ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 2 ΑΑΔ 395

13 Σεπτεμβρίου, 2002

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΝΙΚOΛΑΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ,

Εφεσείων,

v.

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΑΡ. 2),

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7235)

 

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

Βία στην Οικογένεια ― Επίθεση με πρόκληση σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 3(1)(4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου αρ. 47(Ι)/94 ― Κατά πόσο επηρεάζονται αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του πιο πάνω νόμου που καταργήθηκε με το Νόμο 119(Ι)/2000.

Στην υπόθεση αυτή ο εφεσείων εφεσιβάλλει την καταδίκη του σε κατηγορία επίθεσης με πρόκληση σωματικής βλάβης κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 3(1)(4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου αρ. 47(Ι)/94.  Οι λόγοι έφεσης αφορούν το δικαίωμα του να καλέσει μάρτυρες, που όπως υποστήριξε δεν του επιτράπηκε να το πράξει και επίσης ότι δεν έγιναν δεκτά τεκμήρια που αποδείκνυαν ότι η παραπονούμενη εψεύδετο, με συνέπεια η μαρτυρία της τελευταίας να γίνει αποδεκτή.  Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Εφετείου, ο εφεσείων πρόβαλε δύο νέους λόγους, που αφορούσαν ο μεν ένας την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας ο δε άλλος ότι κατηγορήθηκε για αδίκημα που προνοείται από νόμο που έχει καταργηθεί με το Νόμο 119(Ι)/2000.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αφ' ενός δεν πείσθηκε ότι συνέτρεχε λόγος ανατροπής των ευρημάτων ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, αφ' ετέρου δε θεώρησε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι, παρά την κατάργηση του σχετικού Νόμου 47(Ι)/94 επί του οποίου βασίζεται η κατηγορία με το Νόμο 119(Ι)/2000 που τέθηκε σε ισχύ την 21.7.2000, εν τούτοις, με βάση το Άρθρο 40 του πιο πάνω Νόμου σε συνδυασμό με τα Άρθρα 10(2) και 11 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, δεν επηρεάζονται ποινικά αδικήματα τα ποία διαπράχθησαν κατά τη διάρκεια της ισχύος του καταργηθέντος νόμου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε επίσης ότι ούτε οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης ευσταθούσαν, ενόψει του αναφαίρετου δικαιώματος κατηγορουμένου να καλέσει μάρτυρες και να παρουσιάσει έγγραφα, ως αποδεικτικό υλικό εφόσον οι πρόνοιες του περί Αποδείξεως Νόμου δεν το απαγόρευαν. Εξ άλλου τα πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας δεν ανέφεραν οτιδήποτε σχετικό με την κλήση μαρτύρων ή την κατάθεση οποιουδήποτε εγγράφου ως τεκμηρίου.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 298,

Λοϊζιάς ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 298,

Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320,

Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Πότση (2000) 2 Α.Α.Δ. 252.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 17812/2001) ημερομηνίας 20/12/2001, με την οποία κρίθηκε ένοχος, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε κατηγορία επίθεσης με πρόκληση σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 3(1)(4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου 47(Ι)/94, και του επιβλήθηκε ποινή προστίμου £750.

Ο Εφεσείοντας εμφανίζεται προσωπικά.

Λ. Παντελής, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου, θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, μετά από ακροαματική διαδικασία, σε κατηγορία επίθεσης με πρόκληση σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3(1)(4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου αρ. 47(Ι)/94, και του επιβλήθηκε ποινή προστίμου £750.

Καθ' όλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ο εφεσείων αντιπροσωπεύετο από δικηγόρο. Την ειδοποίηση όμως της έφεσης την κατεχώρησε ο ίδιος ο εφεσείων χωρίς νομική συνδρομή. Δήλωσε ότι επιθυμεί να χειριστεί ο ίδιος την υπόθεση ενώπιον μας χωρίς νομική βοήθεια από δικηγόρο.

Ο λόγος έφεσης, αν και δεν είναι διατυπωμένος όπως οι σχετικοί κανονισμοί απαιτούν, εν τούτοις περιέχει την αιτιολογία που προβάλλει ο εφεσείων. Ο λόγος της έφεσης έχει δύο σκέλη.  Πρώτον ότι η απόφαση είναι λανθασμένη γιατί δεν του επετράπηκε να προσκομίσει μαρτυρία εμπειρογνώμονα-ιατροδικαστή για να αντικρούσει τη μαρτυρία ιατρού που κλήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή σε σχέση με τα τραύματα της παραπονουμένης και δεύτερον ότι δεν έγιναν δεκτά έντυπα-τεκμήρια (όπως αναφέρει) τα οποία είχε στην κατοχή του και απεδείκνυαν ότι η κύρια μάρτυς κατηγορίας και παραπονουμένη εψεύδετο, με συνέπεια η μαρτυρία της τελευταίας να γίνει δεκτή.

Κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον μας ο εφεσείων προσέθεσε δύο νέους λόγους που αφορούν ο ένας την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας και ο άλλος ότι κατηγορήθηκε για αδίκημα που προνοείται από νόμο που είχε καταργηθεί με το Νόμο αρ. 119(Ι)/2000.

Όσον αφορά τους δύο πιο πάνω λόγους έφεσης που αναφέρονται στην ειδοποίηση έφεσης έχουμε καταλήξει ότι αυτοί δεν ευσταθούν για τους εξής λόγους. Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να καλέσει μάρτυρες υπεράσπισης, περιλαμβανομένων και εμπειρογνωμόνων, είναι αναφαίρετο και διασφαλίζεται από τη νομοθεσία. Διασφαλίζεται επίσης η παρουσίαση εγγράφων εκ μέρους της υπεράσπισης, ως αποδεικτικό υλικό, εκτός φυσικά όπου οι πρόνοιες του περί Αποδείξεως Νόμου το απαγορεύουν.

Έχουμε διεξέλθει με την επιβαλλόμενη προσοχή τα πρακτικά της υπόθεσης.  Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε αίτημα του δικηγόρου, ο οποίος υπεράσπιζε τον αιτητή κατά την πρωτόδικη διαδικασία, για την κλήση οποιουδήποτε μάρτυρα ή την κατάθεση οποιουδήποτε εγγράφου ως Τεκμηρίου, ούτε φυσικά και οποιαδήποτε ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου που να απορρίπτει τέτοιο αίτημα. Αντίθετα, από τα πρακτικά της υπόθεσης είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο εφεσέιων κατέθεσε από το εδώλιο του μάρτυρα και όταν η κατάθεση του περατώθηκε ο δικηγόρος του έκλεισε την υπόθεση της υπεράσπισης τονίζοντας: "Αυτή είναι η υπόθεση μου.".

Ο εφεσείων προβάλλει ακόμα ότι το Δικαστήριο απέρριψε αδικαιολόγητα ένσταση του να γίνει δεκτή ως Τεκμήριο η ανακριτική κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία.  Τούτο όμως δεν είναι ορθό. Από τα πρακτικά προκύπτει ότι, όχι μόνο δεν υπεβλήθη καμιά ένσταση αλλά αντίθετα υπάρχει ρητή δήλωση από το δικηγόρο του εφεσείοντα ως εξής: "Δεν υπάρχει ένσταση".

Ο εφεσείων κατά την προφορική αγόρευση του ενώπιον μας επιχείρησε να αμφισβητήσει την αξιοπιστία της μαρτυρίας που παρουσιάσθηκε για την Κατηγορούσα Αρχή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως ορθή και αμερόληπτη την μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας. Όσον αφορά δε τη μαρτυρία της κύριας μάρτυρος της παραπονουμένης, το Δικαστήριο είπε τα εξής:-

"Με όση, όμως, προσοχή κι αν προσέγγισα τη μαρτυρία της παραπονουμένης και παρόλο που σ' αυτή εντοπίζονται στοιχεία υπερβολής, εν τούτοις δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι το απόγευμα εκείνης της ημέρας πράγματι δέχθηκε επίθεση και κτυπήματα από τον κατηγορούμενο και, επομένως, σε σχέση με το επίδικο επεισόδιο κρίνω ότι γενικά είπε την αλήθεια."

Αντίθετα το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα, ως αναξιόπιστη, αναφέροντας τα εξής:-

"Όσον αφορά τον κατηγορούμενο, αυτός μου έκαμε πολύ πτωχή εντύπωση και δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι δεν είπε στο Δικαστήριο την αλήθεια σε σχέση με το υπό κρίση επεισόδιο και το άλλοθι που επικαλέσθηκε, ότι δηλαδή εκείνη την ώρα ήταν στο απόδειπνο, αποτελεί ένα χοντροκομμένο εκ των υστέρων κατασκεύασμα."

Δεν έχουμε πεισθεί από την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ενώπιον μας ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε οποιοδήποτε λάθος ως προς τα ευρήματα περί της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Αντίθετα τα ευρήματα του είναι δικαιολογημένα και εύλογα ενόψει της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του και τα οποία έχουμε διεξέλθει. Εξάλλου είναι καλά καθιερωμένη αρχή της νομολογίας ότι η ευθύνη για τον προσδιορισμό των γεγονότων βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης. Ευχέρεια για παραμερισμό ή ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν κρίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα (Βλέπε: Μόδεστος Πίτσιλλος ν. Δ. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 298, Λοϊζιάς ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 298, Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320, Χρυσούλλα Καννάουρου κ.ά. ν. Ανδρέα Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου Ανδρέα Πότση (2000) 2 Α.Α.Δ. 252).

Τελευταίος λόγος έφεσης τον οποίο πρόβαλε ο εφεσείων ήταν ο ισχυρισμός ότι καταδικάσθηκε με βάση τις πρόνοιες νόμου ο οποίος είχε καταργηθεί. Το θέμα αυτό το ήγειρε ο δικηγόρος του εφεσείοντα κατά τη διάρκεια της πρωτόδικης ακροαματικής διαδικασίας. Το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του, ημερ. 13.12.2001 απέρριψε την εισήγηση αυτή. Απεφάσισε ότι, παρά την κατάργηση του σχετικού Νόμου 47(Ι)/94 επί του οποίου βασίζεται η κατηγορία με το Νόμο 119(Ι)/2000 που τέθηκε σε ισχύ την 21.7.2000, εν τούτοις, με βάση το άρθρο 40 του πιο πάνω Νόμου σε συνδυασμό με τα άρθρα 10(2) και 11 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, δεν επηρεάζονται ποινικά αδικήματα τα οποία διεπράχθησαν κατά τη διάρκεια της ισχύος του καταργηθέντος νόμου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι "με τη φράση "άνευ επηρεασμού οποιασδήποτε πράξης, ενέργειας ή διορισμού που έγινε δυνάμει του καταργηθέντος νόμου" υποδηλώνεται η σαφής πρόθεση του Νομοθέτη ότι τα αδικήματα που διεπράχθηκαν με τον καταργηθέντα νόμο δεν διαγράφονται."

Η θέση αυτή του Δικαστηρίου είναι ορθή και την επιβεβαιώνουμε. Έπεται ότι και αυτός ο λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο