ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 2 ΑΑΔ 45

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 7305

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΑΜΒΗ, Δ/στών.

ΜΕΤΑΞΥ:

Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,

Εφ εσείοντα,

και

Αχιλλέα Η. Δημητρίου,

Εφ εσίβλητου

― ― ― ― ―

27 Ιανουαρίου, 2003.

Για τον εφεσείοντα: κα Μ. Μαλαχτού.

Για τον εφεσίβλητο: κ. Ν. Δαμιανού για κ. Χ. Κυριακίδη.

― ― ― ― ―

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

― ― ― ― ―

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, κατόπιν δίκης, αθωώθηκε σε κατηγορία για υπέρβαση ορίου ταχύτητας κατά παράβαση του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων Νόμου (Ν. 86/72 και τροποποιήσεων) και του περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Αδικημάτων Νόμου (Ν. 47(1)/97 και τροποποιήσεων). Για το συγκεκριμένο αδίκημα, προβλέπεται ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο ή πρόστιμο ΛΚ1000 ή και τις δύο ποινές. Παρέχεται επίσης εξουσία στο Δικαστήριο να αποστερήσει τον καταδικασθέντα του δικαιώματος να κατέχει ή να αποκτήσει άδεια οδήγησης μηχανοκινήτου οχήματος για απροσδιόριστη χρονική περίοδο.

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, ο εφεσίβλητος, οδηγούσε μηχανοκίνητο όχημα με ταχύτητα πέραν του επιτρεπόμενου ανώτατου ορίου ήτοι, με 67 χαω αντί 50 χαω. Δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι για τη συγκεκριμένη παράβαση δεν επιδόθηκε στον εφεσίβλητο ειδοποίηση επιβολής εξώδικου προστίμου και δεν αμφισβητήθηκε ότι θα μπορούσε να είχε επιδοθεί τέτοια ειδοποίηση εφόσον, το συγκεκριμένο αδίκημα είναι κατάλληλο για εξώδικη ρύθμιση με βάση τις πρόνοιες του περί Εξώδικου Ρυθμίσεως Αδικημάτων Νόμου (ανωτέρω). Παρενθετικά σημειώνουμε ότι για την εξώδικη ρύθμιση του υπό αναφορά αδικήματος, προβλέπεται πρόστιμο μιας λίρας για κάθε χιλιόμετρο πέραν του επιτρεπομένου ορίου ταχύτητας.

Ο πρωτόδικος δικαστής, με δεδομένο το γεγονός ότι δεν επιδόθηκε στον εφεσίβλητο ειδοποίηση πληρωμής εξώδικου προστίμου και ότι η κατηγορία στηριζόταν και στο νόμο για την εξώδικη ρύθμιση των αδικημάτων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν απασχόλησε την αστυνομία η εφαρμογή του εν λόγω νόμου στην προκείμενη περίπτωση.

Στο στάδιο των τελικών αγορεύσεων, το Δικαστήριο κάλεσε τους δικηγόρους των διαδίκων να διατυπώσουν άποψη κατά πόσο οι πρόνοιες του άρθρου 5 του νόμου για εξώδικη ρύθμιση είναι αντίθετες προς το άρθρο 28 του Συντάγματος το οποίο, κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας μεταξύ των πολιτών. Ο συνήγορος του εφεσίβλητου δήλωσε πως δεν εγείρει θέμα αντισυνταγματικότητας του νόμου για εξώδικη ρύθμιση και απερίφραστα ανέφερε πως δεν ήθελε να σχολιάσει το θέμα. Ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής δήλωσε πως η παρεχόμενη από το άρθρο 5* εξουσία είναι διακριτική και ότι η συγκεκριμένη διάταξη δεν αντίκειται προς την αρχή της ισότητας.

Ο πρωτόδικος δικαστής, με αναφορά στη νομολογία, πραγματεύθηκε το θέμα της ερμηνείας των νόμων και στη συνέχεια ασχολήθηκε με την κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα αρχή της ισότητας. Υστερα από εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία η οποία διέπει το θέμα, κατέληξε ότι το άρθρο 5 του νόμου για την εξώδικη ρύθμιση είναι αντισυνταγματικό γιατί προσκρούει στην αρχή της ισότητας και με βάση αυτή τη διαπίστωση, απάλλαξε και αθώωσε τον εφεσίβλητο από την κατηγορία χωρίς να εξετάσει κατά πόσο αποδείχθηκε η κατ΄ ισχυρισμό υπέρβαση του ορίου ταχύτητας.

Το σκεπτικό της εκκαλούμενης απόφασης έχει ως αφετηρία τη διαπίστωση ότι δεν δόθηκε ποτέ η ευκαιρία στον κατηγορούμενο (εφεσίβλητο) να καταβάλει το εξώδικο πρόστιμο των £17. Και εφόσον η επίδοση της ειδοποίησης για την επιβολή εξώδικου προστίμου είναι θέμα το οποίο ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του αστυνομικού οργάνου, η σχετική διάταξη αντίκειται στην συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας γιατί σύμφωνα πάντα με το σκεπτικό της εκκαλούμενης απόφασης

«......... Με την πιο πάνω νομοθετική ρύθμιση δεν αποδίδονται τα ίσα στα όμοια, αφού ενώ τα υποκείμενα της ρύθμισης είναι ομοιογενή εντούτοις δεν αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο. Συγκεκριμένα το πρόσωπο που λαμβάνει εξώδικο πρόστιμο για την ίδια υπέρβαση ορίου ταχύτητας, όπως αυτή που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος, έχει τη δυνατότητα καταβάλλοντάς το να αποφύγει:

(α) την καταδίκη από Δικαστήριο, αφού η καταβολή του εξώδικου προστίμου δεν μετρά ως καταδίκη. (Αρθρο 11 του Νόμου 47(1)/97 και,

(β) το ενδεχόμενο επιβολής αυστηρότερων ποινών αφού το Δικαστήριο μπορεί για το ίδιο αδίκημα να επιβάλει πρόστιμο μέχρι ΛΚ1000.- ή ποινή φυλάκισης που να μην υπερβαίνει το ένα έτος ή στέρηση της ικανότητας του καταδικασθέντα να κατέχει ή αποκτήσει άδεια οδήγησης για απροσδιόριστη χρονική περίοδο ή σωρευτικά όλες τις πιο πάνω ποινές.»

 

Με την έφεση, αμφισβητείται η ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης και επισημαίνεται πως δεν προέκυψε ανάγκη εξέτασης της συνταγματικότητας της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης για τους σκοπούς εκδίκασης της υπόθεσης εφόσον ο εφεσίβλητος, αρνήθηκε ενοχή στην κατηγορία που αντιμετώπιζε για υπέρβαση του ανώτατου επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητας.

Το άρθρο 144 του Συντάγματος το οποίο, καθιερώνει τον κατασταλτικό συνταγματικό έλεγχο, ορίζει ότι εξετάζονται παρεμπιπτόντως σε αστική ή ποινική διαδικασία, θέματα που άπτονται της συνταγματικότητας νόμων εφόσον η επίλυσή τους είναι ουσιώδης για τη διάγνωση της υπόθεσης η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Κατ΄ εφαρμογή της διάταξης, πάγια είναι και η πρακτική των Δικαστηρίων να επιλαμβάνονται θέματος αντισυνταγματικότητας νόμου μόνο όταν αυτό εγείρεται από τους διαδίκους εξειδικευμένα και η απόφανση είναι απαραίτητη για την επίλυση της υπό εκδίκαση υπόθεσης. Βλ. The Board for Registration of Architects & Civil Engineers v. Christodoulos Kyriakides (1966) 3 CLR 640, The Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967) 1 CLR 167, 183, Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1989) 2 CLR 71 και Δημοκρατία ν. Kirmouyan (1996) 2 ΑΑΔ 126.

Στην προκείμενη περίπτωση, η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστή ήταν ολοσχερώς λανθασμένη. Από τη στιγμή που ο εφεσίβλητος αρνήθηκε ενοχή στην κατηγορία που αντιμετώπιζε, το αντικείμενο της δίκης ήταν μόνο η διαπίστωση της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου στη συγκεκριμένη κατηγορία δηλαδή, κατά πόσο υπήρξε ή όχι υπέρβαση του ανώτατου ορίου ταχύτητας. Η ενασχόληση του Δικαστηρίου με το θέμα της συνταγματικότητας του άρθρου 5 του νόμου χωρίς αυτό να είχε εγερθεί από τους διαδίκους και χωρίς τούτο να ήταν ουσιώδες για τη διάγνωση της ενώπιον του δικαστηρίου υπόθεσης, συνέτεινε στον εκτροχιασμό της δίκης. Ο σκοπός της εξώδικης ρύθμισης είναι η προσφορά ευκαιρίας στον αδικοπραγούντα να απαλλαχθεί από οποιαδήποτε ενοχή για το αδίκημα διά της πληρωμής εξώδικου προστίμου Βλ. Λάρης Βραχίμης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 6879, ημερ. 4.10.2000. Στην παρούσα υπόθεση η προσφορά τέτοιας ευκαιρίας στον εφεσίβλητο δεν θα είχε αντικείμενο αφού αρνήθηκε ενοχή και έγινε η δίκη.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και διατάσσεται η επαναδίκαση του εφεσίβλητου από το Δικαστή που εξέδωσε την εκκαλούμενη απόφαση ο οποίος, με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία να αποφασίσει περί της ενοχής ή αθωότητας του εφεσίβλητου στην κατηγορία που ο τελευταίος αντιμετωπίζει.

 

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

Π. Καλλής, Δ.

Α. Κραμβής, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο