ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 2 ΑΑΔ 298
27 Ιουνίου, 2003
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΕΠΑΡΧΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΣΤΕΛΙΟΥ ΓΙΩΡΓΑΛΛΑ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7357)
Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Μαρτυρία η οποία βασίζεται πάνω σε ενδείξεις που καταγράφονται με μηχανήματα ή συσκευές χωρίς οποιαδήποτε ανθρώπινη επέμβαση ― Κατά πόσο είναι αποδεκτή μαρτυρία.
Απόδειξη ― Πραγματική μαρτυρία ― Έννοια του όρου «πραγματική μαρτυρία» ― Μαρτυρία που καταγράφεται με μηχανικά μέσα στα πλαίσια των τελευταίων τεχνολογικών εξελίξεων ― Κατά πόσο συνιστά αποδεκτή μαρτυρία ― Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία και ανάλυση αυθεντιών.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, απάλλαξε τον κατηγορούμενο σε κατηγορία άντλησης νερού από λάκκο κατά παράβαση των προνοιών του περί Υδατοπρομήθειας (Ειδικά Μέτρα) Νόμου (αρ. 32/64), όπως τροποποιήθηκε. Πιο συγκεκριμένα, όπως ισχυρίζετο η Κατηγορούσα Αρχή, ο κατηγορούμενος άντλησε 324 κυβικά μέτρα νερού από λάκκο που διατηρούσε στο χωριό Ζακάκι, ενώ σύμφωνα με τους όρους της σχετικής άδειας που του είχε παραχωρηθεί, δεν εδικαιούτο να αντλήσει οποιαδήποτε ποσότητα νερού.
Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η μαρτυρία που προσκόμισε υπάλληλος του Τμήματος Υδάτων αναφορικά με την καταγραφή στον υδρομετρητή της ποσότητας του νερού που κατανάλωσε ο κατηγορούμενος δεν ήταν ικανοποιητική για να αποδείξει την ενοχή του. Η εν λόγω μαρτυρία ήταν εξ ακοής μαρτυρία και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση ως εσφαλμένη.
Αποφασίστηκε ότι:
Η μαρτυρία του μάρτυρα, στην παρούσα περίπτωση, ήταν πραγματική και όχι εξ ακοής μαρτυρία. Αυτός κατέθεσε στο Δικαστήριο τις ενδείξεις του υδρομετρητή που διαπίστωσε σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες. Ο υδρομετρητής λειτουργούσε μόνος του χωρίς οποιαδήποτε ανθρώπινη επέμβαση και οι ενδείξεις καταγράφονταν μηχανικά. Οι ενδείξεις αποτελούσαν πραγματική και όχι εξ ακοής μαρτυρία.
Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε η επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή.
Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.
Έφεση από την Κατηγορούσα Αρχή εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, (Υπόθ. Αρ. 17539/02), ημ. 18/9/02, με την οποία ο κατηγορούμενος ο οποίος αντιμετώπιζε κατηγορία άντλησης νερού από λάκκο κατά παράβαση των προνοιών του περί Υδατοπρομήθειας (Ειδικά Μέτρα) Νόμου (Ν. 32/67) όπως έχει τροποποιηθεί με τους Νόμους 35/65, 17/75 και 209/90 και των σχετικών Κανονισμών, αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από την κατηγορία.
Ε. Σεργίδης, για τον Εφεσείοντα.
Καμία εμφάνιση για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ. Ηλιάδης.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση εξετάζεται ένα σοβαρό ερώτημα που σχετίζεται με την αποδοχή μαρτυρίας που βασίζεται πάνω σε ενδείξεις που καταγράφονται με μηχανήματα ή συσκευές χωρίς οποιαδήποτε ανθρώπινη επέμβαση. Πιο συγκεκριμένα εξετάζεται κατά πόσο μαρτυρία που αναφέρεται στις ενδείξεις ενός υδρομετρητή είναι εξ ακοής μαρτυρία και κατ' επέκταση απαράδεκτη ή πραγματική μαρτυρία και κατ' επέκταση αποδεκτή.
(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση.
Ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε κατηγορία άντλησης νερού από λάκκο κατά παράβαση των προνοιών του περί Υδατοπρομήθειας (Ειδικά Μέτρα) Νόμου (αρ. 32/64) όπως έχει τροποποιηθεί με τους Νόμους 35/65, 17/75 και 209/90 και των σχετικών Κανονισμών. Πιο συγκεκριμένα, όπως ισχυρίζεται η Κατηγορούσα Αρχή, ο κατηγορούμενος προέβηκε στην άντληση 324 κυβικών μέτρων νερού από λάκκο που διατηρούσε στο χωριό Ζακάκι της επαρχίας Λεμεσού, ενώ σύμφωνα με τους όρους της σχετικής άδειας που του είχε παραχωρηθεί, δεν εδικαιούτο να αντλήσει οποιαδήποτε ποσότητα νερού.
Άνκαι το σχετικό κατηγορητήριο είχε επιδοθεί στον κατηγορούμενο, ο τελευταίος παρέλειψε να εμφανισθεί στο Δικαστήριο και η Κατηγορούσα Αρχή προχώρησε στην απόδειξη της υπόθεσης της. Εκ μέρους του Επάρχου κατέθεσε υπάλληλος της Επαρχιακής Διοίκησης Λεμεσού, ο οποίος παρουσίασε την άδεια ανόρυξης λάκκου που είχε εκδοθεί στον κατηγορούμενο, σύμφωνα με την οποία δεν του είχε παραχωρηθεί άδεια άντλησης νερού. Ακολούθως κλήθηκε υπάλληλος του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων ο οποίος κατέθεσε ότι κατόπιν επιτόπιας εξέτασης παρατήρησε ότι στον υδρομετρητή του κατηγορουμένου υπήρχε στις 5/7/2001 ένδειξη ότι μέχρι τότε ο κατηγορούμενος είχε καταναλώσει 59529 κυβικά μέτρα νερού. Ακολούθως σε νέα εξέταση που διενεργήθηκε την επόμενη μέρα ο μάρτυς διαπίστωσε ότι υπήρχε νέα καταγραφή με ένδειξη 59853, που σήμαινε ότι ο κατηγορούμενος είχε αντλήσει 324 κυβικά μέτρα νερού.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η πιο πάνω μαρτυρία δεν ήταν ικανοποιητική για να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου και τον απάλλαξε από τη σχετική κατηγορία. Κρίνουμε χρήσιμο να παραθέσουμε πιο κάτω το σύντομο κείμενο της απαλλακτικής απόφασης:
"Δικαστήριο:
Από τη μαρτυρία που έχει προσκομιστεί ενώπιόν μου δεν έχω ικανοποιηθεί ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της. Συγκεκριμένα θα πρέπει να αναφέρω ότι η μαρτυρία όσον αφορά την ένδειξη του υδρομετρητή η οποία προσκομίστηκε προς απόδειξη της κατανάλωσης νερού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως επιτρεπτή μαρτυρία, είναι Εξ ακοής μαρτυρία και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο. Ως εκ τούτου κρίνω ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν απέδειξε την υπόθεση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και η υπόθεση απορρίπτεται.
Ο Κατηγορούμενος απαλλάσσεται. Καμιά διαταγή για έξοδα."
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη. Ειδικότερα έχει υποβληθεί η εισήγηση ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία που προσφέρθηκε για την ένδειξη του μετρητή ήταν εξ ακοής μαρτυρία είναι λανθασμένο, αφού η αναφορά εκ μέρους του μάρτυρος για τις ενδείξεις του υδρομετρητή δεν ήταν εξ ακοής μαρτυρία αλλά πραγματική μαρτυρία που έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή.
(β) Η νομική πλευρά της έφεσης.
Άνκαι δεν υπάρχει συγκεκριμένος καθορισμός των ειδών της μαρτυρίας που μπορεί να παρουσιασθεί σε ένα Δικαστήριο, εντούτοις υπάρχουν ορισμένες κατηγορίες που δεν μπορεί να παραγνωριστούν, όπως π.χ. η άμεση και περιστατική μαρτυρία (direct and circumstantial evidence), η πρωτότυπη και η εξ ακοής μαρτυρία (original and hearsay evidence), όπως επίσης και η πραγματική μαρτυρία (real evidence). Σύμφωνα με το Γ. Κακογιάννη, η πραγματική ή εμπράγματη μαρτυρία "είναι η μαρτυρία που βγαίνει από την εξέταση αντικειμένων" και συμπεριλαμβάνει "πειράματα, χάρτες, σχέδια, μακέττες, διαγράμματα, χειρόγραφα, δαχτυλικά αποτυπώματα, ακτινογραφίες, κινηματογραφικές ταινίες, μαγνητοταινίες, φωτογραφίες, όπλα, ενδύματα, τραύματα και επιδείξεις στο ίδιο το δικαστήριο" (Βλ. Γ. Κακογιάννη "Η Απόδειξη" σελ. 20). Ο όρος πραγματική μαρτυρία εξυπακούει ότι το Δικαστήριο καλείται να επιθεωρήσει χώρους, να εξετάσει αντικείμενα και τη συμπεριφορά μαρτύρων όπως επίσης και την αποδοχή μαρτυρίας που περιέχεται σε φωτογραφίες, ηχογραφήσεις και μαγνητοταινίες. Δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ φωτογραφιών, ηχογραφήσεων και μαγνητοταινιών, αφού και στις τρεις περιπτώσεις καταγράφονται γεγονότα, όπως π.χ. τι απεικονίζει μια φωτογραφία, τι έχει λεχθεί σε μια συνομιλία και τι έχει καταγραφεί σε μια μαγνητοταινία. Το Δικαστήριο που βλέπει ή ακούει μια τέτοια μαρτυρία δέχεται τη θέση του μάρτυρα που στην πραγματικότητα άκουσε ή είδε ή διάβασε τι είχε συμβεί, έτσι που η μαρτυρία που προσφέρεται να καθίσταται πραγματική μαρτυρία. (Βλ. Taylor v. Chief Constable of Cheshire [1987] 1 W.L.R. 1479).
Η αποδοχή μαρτυρίας που καταγράφεται με μηχανικά μέσα στα πλαίσια των τελευταίων τεχνολογικών εξελίξεων εξετάστηκε αρχικά στην υπόθεση R. v. Maqsud Ali, R. v. Ashiq Hussain [1966] 1 Q.B. 688. Στην πιο πάνω υπόθεση η Αστυνομία ηχογράφησε τη συνομιλία δύο Πακιστανών που θεωρούνταν ως ύποπτοι για το αδίκημα μιας άγριας δολοφονίας. Οι ύποπτοι είχαν μεταβεί με τη δική τους θέληση στα γραφεία του Δημοτικού Συμβουλίου του Bradford. Η συνομιλία τους, που ηχογραφήθηκε χωρίς να το γνωρίζουν, έγινε στη διάλεκτο Punjαbi και αργότερα μεταφράσθηκε στη διάλεκτο Urdu και ακολούθως στα Αγγλικά. Το Ποινικό Εφετείο αποφάνθηκε ότι εφόσο μέχρι τότε φωτογραφίες γίνονταν αποδεκτές σαν μαρτυρία, ορθά έγινε δεκτή η μαγνητοταινία της ηχογράφησης της συνομιλίας μεταξύ τους, εφόσο δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ μιας φωτογραφίας και μιας ηχογράφησης. Η φωτογραφία αναπαραγάγει με μηχανικά και χημικά μέσα μια εικόνα που βλέπεται με γυμνό μάτι, ενώ η ηχογράφηση περιέχει το αποτέλεσμα της λειτουργίας μιας συσκευής που συλλαμβάνει και καταγράφει μια συνομιλία. Όπως τονίσθηκε από το Δικαστή Marshall,
"For many years now photographs have been admissible in evidence on proof that they are relevant to the issues involved in the case and that the prints are taken from negatives that are untouched. The prints as seen represent situations that have been reproduced by means of mechanical and chemical devices. Evidence of things seen through telescopes or binoculars which otherwise could not be picked up by the naked eye have been admitted, and now there are devices for picking up, transmitting, and recording, conversations. We can see no difference in principle between a tape recording and a photograph. In saying this we must not be taken as saying that such recordings are admissible whatever the circumstances, but it does appear to this court wrong to deny to the law of evidence advantages to be gained by new techniques and new devices, provided the accuracy of the recording can be proved and the voices recorded properly identified; provided also that the evidence is relevant and otherwise admissible, we are satisfied that a tape recording is admissible in evidence."
Σε ελεύθερη μετάφραση,
"Για αρκετά χρόνια τώρα φωτογραφίες γίνονταν αποδεκτές για να αποδείξουν ότι ήταν σχετικές με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης και ότι οι εκτυπώσεις είχαν ληφθεί από τα αρνητικά που είναι άθικτα. Οι εκτυπώσεις όπως φαίνονται παρουσιάζουν καταστάσεις που έχουν αναπαραχθεί με μηχανικά και χημικά μέσα. Μαρτυρία για αντικείμενα που φαίνονται μέσα από τηλεσκόπια ή διόπτρες, που διαφορετικά δεν θα μπορούσε να τα δει ένα γυμνό μάτι, γίνονται αποδεκτά, και τώρα υπάρχουν μηχανήματα για τη συλλογή, αναμετάδοση και ηχογράφηση συνομιλιών. Δεν βλέπουμε καμιά διαφορά ως θέμα αρχής μεταξύ μιας ηχογράφησης και μιας φωτογραφίας. Λέγοντας αυτό δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι λέγουμε ότι τέτοιες ηχογραφήσεις είναι αποδεκτές κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, αλλά φαίνεται σε αυτό το Δικαστήριο ότι είναι λάθος να αρνούμεθα στο νόμο της απόδειξης πλεονεκτήματα που αποκτούνται με νέες τεχνικές και μηχανήματα, νοουμένου ότι η ακρίβεια της ηχογράφησης μπορεί να αποδειχθεί και η αναγνώριση της φωνής που έχει ηχογραφηθεί να αναγνωρισθεί κανονικά· νοουμένου ότι η μαρτυρία είναι σχετική και άλλως αποδεκτή, είμαστε ικανοποιημένοι ότι η ηχογράφηση μπορεί να γίνει αποδεκτή σαν μαρτυρία."
Λίγο αργότερα στην υπόθεση The Statue of Liberty [1968] 2 All E.R. 195, εξετάστηκε η αποδοχή μαρτυρίας που είχε καταγραφεί σε κινηματογραφική ταινία. Στην πιο πάνω υπόθεση δύο πλοία, το Sapporo Maru και το Statue of Liberty, που ταξίδευαν σε αντίθεση κατεύθυνση συγκρούστηκαν στον ποταμό Τάμεση στην Αγγλία και το επίδικο θέμα ήταν ποιό από τα δύο πλοία ευθυνόταν για τη σύγκρουση. Η ευθύνη θα μπορούσε να καθορισθεί από τις ενδείξεις ενός ραντάρ που βρισκόταν στην ξηρά κοντά στον ποταμό και είχε καταγράψει σε κινηματογραφική ταινία την ηχώ των πλοίων που βρίσκονταν μέσα στην ακτίνα δράσης του. Η ηχώ αυτή μπορούσε να δείξει διαδοχικά την πορεία των δύο πλοίων και το σημείο σύγκρουσης. Το ραντάρ λειτουργούσε χωρίς οποιαδήποτε ανθρώπινη επέμβαση και υποβλήθηκε ότι η μαρτυρία που θα προσφερόταν δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή γιατί ήταν εξ ακοής μαρτυρία. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι εφόσο μαγνητοταινίες μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές όπως στην υπόθεση R. v. Maqsud Ali, R. v. Ashiq Hussain, έτσι και οι ενδείξεις του ραντάρ μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές αφού η μαρτυρία αποτελούσε πραγματική μαρτυρία και όχι εξ ακοής μαρτυρία. Όπως έθεσε το θέμα ο Δικαστής Simon,
"In my view the evidence in question in the present case has nothing to do with the hearsay rule and does not depend on the Evidence Act, 1938: It is in the nature of real evidence, which is conveniently defined in Cockle's Cases and Statutes on Evidence (10th Edn., 1963) at p. 348:
"Real evidence is evidence afforded by the production of physical objects for inspection or other examination by the court.'
If tape recordings are admissible, it seems equally a photograph of radar reception is admissible - as, indeed, any other type of photograph. It would be an absurd distinction that a photograph should be admissible if the camera were operated manually by a photographer, but not if it were operated by a trip or clock mechanism. Similarly, if evidence of weather conditions were relevant, the law would affront common sense if it were to say that those could be proved by a person who looked at a barometer from time to time, but not by producing a barograph record. So too with other types of dial recordings. Again, cards from clocking-in and out machines are frequently admitted in accident cases. The law is bound these days to take cognisance of the fact that mechanical means replace human effort."
Σε ελεύθερη μετάφραση,
"Κατά την άποψη μου η μαρτυρία στην παρούσα περίπτωση δεν έχει να κάνει οτιδήποτε με τον κανόνα της εξ ακοής μαρτυρίας και δεν βασίζεται στο Νόμο The Evidence Act, 1938: Είναι μέσα στη φύση της πραγματικής μαρτυρίας που περιγράφεται κατάλληλα στο σύγγραμμα Cockle's Cases and Statutes on Evidence (10η Έκδοση, 1963) στη σελ. 348:
'Η πραγματική μαρτυρία είναι μαρτυρία που παρουσιάζεται με την προσαγωγή φυσικών αντικειμένων για επιθεώρηση ή άλλη εξέταση από το δικαστήριο.'
Αν ηχογραφήσεις είναι αποδεκτές, φαίνεται ότι εξίσου και μια φωτογραφία από τις καταγραφές ενός ραντάρ είναι αποδεκτή - όπως επίσης και οποιαδήποτε άλλη φωτογραφία. Θα ήταν μια παράλογη διάκριση μια φωτογραφία από μια φωτογραφική μηχανή που την χειρίζεται ένας με τα χέρια να γίνεται αποδεκτή, αλλά να μην γίνεται αποδεκτή όταν η μηχανή λειτουργεί με ορολογιακό μηχανισμό. Ομοίως, αν μαρτυρία για τις καιρικές συνθήκες είναι σχετική, ο νόμος θα προσέβαλλε την κοινή λογική αν αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί από ένα πρόσωπο που διάβαζε το βαρόμετρο, αλλά όχι με την παρουσίαση των καταγραφών του βαρόμετρου. Το ίδιο με άλλα είδη καταγραφών που γίνονται με τη χρήση αριθμών ή γραμμάτων για να επιτευχθεί μια σύνδεση. Επίσης κάρτες εισόδου και εξόδου από μηχανές γίνονται συχνά δεκτές σε περιπτώσεις τροχαίων ατυχημάτων. Ο νόμος πρέπει να λαμβάνει υπόψη αυτές τις μέρες το γεγονός ότι τα μηχανικά μέσα αντικαθιστούν την ανθρώπινη προσπάθεια."
Μέσα στα πιο πάνω νομολογιακά πλαίσια μπορεί να γίνει αποδεκτή σαν πραγματική μαρτυρία η κατάθεση από ένα μάρτυρα ότι ένα γεγονός έλαβε χώρα σε μια συγκεκριμένη ώρα, αφού εκείνη τη στιγμή είχε κοιτάξει το ρολόι του, όπως επίσης και μαρτυρία από ένα οδηγό οχήματος ότι σε μια συγκεκριμένη στιγμή έτρεχε με μια ορισμένη ταχύτητα, αφού είχε κοιτάξει προς τούτο τη συγκεκριμένη στιγμή το ταχύμετρο του οχήματος του.
Στην παρούσα περίπτωση ο μάρτυρας κατέθεσε στο Δικαστήριο τις ενδείξεις του υδρομετρητή που διαπίστωσε σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες. Ο υδρομετρητής λειτουργούσε μόνος του χωρίς οποιαδήποτε ανθρώπινη επέμβαση και οι ενδείξεις καταγράφονταν μηχανικά. Οι ενδείξεις αυτές αποτελούσαν πραγματική και όχι εξ ακοής μαρτυρία. Οι καταγραφές ότι ο μετρητής στις 5/7/2001 έδειχνε κατανάλωση 59529 κυβικών τόνων νερού και στις 6/7/2001 έδειχνε κατανάλωση 59853 κυβικών μέτρων νερού, ήταν μαρτυρία που αποδείκνυε την άντληση 324 κυβικών μέτρων νερού.
Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.
Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσεται η επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή.