ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 2 ΑΑΔ 147
21 Μαρτίου, 2003
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΠΕΤΡΟΥ ΤΡΥΦΩΝΟΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7303)
Ποινή ― Αναστολή ποινής φυλάκισης ― Διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου ― Παράγοντες που προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ― Ποία η εμβέλεια των «εξαιρετικών περιστάσεων» που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αναστολή ποινής φυλάκισης ― Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία και ανάλυση αυθεντιών ― Η αναστολή της ποινής δεν συνιστά εναλλακτικό μέτρο τιμωρίας του παραβάτη.
Ο εφεσίβλητος βρέθηκε ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής στις κατηγορίες καλλιέργειας φυτών κάνναβης, παράνομης κατοχής ελεγχομένου φαρμάκου, κατοχής ελεγχομένου φαρμάκου, προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου, καπνίσματος φυτού κάνναβης και αντίστασης κατά νόμιμης σύλληψης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 8 μηνών (στην 1η κατηγορία), 5 μηνών (στη δεύτερη κατηγορία), 14 μηνών (στην τέταρτη κατηγορία), 5 μηνών (στην πέμπτη κατηγορία) και 6 μηνών (στην έκτη κατηγορία).
Το Δικαστήριο διέταξε αναστολή των πιο πάνω ποινών για τους ακόλουθους λόγους:
1. Ο εφεσίβλητος άρχισε θεραπεία αποτοξίνωσης.
2. Είχε αρραβωνιαστεί τρεις μήνες πριν την επιβολή της ποινής.
3. Άρχισε να εργάζεται στις οικοδομικές εργασίες του θείου του.
4. Δεν διέπραξε άλλο παρόμοιο αδίκημα.
Ως αποτέλεσμα της αναστολής εκτέλεσης των πιο πάνω ποινών το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε διάφορες ποινές προστίμου, που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των £1.600.
Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την απόφαση αναφορικά με τις επιβληθείσες ποινές υποστηρίζοντας ότι το πρωτόδικο Δικαστήρο λανθασμένα διέταξε την αναστολή τους αφού η περίπτωση του εφεσίβλητου δεν συνιστούσε «εξαιρετικές περιστάσεις».
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αναστείλει ποινή φυλάκισης αλλά μέσα σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να αποκλείεται ο συσχετισμός της επιβολής της ποινής φυλάκισης με τη δυνατότητα αναστολής, αφού πρόκειται για δύο ξεχωριστά θέματα.
2. Τα περιστατικά του αδικήματος και οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου πρέπει να είναι ασυνήθιστες και όχι απλά μετριαστικά περιστατικά για να συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν αναστολή της ποινής.
3. Από τη σχετική νομολογία διαπιστώνεται ότι τα Δικαστήρια επιδεικνύουν μια ιδιαίτερη ευαισθησία στην αναστολή ποινής φυλάκισης σε περιπτώσεις όπου εμπλέκεται η φροντίδα ανηλίκων, όταν η ενδεχόμενη απουσία ενός εκ των γονέων δυνατό να επηρεάσει δυσμενώς τη μελλοντική διαμόρφωση του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς των ανηλίκων.
Επιπρόσθετα η επίδειξη φροντίδας και αφοσίωσης σε ένα στενό συγγενικό πρόσωπο που πάσχει από μια σοβαρή ασθένεια μπορεί να επενεργήσει ευνοϊκά υπέρ της αναστολής της ποινής.
4. Η προσπάθεια απεξάρτησης από τη χρήση ναρκωτικών σε συνδυασμό με την εθελοντική υποβολή του κατηγορουμένου σε θεραπεία για τον έλεγχο της αντικοινωνικής του συμπεριφοράς, κρίθηκε ότι δεν μπορούσαν να θεωρηθούν από μόνες τους εξαιρετικές περιστάσεις.
5. Η σοβαρότητα του αδικήματος σε συνδυασμό με τη θέση που κατέχει ο κατηγορούμενος, μπορεί να υπερισχύσει των πολύ σοβαρών και οικογενειακών του περιστάσεων.
6. Στην παρούσα υπόθεση, ούτε τα προσωπικά περιστατικά του εφεσίβλητου αλλά ούτε και τα περιστατικά των αδικημάτων δεν συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αναστολή της ποινής.
Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε η άμεση ενεργοποίηση των ποινών φυλάκισης. Οι ποινές προστίμου ακυρώθηκαν.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Λιασίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 94,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 1,
Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240,
John McDougal Cameron [1993] 14 Cr. App. R. (S.) 801,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Βασιλείου (2003) 2 Α.Α.Δ. 21,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη και Άλλης (2001) 2 Α.Α.Δ. 617,
Julie Ann French [1994] 15 Cr. App. R. (S.) 194,
Elaine Edney [1994] 15 Cr. App. R. (S.) 889,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Στυλιανού (2001) 2 Α.Α.Δ. 55,
R. v. Okinikan [1993] 14 cr. App. R. (S.) 453,
Βασιλείου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας και Άλλων (1999) 2 Α.Α.Δ. 583,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (άλλως Μαλέκκου) (2003) 2 Α.Α.Δ. 50,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου, Ποινική Έφεση 7253, ημερ. 3.10.2002,
James Lowery [1993] 14 Cr. App. R. (S.) 485.
Έφεση εναντίον Αναστολής Ποινής.
Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 3658/2001) ημερ. 26/4/2002, με την οποία στον κατηγορούμενο, ο οποίος βρέθηκε ένοχος σε έξι κατηγορίες, οι οποίες αφορούσαν στην καλλιέργεια, κατοχή, προμήθεια και κάπνισμα ναρκωτικών ουσιών, κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου (Ν. 29/77) όπως τροποποιήθηκε, επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 8 μηνών (στην 1η κατηγορία), 5 μηνών (στη 2η κατηγορία), 14 μηνών (στην 4η κατηγορία), 5 μηνών (στην 5η κατηγορία) και 6 μηνών (στην 6η κατηγορία) οι οποίες όμως στη συνέχεια αναστάληκαν λόγω προσωπικών του περιστάσεων και του επιβλήθηκαν ποινές προστίμου ύψους £1.600,- ως ποινών έκδηλα ανεπαρκών.
Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Καλλής, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση ο Γενικός Εισαγγελέας ζητά την ενεργοποίηση των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν στον εφεσίβλητο σε κατηγορίες για καλλιέργεια, κατοχή, προμήθεια και κάπνισμα ναρκωτικών ουσιών, οι οποίες ακολούθως αναστάληκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου (αρ. 95/72).
(α) Τα γεγονότα και η πρωτόδικη απόφαση
Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος κατόπιν δικής του παραδοχής στις πιο κάτω έξι κατηγορίες:
(1) Καλλιέργεια φυτών κάνναβης (κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 7(1)(α)(2), 30, 31 και 31Α του Πρώτου Πίνακα του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου αρ. 29/77, όπως έχει τροποποιηθεί από τους Νόμους 67/83 και 20(1)/92),
(2) Παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου (κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 6(1)(2), 24, 30, 31 και 31Α του Νόμου 29/77, όπως έχει τροποποιηθεί),
(3) Κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου (κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 5(1)(β), 6(1)(3), 30, 31 και 31Α του Νόμου 29/77, όπως έχει τροποποιηθεί),
(4) Προμήθειας ελεγχόμενου φαρμάκου (κατά παράβαση των άρθρων 2, 3, 5(1)(β)(2)(α), 24, 30 και 31Α του Νόμου 29/77, όπως έχει τροποποιηθεί),
(5) Καπνίσματος φυτού κάνναβης (κατά παράβαση των άρθρων 10(α) 24(1), 30 και 31 του Νόμου 29/77, όπως έχει τροποποιηθεί), και
(6) Αντίστασης κατά νόμιμης σύλληψης (κατά παράβαση του άρθρου 244(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154).
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης οι μάρτυρες κατηγορίας ΜΚ1 και ΜΚ2 που ήταν αστυνομικοί και υπηρετούσαν στην Υπηρεσία Δίωξης Ναρκωτικών, κατόπιν πληροφορίας ότι ο εφεσίβλητος κατείχε μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών, στάθμευσαν με το όχημα τους που δεν είχε τα διακριτικά σημεία της αστυνομίας, έξω από το σπίτι του στον Άγιο Αθανάσιο της επαρχίας Λεμεσού, φορώντας πολιτικά ρούχα. Γύρω στις 5.25 μ.μ. ο εφεσίβλητος τους προσέγγισε και ζήτησε να μάθει ποιός ήταν ο λόγος της επίσκεψης τους σε εκείνο το μέρος. Ακολούθησε μια συζήτηση και μετά από λίγα λεπτά ο εφεσίβλητος τους πρότεινε να τους πωλήσει 15 γραμμάρια κάνναβης έναντι του ποσού των £70. Όταν οι μάρτυρες δέχθηκαν, ο εφεσίβλητος μπήκε στο σπίτι του και μετά από λίγα λεπτά επέστρεψε κρατώντας ένα μικρό κυλινδρικό δοχείο. Οι δύο μάρτυρες βγήκαν έξω από το αυτοκίνητο και στάθηκαν στο πίσω μέρος του οχήματος όπου ο εφεσίβλητος τους έδωσε το δοχείο. Ο ΜΚ1 αφού το τρύπησε και διαπίστωσε ότι περιείχε ξηρή φυτική ύλη που έμοιαζε με κάνναβη, του έδειξε την αστυνομική του ταυτότητα και τον πληροφόρησε ότι βρισκόταν υπό σύλληψη. Ο εφεσίβλητος αντέδρασε φωνάζοντας και χρησιμοποιώντας τόσο τα χέρια του όσο και τα πόδια του προσπάθησε να αποφύγει τη σύλληψη. Οι αστυνομικοί κατόρθωσαν να τον ακινητοποιήσουν και ακολούθως τον μετέφεραν στην Αστυνομική Διεύθυνση Λεμεσού. Κατόπιν έρευνας στο σπίτι του εφεσιβλήτου βρέθηκε ένα χειροποίητο τσιγάρο που περιείχε ξηρή φυτική κάνναβη όπως επίσης και ξηρή φυτική κάνναβη βάρους 14.2293 γραμμαρίων και μια ζυγαριά ακριβείας χρώματος μαύρου. Όταν ο εφεσίβλητος πληροφορήθηκε ότι θα καταγγελθεί απάντησε, "είναι δικά μου". Ακολούθως προέβηκε σε θεληματική κατάθεση με την οποία παραδέχθηκε ότι είναι χρήστης ναρκωτικών από το 1994, ότι ήταν η πέμπτη κατηγορία που αντιμετώπιζε, ότι είχε καλλιεργήσει ο ίδιος ένα φυτό κάνναβης από το οποίο πήρε 125 γραμμάρια κάνναβης και αφού κάπνισε μια ποσότητα αποπειράθηκε να πωλήσει το υπόλοιπο στους δύο μάρτυρες.
Ο εφεσίβλητος είχε δύο προηγούμενες καταδίκες. Το 1998 καταδικάστηκε σε συνολικό πρόστιμο £600 για παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου, κατοχή σκεύους προσαρμοσμένου για χρήση ναρκωτικών και καπνίσματος κάνναβης και το 2000 σε συντρέχουσες φυλακίσεις 4 μηνών για κατηγορίες παράνομης κατοχής και καπνίσματος κάνναβης (αφού λήφθηκαν υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής δύο παραδοχές του σε δύο διαφορετικές ποινικές υποθέσεις για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσίβλητο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 8 μηνών (στην 1η κατηγορία), 5 μηνών (στη 2η κατηγορία), 14 μηνών (στην 4η κατηγορία), 5 μηνών (στην 5η κατηγορία) και 6 μηνών (στην 6η κατηγορία). Στην 3η κατηγορία δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή αφού τα γεγονότα ήταν τα ίδια με εκείνα της τέταρτης κατηγορίας. Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο υπήρχαν "εξαιρετικές περιστάσεις" μέσα στα πλαίσια του περί Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου (αρ. 95/72) που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τις πιο πάνω ποινές φυλάκισης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσιβλήτου και ότι η περίπτωση του "δεν καταχωρείται στις υποθέσεις που αφορά εμπόρους ναρκωτικών", κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι ποινές φυλάκισης θα μπορούσαν να ανασταλούν γιατί,
(i) Ο εφεσίβλητος άρχισε θεραπεία αποτοξίνωσης στη θεραπευτική μονάδα "Η Τόλμη",
(ii) Είχε αρραβωνιαστεί τρεις μήνες πριν από την επιβολή της ποινής,
(iii) Άρχισε να εργάζεται στις οικοδομικές εργασίες του θείου του, και
(iv) Δεν διέπραξε μετά από τα αδικήματα της παρούσας υπόθεσης οποιοδήποτε άλλο ή παρόμοιο αδίκημα.
Ως αποτέλεσμα της αναστολής εκτέλεσης των πιο πάνω ποινών το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε διάφορες ποινές προστίμου, που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των £1.600.
(β) Η έφεση
Με την παρούσα έφεση ο Γενικός Εισαγγελέας ισχυρίζεται ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν είναι έκδηλα ανεπαρκείς. Πιο συγκεκριμένα υποβάλλεται η εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα εφάρμοσε τις αρχές αναφορικά με την αναστολή μιας ποινής φυλάκισης, ισχυριζόμενος ότι η περίπτωση του εφεσιβλήτου δεν μπορούσε να ενταχθεί μέσα στην έννοια των "εξαιρετικών περιστάσεων" που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αναστολή των ποινών.
Το άρθρο 3(1) και (2) του περί της Υφ' Ορον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/72), όπως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 41(Ι)/97, προνοεί ότι,
"(1) Οσάκις Δικαστήριον επιβάλλη ποινήν φυλακίσεως μή υπερβαίνουσαν τα δύο έτη, τούτο δύναται να διατάξη όπως η ποινή μή εκτελεσθή εκτός εάν, διαρκούσης της εν τω διατάγματι οριζομένης τριετούς περιόδου από της ημέρας της εκδόσεως του διατάγματος (εν τω παρόντι Νόμω αναφερομένης ως «περίοδος εφαρμογής του διατάγματος»), ο καταδικασθείς ήθελε διαπράξει έτερον αδίκημα τιμωρούμενον διά φυλακίσεως και μετά την τοιαύτην διάπραξιν αρμόδιον δικαστήριον ήθελε διατάξει συμφώνως προς το άρθρον 4 όπως η αρχική ποινή εκτελεσθή.
(2) Το Δικαστήριο δε διατάσσει αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλακίσεως εκτός αν έχει τη γνώμη ότι η έκδοση διατάγματος αναστολής δικαιολογείται από τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης ή τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου."
Από το περιεχόμενο των προνοιών του άρθρου 3(1) και (2) του Νόμου 95/72 εξυπακούεται ότι το Δικαστήριο προτού καταλήξει σε συμπέρασμα αναστολής εκτέλεσης μιας ποινής φυλάκισης θα πρέπει,
(α) Να εξετάσει όλα τα γεγονότα που έχουν παρουσιαστεί ενώπιόν του και από τις δύο πλευρές και να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης,
(β) Αν το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης τότε θα πρέπει να καθορίσει το ύψος της ποινής λαμβάνοντας υπόψη τη σοβαρότητα και τα περιστατικά του αδικήματος, όπως επίσης και τα ελαφρυντικά του κατηγορουμένου· και
(γ) Αν το ύψος της ποινής δεν υπερβαίνει τα δύο χρόνια τότε το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να εξετάσει το ερώτημα κατά πόσο η ποινή φυλάκισης μπορεί να ανασταλεί, έχοντας υπόψη τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης ή τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου.
Οι πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες εξετάστηκαν σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου τονίστηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να αναστείλει μια ποινή φυλάκισης αλλά μέσα σε αυτά τα πλαίσια πρέπει να αποκλείεται ο συσχετισμός της επιβολής της ποινής φυλάκισης με τη δυνατότητα αναστολής, αφού τα δύο θέματα είναι ξεχωριστά. Η αναστολή μιας ποινής φυλάκισης δεν μπορεί να προβάλλεται ως εναλλακτικό μέτρο τιμωρίας του κατηγορουμένου. (Βλ. Λιασίδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 94, Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρος (1996) 2 Α.Α.Δ. 303 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Θεοδώρου (1997) 2 Α.Α.Δ. 1.)
Μια προσεκτική εξέταση της νομολογίας όπως έχει διαμορφωθεί, αποδεικνύει ότι οι εξαιρετικές περιστάσεις που αναφέρονται στα περιστατικά του αδικήματος, όπως και στις προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου, πρέπει να είναι ασυνήθιστες και όχι απλά μετριαστικά περιστατικά. Οι προεκτάσεις του άρθρου 3(2) εξετάστηκαν στην υπόθεση Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240). Στην πιο πάνω υπόθεση ο εφεσείων ήταν Ελληνας υπήκοος, ηλικίας 42 χρόνων, παντρεμένος και εργαζόταν στη ξενοδοχειακή βιομηχανία. Κατόπιν έρευνας βρέθηκαν στη βεράντα του υπνοδωματίου του 0.094 γραμμάρια ρητίνης κάνναβης. Ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι τα ναρκωτικά ήταν δικά του, ότι κάπνιζε περιοδικά 1-2 φορές το χρόνο και ότι είχε πρόθεση να σταματήσει ολοσχερώς τη χρήση κάνναβης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο του επέβαλε συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 3 μηνών (για το αδίκημα της παράνομης κατοχής) και 2 μηνών (για το αδίκημα του καπνίσματος ελεγχόμενου φαρμάκου). Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση για τη μετατροπή της άμεσης ποινής φυλάκισης σε φυλάκιση με αναστολή, γιατί δεν υπήρχε οτιδήποτε τόσο στα περιστατικά του αδικήματος όσο και στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντος, που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αναστολή της ποινής. Στη σχετική απόφαση τονίστηκε ότι η δυνατότητα αναστολής μιας ποινής φυλάκισης μετά την τροποποίηση που επέφερε ο Νόμος 41(Ι)/97 έχει περιοριστεί και έχει καταστεί ανελαστική. Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το πιο κάτω απόσπασμα από την πιο πάνω υπόθεση, που καθορίζει την εμβέλεια των "εξαιρετικών περιστάσεων" που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αναστολή μιας ποινής φυλάκισης. Όπως τονίστηκε σχετικά από τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Γ. Πική στην υπόθεση Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240, (249),
"Παρόλο που η αγγλική νομοθεσία* δεν αναφέρεται ειδικά, όπως η κυπριακή, στις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, έχει γίνει δεκτό ότι τα περιστατικά της υπόθεσης περιλαμβάνουν και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου - (βλ. μεταξύ άλλων, R. v. Cameron [1993] 14 Cr. App. R.(S) 801 και R. v. Edney [1994] 15 Cr. App.R.(S) 889).
Η αγγλική νομολογία υποστηρίζει ότι η αναστολή δικαιολογείται σε σπάνιες περιπτώσεις - (R. v. Okinikan [1992] 14 Cr. App. R.(S) 453).
Συνήθη μετριαστικά περιστατικά, αναγόμενα είτε στα περιστατικά του εγκλήματος ή στις περιστάσεις του παραβάτη, δεν αποτελούν εξαιρετικές αλλά συνήθεις περιστάσεις. Καθοδήγηση για τις περιστάσεις, που μπορεί να χαρακτηριστούν "εξαιρετικές", μπορεί να αντληθεί και από την πρόσφατη απόφαση στην Αγαθαγγέλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1998) 3 Α.Α.Δ. 369, στην οποία η Ολομέλεια ασχολήθηκε με το νοηματικό περιεχόμενο του όρου "εξαιρετικές περιστάσεις". Το γεγονός ότι το αντικείμενο των "εξαιρετικών περιστάσεων", σ' εκείνη την υπόθεση, ήταν διαφορετικό - (Κ. 27(4) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 90/90) - δεν αναιρεί τη σχετικότητα των λεχθέντων. Κατ' αρχήν, διαπιστώνεται ότι είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εξαντλητικά η σημασία και το πεδίο εφαρμογής του όρου "εξαιρετικές περιστάσεις". Διευκρινίστηκε, όμως ότι: "Κοινό παρονομαστή αποτελεί το ασύνηθες των περιστάσεων και ο ιδιάζων χαρακτήρας τους". Ο ίδιος παρονομαστής διέπει και τη διατύπωση της ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων, για τους σκοπούς αναστολής της ποινής. Οι περιστάσεις πρέπει να είναι ασυνήθεις και να προσιδιάζουν είτε στα περιστατικά της υπόθεσης, ή στις περιστάσεις του παραβάτη, ή σε συνδυασμό των δύο."
Από τη σχετική νομολογία διαπιστώνεται ότι τα Δικαστήρια επιδεικνύουν μια ιδιαίτερη ευαισθησία στην αναστολή μιας ποινής φυλάκισης σε περιπτώσεις όπου εμπλέκεται η φροντίδα ανηλίκων, όταν η ενδεχόμενη απουσία του πατέρα ή της μητέρας δυνατό να επηρεάσει δυσμενώς τη μελλοντική διαμόρφωση του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς των ανηλίκων.
Στην υπόθεση John McDougal Cameron [1993] 14 Cr. App. R. (S.) 801, ο κατηγορούμενος συζούσε με μια κοπέλα με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, ηλικίας 6 και 3 χρόνων. Μαζί τους διέμενε και ένα τρίτο παιδί ηλικίας 6 χρόνων, που δεν ήταν γιός του κατηγορουμένου. Λόγω σοβαρής ασθένειας της μητέρας η φροντίδα των παιδιών δόθηκε στον κατηγορούμενο, ο οποίος όμως σε μια περίπτωση χαστούκισε δυνατά τρεις φορές τον ανήλικο (που δεν ήταν γιός του), προκαλώντας του ελαφρά τραύματα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο σε 12 μήνες φυλάκιση. Το Ποινικό Εφετείο αποφάνθηκε ότι η επανένωση του κατηγορουμένου με τα τρία παιδιά που δεν είχαν άλλη φροντίδα, κάτω από τη διαρκή επιτήρηση υπευθύνων του Δημοτικού Συμβουλίου, μπορούσε να θεωρηθεί ως "εξαιρετική περίπτωση" για την αναστολή της ποινής.
Μέσα στα ίδια πλαίσια η ύπαρξη τεσσάρων ανήλικων παιδιών και η σοβαρή προσπάθεια απεξάρτησης του εφεσιβλήτου από τα ναρκωτικά με την παροχή ψυχολογικής υποστήριξης από το Γραφείο Ευημερίας, που οδήγησε στην αφοσίωση του καταδικασθέντος στην υποστήριξη της οικογένειας του, κρίθηκαν ως εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν την αναστολή συντρεχουσών ποινών φυλάκισης οχτώ και πέντε μηνών για καλλιέργεια φυτού κάνναβης και κατοχής 0.454 γραμμαρίων κάνναβης για ιδιωτική χρήση. (Γενικός Εισαγγελέας ν. Βασίλη Βασιλείου (2003) 2 Α.Α.Δ. 21.)
Τα επακόλουθα της ύπαρξης ανηλίκου με σοβαρό πρόβλημα υγείας στην εξέταση της αναβολής μιας ποινής φυλάκισης, εξετάστηκαν στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Ανδρέα Πεγειώτη και Φωτεινής Ντούμα (2001) 2 Α.Α.Δ. 617, όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε ποινές φυλάκισης δύο μηνών στους δύο εφεσιβλήτους (σε κατηγορία διατήρησης οίκου ανοχής) και ποινές φυλάκισης τριών μηνών (σε κατηγορία αποζείν από κέρδη πορνείας). Οι ποινές θα συνέτρεχαν αλλά στην περίπτωση της β΄ εφεσίβλητης το πρωτόδικο Δικαστήριο μετέτρεψε τις ποινές φυλάκισης σε ποινές φυλάκισης με αναστολή. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι άνκαι δεν υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις που είχαν σχέση με την υπόθεση, εντούτοις υπήρχε ένα εξαιρετικό περιστατικό που σχετιζόταν με τη β΄ εφεσίβλητη. Τούτο ήταν η ασθένεια της βακτηριακής μηνιγγίτιδας από την οποία έπασχε ένα από τα τέσσερα ανήλικα παιδιά της. Λόγω της βλάβης που προκλήθηκε στις αρτηρίες του εγκεφάλου, έπρεπε να χορηγούνται στον ανήλικο χωρίς διακοπές αντισπασμωδικά φάρμακα, γιατί με τους σπασμούς θα μπορούσε να προκληθεί μόνιμη εγκεφαλική βλάβη. Η κατάσταση αυτή του ανηλίκου καθιστούσε την παρουσία της μητέρας κοντά στον ανήλικο απαραίτητη και μέσα σε αυτά τα πλαίσια κρίθηκε ότι εδικαιολογείτο η αναστολή της ποινής φυλάκισης της εφεσίβλητης.
Το γεγονός ότι η εφεσείουσα έπασχε από μια σοβαρή ασθένεια, η θεραπεία της οποίας θα πρέπει να συνεχισθεί μετά την καταδίκη της, είναι ένα σοβαρό στοιχείο που μπορεί να δικαιολογήσει την αναστολή της ποινής. Στην υπόθεση Julie Ann French [1994] 15 Cr. App. R. (S.) 194, η εφεσείουσα έδωσε το όχημα της σε ένα συνεργό, ο οποίος αφού του άλλαξε την εμφάνιση το πώλησε σε ένα τρίτο πρόσωπο. Η εφεσείουσα κατάγγειλε στην Αστυνομία ότι το αυτοκίνητο της είχε κλαπεί. Η ασφαλιστική εταιρεία της εφεσείουσας κατέβαλε στην εφεσείουσα £1.500 και εξόφλησε το υπόλοιπο της ενοικιαγοράς που ανερχόταν σε £4.000. Μετά την ανακάλυψη της απάτης το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε την εφεσείουσα σε φυλάκιση 6 μηνών. Το Ποινικό Εφετείο άνκαι δέχθηκε ότι το αδίκημα της εξασφάλισης περιουσίας με απάτη ήταν αρκετά σοβαρό, εντούτοις αποφάσισε να αναστείλει την ποινή γιατί η εφεσείουσα, που υπέφερε από κατάθλιψη πριν από τη διάπραξη του αδικήματος, εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό θεραπεία και η κατάσταση της θα επιδεινωνόταν αν καταδικαζόταν σε άμεση φυλάκιση. Ο λόγος αυτός μπορούσε να θεωρηθεί ως "εξαιρετική περίσταση" που δικαιολογούσε την αναστολή της ποινής. Όπως σημειώθηκε στη σχετική απόφαση,
"There are exceptional circumstances here which justify the Court in suspending the sentence, which was in this case inevitable. "Exceptional circumstances" is a phrase which is constantly used at the Bar, usually without justification. In this case, because of the unusual background of this young woman, we think that the expression in the statute is met. In those circumstances, we would suspend the sentence that was imposed."
Σε μετάφραση,
"Υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις εδώ που θα δικαιολογούσαν ένα Δικαστήριο να αναστείλει την ποινή, που στην παρούσα περίπτωση ήταν αναπόφευκτο. "Εξαιρετικές περιστάσεις" είναι μια φράση που χρησιμοποιείται συχνά από τους δικηγόρους, συνήθως αναιτιολόγητα. Σε αυτή την περίπτωση, λόγω των ασυνήθιστων περιστατικών αυτής της νεαρής κοπέλας, πιστεύουμε ότι η νομική έκφραση έχει στοιχειοθετηθεί. Μέσα σε αυτά τα περιστατικά, θα αναστείλουμε την ποινή που επιβλήθηκε."
Επιπρόσθετα η επίδειξη φροντίδας και αφοσίωσης σε ένα στενό συγγενικό πρόσωπο που πάσχει ή υποφέρει από μια σοβαρή ασθένεια μπορεί να επενεργήσουν ευνοϊκά υπέρ της αναστολής της ποινής. Στην υπόθεση Elaine Edney [1994] 15 Cr. App. R. (S.) 889, η κατηγορουμένη καταδικάστηκε σε φυλάκιση 18 μηνών αφού βρέθηκε ένοχη σε εννιά κατηγορίες κλοπής και μιας πλαστογραφίας. Η κατηγορουμένη που ζούσε με την ηλικιωμένη μητέρα της (που της είχε αποκοπεί το ένα πόδι και υπέφερε από αρθρίτιδα και καρδιακά προβλήματα), απέσυρε από τον τραπεζικό λογαριασμό της μητέρας της κατόπιν πλαστογραφίας ένα συνολικό ποσό £37.000, μέρος του οποίου εξόδευσε για τις ανάγκες της μητέρας της. Η κατηγορουμένη είχε αναλάβει προσωπικά τη φροντίδα της μητέρας της εκτελώντας μέσα σε αυτά τα πλαίσια πολλά και δύσκολα καθήκοντα. Τα αδικήματα αποκαλύφθηκαν μετά το θάνατο της μητέρας. Το Ποινικό Εφετείο αποφάνθηκε ότι άνκαι τα αδικήματα ήταν αρκετά σοβαρά, εντούτοις η αφοσίωση που επέδειξε η εφεσείουσα για τις ανάγκες της μητέρας της και ο υποβιβασμός του επιπέδου της δικής της ζωής σε σχέση με τις απαιτήσεις της ζωής της μητέρας της για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορούσαν να θεωρηθούν σαν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν την αναστολή της ποινής.
Μέσα στα ίδια πλαίσια στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Μαρίας Γ. Στυλιανού (2001) 2 Α.Α.Δ. 55, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ορθά θεωρήθηκαν ως εξαιρετικές περιστάσεις (α) η συναισθηματική φόρτιση της εφεσίβλητης να βοηθήσει το θείο της προς τον οποίο έτρεφε αισθήματα αφοσίωσης και ήταν σοβαρά άρρωστος, διαπράττοντας αδικήματα κλοπής, πλαστογραφίας και κυκλοφορίας επιταγών και (β) η επιστροφή εκ μέρους της στο ακέραιο των χρημάτων που είχε καταχραστεί.
Όμως έχει νομολογιακά καθορισθεί ότι ελαφρυντικά στοιχεία που ανάγονται στη διάπραξη του αδικήματος και στα προσωπικά περιστατικά του κατηγορουμένου δεν μπορούν να εξισωθούν με "εξαιρετικές περιστάσεις", σε βαθμό που θα δικαιολογούσαν την αναστολή μιας ποινής φυλάκισης. Στην Αγγλική υπόθεση R. v. Okinikan [1993] 14 Cr. App. R. (S.) 453, τονίστηκε ότι τα ελαφρυντικά στοιχεία του καλού χαρακτήρα, του νεαρού της ηλικίας και της παραδοχής ενοχής στα πρώτα στάδια της εκδίκασης μιας ποινικής υπόθεσης, είτε από μόνα τους είτε σε συνδυασμό, δεν μπορούν να θεωρηθούν σαν εξαιρετικές περιστάσεις και τούτο γιατί αποτελούν κοινά χαρακτηριστικά πολλών ποινικών υποθέσεων που εξετάζονται στα αρχικά στάδια της επιλογής του είδους και της έκτασης της ποινής.
Στην Κύπρο το θέμα εξετάστηκε στις υποθέσεις Βασιλείου και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 583, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην δεχθεί την καθυστερημένη παραδοχή του εφεσείοντος μετά από μερική ακρόαση και την υπόσχεση του να σταματήσει τη χρήση ναρκωτικών σαν εξαιρετικές περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν την αναστολή των ποινών φυλάκισης, ήταν ορθή.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χρυσόστομου Ματθαίου (άλλως Μαλέκκου) (2003) 2 Α.Α.Δ. 50, ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε ενοχή σε 8 κατηγορίες, που αφορούσαν πλαστογραφία δύο επιταγών αξίας £250 και £310, κυκλοφορίας πλαστών επιταγών και απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη δύο άλλες υποθέσεις που εκκρεμούσαν εναντίον του εφεσιβλήτου (που αφορούσαν απόδραση από νόμιμη κράτηση και απόκτηση περιουσίας με απειλές), του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 6 μηνών (στις κατηγορίες πλαστογραφίας και κυκλοφορίας) και 2 μηνών (στις υπόλοιπες κατηγορίες). Ακολούθως το Δικαστήριο προχώρησε στην αναστολή της ποινής φυλάκισης γιατί θεώρησε σαν εξαιρετικές περιστάσεις το νεαρό της ηλικίας του εφεσιβλήτου, το λευκό του ποινικό μητρώο, τα σχετικά μικρά ποσά, την αποζημίωση των θυμάτων, τα δύσκολα παιδικά του χρόνια και τον αρραβώνα του με κοπέλα από την Ελλάδα. Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού σημείωσε ότι "η λέξη "εξαιρετικές" συνεπάγεται περιστάσεις ασυνήθιστες, που μπορεί να συμπλέκονται είτε σωρευτικά με τις συνθήκες της υπόθεσης και/ή εκείνες του παραβάτη, είτε διαζευκτικά με οποιεσδήποτε από αυτές", το συνολικό άθροισμα στην προκείμενη περίπτωση δεν δημιουργούσε εξαιρετικές περιστάσεις. Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού τόνισε ότι η έκδοση και κυκλοφορία επιταγών αποτελεί το θεμέλιο της εμπορικής και της γενικότερης οικονομικής ζωής και η διαχρονικά νομολογιακή πολιτική επιβάλλει την τιμωρία του δράστη με ουσιαστική και άμεση ποινή φυλάκισης, ακύρωσε το διάταγμα της αναστολής και διέταξε την άμεση φυλάκιση που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο από την ημέρα έκδοσης της απόφασης της έφεσης.
Η προσπάθεια απεξάρτησης από τη χρήση ναρκωτικών σε συνδυασμό με την εθελοντική υποβολή του κατηγορουμένου σε θεραπεία για τον έλεγχο της αντικοινωνικής του συμπεριφοράς, κρίθηκε ότι δεν μπορούσαν να θεωρηθούν από μόνες τους σαν εξαιρετικές περιστάσεις. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αναστάσιου Γεωργίου (Ποινική Έφεση 7253 της 3/10/2002) ο εφεσείων επιτέθηκε και κτύπησε δύο φορές, μέσα σε διάστημα 45 ημερών, τη σύζυγο του μέσα στο γραφείο όπου αυτή εργαζόταν. Την πρώτη φορά την άρπαξε από τα μαλλιά και την κτύπησε στο πρόσωπο με αποτέλεσμα από την πτώση της στο έδαφος να υποστεί κάταγμα και μετατόπιση του μικρού δακτύλου του δεξιού χεριού. Παρά την πρόσαψη εναντίον του ποινικής κατηγορίας, ο εφεσείων μετά 45 μέρες επιτέθηκε ξανά εναντίον της συζύγου του στο γραφείο της γρονθοκοπώντας την στον πρόσωπο με αποτέλεσμα να αρχίσει να αιμορραγεί η μύτη της. Ακολούθως αφού την άρπαξε από τα μαλλιά την μετέφερε στο πίσω μέρος του γραφείου και κτύπησε την κεφαλή της πάνω στη σκάλα, δίνοντας της στη συνέχεια μια γροθιά στο πρόσωπο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δώδεκα μηνών για το κάθε ένα αδίκημα, αλλά ανέστειλε την ποινή γιατί ο εφεσίβλητος υπέβαλε τον εαυτό του σε απεξάρτηση από ναρκωτικά και δέχθηκε θεραπεία για την ενίσχυση των μηχανισμών αυτοελέγχου του. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι πιο πάνω λόγοι δεν μπορούσαν να αιτιολογήσουν την αναστολή της ποινής φυλάκισης.
Έχει επίσης τονισθεί ότι η σοβαρότητα του αδικήματος σε συνδυασμό με τη θέση που κατέχει ο παραβάτης, μπορεί να υπερισχύσει των πολύ σοβαρών προσωπικών και οικογενειακών περιστάσεων του κατηγορουμένου. Στην υπόθεση James Lowery [1993] 14 Cr. App.R. (S.) 485, ο κατηγορούμενος, που ήταν αξιωματικός της Αστυνομίας για 20 χρόνια, καταχράσθηκε ένα συνολικό ποσό £1.506 που είχε εισπράξει υπό τύπο προστίμων. Ο κατηγορούμενος είχε δύο ανήλικες θυγατέρες και η γυναίκα του, σαν αποτέλεσμα νευρολογικών προβλημάτων, μπορούσε να κινείται μέσα στο σπίτι χρησιμοποιώντας μπαστούνι και έξω από το σπίτι με αναπηρικό καροτσάκι. Ο κατηγορούμενος δεν είχε τα οικονομικά μέσα για να προβεί σε εσωτερικές διαρρυθμίσεις του σπιτιού για να μπορεί να κινείται πιο ελεύθερα η γυναίκα του, σύμφωνα με τις οδηγίες του Γραφείου Ευημερίας. Ο κατηγορούμενος καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 3 μηνών, απολύθηκε από την εργασία του, έχασε το δικαίωμα να διαμένει μέσα στο σπίτι που ανήκε στην Αστυνομία και θα άρχιζε να παίρνει τη σύνταξη του όταν θα γινόταν 60 χρόνων. Αποπειράθηκε χωρίς επιτυχία δύο φορές να θέσει τέρμα στη ζωή του και έπρεπε να βρίσκεται κάτω από συνεχή ψυχιατρική παρακολούθηση. Το Ποινικό Εφετείο αφού σημείωσε ότι η συμπεριφορά του κατηγορουμένου συνιστούσε μια σοβαρή παραβίαση εμπιστοσύνης από ένα αξιωματικό της Αστυνομίας μέσα στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων του, αποφάνθηκε ότι οι τόσο σοβαρές προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου δεν μπορούσαν να θεωρηθούν σαν "εξαιρετικές περιστάσεις" για να δικαιολογήσουν την αναστολή της ποινής φυλάκισης.
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά τους λόγους που προβλήθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο για την αναστολή της ποινής φυλάκισης και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε ασύνηθες είτε στα προσωπικά περιστατικά του εφεσιβλήτου είτε στα περιστατικά των αδικημάτων που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αναστολή της ποινής. Ο όρος "εξαιρετικές περιστάσεις" εξυπακούει την ύπαρξη ασύνηθων περιστάσεων σε αντιδιαστολή με συνήθη γεγονότα που μπορούν να έχουν το χαρακτήρα ελαφρυντικών στοιχείων. Στην παρούσα περίπτωση οι λόγοι που προβλήθηκαν εκ μέρους του εφεσείοντος (δηλαδή η έναρξη θεραπείας αποτοξίνωσης, ο αρραβώνας του, η εξεύρεση εργασίας και η μη διάπραξη άλλων αδικημάτων), αποτελούν κοινά χαρακτηριστικά ελαφρυντικών στοιχείων που θα μπορούσαν να αξιολογηθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο τόσο στο αρχικό στάδιο της επιλογής όσο και στο στάδιο του ύψους των ποινών που θα επιβάλλονταν.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η αναστολή της ποινής παραμερίζεται. Οι ποινές φυλάκισης που έχουν επιβληθεί πρωτόδικα και θα συντρέχουν ενεργοποιούνται από σήμερα. Έχοντας υπόψη τον παραμερισμό της αναστολής, οι διάφορες ποινές προστίμου που έχουν επιβληθεί ακυρώνονται.
Η έφεση επιτυγχάνει. Διατάσσεται η άμεση ενεργοποίηση των ποινών φυλάκισης. Οι ποινές προστίμου ακυρώνονται.