ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 2 ΑΑΔ 609
18 Δεκεμβρίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΝΔΡΕΑ ΨΥΛΛΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (AP. 4),
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7355)
Ποινική Δικονομία ― Απόλυση καταδικασθέντος επί εγγυήσει εκκρεμούσης της εκδίκασης της έφεσης ― Δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να διατάξει τέτοια απόλυση ― Διακριτική ευχέρεια η οποία πρέπει να ασκείται με φειδώ και σε εξαιρετικές περιστάσεις ― Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, Άρθρο 157(1).
Ο εφεσείων εκτίει ποινή πεντάχρονης φυλάκισης που του επέβαλε το μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας, σε δύο κατηγορίες διάρρηξης και κλοπής από κατοικία, καθώς και συντρέχουσα ποινή τετράμηνης φυλάκισης για κατοχή κλοπιμαίας περιουσίας. Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία. Στις 8/10/02 εφεσίβαλε την καταδίκη, η έφεση όμως δεν έχει ακόμη ορισθεί. Ο εφεσείων υπέβαλε, στο μεταξύ, αίτηση για αναστολή της ποινής του μέχρι την εκδίκαση της έφεσης.
Ο βασικός λόγος που ανέπτυξε ο αιτητής για να υποστηρίξει το αίτημα του είναι η προοπτική επιτυχίας της έφεσης. Σχολίασε ορισμένες πτυχές της μαρτυρίας για να ενισχύσει την εισήγηση του αναφορικά με την έκβαση της έφεσης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν την εξουσία του Εφετείου να απολύει με εγγύηση πρόσωπο που έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα έκρινε ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος για την αποφυλάκιση του αιτητή και απέρριψε την αίτηση.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 460,
R. v. Howeson, R. V. Hardy [1936] 25 Cr. App. Rep. 167,
Petri v. Police (1968) 2 C.L.R. 1,
Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 227,
R. v. Wise [1922] 17 Cr. App. Rep. 17.
Αίτηση.
Αίτηση από τον κατηγορούμενο, ο οποίος βρέθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 15145/2001), ημερομηνίας 4/10/2002, σε δύο κατηγορίες διάρρηξης και κλοπής από κατοικία και εκτίει ποινή πενταετούς φυλάκισης, για αναστολή της ποινής του μέχρι την εκδίκαση της έφεσης την οποία άσκησε στις 8/10/2002 κατά της καταδίκης του.
Ο Εφεσείων παρίσταται αυτοπροσώπως.
Ε. Παπαγαπίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Ex tempore
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο εφεσείων εκτίει ποινή πεντάχρονης φυλάκισης, που του επέβαλε το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας, σε δύο κατηγορίες διάρρηξης και κλοπής από κατοικία. Και συντρέχουσα ποινή τετράμηνης φυλάκισης για κατοχή κλοπιμαίας περιουσίας. Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος, αφού αρνήθηκε ενοχή και ακολούθησε ακροαματική διαδικασία. Ας σημειωθεί ότι αθωώθηκε σε 6 άλλες ομοειδείς κατηγορίες, που περιείχε το ίδιο κατηγορητήριο. Στις 8/10/02 εφεσίβαλε την καταδίκη. Η έφεση δεν έχει ακόμη ορισθεί γιατί τα πρακτικά της δίκης ετοιμάστηκαν πολύ πρόσφατα. Ο ορισμός αναμένεται το συντομότερο δυνατό.
Στο μεταξύ, ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση για αναστολή της ποινής του μέχρι την εκδίκαση της έφεσης. Το Άρθρο 157(1) του περί Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155, παρέχει στο Εφετείο, όντας «Δικαστήριο που ασκεί ποινική δικαιοδοσία», εξουσία να απολύει με εγγύηση πρόσωπο που έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα. Η παραπάνω φράση, όπως εξήγησε ο Πικής, Π., με πλήρη αναφορά του στη σχετική νομολογία στην Ν. Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 460, περιλαμβάνει και το Ανώτατο Δικαστήριο μετά την άσκηση έφεσης.
Από την αποτίμηση της νομολογίας, προκύπτει ότι η εξουσία αυτή μπορεί να ασκηθεί μόνο στην περίπτωση που υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις. Η αντιμετώπιση αυτή έχει βαθιές ρίζες. Στην R. v. Starkie [1932] 24 Cr. App. Rep. 173, διακηρύχθηκε ότι:
"It has never been the practice of this Court to grant bail to an applicant after he has been convicted and sentenced to imprisonment unless in very exceptional circumstances."
Και σε μετάφραση:
«Δεν ήταν ποτέ η πρακτική του δικαστηρίου αυτού να επιτρέπει απόλυση με εγγύηση αιτητή μετά που βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε φυλάκιση εκτός σε πολύ εξαιρετικές περιστάσεις.»
Κρίθηκε ότι μόνο του το γεγονός ότι θα ακολουθούσαν οι θερινές διακοπές του δικαστηρίου δεν συνιστούσε εξαιρετική περίσταση, που να δικαιολογεί αποφυλάκιση. Βλ. επίσης R. v. Howeson, R. V. Hardy [1936] 25 Cr. App. Rep. 167. Για τα ευρύτερα θέματα, που σχετίζονται με αιτήσεις όπως την κρινόμενη, διαφωτιστική είναι η υπόθεση Petri v. Police (1968) 2 C.L.R. 1.
H απόλυση μετά τη δίκη και καταδίκη είναι, όπως αναφέρει ο Πικής, Π. στη Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 227, ασύνηθες μέτρο. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι στην υπόθεση εκείνη επισημαίνεται δήλωση των δικηγόρων ότι δεν είχε μέχρι τότε γίνει χρήση της εξουσίας αυτής από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ένας παράγων που εξετάζεται χωρίς όμως να είναι πραγματικά καθοριστικός είναι η προοπτική επιτυχίας της έφεσης. Ο βασικός λόγος που ανέπτυξε ο αιτητής για να υποστηρίξει το αίτημα του είναι ακριβώς αυτός. Είναι απόλυτα σχετικό με το υπό συζήτηση θέμα το παρακάτω σχόλιο στην υπόθεση Μιχαηλίδης:
«Τι συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις είναι δύσκολο να προβλεφθεί με ακρίβεια και ανεπιθύμητο να καθοριστεί εξαντλητικά. Η ευχέρεια συνάρτησης της απόλυσης με την πρόγνωση του αποτελέσματος της έφεσης, όταν στρέφεται εναντίον της καταδίκης, είναι οριακή δεδομένου ότι προαπαιτείται διαπίστωση ότι η πιθανότητα επιτυχίας είναι πολύ μεγάλη ή όπου στρέφεται εναντίον της ποινής ότι αυτή είναι με οποιοδήποτε μέτρο υπερβολική. Εν πάση περιπτώσει η ευχέρεια αυτή δεν πρέπει να ασκείται με τρόπο που να μεταβάλλει την αρχή ότι το μέσον αναθεώρησης της πρωτόδικης απόφασης είναι η έφεση και όχι η προεκτίμηση του πιθανού αποτελέσματος της.
Ακόμα δυσκολότερο είναι να προβλεφθούν προσωπικές συνθήκες που δικαιολογούν την προαπόλυση του εφεσείοντα και δε θα επιχειρήσουμε να τις απαριθμήσουμε.»
Ο αιτητής σχολίασε ορισμένες πτυχές της μαρτυρίας για να ενισχύσει την εισήγηση του αναφορικά με την έκβαση της έφεσης. Μεταξύ άλλων, τη μαρτυρία του Δρα Μ. Καριόλου. Επίσης επικεντρώθηκε στη μαρτυρία για τη διακίνηση ενός τεκμηρίου που, όπως είπε, παρουσίαζε κενά. Θα έχουμε υπόψη κάθε τι που ο εφεσείων μάς είπε, άνκαι δεν αναφερόμαστε λεπτομερειακά ή αναλυτικά στις διάφορες παρατηρήσεις του. Αντικρούοντας αυτή την πτυχή της αίτησης, η κα Παπαγαπίου ανέφερε ότι οι λόγοι έφεσης αφορούν κυρίως την αξιοπιστία της μαρτυρίας, θέμα στο οποίο τον πρωτεύοντα ρόλο έχει το δικάσαν δικαστήριο. και ότι εν πάση περιπτώσει το δικαστήριο δεν βασίστηκε για την καταδίκη στο εν λόγω τεκμήριο (αρ. 22).
Η αποτίμηση της μαρτυρίας, στην οποία μπορεί να προβεί το δικαστήριο αυτό για τους σκοπούς της αίτησης, αναπόφευκτα περιορίζεται στην εκτίμηση της προοπτικής επιτυχίας της έφεσης. Θα ήταν φυσικά λάθος αν το δικαστήριο σε αυτό το στάδιο, πριν την ακρόαση της, παρασυρθεί σε αναλυτικές εκτιμήσεις επιμέρους μαρτυριών. Σημασία έχει η συνολική εντύπωση που αποκομίζει ή με την οποία μένει το δικαστήριο, χωρίς φυσικά αυτό να συνεπάγεται την ενδελεχή εξέταση της υπόθεσης, που μπορεί να γίνει μόνο κατά την ακρόαση της έφεσης.
Στην υπόθεση R. v. Wise [1922] 17 Cr. App. Rep. 17, το δικαστήριο ήταν κατηγορηματικό ως προς την έλλειψη προοπτικής. Λέχθηκε από τον τότε αρχιδικαστή, σε μια πολύ σύντομη απόφαση, ότι:
"There does not appear to be the faintest prospect of success on this appeal, and it is right that I should point out that if the application is persisted in there may be some time wasted. The persons assisting the appellant should be informed that in the opinion of this Court there is no likelihood of success on appeal."
Και σε μετάφραση:
«Δε φαίνεται να υπάρχει η παραμικρή προοπτική επιτυχίας σε αυτή την έφεση, και είναι σωστό να επισημάνω ότι εάν ο εφεσείων επιμένει στην αίτηση του (για άδεια να καταθέσει έφεση), δυνατό αυτό να αποτελεί σπατάλη χρόνου. Τα πρόσωπα που βοηθούν τον εφεσείοντα πρέπει να πληροφορηθούν ότι κατά τη γνώμη του δικαστηρίου αυτού δεν υπάρχει πιθανότητα επιτυχίας της έφεσης.»
Προτιμούμε να μην είμαστε τόσο απόλυτοι. Αρκεί να πούμε ότι δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι συντρέχει οποιοσδήποτε βάσιμος λόγος είτε από την εξεταζόμενη είτε από άλλη σκοπιά, για την αποφυλάκιση του αιτητή.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Η αίτηση απορρίπτεται.