ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 2 ΑΑΔ 388
12 Αυγούστου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΝΔΡΕΑ ΨΥΛΛΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΑΡ. 3),
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7337)
Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δίκαιη δίκη ― Σύνταγμα, Άρθρο 12.5 και Άρθρο 30.2 ― Διασφαλίζουν την αρχή για τη διάγνωση της ποινικής ευθύνης και των αστικών δικαιωμάτων κατηγορουμένου μέσα σε εύλογο χρόνο ― Εξέταση για ισχυριζόμενη παραβίαση των πιο πάνω δικαιωμάτων γίνεται στο πλαίσιο της δίκης και όχι έξω από αυτό.
Ποινική Δικονομία ―- Έφεση ― Ενδιάμεσες αποφάσεις ποινικού δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων και αποφάσεις σχετιζόμενες με την αναβολή υποθέσεων, δεν υπόκεινται σε έφεση ― Αποφάσεις που άπτονται της κράτησης υποδίκου κατέστησαν εφέσιμες βάσει των προνοιών του Άρθρου 137(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, τις οποίες επέφερε ο τροποποιητικός Νόμος αρ. 14(Ι)/01.
Ποινική Δικονομία ― Απόλυση υποδίκου επί εγγυήσει ― Αποτελεί απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος.
Ποινική Δικονομία ― Διαταγή για παράταση κράτησης υποδίκου ― Συναρτάται με νέα απόφαση του Δικαστηρίου ― Το ενδεχόμενο επιμήκυνσης της κράτησης λόγω της χρονικής παράτασης της δίκης, για λόγους που δεν είναι συνυφασμένοι με την άνευ διακοπή διεξαγωγή της δίκης, επενεργεί υπέρ της απόλυσης του υποδίκου υπό όρους.
Στην υπόθεση αυτή η έφεση του υποδίκου-εφεσείοντος για την παράταση της κράτησής του έγινε αποδεκτή και ο εφεσείων απολύθηκε υπό όρους, επειδή το Κακουργιοδικείο δεν είχε προσδώσει οποιαδήποτε σημασία στην επιμήκυνση του χρόνου της κράτησής του, ως στοιχείο το οποίο επενεργεί στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Η μακρότητα του χρόνου αναβολής της δίκης δεν εσχετίζετο με τους λόγους της αναβολής την οποία ζήτησε ο εφεσείων, αλλά με το πρόγραμμα του δικαστηρίου. Ο εφεσείων ευρίσκετο υπό κράτηση για έντεκα μήνες χωρίς να διαφαίνεται πότε θα τελειώσει η υπόθεση.
Η έφεση του εφεσείοντος εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου για την αναβολή της υπόθεσης απορρίφθηκε ως μη εφέσιμη.
Οι νομικές αρχές που ανέλυσε και εφάρμοσε το Ανώτατο Δικαστήριο στην πιο πάνω κατάληξή του εμφαίνονται επαρκώς στις πιο πάνω περιληπτικές σημειώσεις.
Η έφεση επιτράπηκε μερικώς.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Αναστασίου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 435,
Fourri a.o. v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152,
In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329,
Μαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068,
Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 35,
King's Head Development Co. Ltd v. Πηλέα (2001) 1 A.A.Δ. 733,
Γιάγκου «Λεμόνας» ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 421,
Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 596,
Κάννα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 444,
Amirov v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 603,
Θεοδωρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139,
Χ"Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45.
Έφεση εναντίον Διατάγματος Κράτησης.
Έφεση από τον κατηγορούμενο, ο οποίος συνελήφθη στις 12/9/2001, ως ύποπτος σε κατηγορίες διάρρηξης κατοικίας και κλοπής, εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας (Υπόθεση Αρ. 15145/2001) ημερομηνίας 26/8/2002, με την οποία απορρίφθηκε αίτημά του για απόλυσή του αλλά διατάχθηκε η περαιτέρω κράτησή του διαρκούσης της εκκρεμοδικίας.
Ο εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.
Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσείων αντιμετωπίζει δέκα κατηγορίες διάρρηξης κατοικίας και κλοπής, δύο από τις οποίες διαπράχθηκαν εν καιρώ νυκτός. Ο εφεσείων συνελήφθη στις 12 Σεπτεμβρίου 2001 ως ύποπτος για τη διάπραξη των αδικημάτων και έκτοτε τελεί υπό κράτηση.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 2001 παραπέμφθηκε σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 6 Νοεμβρίου 2001. Αρνήθηκε τις κατηγορίες και η δίκη του ορίστηκε στις 15 Απριλίου 2002. Η ακρόαση άρχισε στις 16 Απριλίου 2002 και συνεχίστηκε την επομένη οπόταν αναβλήθηκε για τις 2 Μαΐου. Αφού αναλώθηκαν ορισμένες ημέρες για την ακρόασή της το Μάιο, η υπόθεση αναβλήθηκε για να συνεχιστεί τον επόμενο μήνα. Αριθμός ημερών αφιερώθηκαν για την ακρόαση τον Ιούνιο και επέκεινα η ακρόαση αναβλήθηκε για τον Ιούλιο. Ο εφεσείων εφεσίβαλε κάθε απόφαση σχετιζόμενη με την κράτηση του αρχής γενομένης από τη διαταγή για την κράτηση του εκκρεμούσης της εμφάνισής του ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι αποκαλυπτικές της πορείας που ακολούθησε η παραπομπή της υπόθεσης στο Κακουργιοδικείο και στη συνέχεια η ακρόασή της. Ό,τι προκύπτει είναι ότι δεν έγινε ο αναγκαίος προγραμματισμός για την άνευ διακοπής ακρόαση της υπόθεσης, ως ενδείκνυται, γεγονός που υπογραμμίζουν εγκύκλιοι του Ανωτάτου Δικαστηρίου και διασαφηνίζει η νομολογία. Στην υπό έφεση απόφαση εξηγούνται οι λόγοι της παρέκκλισης από τη διαγεγραμμένη πορεία ακρόασης δικαστικών υποθέσεων σχέση έχοντες με το βαρύ πινάκιο του Κακουργιοδικείου.
Στις 26 Ιουλίου 2002, ο εφεσείων υπέβαλε αίτημα για την αναβολή της υπόθεσης προς το σκοπό προσαγωγής πρόσθετης μαρτυρίας για την υπεράσπισή του. Η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής συμπληρώθηκε και ο εφεσείων κλήθηκε σε απολογία. Στο πλαίσιο της υπεράσπισής του κάλεσε αριθμό μαρτύρων. Ως φαίνεται υπήρξε ταλάντευση εκ μέρους του εφεσείοντος ως προς τον αριθμό των μαρτύρων τους οποίους θα καλούσε, γεγονός που προκάλεσε την ένσταση της κατηγορούσας αρχής σε αίτημα του για αναβολή. Το δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα παραπέμποντας, στο συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του κατηγορουμένου, κλήσης μαρτύρων προς υπεράσπισή του. Μετά ταύτα επαναπρογραμματίστηκε η υπόθεση για συνέχιση στις 26 Αυγούστου 2002. Το δικαστήριο απέρριψε αίτημα του εφεσείοντος για την απόλυση του με όρους τους οποίους ήθελε καθορίσει το ίδιο.
Με την ειδοποίηση έφεσης που ετοίμασε ο ίδιος ο εφεσείων, προσβάλλει την απόφαση του Κακουργιοδικείου για την αναβολή της υπόθεσης όσο και τη διαταγή για την περαιτέρω κράτηση του εκκρεμούσης της δίκης. Άξονα της επιχειρηματολογίας του αποτέλεσαν τα ανθρώπινα δικαιώματα, ιδιαίτερα το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος για τη διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων μέσα σε εύλογο χρόνο και το γεγονός ότι για τους σκοπούς της υπόθεσης αυτής τελεί υπό κράτηση τους τελευταίους έντεκα μήνες.
Η ένσταση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα στο παραδεκτό της έφεσης εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου για αναβολή της υπόθεσης ευσταθεί. Ανάλογο αίτημα του εφεσείοντος προβληθέν στο πλαίσιο της ακρόασης της έφεσης του (Ποινική Έφεση αρ. 7321), εναντίον προηγούμενου διατάγματος για την κράτησή του συνεχιζόμενης της δίκης, απορρίφθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2002. Σ' αυτήν εξηγείται (η απόφαση δόθηκε από το Νικήτα, Δ.), υπό το φως της προηγούμενης νομολογίας - βλ. Αναστασίου ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 435 - ότι ενδιάμεσες αποφάσεις ποινικού δικαστηρίου, μεταξύ των οποίων και αποφάσεις σχετιζόμενες με την αναβολή υποθέσεων, δεν υπόκεινται σε έφεση. Πριν αφήσουμε το θέμα αυτό, θέλουμε να παρατηρήσουμε ότι τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, που διασφαλίζει το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος, και του κάθε διαδίκου, που διασφαλίζει το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος, συνάπτονται προς τις αρχές της δικαίας δίκης και ασκούνται μέσα στο πλαίσιό της και όχι έξω από αυτό. (Βλ. μεταξύ άλλων Fourri & Others v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152· In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329· Μαγκάκης (1990) 1 Α.Α.Δ. 1068· Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ. 35· King's Head Development Co. Ltd. v. Πηλέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 733· Ανδρέας Σωτηρίου Γιάγκου «Λεμόνας» ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 421.)
Αντίθετα αποφάσεις που άπτονται της κράτησης υποδίκου έχουν καταστεί εφέσιμες βάσει των προνοιών του άρθρου 137(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, τις οποίες επέφερε ο τροποποιητικός Νόμος αρ. 14(Ι)/01. Θα επιληφθούμε κατά συνέπεια μόνο του δεύτερου σκέλους της έφεσης που αφορά το διάταγμα για την παράταση της κράτησης του εφεσείοντος εκκρεμούσης της δίκης, η οποία θα συνεχιστεί στις 26 Αυγούστου 2002.
Τόσο ο κ. Κέκκος, ο οποίος εκπροσώπησε τη Δημοκρατία, όσο και ο ίδιος ο εφεσείων, ο οποίος χειρίστηκε την έφεση του αυτοπροσώπως, μας παρέπεμψαν σε σειρά αποφάσεων που τείνουν να διαφωτίσουν ως προς το πότε δικαιολογείται η κράτηση υποδίκου, εκκρεμούσης ή συνεχιζόμενης της δίκης και τους παράγοντες που προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου επί του προκειμένου. Όπως διασαφηνίζει η νομολογία, η απόλυση του υποδίκου επί εγγυήσει αποτελεί απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος. Δικαιολογείται εξαίρεση εφόσον τα συμφέροντα της δικαιοσύνης, σχετιζόμενα με την εκδίκαση της υπόθεσης, το επιβάλλουν. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 596, είναι χαρακτηριστικό της προσέγγισης του δικαστηρίου στην αντιμετώπιση αιτημάτων για την κράτηση υποδίκων: (σ. 598)
«Η κράτηση προσώπου, εκτός στην περίπτωση καταδίκης του σε φυλάκιση, αποτελεί μέτρο, το δικαιολογημένο του οποίου πρέπει να εμφαίνεται ως αναγκαίο για τη διασφάλιση της απονομής της δικαιοσύνης και, συναφώς, την αποτροπή διάπραξης άλλων αδικημάτων στο ενδιάμεσο. Η προδιάθεση για απόλυση του υποδίκου εκκρεμούσης της δίκης αποτελεί απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας, το οποίο κατοχυρώνει το Σύνταγμα - (Άρθρο 12.4 του Συντάγματος, βλ. Κάννα κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 444).»
Στη μεταγενέστερη απόφαση Amirov v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 603, υποδεικνύεται ότι η απόλυση του υποδίκου είναι η προέχουσα επιλογή. (Βλ. επίσης Θεοδωρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139.)
Στην απόφαση του Εφετείου, Ποινική Έφεση αρ. 7211, (η απόφαση δόθηκε από τον Αρτεμίδη, Δ.) - εναντίον της διαταγής για την κράτηση του εφεσείοντος εκκρεμούσης της δίκης, αυτή κρίθηκε αναγκαία, κυρίως προς το σκοπό αποτροπής του ενδεχόμενου διάπραξης άλλων αδικημάτων από τον εφεσείοντα. Σε τούτο συνέβαλε το βεβαρημένο μητρώο του για όμοια αδικήματα. Παρά την επικύρωση της κράτησής του το εφετείο εξέφρασε την ανησυχία του για το μεγάλο χρονικό διάστημα το οποίο θα μεσολαβούσε μεταξύ της άρνησης της κατηγορίας από τον εφεσείοντα και της ορισθείσας ημερομηνίας της δίκης του, με την προσδοκία ότι θα καθίστατο δυνατή η μετατόπιση της ακρόασης της υπόθεσης σε συντομότερη ημερομηνία. Αυτό όχι μόνο δεν έγινε, αλλά όπως αποκαλύπτει η πορεία της υπόθεσης, η ακρόαση της διακόπηκε επανειλημμένα.
Στην επόμενη έφεση του (εφεσείοντος) κατά της απόφασης παράτασης της κράτησής του επί τη αναβολή της ακρόασης από τις 2 Μαΐου 2002, μέχρι τις 27 Μαΐου 2002, (Ποινική Έφεση αρ. 7293), το εφετείο επικύρωσε το διάταγμα υποδεικνύοντας συγχρόνως ότι η ακρόαση έπρεπε να συμπληρωθεί το συντομότερο δυνατό. Το εφετείο δεν υπεισήλθε στη θεώρηση παραγόντων σχετιζόμενων με την κράτηση του εφεσείοντος, όπως οι προσωπικές και οικογενειακές του συνθήκες που κρίθηκαν σε προγενέστερο στάδιο της δίκης, υιοθετώντας τη θέση ότι η διαπίστωση του δικαστηρίου για γεγονότα που άπτονται της κράτησης του υπόδικου δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας. Αυτό ισχύει για γεγονότα που δεν είναι μεταβλητά. Η κράτηση υποδίκου παρατεινόμενης της ακρόασης της υπόθεσης εναντίον του, συνιστά εξ αντικειμένου νέο γεγονός το οποίο χρήζει αποτίμησης στο πλαίσιο της κρίσης του δικαστηρίου για την περάτωση της κράτησης του υποδίκου. Άλλωστε αναβαλλομένης της υπόθεσης το διάταγμα κράτησης του υποδίκου ισχύει μέχρι την επόμενη ημερομηνία εμφάνισης του στο δικαστήριο. Η παράταση της κράτησης συναρτάται με νέα απόφαση του δικαστηρίου. Διαφορετικά το διάταγμα κράτησης θα απέληγε στην κράτηση του υποδίκου για ακαθόριστο χρονικό διάστημα. Είναι νομολογημένο ότι το ενδεχόμενο επιμήκυνσης της κράτησης λόγω του χρονικά παρατεταμένου της δίκης, για λόγους που δεν είναι συνυφασμένοι με την άνευ διακοπής διεξαγωγή της δίκης, επενεργεί υπέρ της απόλυσής του με όρους που το δικαστήριο ήθελε κρίνει πρόσφορους για την απονομή της δικαιοσύνης. Ο παράγοντας αυτός, ως στοιχείο κρίσης προς διαπίστωση του δικαιολογημένου της κράτησης υποδίκου, αναγνωρίστηκε ευθέως από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Χ''Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45. Η σημασία του παράγοντα αυτού διαφαίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου που δόθηκε από το Νικολάου, Δ.: (σ. 48)
«Πρόκειται για τη δυνατότητα επενέργειας της χρονικής διάστασης της εκκρεμοδικίας με ροπή αντίθετη προς την κράτηση.»
Το εφετείο ακύρωσε το διάταγμα για την παράταση της κράτησης του υποδίκου διότι η επενέργεια του χρόνου δεν συσταθμίστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο πριν προέλθει στην απόφασή του· συνακόλουθα διέταξε την απόλυσή του υπό όρους αφού στάθμισε και τον παράγοντα αυτό στη λήψη της απόφασής του.
Το Κακουργιοδικείο, και στην παρούσα υπόθεση, δεν προσέδωσε οποιαδήποτε σημασία στην επιμήκυνση του χρόνου της κράτησης του εφεσείοντος, ως στοιχείο το οποίο επενεργεί στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου.
Το γεγονός ότι ο ίδιος ο εφεσείων ζήτησε την αναβολή είναι σχετικό για το τί δέον γενέσθαι, όχι όμως αφ' εαυτού καθοριστικό. Πρόδηλο είναι, όπως άλλωστε αναφέρεται στην απόφαση του κακουργιοδικείου ότι ο χρόνος συνέχισης της δίκης επελέγη στο πλαίσιο επαναπρογραμματισμού της ακρόασης της υπόθεσης από το δικαστήριο. Η μακρότητα του χρόνου αναβολής της δίκης δεν σχετίζεται με τους λόγους της αναβολής αλλά με το πρόγραμμα του δικαστηρίου. Ευρίσκετο ο εφεσείων υπό κράτηση για έντεκα μήνες χωρίς να διαφαίνεται πότε θα τελειώσει η υπόθεση.
Κρίνουμε ότι δικαιολογείται η απόλυσή του κάτω από τους όρους που διαγράφονται παρακάτω, κυρίως προς το σκοπό εξασφάλισης της εμφάνισής του κατά την επόμενη ημερομηνία ακρόασης στις 26 Αυγούστου 2002. Διατάσσεται η απόλυση του εφεσείοντος κάτω από τους ακόλουθους όρους:
(α) Να καταθέσει εγγύηση £10,000 με αξιόχρεο εγγυητή ή εγγυητές ως ήθελε εγκριθεί από τον Αρχιπρωτοκολλητή ή Βοηθό Αρχιπρωτοκολλητή.
(β) Να παραδώσει τα διαβατήρια του στον Αρχιπρωτοκολλητή ή το Βοηθό Αρχιπρωτοκολλητή· και
(γ) Να παρουσιάζεται καθημερινά στον πλησιέστερο, προς την κατοικία του, αστυνομικό σταθμό μία φορά την ημέρα, σε χρόνο που ήθελε καθοριστεί από τους υπεύθυνους του σταθμού.
H έφεση επιτρέπεται μερικώς.