφασίζεται κατά πόσο ικανοποιούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Μια από αυτές είναι η απόδειξη της αναγκαιότητας, κατά πόσο δηλαδή τα μέτρα τα οποία λήφθηκαν ήταν αναγκαία για να ικανοποιήσουν αναλογικά την ανάγκη.

Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι η ύπαρξη αναγκαιότητας στην παρούσα υπόθεση δεν αποδείχθηκε και ούτε μπορεί να αποδειχθεί, αφού η Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση αποτελείτο αποκλειστικά από Ελληνοκυπρίους και συνεπώς δεν υπήρξε οποιαδήποτε παρενόχληση στη λειτουργία των εργασιών της. Έτσι δεν υπήρχε και ανάγκη κατάργησής της.

Το θέμα έχει αντιμετωπιστεί ήδη από τη νομολογία. Στην απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Κουλουντή κ.ά. ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 1026, 1063, αναφέρθηκε:

«Η αρχή ότι η ύπαρξη της ανάγκης θα πρέπει να δικαιολογείται κάθε φορά είναι ορθή. Όμως κάτω από τις επικρατούσες στον τόπο μας συνθήκες, κάθε φορά που γίνεται επίκληση του δικαίου της ανάγκης, το Δικαστήριο έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με την ίδια αναγκαιότητα, την ανάγκη λειτουργίας των οργάνων της πολιτείας, σ' αυτή την περίπτωση της Βουλής, παρά την απουσία των Τουρκοκυπρίων. Δεν πρέπει, όπως σωστά λέχθηκε και στην υπόθεση Νικολάου, να εξετάζεται η αναγκαιότητα της συγκεκριμένης νομοθετικής πράξης. Η ανάγκη που εξυπηρετείται είναι, για όσο καιρό διαρκεί η ανώμαλη κατάσταση η λειτουργία των πολιτειακών οργάνων, παρά την απουσία των Τουρκοκυπρίων.»

Μετά την επισήμανση των πιο πάνω κατά την ακρόαση των εφέσεων, ο ευπαίδευτος συνήγορος μετέβαλε τη θέση του και υποστήριξε ότι ακόμα και σύμφωνα με το δίκαιο της ανάγκης, θα έπρεπε μετά την αυτοδιάλυση της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης, αντί η Βουλή των Αντιπροσώπων να θεσπίσει το Νόμο 12/65, θα έπρεπε να προκηρύξει εκλογές για μέλη της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης.

Όπως επισημαίνεται και στην υπόθεση Συμεωνίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1991) 4 Α.Α.Δ. 863, 870, με την απόφαση αυτοδιάλυσης και αποποίησης των αρμοδιοτήτων της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης δημιουργήθηκε κενό εξουσίας. Η άσκηση των αρμοδιοτήτων της Συνέλευσης ήταν επιβεβλημένη για την απρόσκοπτη λειτουργία της πολιτείας και η Βουλή των Αντιπροσώπων αποφάσισε, με βάση το δίκαιο της ανάγκης, να λάβει νομοθετικά μέτρα για τη λειτουργία του πολιτεύματος και την πλήρωση του πολιτειακού κενού. Έτσι θέσπισε το Νόμο 12/65.

Στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1985) 3 C.L.R. 2165, 2179, αποφασίστηκε (Πικής, Δ. όπως ήταν τότε), ότι η νομοθετική αρμοδιότητα που ασκείται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων σε παρόμοια θέματα, δεν ασκείται βάσει των προνοιών του Άρθρου 61 του Συντάγματος που αποκλείει την άσκηση δικαιοδοσίας αναφορικά με θέματα που υπάγονται κατά το Σύνταγμα στις Κοινοτικές Συνελεύσεις, αλλά σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 3 (2) του Νόμου 12/65 που μεταβίβασε στη Βουλή των Αντιπροσώπων εξ ονόματος του δικαίου της ανάγκης τις νομοθετικές αρμοδιότητες της Κοινοτικής Συνέλευσης.

Η εξουσία της Βουλής των Αντιπροσώπων περιορίζεται στη θέσπιση πρωτογενούς νομοθεσίας. Δεν της έχει δοθεί η αρμοδιότητα να προκηρύσσει εκλογές άλλου συνταγματικού οργάνου. Η Βουλή ενήργησε με βάση το δίκαιο της ανάγκης. Ακολουθώντας τη νόμιμη διαδικασία και εντός των αρμοδιοτήτων που της έχουν ανατεθεί από το Σύνταγμα, θέσπισε σχετική νομοθεσία. Αν η Βουλή των Αντιπροσώπων προχωρούσε και προκήρυσσε εκλογές θα βρισκόταν εκτός των αρμοδιοτήτων της και σε μετωπική σύγκρουση με την απόφαση και βούληση της Κοινοτικής Συνέλευσης η οποία έκρινε ότι η συνέχιση της λειτουργίας της έθιγε την ενότητα του κράτους και δημιουργούσε δυσεπίλυτα εκπαιδευτικά, οικονομικά, κοινωνικά και διοικητικά προβλήματα.

Όπως έχει αποφασιστεί στην Aloupas and Another v. National Bank of Greece S.A. (1983) 1 C.L.R. 55, τα μέτρα που λαμβάνονται εν ονόματι της ανάγκης θα πρέπει να τυγχάνουν της έγκρισης της λαϊκής αντιπροσωπείας. Η Βουλή των Αντιπροσώπων είναι ο ρυθμιστής της νομοθεσίας και το σώμα που είναι υπεύθυνο για την αναγνώριση των αναγκών του λαού και των κακών εναντίον των οποίων θα πρέπει ο λαός να προστατευτεί, καθώς επίσης και των μέτρων που απαιτούνται κάτω από τις περιστάσεις (Apostolides and Others v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 928).

Η Βουλή των Αντιπροσώπων αντέδρασε με βάση το δίκαιο της ανάγκης όταν προέκυψε η ανάγκη μετά την αποποίηση από την Ελληνική Κοινοτική Συνέλευση των αρμοδιοτήτων της. Προσπάθησε να θεραπεύσει το κενό που δημιουργήθηκε.

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.3) (1992) 3 Α.Δ.Δ. 458, 461, κρίθηκε ότι η κατανομή των εξουσιών της Ελληνικής Κοινοτικής Συνέλευσης στη νομοθετική εξουσία, την εκτελεστική εξουσία και το Υπουργείο Παιδείας που συστάθηκε με το Νόμο 12/65 συνάδει με την αρχή του διαχωρισμού των εξουσιών που διέπει την άσκηση των κρατικών λειτουργιών.

Πριν τελειώσουμε θα θέλαμε να σχολιάσουμε την αναφορά του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσειόντων που γίνεται στο διάγραμμα για κατ' ισχυρισμόν έλλειψη πρακτικού της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Δεν έχει παρατηρηθεί οποιοδήποτε σφάλμα που να απαιτεί τη διόρθωση των πρακτικών, ούτε και οποιαδήποτε έλλειψη σ' αυτά. Απλώς, σύμφωνα με τα κρατούντα, στα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας που ετοιμάζονται για σκοπούς έφεσης, δεν αποστενογραφήθηκαν οι αγορεύσεις των συνηγόρων. Δεν θεωρούμε ότι με την «παράλειψη» αυτή έχουν επηρεαστεί καθ' οιονδήποτε τρόπο τα συμφέροντα των εφεσειόντων, οι οποίοι είχαν την ευχέρεια να επαναλάβουν τα επιχειρήματά τους ενώπιον του Εφετείου.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

Oι εφέσεις απορρίπτονται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο