ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 2 ΑΑΔ 534

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 7403)

27 Νοεμβρίου, 2003

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στες]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΕΛΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσίβλητης.

_________

Ε. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Καζαντζής, για την Εφεσίβλητη.

Η εφεσίβλητη είναι παρούσα.

_________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ.: Εναντίον της εφεσίβλητης εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διάταγμα κηδεμονίας για περίοδο ενός έτους, με όρο να ακολουθήσει ειδική θεραπευτική αγωγή και να συμμορφώνεται με τις υποδείξεις και απαιτήσεις του επιτηρούντος κηδεμονευτικού λειτουργού.

Αντιμετώπιζε κατηγορίες για κατ΄ επανάληψη επιθέσεις με πραγματική σωματική βλάβη εναντίον της ανήλικης θυγατέρας της ΄Αντρης. Είχε επίσης κατηγορηθεί για κοινή επίθεση, καθώς και για συμπεριφορά με την οποία προκλήθηκε άμεση ψυχική βλάβη στο ίδιο μέλος της οικογένειάς της, κατά παράβαση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, Ν.119(1)/00. Ο σύζυγός της που αντιμετώπιζε παρόμοιες κατηγορίες αθωώθηκε στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Εναντίον της επιβληθείσας ποινής ασκήθηκε έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα.

Τα γεγονότα της υπόθεσης συγκλονίζουν. Η συμπεριφορά της εφεσίβλητης προς τη θυγατέρα της δεν ήταν απλώς σκληρή, ήταν βάναυση και απάνθρωπη. Την κακοποιούσε, τόσο σωματικά, όσο και ψυχολογικά, κατ΄ εξακολούθηση και για πολλά χρόνια. Η κακοποίηση εκτεινόταν κατά πολύ εκτός των ορίων της απλής χειροδικίας. Δεν οφειλόταν σε στιγμιαίες εκρήξεις θυμού. ΄Ηταν συστηματική και συνειδητή. Χαρακτηριστικά μπορεί να αναφερθεί, και η κακοποίηση δεν τελειώνει σ΄ αυτά που θα αναφέρουμε, ότι ποτέ η εφεσίβλητη δεν φώναξε την κόρη της με το όνομά της, αλλά την αποκαλούσε με διάφορα υβριστικά ονόματα ή απευθυνόταν σ΄ αυτή μέσω της αδελφής της. Ακόμα, την γρονθοκοπούσε και την κλωτσούσε, τόσο στα πόδια, όσο και στο κεφάλι. Την δάγκωνε και την κτυπούσε με ξύλινο κουτάλι ή με μεταλλικό κοντάρι σκούπας, σε σημείο που αυτό στράβωνε.

Δεν έφταναν όμως όλα αυτά, δεν την άφηνε να τρώει με την υπόλοιπη οικογένεια, κλείδωνε την κουζίνα, της απαγόρευε να παίξει με τις κούκλες της αδελφής της. ΄Οταν τα άλλα της παιδιά έβλεπαν τηλεόραση, η ΄Αντρη έπρεπε να κάθεται στα σκαλιά ή να εγκαταλείπει το δωμάτιο.

Ακόμα, ενώ από πολλού χρόνου πληροφορήθηκε από το σχολείο ότι η ΄Αντρη χρειαζόταν γυαλιά, δεν της επέτρεψε να αποκτήσει, γιατί, όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται, της έλεγε, «εσύ δεν χρειάζεται να θωρείς». Της απαγόρευε να διαβάζει για το σχολείο, της επέβαλλε καθημερινά να κάμνει όλες τις δουλειές στο σπίτι, ενώ συχνά, όταν ολόκληρη η οικογένεια πήγαινε κάπου, την άφηναν κλειδωμένη στο σπίτι. Της απαγορεύτηκε ακόμα να συμμετέχει σε σχολικούς αθλητικούς αγώνες.

Η εφεσίβλητη θεωρούσε την ΄Αντρη υπαίτια για ό,τι κακό συνέβαινε στην ίδια και την υπόλοιπη οικογένεια. Της απέδιδε ακόμα ευθύνη και για το θάνατο του παιδιού της που προήλθε από αυτοκινητιστικό δυστύχημα.

Τα αδικήματα που αντιμετωπίζει η εφεσίβλητη είναι σοβαρά. Ο Ποινικός Κώδικας και ο περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμος του 2000, Ν.119(Ι)/00, προβλέπουν ποινές φυλάκισης από 2 χρόνια, για την επίθεση, μέχρι 5 χρόνια, τόσο για επίθεση που προκαλεί πραγματική σωματική βλάβη, όσο και για συμπεριφορά που προκαλεί ψυχική βλάβη.

Η χρήση βίας πλήττει όχι μόνο τη σωματική ακεραιότητα του θύματος, αλλά καταρρακώνει την αξιοπρέπειά του (Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκαλλου, Ποιν. Εφ. 6981, ημερ. 27.2.2001). Στην παρούσα υπόθεση τα πιο πάνω ισχύουν στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Η κατ΄ εξακολούθηση συνειδητή άσκηση τόσο σωματικής, όσο και ψυχολογικής βίας, όχι μόνο προκαλούσε σωματικό πόνο στο θύμα, αλλά κυρίως εκμηδένιζε την προσωπικότητά του.

Η ιδιαίτερη αυστηρότητα με την οποία θα πρέπει να αντιμετωπίζεται η άσκηση βίας σε μέλος της οικογένειας κατηγορουμένου, τονίστηκε και στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου, Ποιν. Εφ. 7012, ημερ. 11.4.2001. Είναι αδιανόητο κάποιος να κακοποιείται στο οικογενειακό σπίτι που αποτελεί το καταφύγιό του και όπου θα έπρεπε να βρίσκει προστασία και στοργή.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης στο διάγραμμά του αναφέρει αριθμό λόγων που δικαιολογούν, κατά την άποψή του, την επιλογή του πρωτόδικου δικαστηρίου να θέσει την εφεσίβλητη υπό κηδεμονία. ΄Ενας από αυτούς είναι ότι η εφεσίβλητη δεν εξεδήλωσε βίαιη συμπεριφορά εναντίον άλλου μέλους της οικογένειάς της. Δεν βλέπουμε πως το επιχείρημα αυτό την βοηθά. Αντίθετα, η επιλεκτική κακοποίηση της ΄Αντρης επιβαρύνει τη θέση της, γιατί προδίδει τα κίνητρά της. Η κακοποίηση δεν είχε οποιανδήποτε σχέση με έστω και κακώς νοούμενη ή υπερβολική προσπάθεια της εφεσίβλητης να σωφρονίσει τα παιδιά της αλλά, αντίθετα, αποδεικνύεται ότι ήταν κακόβουλα εστιασμένη σε ένα μέλος της οικογένειας, το οποίο, για τους δικούς της σκοτεινούς λόγους, δεν ανεχόταν.

Ούτε το επιχείρημα ότι, αφού η ανήλικη έχει τώρα απομακρυνθεί, για λόγους προστασίας της, από το οικογενειακό της περιβάλλον, εξαλείφθηκε τελείως ο κίνδυνος επανάληψης της βίας, ευσταθεί. Η πρόληψη διάπραξης άλλων παρόμοιων αδικημάτων είναι βέβαια ένας από τους σκοπούς της ποινής, αλλά όχι και ο μόνος. Εξ άλλου, αυτό ενισχύει τους φόβους ότι αν η ανήλικη δεν απομακρυνόταν από το οικογενειακό σπίτι η εφεσίβλητη να συνέχιζε να την κακοποιεί.

Προβλήθηκε ακόμα ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στη γνώμη που εκφράζει το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο είχε ενώπιόν του τη μαρτυρία. Η αρχή αυτή είναι ορθή, αλλά ισχύει μόνο όταν το Εφετείο εξετάζει την πιθανότητα επέμβασής του στις διαπιστώσεις του δικαστηρίου επί των γεγονότων, όταν η έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης. Εδώ δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Προσβάλλεται το ύψος της ποινής. Οι αρχές που διέπουν το θέμα είναι άλλες. Το Εφετείο επεμβαίνει όπου η ανεπάρκεια της ποινής καταφαίνεται ως αντικειμενικό γεγονός (βλ. μεταξύ άλλων Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525 και Γεν. Εισαγγελέας ν. Τσαπετβάρη κ.α., Ποιν. Εφ. 6927 κ.α., ημερ. 15.6.2000). Και στην παρούσα περίπτωση η επιβληθείσα ποινή είναι αναντίρρητα ανεπαρκής.

Λαμβάνουμε υπ΄ όψιν όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και όλες τις προσωπικές περιστάσεις της εφεσίβλητης. Δεν μας διαφεύγει ότι είναι χαμηλής μόρφωσης και ότι η ίδια δεν είχε εύκολα παιδικά χρόνια. Σημειώνουμε ακόμα ότι είναι μητέρα πέντε ανήλικων παιδιών και ότι δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες. ΄Ομως, όλα αυτά δεν μπορούν να μας αποτρέψουν από το να εφαρμόσουμε τη νομοθεσία και να προσπαθήσουμε με τα δικά μας μέσα να συμβάλουμε στον περιορισμό της απαράδεκτης, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, βίας στην οικογένεια.

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η σκληρή συμπεριφορά της εφεσίβλητης, η οποία δεν έχει δείξει ουσιαστικά μεταμέλεια για την πράξη της, συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης διαδικασίας. ΄Αλλαξε την απάντησή της στις κατηγορίες και παραδέκτηκε ενοχή, μόνο αφού κατάθεσαν 16 μάρτυρες, μεταξύ των οποίων και το θύμα της. Δεν είναι χωρίς σημασία ο τρόπος με τον οποίο έγινε ο χειρισμός της υπόθεσης από τον ευπαίδευτο συνήγορό της και οι σκληρές και εν πολλοίς ειρωνικές ερωτήσεις που υποβλήθηκαν, όχι μόνο στο θύμα, αλλά και σε διάφορους λειτουργούς που κατέθεσαν στο δικαστήριο.

Πριν τελειώσουμε θα θέλαμε ακόμα να εκφράσουμε την απορία μας γιατί οι αρμόδιοι λειτουργοί της κοινωνικής μέριμνας, παρά τις επανειλημμένες προτροπές από διάφορους ειδικούς, όπως την κα Κυριακίδου, κλινική ψυχολόγο, παρέλειψαν για λόγους άγνωστους σε μας, να προστατέψουν αποτελεσματικά το δυστυχισμένο θύμα αυτής της κακοποίησης. Χαρακτηριστικά, αναφέρεται σε επιστολή της κας Κυριακίδου προς το Γενικό Εισαγγελέα, με κοινοποίηση στον Αρχηγό Αστυνομίας, τη Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και το Διευθυντή Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας, ότι γνώριζε την ΄Αντρη επαγγελματικά για αρκετά χρόνια, αφού αυτή την είχε επισκεφθεί επανειλημμένα για βοήθεια, ύστερα από επαναλαμβανόμενη σοβαρή σωματική κακοποίηση από τη μητέρα της. Η τελευταία φορά που την είχε δει ήταν εφτά χρόνια προηγουμένως. Επισυνάπτοντας τις παλιές της εκθέσεις η κα Κυριακίδου καταλήγει ότι ως επαγγελματίας θεωρεί αδιανόητο το γεγονός ότι συνεχιζόταν η βάναυση κακοποίησή της χωρίς, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της, να τύχει προστασίας. Η επιστολή τελειώνει με την έκφραση φόβων για αυτοκαταστροφικές τάσεις τις οποίες η ΄Αντρη μπορούσε να επιδείξει ως τη μόνη της διέξοδο, αν δεν εξασφαλιζόταν η μόνιμη προστασία και απομάκρυνσή της από το νοσηρό οικογενειακό της περιβάλλον.

Εν όψει όλων των πιο πάνω, δεν έχουμε άλλη επιλογή από του να επιβάλουμε στην εφεσίβλητη την ποινή της φυλάκισης. Στις κατηγορίες 1, 4 και 5 η εφεσίβλητη καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης ενός έτους και στις κατηγορίες 2 και 3, σε φυλάκιση 9 μηνών. Οι ποινές θα συντρέχουν και η έκτισή τους θα αρχίζει αμέσως. Στην επιμέτρηση της ποινής δείξαμε, εν όψει των προσωπικών και οικογενειακών της συνθηκών, όση επιείκεια μπορούσαμε.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η εφεσίβλητη καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης ως ανωτέρω.

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

Τ. Ηλιάδης, Δ.

Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο