ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 2 ΑΑΔ 63
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(
Ποινική ΄Εφεση Αρ. 6952)24 Φεβρουαρίου, 2003
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΤΟΥΜΑΖΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
― ― ― ― ―
Ε. Χειμώνας και Κ. Ευσταθίου
, για τον εφεσείοντα.Ρ. Βραχίμης και Α. Κανναουρίδης, για την εφεσίβλητη.
― ― ― ― ―
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από τον Α. Κραμβή, Δ.
― ― ― ― ―
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: O εφεσείων, κατόπιν δίκης, βρέθηκε ένοχος σε έξι κατηγορίες για ναρκωτικά και το Κακουργιοδικείο τον καταδίκασε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης στις τρεις σοβαρότερες κατηγορίες ενώ στις υπόλοιπες δεν επιβλήθηκαν ποινές.
Οι κατηγορίες στις οποίες επιβλήθηκαν οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης αφορούσαν:
(α) 2η κατηγορία
εισαγωγή ελεγχομένου φαρμάκου τάξεως Β΄ (8957,7 γραμμάρια φυτική κάνναβη από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη) - 10 χρόνια φυλάκιση.
(β) 4η κατηγορία
παράνομη κατοχή της πιο πάνω ποσότητας φυτικής κάνναβης με σκοπό την προμήθειά της σε άλλο πρόσωπο - 10 χρόνια φυλάκιση.
(γ) 7η κατηγορία
παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Β (2238 γραμμάρια φυτική κάνναβη) με σκοπό την προμήθεια της σε άλλο πρόσωπο - 7 χρόνια φυλάκιση.
Ο συγκατηγορούμενος του εφεσείοντα Μιχάλης Κλεοβούλου Μιχαήλ αφού παραδέχθηκε τις κατηγορίες 2 και 3 που αντιμετώπιζε από κοινού με τον εφεσείοντα και αφορούσαν στην εισαγωγή της προαναφερθείσας ποσότητας των 8957,7 γραμμαρίων φυτικής κάνναβης και στην παράνομη κατοχή του εν λόγω φαρμάκου, καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης οκτώ χρόνων στη δεύτερη κατηγορία ενώ στην τρίτη κατηγορία δεν επιβλήθηκε ποινή. Μετά την καταδίκη του Μιχαήλ, καταχωρήθηκε αναστολή δίωξης στις κατηγορίες 1 και 4 που επίσης αντιμετώπιζε και απαλλάχθηκε των εν λόγω κατηγοριών. Η εξέλιξη που μόλις αναφέραμε, άνοιξε το δρόμο στην Κατηγορούσα Αρχή να συμπεριλάβει τον καταδικασθέντα Μιχάλη Κλεοβούλου Μιχαήλ στους μάρτυρες κατηγορίας που κατέθεσαν στη δίκη του εφεσείοντα. Η μαρτυρία του κρίθηκε αξιόπιστη και όπως θα δούμε στη συνέχεια, υπήρξε καθοριστική του αποτελέσματος.
Οταν η Κατηγορούσα Αρχή έκλεισε την υπόθεσή της και υποβλήθηκε εισήγηση ότι δεν θεμελιώθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για καταδίκη του εφεσείοντα, ο εκπρόσωπος της, καταχώρησε αναστολή δίωξης αναφορικά με την πέμπτη κατηγορία και συνακόλουθα, επήλθε η απαλλαγή του εφεσείοντα στην εν λόγω κατηγορία.
Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής για τις κατηγορίες που απέμειναν ήταν ότι ο εφεσείων και ο Μιχαήλ Κλεοβούλου Μιχαήλ (ΜΚ11), συμφώνησαν μεταξύ τους να προμηθευθούν ναρκωτικά από την Ελλάδα για να τα μεταφέρουν προς διάθεση σε τρίτους στην Κύπρο. Στην Ελλάδα, πήγε πρώτος ο Μιχαήλ και ακολούθησε ο εφεσείων. Στην Αθήνα συνάντησαν τέσσερα πρόσωπα. Mε εντολή του εφεσείοντα, o Μιχαήλ ακολούθησε τα εν λόγω πρόσωπα σε άγνωστη περιοχή και από εκεί, πήγαν σε άλλο μέρος όπου τρίτος, τοποθέτησε μια βαλίτσα στο χώρο των αποσκευών του αυτοκινήτου του οποίου επέβαινε ο Μιχαήλ. Ακολούθως ο Μιχαήλ και δύο άλλοι κατέληξαν σε ένα διαμέρισμα μεταφέροντας μαζί τους τη βαλίτσα που νωρίτερα παρέλαβε ο Μιχαήλ. Στο διαμέρισμα ενώ ασχολούνταν με τη συσκευασία των ναρκωτικών που ήταν στη βαλίτσα, ήλθε ο εφεσείων ο οποίος, ήλεγξε την ποιότητα της παράνομης ουσίας και την ενέκρινε. Ο Μιχαήλ, ύστερα από συνεννόηση με τον εφεσείοντα, αναχώρησε την επομένη για την Κύπρο με το πλοίο Sea Symphony.
Το πλοίο έφθασε στο λιμάνι Λεμεσού το πρωί της 26.9.98. Αστυνομικοί της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών (Υ.Δ.Ι.Ν.) ενεργούντες με βάση πληροφορίες, εντόπισαν τον Μιχαήλ στο πλοίο και του ανέφεραν ότι είχαν υποψίες ότι μετέφερε ναρκωτικά. Ο Μιχαήλ αρχικά αρνήθηκε οποιαδήποτε ανάμειξη. Αργότερα, όταν προφανώς αντιλήφθηκε ότι οι πληροφορίες της αστυνομίας ήταν βάσιμες, παραδέχθηκε και υπέδειξε στους αστυνομικούς μια μαύρη βαλίτσα μέσα στην οποία βρέθηκαν τα ναρκωτικά. Με οδηγίες των αστυνομικών ο Μιχαήλ, ως κανονικός επιβάτης, μετέφερε τη βαλίτσα, κάτω από την παρακολούθησή τους, στο χώρο ελέγχου αποσκευών του Τελωνείου. Κατά τον έλεγχο του περιεχομένου της βαλίτσας, βρέθηκαν τα ναρκωτικά, συσκευασμένα σε 10 δέματα όπως φαίνονται στις φωτογραφίες του τεκμηρίου 1. Τα ναρκωτικά κατασχέθηκαν από το Τελωνείο και στη συνέχεια παραδόθηκαν στο λοχία της Αστυνομίας Ανδρέα Παναγιώτου (Μ.Κ.16). Τα ναρκωτικά ζυγίστηκαν στην παρουσία του Μιχαήλ και διαπιστώθηκε ότι είχαν βάρος 9 κιλά και 703 γραμμάρια περιλαμβανομένων των περιτυλιγμάτων και της κολλητικής ταινίας. Ο Μιχαήλ συνελήφθη τα δε ναρκωτικά, μεταφέρθηκαν στο Γενικό Χημείο όπου σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, παραλήφθηκαν από την Ανώτερη Χημικό κα Πόπη Κανάρη για εξετάσεις. Για σκοπούς αναφοράς, δόθηκαν διακριτικοί αριθμοί και στη συνέχεια η επιλήψιμη ουσία και τα περιτυλίγματα παραδόθηκαν στο λοχία Παναγιώτου (Μ.Κ.16) για αστυνομική / επιστημονική εξέταση.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των επιστημονικών εξετάσεων το περιεχόμενο των δεμάτων ήταν ξηρή φυτική ύλη / κάνναβη συνολικού βάρους 8957,7 γραμμαρίων από την οποία δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη.
Οι δακτυλοσκοπικές εξετάσεις κατέδειξαν ότι σε μια από τις πλαστικές τσάντες με την ένδειξη «Βερόπουλος» που χρησιμοποιήθηκε για τη συσκευασία των ναρκωτικών, υπήρχε δακτυλικό αποτύπωμα που ταυτιζόταν πλήρως στα χαρακτηριστικά του σημεία με το αποτύπωμα του δεξιού παράμεσου του εφεσείοντα.
Ο Μιχαήλ (Μ.Κ.11) έδωσε στην αστυνομία δύο καταθέσεις. Με την πρώτη (τεκμ. 3) ημερ. 26.9.98, ενοχοποιούσε μόνο τον εαυτό του ενώ με τη δεύτερη ημερ. 30.9.98, ενοχοποιούσε και τον εφεσείοντα. Η αστυνομία με δικαστικό ένταλμα ερεύνησε την οικία και υποστατικά του εφεσείοντα στην Ερήμη. Σε αποθήκη που βρισκόταν περίπου 30 μ. από την οικία του εφεσείοντα και ήταν ενωμένη με το σπίτι της πεθεράς του βρέθηκε, στην παρουσία του εφεσείοντα, ξηρή φυτική ουσία τοποθετημένη σε πλαστικό σακούλι και δίπλα από το σακούλι υπήρχε ζυγαριά ακριβείας. Τα ανευρεθέντα παραλήφθηκαν από την αστυνομία. Διαπιστώθηκε ότι η ξηρή φυτική ουσία ήταν κάνναβη βάρους 2,238 γραμμαρίων. Και για τις δύο περιπτώσεις ο εφεσείων είπε πως δεν γνώριζε τίποτε. Ο εφεσείων συνελήφθη και εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα οκταήμερης κράτησης.
Οι κατηγορίες 1-4 αναφέρονται στα ναρκωτικά που βρέθηκαν στο πλοίο οι δε κατηγορίες 6 και 7 στα ναρκωτικά που βρέθηκαν στην αποθήκη.
Στη δίκη, ο εφεσείων αρνήθηκε ότι γνώριζε ο,τιδήποτε για τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στην κατοχή του Μιχαήλ (ΜΚ11) και επίσης αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε σχέση με τα ναρκωτικά που ανακάλυψε η αστυνομία στην αποθήκη που συγκοινωνούσε με το σπίτι της πεθεράς του λίγα μέτρα από το σπίτι του. Η μαρτυρία που συνδέει τον εφεσείοντα με τα ναρκωτικά που ο Μιχαήλ (ΜΚ11) έφερε από την Ελλάδα είναι η επιστημονική ταύτιση δακτυλικού αποτυπώματος του εφεσείοντα με το αποτύπωμα που βρέθηκε στην πλαστική τσάντα που χρησιμοποιήθηκε για τη συσκευασία των ναρκωτικών καθώς και η μαρτυρία του Μιχαήλ (ΜΚ11), συνενόχου του εφεσείοντα.
Ο εφεσείων, κατέθεσε ότι ήλθε στην Κύπρο από την Ελλάδα στις 16.9.98. Στις 18.9.98 έφυγε ξανά για την Ελλάδα όπου παρέμεινε μια βδομάδα. Ανέφερε ότι το ταξίδι του στην Ελλάδα σχετιζόταν με την κατάσταση της υγείας της αδελφής του. Στην Αθήνα διέμενε σε ξενοδοχείο της οδού Πειραιώς. Τυχαία, συνάντησε τον Μιχαήλ (ΜΚ11) σε καφενείο στην Ομόνοια. τον κέρασε καφέ και στη συνέχεια έφυγαν μαζί από το καφενείο για να μεταβούν στα ξενοδοχεία τους. Κατά σύμπτωση, το ξενοδοχείο του Μιχαήλ, ήταν στον ίδιο δρόμο όπου και το ξενοδοχείο του εφεσείοντα. Ενώ κατευθύνονταν προς τα ξενοδοχεία τους, ο Μιχαήλ εισήλθε σε μια υπεραγορά από την οποία πήρε κάποια πράγματα και μετά κατέληξαν στο ξενοδοχείο του (εφεσείοντα). Κάθησαν στην καφετέρια του ξενοδοχείου και εκεί ο Μιχαήλ, έβγαλε από την πλαστική τσάντα που κρατούσε φραντζολάκια, τυρί και αλλαντικά. Εφαγαν και όταν τελείωσαν, είπε στο Μιχαήλ να κρατήσει ό,τι απέμεινε από τα φαγώσιμα μήπως πεινάσει την επομένη. Θυμόταν ότι στην πλαστική τσάντα με τα φαγώσιμα ήταν γραμμένη η λέξη «Βερόπουλος», το όνομα της μόνης υπεραγοράς στην περιοχή.
Για ό,τι αφορά στα ναρκωτικά που βρέθηκαν στην αποθήκη, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι κατά την ώρα που διεξαγόταν η έρευνα στην αποθήκη αυτός βρισκόταν στο σαλόνι της οικίας του. Σε κάποια στιγμή εισήλθε στο σπίτι ένας αστυνομικός κρατώντας ένα σακούλι και απευθυνόμενος προς τον Αναπληρωτή Ανώτερο Υπαστυνόμο Οικονομίδη (ΜΚ4) είπε «τα βρήκαμε από δω». Οι αστυνομικοί τον οδήγησαν στην αποθήκη και σε ερώτηση αν η αποθήκη ήταν δική του αυτός απάντησε αρνητικά. Ενώ ήταν ακόμα στην αποθήκη, ήλθε ο γιός του ο οποίος, απευθυνόμενος προς τον Οικονομίδη (ΜΚ4) είπε, «ό,τι βρήκες εκεί μέσα εν δικά μου». Ο Οικονομίδης του απάντησε «ο πατέρας σου εν πιο χρήσιμος. Εν τον πατέρα σου που θέλουμε». Ο εφεσείων αρνήθηκε ότι είναι φίλος με τον Μιχαήλ (ΜΚ11) και επέμενε ότι είναι απλώς γνωστοί. Ωστόσο, παραδέχθηκε ότι η σύζυγός του εγγυήθηκε τον Μιχαήλ για να εμφανιστεί στη δίκη του, διαφώνησε όμως ότι αυτό το έπραξε ως αντάλλαγμα για να μην καταθέσει εναντίον του ο εν λόγω μάρτυρας.
Το Κακουργιοδικείο, αξιολόγησε τη μαρτυρία καθοδηγούμενο από τη νομολογία στην οποία αναφέρθηκε εκτεταμένα σε σχέση με τους κινδύνους όταν αυτή προέρχεται από συνένοχο ο οποίος μάλιστα με την πρώτη κατάθεσή του στην αστυνομία δεν ενοχοποίησε τον εφεσείοντα. Εκρινε τον Μιχαήλ ως αξιόπιστο μάρτυρα και σημείωσε ως ενισχυτικό της μαρτυρίας του το δακτυλικό αποτύπωμα στην πλαστική τσάντα με τη λέξη «Βερόπουλος». Αντίθετα, για λόγους που εξήγησε, έκρινε τον εφεσείοντα ως εντελώς αναξιόπιστο και στο πλαίσιο του συνόλου της αξιόπιστης μαρτυρίας που είχε προσαχθεί τον βρήκε ένοχο στις κατηγορίες.
Ο εφεσείων εφεσιβάλλει την καταδίκη του ως εσφαλμένη και την ποινή ως έκδηλα υπερβολική. Η ειδοποίηση έφεσης φέρει την υπογραφή του εφεσείοντα και διαλαμβάνει πέντε λόγους έφεσης που αφορούν στην καταδίκη. Ωστόσο, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα δήλωσαν ότι η έφεση περιορίζεται μόνο σε ό,τι περιλαμβάνει το διάγραμμα της αγόρευσης που κατέθεσαν και ανέπτυξαν προφορικά. Βασικά η επιχειρηματολογία από πλευράς υπεράσπισης, επικεντρώθηκε στην εκτίμηση της μαρτυρίας του Μιχαήλ (ΜΚ11) και την αξιολόγησή της από το Κακουργιοδικείο ως αξιόπιστης. Πρόσθεσε επίσης επιχειρήματα σε σχέση με τη μαρτυρία για την ανεύρεση των ναρκωτικών στην αποθήκη. Για λόγους αναφερόμενους σε πτυχές της μαρτυρίας του ίδιου του Μιχαήλ αλλά και σε συνάρτηση προς την υπόλοιπη μαρτυρία η θέση της υπεράσπισης είναι ότι η μαρτυρία του Μιχαήλ περιέχει αδυναμίες και αντιφάσεις οι οποίες, με δοσμένο το γεγονός ότι ήταν συνένοχος και ότι με την πρώτη κατάθεση του δεν είχε εμπλέξει τον εφεσείοντα, καθιστούν επισφαλή την αποδοχή της μαρτυρίας του όπως και τη δεύτερη κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία. Σε σχέση με τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στην αποθήκη, η υπεράσπιση εξειδίκευσε επίσης συγκεκριμένο λόγο για τον οποίο όπως και για τα υπόλοιπα ζητήματα που έχουν εγερθεί θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του εφεσείοντα προσπάθησαν να πείσουν ότι η μαρτυρία του Μιχαήλ στην έκταση που αυτή αναφέρεται στη συνάντηση που είχε ο εν λόγω μάρτυρας με τον εφεσείοντα στην Κύπρο το Σεπτέμβρη 1998 για σκοπούς προπαρασκευής του εγκλήματος της εισαγωγής των ναρκωτικών από την Ελλάδα είναι ψευδής. Επικαλούνται προς τούτο τη μαρτυρία του ίδιου του Μιχαήλ ο οποίος, κατέθεσε ότι συναντήθηκε με τον εφεσείοντα στο σπίτι του τελευταίου 3-4 ημέρες πριν τις 18.9.1998 όπου συνωμότησαν μεταξύ τους για την εισαγωγή χασίς από την Ελλάδα. Ομως, ένα τέτοιο γεγονός δεν μπορούσε να είχε συμβεί γιατί, καθώς εισηγούνται οι δικηγόροι του εφεσείοντα, ο πελάτης τους κατά τη χρονική περίοδο που τον εμπλέκει ο Μιχαήλ, βρισκόταν στην Ελλάδα. Ο εφεσείων αδιαμφισβήτητα έφθασε στην Κύπρο από την Ελλάδα στις 16.9.1998 και αναχώρησε ξανά για την Ελλάδα στις 18.9.1998. Η εισήγηση της υπεράσπισης είναι ότι εκ των πραγμάτων δεν ήταν δυνατή η πραγματοποίηση συνάντησης με τον εφεσείοντα στην οποία αναφέρθηκε ο Μιχαήλ και συνεπώς η μαρτυρία του Μιχαήλ έπρεπε να είχε κριθεί αναξιόπιστη.
Η αποδοχή της μαρτυρίας του Μιχαήλ από το Κακουργιοδικείο συνοδεύεται από την πιο κάτω πειστική αιτιολογία:
«........... ο υπολογισμός του συνηγόρου ήταν ότι αφού ο Μ.Κ.11 στην κατάθεσή του τεκμήριο 4, είπε ότι συναντήθηκαν μέσα Σεπτεμβρίου και στη μαρτυρία είπε ότι 3-4 μέρες πριν πάει ο κατηγορούμενος στην Ελλάδα του έδειξε τα ναρκωτικά στην αποθήκη και οι δύο ημερομηνίες είναι τέτοιες που διαψεύδουν τον Μ.Κ.11 αφού ο κατηγορούμενος ήταν στην Ελλάδα. Ομως αφού λάβαμε υπόψη ότι ο Μ.Κ.11 για το θέμα της συμφωνίας να φέρουν ναρκωτικά μιλά στην κατάθεσή του για «Μέσα στα μέσα του Σεπτέμβρη περίπου ........» και στην κύρια εξέτασή του μίλησε για Σεπτέμβρη του 1998 και στην αντεξέτασή του ότι έκαναν την κουβέντα για να φέρουν ναρκωτικά και του έδειξε τα ναρκωτικά ο κατηγορούμενος 3-4 μέρες πριν τις 18.9., καταλήγουμε ότι ενόψει του γεγονότος ότι έστω και από τα μεσάνυχτα της 16ης προς τη 17η Σεπτεμβρίου 1998 και ολόκληρη τη 17.9.98 ο κατηγορούμενος ήταν στην Κύπρο και λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη ότι ο μάρτυρας μιλούσε για «περίπου» και δεν επέμενε σε συγκεκριμένες ημερομηνίες, ότι τα γεγονότα μπορούσαν να έχουν όπως τα ισχυρίζεται ο Μ.Κ.11 και δεν αποκλείονται από το τεκμήριο 14 όπου φαίνονται οι μέρες που ο κατηγορούμενος ήταν εκτός Κύπρου.»
Η αιτιολογία που μόλις παραθέσαμε χαρακτηρίστηκε από την υπεράσπιση ως «πιθανολόγηση» και ότι το Κακουργιοδικείο έκανε επί του προκειμένου «υποθέσεις». Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση. Ο Μιχαήλ ουδέποτε προσδιόρισε επακριβώς την ημερομηνία της συνάντησης στο σπίτι του εφεσείοντα. Σε κάποιο σημείο της μαρτυρίας του κατά την αντεξέταση είπε «πριν τις
18 του μηνός νομίζω» και στη συνέχεια ανέφερε πως η συνάντηση έγινε 3-4 ημέρες πριν από τις 18 Σεπτεμβρίου. Στη δεύτερη κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία τοποθέτησε τη συνάντηση «μέσα στα μέσα του Σεπτέμβρη περίπου, εν αθυμούμαι ακριβώς ημερομηνία». Διαπιστώνουμε πως δεν έχει καταδειχθεί βάσιμος λόγος γιατί ο Μιχαήλ έπρεπε να θυμάται επακριβώς την ημερομηνία που συναντήθηκε με τον εφεσείοντα. Η αποδοχή της μαρτυρίας του Μιχαήλ για το συγκεκριμένο θέμα αιτιολογείται επαρκώς από το Κακουργιοδικείο το οποίο, άσκησε εν προκειμένω σωστά τη διακριτική του εξουσία και δεν υπάρχουν περιθώρια παρέμβασης.Ο Μιχαήλ, κατέθεσε ότι ο λόγος για τον οποίο δεν αποκάλυψε από την αρχή την εμπλοκή του εφεσείοντα ήταν γιατί ο τελευταίος τον απείλησε πως «αν σε πιάσουν ή γίνει ο,τιδήποτε μη με συναφέρεις εμένα διότι θα σε σκοτώσω, έχω ράσσιη πίσω μου». Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε ως αληθινή την πιο πάνω εξήγηση του Μιχαήλ αφού έλαβε προς τούτο υπόψη ότι η εν λόγω εξήγηση δόθηκε μετά που ο Μιχαήλ άλλαξε απάντηση από μη παραδοχή σε παραδοχή και του επιβλήθηκε ποινή. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε πως μετά από αυτή την εξέλιξη ο Μιχαήλ δεν είχε πλέον κανένα συμφέρον να λέγει ψέματα ή να ελπίζει σε ο,τιδήποτε και δέχθηκε ότι η μαρτυρία του ήταν επί του προκειμένου αληθινή. Εχουμε τη γνώμη πως η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου επί του συγκεκριμένου θέματος ήταν μέσα στα όρια της σωστής ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας του και δεν έχουμε διακρίνει μέσα από την επιχειρηματολογία που ανέπτυξαν οι δικηγόροι του εφεσείοντα οποιοδήποτε βάσιμο λόγο που να δικαιολογεί παρέμβαση προς ανατροπή της συγκεκριμένης διαπίστωσης. Οι συνήγοροι του εφεσείοντα με αναφορά στο περιεχόμενο της πρώτης κατάθεσης που έδωσε ο Μιχαήλ στην Αστυνομία διερωτήθηκαν πότε απειλήθηκε ο Μιχαήλ από τον εφεσείοντα εφόσον σύμφωνα με το περιεχόμενο της εν λόγω κατάθεσης, ο Μιχαήλ δεν ανέφερε ότι συνάντησε ή ότι μίλησε με τον εφεσείοντα. Νομίζουμε πως αυτή η πτυχή του θέματος δεν έπρεπε καν να μας απασχολήσει. Ωστόσο, επιγραμματικά σημειώνουμε πως το ερώτημα θα είχε ενδεχομένως σημασία αν δεν υπήρχε η ακλόνητη διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων και ο Μιχαήλ συναντήθηκαν στην Κύπρο αλλά και στην Αθήνα και συνωμότησαν μεταξύ τους για τη μεταφορά των ναρκωτικών στην Κύπρο προτού ο Μιχαήλ συλληφθεί με τα ναρκωτικά στη Λεμεσό.
Ενα άλλο επιχείρημα που πρόβαλαν οι συνήγοροι του εφεσείοντα με προοπτική να καταδείξουν ότι η μαρτυρία του Μιχαήλ έπρεπε να είχε κριθεί αναξιόπιστη είναι και το γεγονός ότι ο Μιχαήλ όταν άνοιξε τη βαλίτσα με τα ναρκωτικά, υπέδειξε στους αστυνομικούς που ήταν παρόντες τα πακέτα με τα ναρκωτικά που ήταν τοποθετημένα ανάμεσα στα ενδύματα (παντελόνι και φανέλα). Λέγουν επίσης ότι σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μιχαήλ τη βαλίτσα την παρέλαβε από τον εφεσείοντα την επόμενη ημέρα που ο άγνωστος αλβανός προμήθευσε τα ναρκωτικά. Δύσκολα κατανοούμε το βάσιμο του επιχειρήματος. Ο Μιχαήλ κατέθεσε ότι μετά την παραλαβή της βαλίτσας πήγε στο διαμέρισμα του αλβανού όπου ήρθε και ο εφεσείων και ήλεγξε το «πράμα» εννοώντας προφανώς τα ναρκωτικά. Ο εφεσείων προτού φύγει από το διαμέρισμα είπε ότι θα έφερνε τα πράγματα από το ξενοδοχείο και εδώ, αναφερόταν προφανώς στα προσωπικά αντικείμενα του Μιχαήλ, τα οποία και έφερε την επομένη. Τα ναρκωτικά ήταν από την προηγούμενη μέρα στο διαμέρισμα του αλβανού όπου διανυκτέρευσε ο Μιχαήλ και επομένως ο τρόπος που αυτά τοποθετήθηκαν στη βαλίτσα μαζί με τα ενδύματα ήταν γνωστός στον Μιχαήλ και συνεπώς δεν διακρίνουμε οποιαδήποτε αντίφαση ή αδυναμία στη μαρτυρία του.
Με την έφεση αμφισβητείται επίσης η ορθότητα της διαπίστωσης αναφορικά με το βάρος των ναρκωτικών που είχαν βρεθεί στην κατοχή του Μιχαήλ (ΜΚ11). Υπενθυμίζουμε πως μετά την ανακάλυψη των ναρκωτικών στο τελωνείο της Λεμεσού τα δέματα στα οποία ήταν συσκευασμένα, ζυγίστηκαν στην παρουσία του Μιχαήλ και διαπιστώθηκε ότι το συνολικό βάρος των δέκα δεμάτων ήταν 9705 γραμμάρια. Σε κατοπινό στάδιο, ζυγίστηκε το περιεχόμενο των δέκα δεμάτων αφού προηγουμένως, η χημικός κα Κανάρη το αφαίρεσε από τα περιτυλίγματα και διαπιστώθηκε ότι αυτό είχε καθαρό βάρος 8957 γραμμάρια. Η θέση της υπεράσπισης είναι ότι η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι το καθαρό βάρος ήταν 8957 γραμμάρια είναι αυθαίρετη γιατί συνιστά απλή πιθανολόγηση. Το Κακουργιοδικείο, σύμφωνα με την εισήγηση, δεν είχε ενώπιόν του άμεση μαρτυρία ότι το βάρος των περιτυλιγμάτων περιλαμβανομένης και της κολλητικής ταινίας ήταν 747 γραμμάρια δηλαδή, η διαφορά μεταξύ μικτού και καθαρού βάρους. Η εισήγηση δεν ευσταθεί γιατί η μαρτυρία που είχε ενώπιόν του το Κακουργιοδικείο, αντανακλά την αδιάσπαστη πορεία που διέγραψαν τα ναρκωτικά από τη στιγμή που βρέθηκαν στην κατοχή του Μιχαήλ μέχρι την παρουσίασή τους στο Δικαστήριο προκειμένου να καταστούν τεκμήρια της υπόθεσης. Η αφαίρεση του περιεχομένου από τα περιτυλίγματα που χρησιμοποιήθηκαν για τη συσκευασία του και η διαφύλαξη των περιτυλιγμάτων περιλαμβανομένης και της κολλητικής ταινίας μέχρι την παρουσίασή τους στο Δικαστήριο, συνιστά μέρος της αλληλουχίας των γεγονότων που σύμφωνα με τη μαρτυρία έλαβαν χώρα αναφορικά με τα διάφορα στάδια από τα οποία πέρασαν τα δέματα με τα ναρκωτικά από τη στιγμή της κατάσχεσής τους μέχρι την παρουσίασή τους στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία αναφορικά με τη συγκεκριμένη πτυχή του θέματος μπορούσε αναμφίβολα να οδηγήσει στο λογικό και ασφαλές συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δηλαδή, η
διαφορά μεταξύ του μικτού βάρους των δέκα δεμάτων και του καθαρού βάρους των ναρκωτικών που αποτελούσε το περιεχόμενο των εν λόγω δεμάτων είναι το βάρος των περιτυλιγμάτων και της κολλητικής ταινίας που χρησιμοποιήθηκαν για τη συσκευασία των ναρκωτικών.Υποβλήθηκε εισήγηση ότι η μαρτυρία που προσκόμισε η Κατηγορούσα Αρχή αναφορικά με τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στην αποθήκη ήταν προκατασκευασμένη με σκοπό την ενοχοποίηση του εφεσείοντα. Εγινε προς τούτο αναφορά σε δύο καταθέσεις αστυνομικών που έλαβαν μέρος
στη διερεύνηση της υπόθεσης οι οποίες βρέθηκαν καταχωρημένες στο φάκελο της υπόθεσης χωρίς να φέρουν τη σχετική αρίθμηση. Υποστηρίχθηκε από πλευράς υπεράσπισης ότι η απουσία αρίθμησης των καταθέσεων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για πρόσφατα κατασκευάσματα που έγιναν με σκοπό την ενοχοποίηση του εφεσείοντα. Παρενθετικά σημειώνουμε ότι οι εν λόγω καταθέσεις δεν αποτέλεσαν τεκμήρια της υπόθεσης ούτε και ζητήθηκε η παρουσίασή τους στο δικαστήριο για να γίνουν τεκμήρια. Ο λοχίας της Αστυνομίας Ιωάννου (ΜΚ8) αντεξεταζόμενος για τη μη αρίθμηση των καταθέσεων απέδωσε την παράλειψη στο ότι το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων δεν είχε οποιαδήποτε σημασία για τους σκοπούς της υπόθεσης. Εχουμε τη γνώμη πως το επιχείρημα της υπεράσπισης δεν μπορεί να ευσταθήσει γιατί αν η πρόθεση της Αστυνομίας ήταν η προκατασκευή μαρτυρίας με σκοπό την ενοχοποίηση του εφεσείοντα λογικά η Αστυνομία θα φρόντιζε ώστε οι καταθέσεις να είχαν κατάλληλα αριθμηθεί. Η παράλειψη αρίθμησης/πρωτοκόλλησης καταθέσεων, που καθώς διαφάνηκε δεν είχαν οποιαδήποτε σημασία, καταρρίπτει το επιχείρημα.Η έφεση στρέφεται και εναντίον της ποινής. Το παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι λανθασμένα το Κακουργιοδικείο, έλαβε υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής το άθροισμα της ποσότητας των ναρκωτικών που αφορούσαν οι κατηγορίες 4 και 7 αντίστοιχα για να επιβάλει συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 10 χρόνων και 7 χρόνων στην κάθε κατηγορία. Δεν προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση το βάσιμο του παραπόνου. Η αναφορά του Κακουργιοδικείου στο σύνολο της ποσότητας των ναρκωτικών που αφορούσαν οι δύο πιο πάνω κατηγορίες έγινε σε συνάρτηση εξέτασης του θέματος της διαφοροποίησης της ποινής ενόψει του γεγονότος ότι ο συνένοχος του εφεσείοντα είχε ήδη καταδικαστεί σε ποινές φυλάκισης. Επομένως δεν διαπιστώνουμε το λάθος που ο εφεσείων θέλησε να αποδώσει στο Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής.
Ο εφεσείων παραπονείται επίσης για ανισότητα των ποινών που το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον ίδιο και στο συνένοχό του Μιχαήλ. Η διαπίστωσή μας είναι ότι το Κακουργιοδικείο ασχολήθηκε ενδελεχώς με το θέμα και με σωστή αναφορά στη νομολογία στάθμισε όλους τους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη για την ίση μεταχείριση των αδικοπραγούντων. Ελαβε προς τούτο υπόψη ότι ο ρόλος του εφεσείοντα ήταν πιο ενεργός από το ρόλο του Μιχαήλ εφόσον ο εφεσείων ήταν αυτός που παρακίνησε το Μιχαήλ να φέρουν τα ναρκωτικά από το εξωτερικό βοηθώντας και χρηματικά. Το Κακουργιοδικείο έλαβε επίσης υπόψη ότι ο Μιχαήλ ομολόγησε τελικά το έγκλημα και βοήθησε την Αστυνομία στην εξιχνίαση της υπόθεσης.
Η εισαγωγή/κατοχή ναρκωτικών καθώς και η κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια σε τρίτους συνιστούν τις σοβαρότερες μορφές αδικημάτων αυτού του είδους. Στην περίπτωση που εξετάζουμε, η δράση του εφεσείοντα σε συνάρτηση προς την ποσότητα των ναρκωτικών που αφορούν οι κατηγορίες στις οποίες κρίθηκε ένοχος, φανερώνουν με βεβαιότητα ότι πρόκειται για έμπορο ναρκωτικών.
Παρά τις αυστηρές ποινές φυλάκισης που τα Δικαστήρια κατά κανόνα επιβάλλουν στους ενόχους εγκλημάτων παρόμοιας φύσης, το έγκλημα δεν έχει αναχαιτιστεί. Οι έμποροι του είδους, παραγνωρίζουν τις φοβερές επιπτώσεις που οι ναρκωτικές ουσίες επιφέρουν στην υγεία των ανθρώπων και στην ηθική τους υπόσταση. Απτόητοι συνεχίζουν τη διάδοση των ναρκωτικών για το δικό τους οικονομικό όφελος. Αυτή η κατηγορία παραβατών αναπόφευκτα πρέπει να αντιμετωπίζεται με αυστηρές ποινές φυλάκισης έτσι ώστε η τιμωρία να επενεργεί συνάμα και αποτρεπτικά. Βλ. Gholi v. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 30, Λούκας Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 6645, ημερ. 25.11.99.
Το Κακουργιοδικείο δεν παραγνώρισε την ανάγκη για εξατομίκευση της ποινής. Λήφθηκαν εν προκειμένω υπόψη οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα ότι δηλαδή είναι έγγαμος και πατέρας παιδιών από τα οποία το μεγαλύτερο, ο Βαλεντίνος, σκοτώθηκε σε ηλικία 21 χρόνων το Νοέμβριο 1999 σε τροχαίο δυστύχημα. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λήφθηκε επίσης υπόψη ο ενεργότερος ρόλος που διαδραμάτισε ο εφεσείων στην υπόθεση έναντι του ρόλου του συγκατηγορούμενου του. Συγκεκριμένα, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη ότι ο εφεσείων ήταν το πρόσωπο που παρακίνησε τον Μιχαήλ (ΜΚ11) να εισάξουν τα ναρκωτικά στην Κύπρο και ότι για την επίτευξη του σκοπού του έδωσε χρήματα.
Το Εφετείο επεμβαίνει προς ανατροπή απόφασης για ποινή που επέβαλε κατώτερο Δικαστήριο μόνο στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται:
(α) εσφαλμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα ή το νόμο ή και τα δύο, ή
(β) πρόσδωση σημασίας σε εξωγενείς παράγοντες στον καθορισμό της ποινής, ή
(γ) ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής. Το στοιχείο της υπερβολής ή της ανεπάρκειας πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα. Βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 515, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 6660, ημερ. 23.6.99 και Raymond Elias Ghafari v. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 7076, ημερ. 21.6.01.
Καταληκτικά διαπιστώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε το σύνολο της μαρτυρίας με επάρκεια, η αυτοκαθοδήγηση επιβαλλόταν υπό τις περιστάσεις και ορθά αναζητήθηκε ενισχυτική μαρτυρία η οποία, αφού εντοπίστηκε, συνέδεσε πλήρως τον εφεσείοντα με τη διάπραξη των αδικημάτων που αφορούσαν οι κατηγορίες στις οποίες καταδικάστηκε. Δεν έχουμε διαπιστώσει ο,τιδήποτε που θα δικαιολογούσε επέμβαση προς ανατροπή της απόφασης για την ποινή που το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο αφού στάθμισε σωστά όλους τους σχετικούς παράγοντες επέβαλε στον εφεσείοντα τις αρμόζουσες υπό τις περιστάσεις ποινές.
Η έφεση απορρίπτεται
.Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Π. Καλλής, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
ΣΦ.
Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα αποφάσισε ότι η μαρτυρία του Μιχαήλ (ΜΚ11) είναι κατά βάση αξιόπιστη όταν το ίδιο δικαστήριο διαπίστωσε πληθώρα αντιφάσεων οι οποίες μνημονεύονται στην εκκαλούμενη απόφαση και αφορούν τόσο τις δύο καταθέσεις που ο μάρτυρας έδωσε στην αστυνομία όσο και αντιφάσεις που εντοπίστηκαν στη μαρτυρία του στο Δικαστήριο. Ο εφεσείων λέγει συναφώς ότι πρόκειται περί ουσιωδών αντιφάσεων οι οποίες λογικά καθιστούσαν τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα παντελώς αναξιόπιστη.
Το Κακουργιοδικείο, υπό το φως και της υπόλοιπης μαρτυρίας και με ορθή αναφορά στις αρχές και αυθεντίες που διέπουν το θέμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας συνενόχου (accomplice) και του τρόπου με τον οποίο το Δικαστήριο προσεγγίζει και χρησιμοποιεί μια τέτοια μαρτυρία, εξέτασε σχολαστικά αλλά και με υποψία τη μαρτυρία του Μιχαήλ (ΜΚ11) και κατέληξε στα υπό κρίση συμπεράσματα. R. v. Davies 38 Cr. App. R. 11, Demetriou v. The Republic (1961) CLR 309, Zacharias v. Republic (1962) CLR 52, Saad and Another v. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 106, Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ 231, Καύκαρος κα ν. Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 51 και Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 224.
Οι αντιφάσεις στη μαρτυρία του Μιχαήλ (ΜΚ11) είναι ελάχιστες και επουσιώδεις. Το Κακουργιοδικείο εντόπισε τις εν λόγω αντιφάσεις και τις σχολιάζει στην εκκαλούμενη απόφαση όπου διατυπώνονται οι ανάλογες εκτιμήσεις. Θα παραθέσουμε εκτενή αποσπάσματα της εκκαλούμενης απόφασης προκειμένου να καταδειχθεί ο τρόπος με τον οποίο το Κακουργιοδικείο προσέγγισε και αξιολόγησε τη μαρτυρία του συνεργού για να καταλήξει στο τελικό συμπέρασμα ότι ο Μιχαήλ (ΜΚ11) κατέθεσε την αλήθεια.
«Στρεφόμαστε λοιπόν στη μαρτυρία του Μ.Κ.11 Μιχάλη Κλεοβούλου Μιχαήλ. Αφού εξετάσαμε αυτή με τη μέγιστη δυνατή προσοχή και κάτω από το φως της όλης μαρτυρίας και ιδιαίτερα του γεγονότος ότι ήταν δεκτό από την Υπεράσπιση ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Μ.Κ.11 και ο κατηγορούμενος συναντήθηκαν στην Ελλάδα (Αθήνα) αλλά απλώς ο κάθε ένας έδινε διαφορετικό λόγο συνάντησης και παρά τους ενδοιασμούς που είχαμε αφού ο μάρτυρας ως σπιλωμένο πρόσωπο ήταν εύκολο για τον ίδιο να πει ψέματα, έχουμε τελικά καταλήξει ότι η μαρτυρία του ήταν κατά βάση αξιόπιστη. Στην όλη εξέταση του θέματος αυτού δεν αγνοήσαμε το γεγονός ότι ο μάρτυρας αυτός εκτός από συνένοχος είχε δώσει αρχικά (βλ. Τεκμήριο 3 ημερ. 26.9.98) κατάθεση στην οποία αναλάμβανε μόνος του την ευθύνη χωρίς να εμπλέκει καθόλου τον κατηγορούμενο, ότι ενέπλεξε τούτον σε δεύτερη κατάθεση του ημερ. 30.9.98 (βλ. Τεκμήριο 4), και ότι μετά την εν λόγω ημερομηνία άλλαξε ξανά στάση αφού εδώ στο Δικαστήριο αμφισβητούσε τη θεληματικότητα των εν λόγω καταθέσεων καταθέτοντας μάλιστα ενόρκως στις δύο δίκες εντός δίκης που είχαν διεξαχθεί, οι οποίες καταθέσεις τελικά έγιναν δεκτές από το ίδιο το Δικαστήριο. Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι δεν υπάρχει κανόνας ότι ένας μάρτυρας που δίνει διάφορες καταθέσεις, αντιφατικές μεταξύ τους, δεν μπορεί να γίνει πιστευτός, αλλά το όλο θέμα εξαρτάται από την όλη εντύπωση που σχηματίζει το Δικαστήριο για τον μάρτυρα αφού βέβαια λάβει σοβαρά υπόψη τις εξηγήσεις που δίδει ο μάρτυρας γιατί σε προηγούμενα στάδια να πει ψέματα ενώ σε αργότερο στάδιο να πει την αλήθεια (βλ. μεταξύ άλλων Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατία (1989) 2 ΑΑΔ 172, Πουτζιουρής κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 309) προχωρήσαμε και εξετάσαμε με πολλή προσοχή και επιφυλακτικότητα τους λόγους γιατί να μην πει την αλήθεια από την αρχή. Δεχόμαστε τις εξηγήσεις που έδωσε ο Μ.Κ.11 ότι δηλαδή δεν αποκάλυψε από την αρχή ότι ενέχετο και ο κατηγορούμενος διότι τον απείλησε και/ή προειδοποίησε ο κατηγορούμενος να μην πει τίποτε. Οσον αφορά τη στάση του κατά τις δίκες εντός δίκης και ιδιαίτερα τη δεύτερη όπου η Υπεράσπιση του πρώην 1ου κατηγορούμενου και τώρα Μ.Κ.11 αμφισβητούσε την νομιμότητα της κατάθεσης ημερ. 30.9.98 στην οποία εμπλέκει ο Μ.Κ.11 και τον κατηγορούμενο στα αδικήματα των κατηγοριών 1, 2, 3 και 4 (ναρκωτικών που ήσαν στο πλοίο), λαμβάνοντας υπόψη ότι μέχρι σε εκείνο το στάδιο ο Μ.Κ.11 αρνείτο ενοχή εξηγείται και η όλη στάση που κρατούσε έστω και αν ήταν διατεθειμένος να καταθέσει ενόρκως ψέματα. Ομως σε κάποιο στάδιο, (18.5.2000) αποφάσισε να αλλάξει την απάντηση του από μη παραδοχή σε παραδοχή, του επεβλήθη η σχετική ποινή και τότε αποφάσισε να πει, όπως ισχυρίσθηκε, ξανά την αλήθεια και ήταν σαφής ότι η αλήθεια ήταν όπως φαίνεται στην κατάθεση του ημερ. 30.9.98. .................................................. .......................
.................................. .................................................. .............................................
Αλλοι λόγοι για τους οποίους η υπεράσπιση ισχυρίσθηκε ότι ο Μ.Κ.11 δεν ήταν μάρτυρας που έλεγε την αλήθεια ήταν ότι εκτός από το γεγονός ότι θεωρείται, ως συνένοχος που είναι, σπιλωμένος μάρτυρας, ήταν ότι στις ημερομηνίες που ισχυρίζεται ο Μ.Κ.11 ότι συναντήθηκαν με τον κατηγορούμενο
εδώ στην Κύπρο και του πρότεινε ο κατηγορούμενος και ο ίδιος συμφώνησε να φέρουν ναρκωτικά από την Ελλάδα και του έδειξε ναρκωτικά στην αποθήκη, ο ίδιος ο κατηγορούμενος ήταν στο εξωτερικό (Ελλάδα), γεγονός που είναι αρκετό να διαψεύσει το Μ.Κ.11. Είναι γεγονός που προκύπτει και από το διαβατήριο του κατηγορούμενου (Τεκμήριο 14) ότι ο κατηγορούμενος τον Σεπτέμβριο του 1998 πήγε στην Ελλάδα στις 11.9.98 και επέστρεψε 16.9.98 (μεσάνυχτα κατά την Υπεράσπιση) και έφυγε ξανά στις 18.9.98 μέχρι 25.9.98. Ο υπολογισμός του συνηγόρου ήταν ότι αφού ο Μ.Κ.11 στη κατάθεση του, Τεκμήριο 4, είπε ότι συναντήθηκαν μέσα Σεπτεμβρίου και στη μαρτυρία του είπε ότι 3-4 μέρες πριν πάει ο κατηγορούμενος στην Ελλάδα του έδειξε τα ναρκωτικά στην αποθήκη, και οι δυο ημερομηνίες είναι τέτοιες που διαψεύδουν τον Μ.Κ.11 αφού ο κατηγορούμενος ήταν στην Ελλάδα. Ομως αφού λάβουμε υπόψη ότι ο Μ.Κ.11 για το θέμα της συμφωνίας να φέρουν ναρκωτικά μιλά στη κατάθεση του για «Μέσα στα μέσα του Σεπτέμβρη περίπου, .........» και στη κύρια εξέταση του μίλησε για Σεπτέμβρη του 1998 και στην αντεξέταση του ότι έκαναν την κουβέντα για να φέρουν ναρκωτικά και του έδειξε τα ναρκωτικά στη αποθήκη ο κατηγορούμενος 3-4 μέρες πριν τις 18.9., καταλήγουμε ενόψει του γεγονότος ότι έστω και από τα μεσάνυκτα της 16ης προς την 17η Σεπτεμβρίου 1998 και ολόκληρη την 17.9.98 ο κατηγορούμενος ήταν στη Κύπρο και λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη ότι ο μάρτυρας μιλούσε για «περίπου» και δεν επέμενε σε συγκεκριμένες ημερομηνίες, ότι τα γεγονότα μπορούσαν να έχουν όπως τα ισχυρίζεται ο Μ.Κ.11 και δεν αποκλείονται από το Τεκμήριο 14 όπου φαίνονται οι μέρες που ο κατηγορούμενος τον Σεπτέμβρη του 98 ήταν εκτός Κύπρου.Αλλος λόγος για τον οποίο η Υπεράσπιση ισχυρίζετο ότι ο Μ.Κ.11 δεν πρέπει να ήταν μάρτυρας που κατέθεσε την αλήθεια, ήταν διότι έδωσε την κατάθεση ημερ. 39.9.98 για λόγους εκδίκησης αφού αρχίζει με τη φράση «Για την κουβέντα που με κρατείται, εκατάλαβα ότι κάποιοι εστήσαν μου κλάππα τζιαι εμπήκα μέσα, γι΄ αυτό αποφάσισα να σας πω ποιος εν που με βαλε να κάμω τούντην ιστορία για να ξεκαθαρίσω τη θέση μου». Στη μαρτυρία του (κύρια εξέταση αλλά και αντεξέταση) ο Μ.Κ.11 έδινε συνέχεια ως δικαιολογία για να ενοχοποιήσει τον κατηγορούμενο στις 30.9.98 ενώ στις 26.9.98 δεν το είχε πράξει ότι μετά που έμεινε 4-5 μέρες στο κελί του σκέφτηκε καλύτερα και αποφάσισε να πει την αλήθεια. Είμαστε της γνώμης ότι η φράση «εκατάλαβα ότι μου έστησαν κλάππα» όχι μόνο δεν καθιστά την κατάθεση που ακολούθησε στις 30.9.98 (και υποστηρίχθηκε ενόρκως από τον Μ.Κ.11 και στο Δικαστήριο), αναξιόπιστη, αλλά αντίθετα δείχνει ότι ο μάρτυρας κατέθεσε την αλήθεια έστω και αν ένας από τους λόγους που το έπραξε ήταν διότι του την «έστησαν» όπως το είπε, άλλοι. Αλλωστε τα όσα περιέχονται στη κατάθεση συνάδουν με το ότι τον παρότρυναν άλλοι να φέρει ναρκωτικά στη Κύπρο. διαφωνούμε επίσης με την εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι μεταξύ της κατάθεσης ημερομηνίας 30.9.98 (Τεκμήριο 4) και της μαρτυρίας του Μ.Κ.11 υπάρχουν ουσιώδεις αντιφάσεις. Το γεγονός ότι στη κατάθεση του προς την Αστυνομία αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος του είπε να πάρει τα ναρκωτικά «έσσο του» και θα τα έπαιρνε από εκεί ο κατηγορούμενος ενώ στη μαρτυρία του είπε ότι θα τα έπαιρνε σπίτι του κατηγορουμένου, κρίνουμε ότι δεν αποτελεί ουσιώδη αντίφαση. Η ουσία της εκδοχής του Μ.Κ.11 και στις δύο περιπτώσεις είναι ότι τα ναρκωτικά προορίζοντο για τον κατηγορούμενο. Το ίδιο ισχύει και για το γεγονός ότι ενώ ο Μ.Κ.11 στη κατάθεση του (Τεκμήριο 4) αναφέρει ότι του έδωσε ο κατηγορούμενος το εισητήριο του για να επιστρέψει στη Κύπρο με πλοίο χωρίς να αναφέρει το όνομα του πλοίου ενώ κατά την ένορκη μαρτυρία του ανέφερε και το όνομα του πλοίου δεν είναι γεγονότα που δημιουργούν αντίφαση και μάλιστα ουσιώδη. Θα λέγαμε ότι ούτε και αντίφαση πάνω σε λεπτομέρειες αποτελούν. Εν πάση περιπτώσει ήδη αναφέραμε πιο πάνω ότι αντιφάσεις σε λεπτομέρειες δεν καθιστούν ένα μάρτυρα αναξιόπιστο.
Οσον αφορά τον ισχυρισμό της Υπεράσπισης ότι ο Μ.Κ.11 ενέπλεξε τον κατηγορούμενο ελπίζοντας να έχει εύνοια από τις ανακριτικές αρχές, όχι μόνο δεν υπάρχει μαρτυρία που να δείχνει προς αυτή την κατεύθυνση αλλά αντίθετα τα γεγονότα που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου και κυρίως το γεγονός ότι στον ίδιο τον Μ.Κ.11 επεβλήθη η ποινή που του επεβλήθη δείχνουν ότι πράγματι ο ίδιος, έστω και σε αργό στάδιο απεφάσισε να πει την αλήθεια τόσο για τη δική του συμμετοχή όσο και αυτή του κατηγορουμένου.
Οσον αφορά το μέρος της μαρτυρίας του Μ.Κ.11 που συνδέει τον κατηγορούμενο με την αποθήκη πλησίον της οικίας του κατηγορουμένου, είναι γεγονός που δεν καλύπτεται από την κατάθεση ημερ. 30.9.98 (Τεκμήριο 4) αφού αυτή αναφέρεται μόνο στο θέμα των ναρκωτικών του πλοίου (1η - 4η κατηγορίες) για το οποίο θέμα σύμφωνα με τη μαρτυρία ανοίχθηκε άλλος αστυνομικός φάκελος από αυτόν της υπόθεσης της Επισκοπής που αφορά τα ναρκωτικά της αποθήκης. Δηλαδή για τις κατηγορίες 1-4 (ναρκωτικά πλοίου) είναι ο φάκελος Σ962/98 ενώ για τα ναρκωτικά των κατηγοριών 6 και 7 (αποθήκης) ο φάκελος Σ39/98 Επισκοπής. Επομένως το ότι η κατάθεση του Μ.Κ.11 ημερ. 30.9.98 δεν καλύπτει τα όσα ο Μ.Κ.11 ισχυρίσθηκε για πρώτη φορά στο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι τόσο την πρώτη του κατάθεση (Τεκμήριο 3) στην οποία δεν εμπλέκει τον κατηγορούμενο, όσο και την δεύτερη του κατάθεση (Τεκμήριο 4) στην οποία ενοχοποίησε τον κατηγορούμενο, τις έδωσε μέσα στα πλαίσια διερεύνησης της υπόθεσης που αφορούσε τα ναρκωτικά που ο Μ.Κ.11 έφερε από την Ελλάδα με το πλοίο SEA SYMPHONY και όχι για την υπόθεση των ναρκωτικών της αποθήκης, και εφόσον ο μάρτυρας γενικά έγινε πιστευτός, το γεγονός ότι για το θέμα αποθήκης μίλησε για πρώτη φορά εδώ στο Δικαστήριο δεν είναι κάτι που εμποδίζει το Δικαστήριο να τον πιστέψει.
Ηδη αναφέραμε πιο πάνω ότι εξετάζοντας το όλο θέμα αξιοπιστίας του Μ.Κ.11 λάβαμε υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας και ιδιαίτερα το ότι ο κατηγορούμενος και ο Μ.Κ.11 είχαν συναντηθεί στην Ελλάδα (Αθήνα) κατά την περίοδο μεταξύ 23.9.98 και 25.9.98. Αυτό που παραμένει είναι κατά πόσο θα γίνει πιστευτή η εκδοχή του Μ.Κ.11 (η οποία υποστηρίζει τις κατηγορίες της συνωμοσίας για εισαγωγή ναρκωτικών ουσιών και την εισαγωγή και κατοχή τους), ή ότι η συνάντηση ήταν τυχαία όπως ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος. Για τον Μ.Κ.11 ήδη καταλήξαμε ότι ήταν μάρτυρας που κατάθεσε τελικά την αλήθεια.»
Η μαρτυρία του συνενόχου συνεκτιμήθηκε στο σύνολό της και σε συνάρτηση προς όλες τις πτυχές της υπόθεσης με τις οποίες συσχετιζόταν. Το Κακουργιοδικείο αφού στάθμισε προσεκτικά όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του, άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια και ορθά κατά τη γνώμη μας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα ήταν αξιόπιστη. Βλ. Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 172 και Πουτζιουρής & άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 309.
Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων αποτελεί κατ΄ εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο, έχει τη δυνατότητα παρακολούθησης των μαρτύρων την ώρα που καταθέτουν. Το Εφετείο, όπως κατ΄ επανάληψη έχει ειπωθεί, επεμβαίνει επί των διαπιστώσεων που ανάγονται ή σχετίζονται με την αξιοπιστία μαρτύρων μόνο όταν αυτές εξ αντικειμένου εμφανίζονται ανυπόστατες ή όταν είναι παράλογες ή αυθαίρετες ή όταν δεν υποστηρίζονται
από τη μαρτυρία που το Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Βλ. Γιαννή κ.α. ν. Χριστοφόρου (1995) 1 ΑΑΔ 340, Iordanis Pavlou Shioukiouroglou v. The Police (1966) 2 CLR 39, Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 41 και Γεώργιος Ι. Γιαννίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφεση αρ. 7007, ημερ. 26.4.2002.Το Κακουργιοδικείο, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία του Μιχαήλ ήταν αξιόπιστη, αναζήτησε άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία, ενισχυτική της μαρτυρίας του. Τέτοια μαρτυρία εντοπίστηκε στην ύπαρξη του δακτυλικού αποτυπώματος του εφεσείοντα στην πλαστική τσάντα με τη λέξη «Βερόπουλος» (τεκμ. 13) στην οποία βρέθηκε συσκευασμένο μέρος της ποσότητας των ναρκωτικών που ο Μιχαήλ έφερε από την Ελλάδα. Και εφόσον η μαρτυρία του εφεσείοντα κρίθηκε ολοσχερώς αναξιόπιστη, το Κακουργιοδικείο ορθά θεώρησε την ύπαρξη του δακτυλικού αποτυπώματος στην πλαστική τσάντα ως ενισχυτική του ισχυρισμού του Μιχαήλ ότι ο εφεσείων βοήθησε στη συσκευασία των ναρκωτικών και ότι γενικά αναμείχθηκε στην απόκτηση και μεταφορά τους στην Κύπρο (κατηγορίες 1-4).
Καθόσον αφορά τη σημασία των δακτυλικών/παλαμικών αποτυπωμάτων, το Κακουργιοδικείο παραπέμπει σε αυθεντίες
* οι οποίες υποστηρίζουν ότι σε κατάλληλη υπόθεση ένα τέτοιο αποτύπωμα μπορεί από μόνο του να στηρίξει καταδίκη ενώ σε άλλες περιπτώσεις, όπως η παρούσα, μπορεί μόνο να αποτελέσει μέρος της περιστατικής μαρτυρίας. Στην προκείμενη περίπτωση ορθά κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι το δακτυλικό αποτύπωμα του εφεσείοντα στην πλαστική τσάντα αποτελούσε μέρος της περιστατικής μαρτυρίας υπό την έννοια ότι επιμαρτυρεί επαφή του εφεσείοντα με το συγκεκριμένο σύνεργο του εγκλήματος, γεγονός σχετικό με το ποιος διέπραξε το έγκλημα.Το πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκτιμώντας αυτό το γεγονός μαζί με άλλα ουσιώδη περιστατικά, κατέληξε σε συμπέρασμα ενοχής αφού ταυτόχρονα απέρριψε ως παντελώς αναξιόπιστη τη μαρτυρία του εφεσείοντα αναφορικά με τις εξηγήσεις που έδωσε σχετικά με αυτή τη πτυχή της υπόθεσης.
Στην αρχή της απόφασης αναφέραμε ότι ο Μιχαήλ (ΜΚ11) έδωσε στην Αστυνομία δύο καταθέσεις για τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στην κατοχή του. Στην πρώτη κατάθεση (26.9.98) ενοχοποιούσε μόνο τον εαυτό του ενώ με τη δεύτερη (30.9.98) ενοχοποιούσε και τον εφεσείοντα. Ο Μιχαήλ αμφισβήτησε τη θεληματικότητα και των δύο καταθέσεων οι οποίες, ύστερα από τις δίκες εντός δίκης
που διεξάχθηκαν, έγιναν δεχτές και αποτέλεσαν στοιχεία μαρτυρίας στην υπόθεση. Οταν ο Μιχαήλ αποφάσισε να αλλάξει απάντηση στις κατηγορίες και αφού καταδικάστηκε σε ποινές φυλάκισης στις κατηγορίες που παραδέχθηκε και απαλλάχθηκε σε άλλες για τις οποίες καταχωρήθηκε αναστολή ποινικής δίωξης, κλήθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του εφεσείοντα. Η μαρτυρία του συνάδει με τη δεύτερη κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία και το Κακουργιοδικείο, ύστερα από ενδελεχή εξέταση, δέχθηκε, για τους λόγους που πειστικά αναφέρονται στην εκκαλούμενη απόφαση, ότι η μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα ήταν αξιόπιστη.επειδή ο εφεσείων απουσίαζε στο εξωτερικό και ότι το μικρό χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την άφιξη του τα μεσάνυκτα της 16 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 18 Σεπτεμβρίου που έφυγε ξανά από την Κύπρο δεν υπήρχε δυνατότητα τέτοιας συνάντησης. Δεν έχουμε αντιληφθεί γιατί δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα. Το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ήταν αρκετό για να πραγματοποιηθεί η συνάντηση. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο
Μιχαήλ ουδέποτε προσδιόρισε επακριβώς το χρόνο που έγινε η συνάντηση ούτε και το χρόνο που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα που προηγήθηκαν της συνάντησης και συνεκτιμώμενα συνιστούν την προπαρασκευή της κοινής δράσης του μάρτυρα και του εφεσείοντα για την εισαγωγή των ναρκωτικών στην Κύπρο. Η αιτιολογία της εκκαλούμενης απόφασης που άπτεται αυτής της πτυχής της υπόθεσης χαρακτηρίστηκε από την υπεράσπιση ως «πιθανολόγηση» και ότι το Κακουργιοδικείο έκανε επί του προκειμένου «υποθέσεις». Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση. Το Κακουργιοδικείο πειστικά εξηγεί γιατί δέχθηκε το συγκεκριμένο μέρος της μαρτυρίας του Μιχαήλ (παραπέμπουμε στο σχετικό μέρος της εκκαλούμενης απόφασης στο απόσπασμα που έχουμε παραθέσει πιο πάνω).Δεν θα ασχοληθούμε με τα υπόλοιπα επιχειρήματα που οι δικηγόροι του εφεσείοντα ανέπτυξαν στην προφορική τους αγόρευση ενώπιόν μας προκειμένου να καταδείξουν ότι το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου αναφορικά με την αξιοπιστία του Μιχαήλ είναι εσφαλμένο γιατί πρόκειται για επιχειρήματα που η υπεράσπιση ανέπτυξε πρωτόδικα και το Κακουργιοδικείο εξέτασε με προσοχή και έδωσε ικανοποιητικές απαντήσεις που μας βρίσκουν απόλυτα σύμφωνους.
Με την έφεση αμφισβητούνται επίσης οι διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου που αφορούν στην αξιοπιστία των λοχιών της Αστυνομίας Α. Ιωάννου (ΜΚ8) και Α. Παναγιώτου (ΜΚ16) οι οποίοι έλαβαν μέρος στην έρευνα της αποθήκης στην οποία βρέθηκαν τα ναρκωτικά (κατηγορίες 6 και 7).
Ο εφεσείων υποβάλλει ότι οι εν λόγω μάρτυρες περιέπεσαν σε ουσιώδη μεταξύ τους αντίφαση που καθιστούσε τη μαρτυρία τους αναξιόπιστη. Η αντίφαση στην οποία ο εφεσείων αναφέρεται, εμπεριέχεται σε ό,τι κατέθεσαν οι εν λόγω μάρτυρες αναφορικά με τον τρόπο που ανοίχθηκε η πόρτα της αποθήκης για να καταστεί δυνατή η είσοδος και η διεξαγωγή της έρευνας. Ο λοχίας Ιωάννου
ανέφερε ότι ο εφεσείων ήταν το πρόσωπο που άνοιξε την πόρτα της αποθήκης αλλά δεν γνώριζε όπως είπε με ποιον τρόπο την άνοιξε. Ο λοχίας Παναγιώτου, κατέθεσε για το ίδιο θέμα ότι ο εφεσείων τράβηξε με δύναμη την πόρτα με αποτέλεσμα να φύγει προς τα έξω το θηλυκό από τον παραστατό. Δεν θεωρούμε σκόπιμο να επαναλάβουμε ό,τι έχουμε προαναφέρει σχετικά με το θέμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων και τις περιπτώσεις στις οποίες δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή διαπιστώσεων οι οποίες ανάγονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων. Θα υπενθυμίσουμε μόνο ότι οι αντιφάσεις σε λεπτομέρειες δεν αποδυναμώνουν μια μαρτυρία η οποία γενικά είναι καθόλα πειστική. Αντιθέτως, οι επουσιώδεις αντιφάσεις καταδείχνουν ανυπαρξία προσχεδιασμού ή συνεννόησης μεταξύ των μαρτύρων ως προς το τί θα κατέθεταν. Βλ. Ιερόθεος Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφεση 6741 κ.α., ημερ. 30.11.2000. Η μαρτυρία των μαρτύρων Ιωάννου και Παναγιώτου φαίνεται πως ήταν καθόλα πειστική και νομίζουμε πως ούτε καν περιέχει αντίφαση. Ενδεχομένως είτε να διέλαθε της προσοχής του λοχία Α. Ιωάννου ο τρόπος/μέθοδος που χρησιμοποίησε ο εφεσείων για να επιτύχει το άνοιγμα της πόρτας είτε απλά να μην θυμόταν τον τρόπο με τον οποίο ο εφεσείων ενήργησε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αναμφίβολα πρόκειται για επουσιώδη πτυχή της μαρτυρίας που με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την αξιοπιστία του ενός ή του άλλου μάρτυρα.Καταληκτικά διαπιστώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε το σύνολο της μαρτυρίας με επάρκεια, η αυτοκαθοδήγηση ήταν ορθή όπως είναι επίσης ορθά και τα σχετικά συμπεράσματα. Το Κακουργιοδικείο ορθά υπό τις περιστάσεις, αναζήτησε ενισχυτική μαρτυρία η οποία, αφού εντοπίστηκε, συνέδεσε πλήρως τον εφεσείοντα με τη διάπραξη των αδικημάτων που αφορούσαν οι κατηγορίες στις οποίες καταδικάστηκε.