ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2002) 2 ΑΑΔ 464

3 Οκτωβρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ Α. ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7253)

 

Ποινή ― Αναστολή ποινής φυλάκισης ― Κατά πόσο ποινή φυλάκισης μπορεί να ανασταλεί ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν. 95/72) ― Προϋποθέσεις αναστολής της ποινής.

Ποινή ― Βία στην Οικογένεια κατά παράβαση του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, (Ν.119(Ι)/00) ― Μία προηγούμενη καταδίκη για επίθεση με πρόκληση σωματικής βλάβης ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 12 μηνών με διετή αναστολή ― Η αναστολή των επιβληθεισών ποινών ακυρώθηκε κατ' έφεση.

Λέξεις και Φράσεις ― «Σκόπιμο» στο Άρθρο 25(2) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, (Ν.119(Ι)/00).

Ο εφεσίβλητος σε δύο περιπτώσεις, μέσα σε ενάμιση περίπου μήνα, χειροδίκησε βάναυσα κατά της εν διαστάσει συζύγου του και τις προκάλεσε βαριά σωματική βλάβη.  Και τα δύο επεισόδια έγιναν στον τόπο εργασίας της συζύγου του.

Ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος βάσει της δικής του παραδοχής, για την πρόκληση, στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις βαριάς σωματικής βλάβης κατά παράβαση των διατάξεων του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, (Ν. 119(Ι)/00) ("ο Νόμος").

Μετά από παράκληση του εφεσίβλητου, λήφθηκε υπόψη, κατά την επιβολή της ποινής, και τρίτη κατηγορία για τον εκφοβισμό του πατέρα της συζύγου του. Ο εφεσίβλητος βαρυνόταν με προηγούμενη καταδίκη για επίθεση, επαγόμενη στην πρόκληση σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα.  Σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι μηχανισμοί αυτοελέγχου του εφεσίβλητου ήταν χαλαροί, ενώ η εξάρτηση του από τα ναρκωτικά επέτεινε το πρόβλημα.  Κατά το χρόνο της ακρόασης της υπόθεσης, ο εφεσίβλητος τύγχανε θεραπείας αποτοξίνωσης με καλά αποτελέσματα, παρακολουθείτο δε, συγχρόνως από ψυχίατρο.

Το Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσίβλητο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δώδεκα μηνών σε κάθε μια από τις δύο κατηγορίες και ανέστειλε την έκτιση της ποινής για δύο έτη με τον όρο ότι ο εφεσίβλητος θα υποβληθεί σε θεραπευτική αγωγή αυτοελέγχου και σε σχετική αγωγή απεξάρτησης από τα ναρκωτικά, ούτως ώστε να αποφευχθεί η επανάληψη πράξεων βίας όπως αυτές για τις οποίες κατηγορήθηκε.

Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την ποινή ως έκδηλα ανεπαρκή και αμφισβήτησε το δικαιολογημένο της αναστολής της.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Η άσκηση βίας από το σύζυγο σε βάρος της συζύγου του αποτελεί ανάθεμα για τις συζυγικές σχέσεις και πλήττει τον πυρήνα της οικογένειας. Τέτοια συμπεριφορά δεν γίνεται ανεκτή. Πρέπει να εκριζωθεί από την οικογένεια.

2. Το ότι ο εφεσίβλητος αυτοβούλως υπέβαλε τον εαυτό του σε απεξάρτηση από τα ναρκωτικά και δέχτηκε αρωγή για την ενίσχυση των μηχανισμών αυτοελέγχου του, μπορεί να κάμουν ανεκτή, έστω και με κάποια δυσκολία, την επιβολή φυλάκισης μόνο δώδεκα μηνών. Ότι στερείται παντελώς ερείσματος είναι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή.

3. Το Άρθρο 25(2) του Νόμου αφήνει, με μια επιφύλαξη, άθικτη την εφαρμογή του Ν. 95/72 αναφορικά με εγκλήματα βίας στην οικογένεια. Με την επιφύλαξη, η οποία τίθεται στο Άρθρο 25(2) διασαφηνίζεται ότι η αναστολή μπορεί να συνδυαστεί με κηδεμονία κάτω από τους όρους που θέτει το Άρθρο 25(1). Ποινή φυλάκισης δεν μπορεί να ανασταλεί ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Ν. 95/72 και ειδικά του Άρθρου 3(2) του Ν. 95/72 το οποίο προσδιορίζει πότε δικαιολογείται η αναστολή της ποινής φυλάκισης. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού, ποινή αναστέλλεται, εφόσο δικαιολογείται "από τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης ή τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου".

4. Στην προκειμένη περίπτωση, ούτε τα περιστατικά των εγκλημάτων ούτε οι περιστάσεις του παραβάτη ενείχαν οτιδήποτε το εξαιρετικό, το οποίο να δικαιολογεί την αναστολή της ποινής.

5. Και διαφορετική ερμηνεία αν διδόταν στις διατάξεις του Άρθρου 25(2) του Νόμου, αναγνωρίζοντας διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να αναστείλει την ποινή καταδικασθέντων για εγκλήματα βίας στην οικογένεια ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Άρθρου 3(2) του Ν. 95/72 και πάλιν η αναστολή της ποινής δεν θα εδικαιολογείτο.

Η έφεση επιτράπηκε. Η διαταγή για αναστολή της ποινής παραμερίσθηκε. Διατάχθηκε η έναρξη της έκτισης της ποινής από την ημέρα έκδοσης της απόφασης στην έφεση.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκκαλλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 95,

Κούλλουρος ν. Κούλλουρου κ.ά. (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 50,

Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303,

Δημητρίου ν. Δημοκρατίας [1976] 2 J.S.C. 386.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 31961/2001), ημερομηνίας 17/1/2002, με την οποία στον κατηγορούμενο, ο οποίος κρίθηκε ένοχος, βάσει της δικής του παραδοχής, για την πρόκληση, σε δύο ξεχωριστές περιπτώσεις, βαριάς σωματικής βλάβης στην εν διαστάσει σύζυγό του, στην οποία επιτέθηκε στον τόπο της εργασίας της, κατά παράβαση των διατάξεων του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000 (Ν. 119(Ι)/00), επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δώδεκα μηνών σε κάθε μία από τις δύο κατηγορίες με αναστολή της έκτισης της ποινής για δύο έτη, ως ποινής έκδηλα ανεπαρκούς.

Φ. Τιμοθέου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Ν. Νικολαΐδης, για τον Εφεσίβλητο.

Ο Εφεσίβλητος είναι παρών.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος, βάσει της δικής του παραδοχής, για την πρόκληση, σε δύο ξεχωριστές περιπτώσεις, βαριάς σωματικής βλάβης στην εν διαστάσει σύζυγό του, στην οποία επιτέθηκε στον τόπο της εργασίας της. Τα αδικήματα στοιχειοθετούνται στις διατάξεις του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 2000, (Ν. 119(Ι)/00) (ο «Νόμος»). και τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης μέχρι δέκα έτη.

Η υπόθεση εκδικάστηκε συνοπτικά, γεγονός που περιόρισε τη δυνατότητα επιβολής ποινής πέραν του δικαιοδοτικού ορίου του Επαρχιακού Δικαστηρίου, που περιορίζεται στην επιβολή φυλάκισης μέχρι τα πέντε χρόνια.

Το Δικαστήριο επέβαλε στον κατηγορούμενο - εφεσίβλητο συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δώδεκα μηνών σε κάθε μια από τις δύο κατηγορίες και ανέστειλε την έκτιση της ποινής για δύο έτη, με τον όρο:-

«... ότι ο κατηγορούμενος θα υποβληθεί σε θεραπευτική αγωγή αυτοελέγχου και σε σχετική αγωγή απεξάρτησης από τα ναρκωτικά, ούτως ώστε να αποφευχθεί η επανάληψη πράξεων βίας όπως οι πράξεις για τις οποίες κατηγορείται.»

Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την ποινή των δώδεκα μηνών φυλάκισης ως έκδηλα ανεπαρκή, ενόψει της φύσης και της  σοβαρότητας των διαπραχθέντων αδικημάτων, και αμφισβήτησε το δικαιολογημένο της αναστολής της ποινής.

Τα γεγονότα, τα οποία συνθέτουν τα αδικήματα, είναι εξαιρετικά σοβαρά. Σε δύο περιπτώσεις, μέσα σε ενάμιση περίπου μήνα, ο εφεσίβλητος χειροδίκησε βάναυσα κατά της συζύγου του και της προκάλεσε βαριά σωματική βλάβη. Και τα δύο επεισόδια έγιναν στον τόπο εργασίας της συζύγου του, στο γραφείο ενοικιάσεως αυτοκινήτων, στο οποίο εργάζεται, και στην παρουσία τρίτων. Στην πρώτη περίπτωση, ο εφεσίβλητος επισκέφτηκε τη σύζυγό του στον τόπο της εργασίας της, προβάλλοντας ως δικαιολογητικό ότι την ήθελε για κάτι, παράκληση στην οποία αυτή δεν μπορούσε να ανταποκριθεί λόγω πιεστικής εργασίας που είχε να κάμει, προτρέποντάς τον να φύγει. Αντί τούτου, ο εφεσίβλητος της επιτέθηκε, ορμώντας επάνω της, αρπάζοντάς την από τα μαλλιά και κτυπώντας την στο πρόσωπο, με επακόλουθο την πτώση της στο έδαφος, που είχε ως αποτέλεσμα να υποστεί κάταγμα και μετατόπιση του μικρού δακτύλου του δεξιού χεριού. Ο εφεσίβλητος απώθησε τους παρευρισκόμενους που επιχείρησαν να ανακόψουν την επίθεσή του. 

Ο εφεσίβλητος, παρά τη σύλληψή του και την πρόσαψη της πρώτης εναντίον του κατηγορίας από τις Αστυνομικές Αρχές, χωρίς αναστολή, επιδόθηκε στο ίδιο έργο, ενάμιση περίπου μήνα αργότερα, πλην προκαλώντας μεγαλύτερη βλάβη στη σύζυγό του. Εισήλθε και πάλιν οργισμένος στο γραφείο όπου αυτή εργαζόταν, ζητώντας της πληροφορίες για το πού ευρισκόταν ο θείος της, εκστομίζοντας, συγχρόνως, απειλές κατά της ζωής του. Στη συνέχεια, ο εφεσίβλητος παραπονέθηκε στη σύζυγό του ότι του στερεί τα παιδιά του, κατηγορία την οποία η ίδια απέρριψε. Επί τούτου και σύμφωνα με τα γεγονότα τα οποία εκτέθηκαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσίβλητος:-

«... εξαγριώθηκε, πήγε κοντά της, σήκωσε το δεξί του χέρι και της έδωσε μια γροθιά στο πρόσωπο. Άρχισε η μύτη της να αιμορραγεί. Στη συνέχεια την έπιασε από τα μαλλιά, την μετέφερε στο πίσω μέρος του γραφείου όπου υπήρχε μια σιδερένια περιστρεφόμενη σκάλα και της κτύπησε το κεφάλι πάνω στη σκάλα. Στη συνέχεια της έδωσε ακόμα μια γροθιά στο πρόσωπο και λέγοντας της ότι αν πει οτιδήποτε στην αστυνομία και τον πιάσουν, όταν θα βγει τα πράγματα θα είναι χειρότερα ...»

Μετά από παράκληση του κατηγορουμένου, λήφθηκε υπόψη, κατά την επιβολή της ποινής, και τρίτη κατηγορία για τον εκφοβισμό του πατέρα της συζύγου του. Ο εφεσίβλητος βαρυνόταν με προηγούμενη καταδίκη για επίθεση, επαγόμενη την πρόκληση σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα.

Η πρωτόδικος Δικαστής υπογράμμισε στην απόφασή της τη σοβαρότητα εγκλημάτων βίας στην οικογένεια, επισημαίνοντας ότι η αύξηση των περιστατικών αυτής της κατηγορίας αδικημάτων επέδρασε στη θέσπιση του πρώτου περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 1994 (Ν. 47(Ι)/94), τον οποίο ο Ν. 119(Ι)/00 κατάργησε και αντικατέστησε. Παρέπεμψε συγχρόνως: (α) στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 272, στην οποία το Δικαστήριο τόνισε τη σοβαρότητα αδικημάτων βίας στην οικογένεια και την ανάγκη ανάλογης αντιμετώπισης του ενόχου από το δικαστήριο και (β) στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Τόκκαλλου (2001) 2 Α.Α.Δ. 95, στην οποία στιγματίζεται η χρήση βίας κατά συνανθρώπου και υπογραμμίζεται:-

«Η ωμή χρήση βίας είτε ως μέσο επικράτησης, είτε ως μέσο εκδίκησης, είτε ως μέσο τιμωρίας, δεν έχει θέση στην κοινωνία των ανθρώπων. Η εκδήλωσή της πρέπει να τιμωρείται με την αυστηρότητα που επιβάλλει η σοβαρότητα του εγκλήματος και η ανάγκη για τη γενική καταστολή τέτοιας συμπεριφοράς.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξαντλώντας κάθε περιθώριο επιείκειας, περιόρισε την επιβληθείσα ποινή σε δωδεκάμηνη φυλάκιση σε κάθε κατηγορία. Σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι μηχανισμοί αυτοελέγχου του εφεσίβλητου ήταν χαλαροί, ενώ η εξάρτηση του από τα ναρκωτικά επέτεινε το πρόβλημα. Κατά το χρόνο ακρόασης της υπόθεσης, ο εφεσίβλητος τύγχανε θεραπείας αποτοξίνωσης με καλά αποτελέσματα, παρακολουθείτο δε, συγχρόνως, από ψυχίατρο. 

Η σοβαρότητα εγκλημάτων βίας στην οικογένεια είναι αυτόδηλη. Εκτός από το τραύμα που επιφέρουν, τείνουν να πλήξουν τη συνοχή της οικογένειας και την υπόσταση των μελών της.  Χρήση βίας από το σύζυγο κατά της συζύγου του αποτελεί ιδιαίτερη πτυχή εγκλημάτων βίας στην οικογένεια, τα οποία έχουν ως γενεσιουργό αιτία τη χρήση βίας ως μέσο επιβολής της θέλησης του συζύγου επί της συζύγου του και την κυριαρχία του στην οικογένεια, με έρεισμα τη σωματική του δύναμη. Η βία αντικαθιστά το λόγο και η ισχύς τη λογική. Εξαρθρώνεται το κλίμα ισότητας που πρέπει να χαρακτηρίζει τις σχέσεις των συζύγων - (βλ. Κούλλουρος ν. Κούλλουρου & Άλλου (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 50). Η άσκηση βίας από το σύζυγο εις βάρος της συζύγου του αποτελεί ανάθεμα για τις συζυγικές σχέσεις και πλήττει τον πυρήνα της οικογένειας. Τέτοια συμπεριφορά δε γίνεται ανεκτή.  Πρέπει να εκριζωθεί από την οικογένεια.

Το ότι ο εφεσίβλητος αυτοβούλως υπέβαλε τον εαυτό του σε απεξάρτηση από τα ναρκωτικά και δέχτηκε αγωγή για την ενίσχυση των μηχανισμών αυτοελέγχου του, μπορεί να κάμουν ανεκτή, έστω με κάποια δυσκολία, την επιβολή φυλάκισης μόνο δώδεκα μηνών. Ότι στερείται παντελώς ερείσματος είναι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αναστείλει την ποινή.  Κατ' αρχήν, βασίζεται σε παρερμηνεία των διατάξεων του Άρθρου 25 του Νόμου. Με μια επιφύλαξη, το Άρθρο 25 δεν καταργεί, ούτε περιορίζει την εφαρμογή του περί της Υφ' όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, (Ν. 95/72), όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 41(Ι)/97). Ό,τι θεσμοθετεί είναι την παροχή δυνατότητας στο ποινικό δικαστήριο, αντί να επιβάλει οποιαδήποτε από τις καθιερωμένες ποινές στον καταδικασθέντα, να τον θέσει, μετά από αίτημα του ιδίου, υπό κηδεμονία, με τον ειδικό όρο ότι θα υποβληθεί σε θεραπευτική αγωγή αυτοελέγχου, είτε χωρίς όρους είτε με όρους, οι οποίοι ήθελαν κριθεί αναγκαίοι προς το σκοπό μη επανάληψης πράξεων βίας - (Άρθρο 25(1)). Η νομοθετική αυτή διάταξη δεν άπτεται της αναστολής ποινής φυλάκισης. Αντικείμενό της είναι η παροχή εξουσίας στο δικαστήριο να μεταχειριστεί τον ένοχο εγκλημάτων βίας στην οικογένεια με τρόπο άλλο από τα καθιερωμένα μέσα μεταχείρισης των καταδικαζομένων.

Το επόμενο εδάφιο του Άρθρου 25 του Νόμου αφήνει, με μία επιφύλαξη, άθικτη την εφαρμογή του Ν. 95/72 αναφορικά με εγκλήματα βίας στην οικογένεια. Προβλέπει:-

«(2) Το Δικαστήριο, αν το κρίνει σκόπιμο, δύναται να επιβάλει στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης με αναστολή ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του άρθρου 5 του περί της Υφ' Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου, και να θέσει κατά τη διάρκεια της αναστολής τον κατηγορούμενο υπό κηδεμονία και υπό τον ειδικό όρο ή οποιουσδήποτε άλλους όρους που αναφέρονται στο εδάφιο (1) πιο πάνω.» 

Η νομοθετική αυτή διάταξη παρουσιάζει ορισμένα ερμηνευτικά προβλήματα, τα οποία θα προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε. Κατ' αρχήν πρέπει να διευκρινίσουμε ότι το Άρθρο 5 του Ν. 95/72 απλώς διαγράφει τους όρους, κάτω από τους οποίους μπορεί να ανασταλεί ποινή φυλάκισης. Με την επιφύλαξη, η οποία τίθεται στο Άρθρο 25(2), διασαφηνίζεται ότι η αναστολή μπορεί να συνδυαστεί με κηδεμονία, κάτω από τους όρους που θέτει το Άρθρο 25(1). Το ερώτημα, το οποίο τίθεται, είναι κατά πόσο ποινή φυλάκισης μπορεί να ανασταλεί ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Ν. 95/72 και ειδικά του Άρθρου 3(2) του Ν. 95/72, το οποίο ορίζει:

«(2) Το Δικαστήριο δε διατάσσει αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλακίσεως εκτός αν έχει τη γνώμη ότι η έκδοση διατάγματος αναστολής δικαιολογείται από τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης ή τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου.»

Το ερώτημα, το οποίο πρέπει να απαντήσουμε, περιστρέφεται γύρω από τη χρήση του όρου «σκόπιμο» του Άρθρου 25(2) του Νόμου. Η πρωταρχική σημασία του όρου «σκόπιμο» στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη, σελ. 1630, συνάδει με την κυρίως χρήση του όρου στην καθομιλουμένη.  Προβλέπει: «αυτό που επιβάλλεται για την εξυπηρέτηση ενός σκοπού:».

Ο σκοπός, στην προκείμενη περίπτωση, είναι η αναστολή ποινής φυλάκισης. Πότε δικαιολογείται η αναστολή της προσδιορίζεται, όπως έχουμε αναφέρει, στο Άρθρο 3(2) του Ν. 95/72.  Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του Άρθρου του Νόμου, ποινή αναστέλλεται, εφόσον δικαιολογείται «από τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης ή τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου». Το ότι ο νομοθέτης δεν ηθέλησε να παράσχει εξουσία αναστολής της ποινής ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Ν. 95/72, προκύπτει και από τις άλλες πρόνοιες του σχετικού εδαφίου του Νόμου, πρωτίστως από το γεγονός ότι ο νομοθέτης ηθέλησε να θέσει επιφυλάξεις στην εφαρμογή του μόνο όσον αφορά το Άρθρο 5 του Ν. 95/72

Όπως διευκρινίζεται στην Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240:- (σελ. 250)

«Συνήθη μετριαστικά περιστατικά, αναγόμενα είτε στα περιστατικά του εγκλήματος ή στις περιστάσεις του παραβάτη, δεν αποτελούν εξαιρετικές αλλά συνήθεις περιστάσεις.  Καθοδήγηση για τις περιστάσεις, που μπορεί να χαρακτηριστούν «εξαιρετικές», μπορεί να αντληθεί και από την πρόσφατη απόφαση στην Αγαθαγγέλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 369, στην οποία η Ολομέλεια ασχολήθηκε με το νοηματικό περιεχόμενο του όρου 'εξαιρετικές περιστάσεις'».

Στην προκείμενη περίπτωση, ούτε τα περιστατικά των εγκλημάτων ούτε οι περιστάσεις του παραβάτη ενείχαν ο,τιδήποτε το εξαιρετικό, το οποίο να δικαιολογεί την αναστολή της ποινής.  Η ροπή του εφεσίβλητου στη χρήση βίας και η χαλαρότητα των μηχανισμών αυτοελέγχου των διαθέσεών του αποτελούν συνήθη χαρακτηριστικά ατόμων που καταφεύγουν στη χρήση βίας. 

Και διαφορετική ερμηνεία αν διδόταν στις διατάξεις του     Άρθρου 25(2) του Νόμου, αναγνωρίζοντας διακριτική ευχέρεια στο δικαστήριο να αναστέλλει την ποινή καταδικασθέντων για εγκλήματα βίας στην οικογένεια ανεξάρτητα από τις διατάξεις του Άρθρου 3(2) του Ν. 95/72, και πάλιν η αναστολή της ποινής δε θα εδικαιολογείτο.

Καθώς επισημαίνεται στην Γεν. Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303, οι παράγοντες που προσμετρούν ως προς την αναστολή της ποινής είναι οι ακόλουθοι τρεις, ως είχε επισημανθεί στη Δημητρίου ν. Δημοκρατίας [1976] 2 J.S.C. 386:-

«(α)  Η σοβαρότητα των περιστατικών της υπόθεσης και το κίνητρο για τη διάπραξη του εγκλήματος.

(β) Το μητρώο του κατηγορουμένου, ως δείκτης για την ανάγκη αποτροπής· και

(γ) Η διαγωγή του κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, ιδιαίτερα η παρουσία ή απουσία στοιχείων μεταμέλειας.»

Τα σοβαρά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης δεν αφήνουν περιθώριο για την αναστολή της ποινής, ενώ η προηγούμενη καταδίκη του εφεσίβλητου για έγκλημα βίας αποτελεί άλλο ανασχετικό παράγοντα. Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε για το πρώτο περιστατικό βίας, γνωρίζοντας ότι θα ερχόταν αντιμέτωπος με τις συνέπειες των πράξεών του ενώπιον της Δικαιοσύνης, και χωρίς αναστολή διέπραξε σε βραχύ χρονικό διάστημα το ίδιο αδίκημα βίας εις βάρος της συζύγου του, φανερώνει άτομο το οποίο δεν έχει αναστολή στις επιδιώξεις του από τις αναμενόμενες συνέπειες των πράξεών του. 

Καταλήγουμε ότι, κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα και αν ήθελαν κριθεί τα περιστατικά της υπόθεσης και οι περιστάσεις του παραβάτη - εφεσίβλητου, δεν εδικαιολογείτο η αναστολή της ποινής.

Η έφεση επιτρέπεται.

Η διαταγή για την αναστολή της ποινής παραμερίζεται. Ο εφεσίβλητος θα εκτίσει την ποινή που του επιβλήθηκε με αφετηρία τη σημερινή ημερομηνία.

Η έφεση επιτρέπεται. Η διαταγή για αναστολή της ποινής παραμερίζεται. Διατάσσεται η έναρξη της έκτισης της ποινής από την ημέρα έκδοσης της απόφασης στην έφεση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο