ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 2 ΑΑΔ 207
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 7398)
21 Απριλίου, 2003
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΙΩΡΓΟΥΛΛΑ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσείουσα,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
- - - - - -
Γ. Λουκαΐδης,
για την Εφεσείουσα.Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για την Εφεσίβλητη.
- - - - - -
ΠΙΚΗΣ, Π.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής, Ρ. Γαβριηλίδης.- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.
: Στις 5.12.2001, περί τις 13.15, η εφεσείουσα οδηγούσε, με χαμηλή ταχύτητα, το αυτοκίνητό της υπ΄αριθμό ΕΕΤ375, στην οδό Καλαμών, στα Λειβάδια, της επαρχίας Λάρνακας. Ο καιρός ήταν αίθριος, η δε τροχαία κίνηση ανύπαρκτη. Στο πεζοδρόμιο, δεξιά σε σχέση με την πορεία της εφεσείουσας, μπροστά σε αρκετή απόσταση, περπατούσαν τέσσερα μικρά παιδιά τα οποία και είδε. Όταν η εφεσείουσα πλησίασε με το αυτοκίνητό της, και ενώ βρισκόταν σχεδόν δίπλα από τα παιδιά, ένα από αυτά, ο Σάββας Κεσσώφ, επτά χρονών, προσπάθησε να διασταυρώσει το δρόμο, οπότε η εφεσείουσα τον κτύπησε με το αυτοκίνητό της και τον τραυμάτισε. Αμέσως η εφεσείουσα φρέναρε, έστριψε το τιμόνι της αριστερά και σταμάτησε. Το πλάτος του δρόμου ήταν 3,55 μέτρα, το δε σημείο σύγκρουσης απείχε 1,30 μέτρα από το δεξιό πεζοδρόμιο.Η εφεσείουσα κατηγορήθηκε για αμελή οδήγηση κατά παράβαση των άρθρων 8 και 19(1)(4) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμων 86/72 έως 80(Ι)/2000, αλλά δεν παραδέχθηκε ενοχή.
Κατά την ακρόαση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, και αφού η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε μαρτυρία ως προς τα γεγονότα που αναφέραμε, το δε Δικαστήριο έκρινε ότι αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, η εφεσείουσα επέλεξε να μην καταθέσει ενόρκως. Δήλωσε, απλώς, από το εδώλιο του κατηγορουμένου, ότι υιοθετούσε το περιεχόμενο της κατάθεσής της στην Αστυνομία.
Το ουσιώδες απόσπασμα από την κατάθεσή της στην Αστυνομία είχε ως εξής:
"Όπως οδηγούσα το αυτοκίνητο μου με ταχύτητα πολύ χαμηλή είδα μπροστά μου σε αρκετή απόσταση τέσσερα περίπου μωρά που εσχολάναν από το σχολείο να περπατούν πάνω στο πεζοδρόμιο στη δεξιά μας πλευρά ως προς την κατεύθυνση. Όπως οδηγούσα κανονικά στο δρόμο και σε πολύ λίγη απόσταση από τα μωρά που περπατούσαν πάνω στο πεζοδρόμιο είδα ένα από αυτά να πετάσσεται μέσα στο δρόμο. Εγώ όπως σου είπα ήταν πολύ λίγη απόσταση μεταξύ μας σχεδόν δίπλα τους και δεν πρόλαβα να τον δω καν. Άκουσα το κτύπημα στο αυτοκίνητο, πάτησα αμέσως τα στόπερ τζιαι έκλωσα το τιμόνι μου αριστερά. Όπως έσσει ο δρόμος τζιαμέ είναι πολύ στενός γι΄αυτό το μισό αυτοκίνητο έππεσεν μέσα στο χωράφι."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε και αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, είπε τα ακόλουθα σε σχέση με την κατάθεση της εφεσείουσας:
"Δεν δέχομαι την θέση της Κατηγορουμένης ότι το παιδί πετάχτηκε μέσα στον δρόμο. Η κατάθεση της Τεκμήριο αρ. 3 περιέχει αντιφάσεις. Η Κατηγορούμενη στο Τεκμήριο αρ. 3 ανέφερε ότι αρχικά από αρκετή απόσταση μπροστά της είδε τέσσερα παιδάκια να περπατούν στο πεζοδρόμιο στα δεξιά της σε σχέση με την πορεία της. Ακολούθως όταν ήταν σχεδόν δίπλα της τα παιδιά, ένα από αυτά, το οποίο δεν είδε, πετάχτηκε μέσα στο δρόμο και συνεχίζει και λέει τότε ότι τότε άκουσε το κτύπημα στο όχημα της. Αφού ενώ λέγει ότι δεν το είδε το παιδί, ισχυρίζεται ότι αυτό πετάχτηκε στο δρόμο. Επίσης η μαρτυρία της δεν αντέχει στον έλεγχο της πραγματικής μαρτυρίας αφού η ίδια καθόρισε το σημείο Χ ως το σημείο της σύγκρουσης, το οποίο όμως απέχει 1,30 μ. από το δεξιό πεζοδρόμιο σε σχέση με την πορεία
Ακολούθως, βρήκε ένοχη την εφεσείουσα πάνω στη βάση ότι αυτή είχε "περιθώρια αποφυγής της σύγκρουσης" τα οποία, όμως, δεν εξάντλησε. "Είχε καθήκον να επιδείξει αυξημένη προσοχή και όφειλε να ελαττώσει την ταχύτητα της, να ηχήσει την σειρήνα της και να διατηρήσει την προσοχή της στραμμένη προς τον παραπονούμενο. (Βλ. Δαυίδ ν. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 169
)."Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Σύμφωνα με το δικηγόρο της εφεσείουσας, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η κατάθεση της εφεσείουσας "περιέχει αντιφάσεις" και, επίσης, ότι "η μαρτυρία της δεν αντέχει στον έλεγχο της πραγματικής μαρτυρίας" και εσφαλμένα κατέληξε ότι η εφεσείουσα επέδειξε αμέλεια.
Η έφεση ευσταθεί. Η εφεσείουσα δεν είπε στην κατάθεσή της ότι "όταν ήταν σχεδόν δίπλα της τα παιδιά, ένα από αυτά, το οποίο δεν είδε, πετάχτηκε μέσα στο δρόμο". Το αντίθετο είπε. Είπε "Όπως οδηγούσα κανονικά στο δρόμο και σε πολύ λίγη απόσταση από τα μωρά που περπατούσαν πάνω στο πεζοδρόμιο είδα ένα από αυτά να πετάσσεται μέσα στο δρόμο". Και πρόσθεσε ότι, λόγω της πολύ λίγης απόστασης που τους χώριζε, "δεν πρόλαβα να τον δω καν", υπονοώντας, όχι ότι δεν τον είδε, αλλά ότι, ως εκ της πολύ μικρής απόστασης, δεν πρόλαβε να αντιδράσει αποτελεσματικά στην κίνησή του προς το δρόμο. Επομένως, η αντίφαση την οποία διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο λέγοντας για την εφεσείουσα ότι "αφού ενώ έλεγε ότι δεν το είδε το παιδί, ισχυρίζεται ότι αυτό πετάχτηκε στο δρόμο" δεν υπάρχει. Εξάλλου, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν είδε το παιδί είναι εσφαλμένο και υπό το φως της πραγματικής μαρτυρίας. Σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα (Τεκμήριο 2) τα ίχνη τροχοπέδησης
του αυτοκινήτου της εφεσείουσας αρχίζουν πριν από το σημείο σύγκρουσης, πράγμα που σημαίνει ότι η εφεσείουσα φρέναρε πριν τη σύγκρουση μόλις είδε το παιδί "να πετάσσεται μέσα στο δρόμο". Δεν είναι, επίσης, ορθό το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία της εφεσείουσας δεν αντέχει στον έλεγχο της πραγματικής μαρτυρίας διότι το σημείο σύγκρουσης απείχε 1,30 μέτρα από το δεξιό πεζοδρόμιο σε σχέση με την πορεία της και, επομένως, η εφεσείουσα είχε τη δυνατότητα, με τη δέουσα προσοχή, να αποφύγει τη σύγκρουση. Η απόσταση του 1,30 μέτρου ήταν, κατά την άποψή μας, τόσο μικρή (ίσως τρία βήματα), ώστε να μην αφήνει στην εφεσείουσα οποιαδήποτε περιθώρια να αποφύγει τη σύγκρουση εφόσον, μάλιστα, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, το παιδί κινήθηκε προς το δρόμο όταν αυτή "ευρίσκετο σχεδόν δίπλα" του.Όσον αφορά την επίκληση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της υπόθεσης Δαυίδ προς υποστήριξη της θέσης του ότι η εφεσείουσα "είχε καθήκον να επιδείξει αυξημένη προσοχή και όφειλε να ελαττώσει την ταχύτητα της, να ηχήσει την σειρήνα της και να διατηρήσει την προσοχή της στραμμένη προς τον παραπονούμενο" παρατηρούμε, πρώτον, ότι η υπόθεση Δαυίδ διαφοροποιείται από την παρούσα διότι εκεί η εφεσείουσα, ενώ είδε τα παιδιά να παίζουν κοντά στο πεζοδρόμιο, στα δεξιά της, κατηύθυνε την προσοχή της στην πάροδο, στ΄αριστερά της, και έπαυσε να κοιτάζει τα παιδιά, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί ότι ένα από αυτά άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο και, δεύτερο, ότι η υπόθεση Δαυίδ δεν έθεσε κανόνα δικαίου ότι οποτεδήποτε ένας οδηγός βλέπει παιδί να περπατά στο πεζοδρόμιο οφείλει, έστω και αν οδηγεί με χαμηλή ταχύτητα, να την ελαττώσει ακόμα περισσότερο, να ηχήσει τη σειρήνα του και να παρακολουθεί συνεχώς το παιδί.
Η έφεση επιτρέπεται.
Η πρωτόδικη απόφαση και η επιβληθείσα ποινή παραμερίζονται.
Η εφεσείουσα αθωώνεται.
Π.
Δ.
Δ.
/ΧΤΘ