ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 2 ΑΑΔ 360
17 Ιουλίου, 2002
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΤΑΣΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7324)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα, Άρθρο 28.1 ― Αρχή της ισότητας ― Δεν συνεπάγεται την εξομοίωση των ανομοίων, ούτε παρεμβάλλει κώλυμα σε διακρίσεις μεταξύ των ανομοίων οι οποίες δικαιολογούνται από την ανομοιότητά τους ― Η διαταγή για κράτηση του εφεσείοντος μέχρι την εμφάνισή του ενώπιον του Κακουργιοδικείου, σε αντίθεση με την απόλυση υπό όρους των συγκατηγορουμένων του, δεν αποτελούσε δυσμενή διάκριση για τον εφεσείοντα ενόψει της ιδιάζουσας σχέσης του με σημαντικά στοιχεία της υπόθεσης και του μη εντοπισμού τους και ενόψει της σοβαρότητας των κατηγοριών που αντιμετώπιζε.
Ποινική Δικονομία ― Απόσυρση κατηγοριών με την έγκριση του Δικαστηρίου ― Αναστολή δίωξης υφιστάμενης διαδικασίας ― Άρθρο 91 και Άρθρο 154 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ― Εφαρμοστέες αρχές.
Ο εφεσείων καταχράστηκε τη θέση του ως κτηματολογικός λειτουργός στο Κτηματολόγιο και εξασφάλισε με δόλιες πράξεις, συνεπικουρούμενος και από τους συνεργούς του - το δεύτερο κατηγορούμενο και την τρίτη κατηγορούμενη - ποσό £88.973,28 προς ζημία του δημοσίου.
Εναντίον του εφεσείοντος και των συγκατηγορουμένων του προσάφθηκαν 52 κατηγορίες, έντεκα από τις οποίες στρέφονται εναντίον του εφεσείοντος αποκλειστικά, 37 στρέφονται εναντίον του ιδίου και της κατηγορουμένης 3 και τέσσερις πάλιν εναντίον του εφεσείοντος και του κατηγορουμένου 2.
Της καταχώρησης του κατηγορητηρίου ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας προηγήθηκε άλλο κατηγορητήριο, το οποίο περιλάμβανε 49 από τις 52 κατηγορίες που προσάφθηκαν εναντίον των τριών συγκατηγορουμένων. Εκτός από τις ρηθείσες 49 κατηγορίες, το πρώτο κατηγορητήριο περιλάμβανε άλλες 9, που αφορούσαν εγκληματικές πράξεις όμοιου χαρακτήρα με τις 49 αλλά είχαν ως αντικείμενο άλλη περιουσία από αυτή για την οποία περιστρέφονται οι 49 κατηγορίες.
Η διαδικασία στην πρώτη υπόθεση διακόπηκε με την καταχώρηση αναστολής δίωξης (nolle prosequi) και την ίδια μέρα καταχωρίστηκε το νέο κατηγορητήριο, το οποίο αποτέλεσε το αντικείμενο της παραπομπής των κατηγορουμένων ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Οι κατηγορούμενοι 2 και 3 απολύθηκαν υπό όρους ενώ ο εφεσείων διατάχθηκε να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την ημερομηνία εμφάνισής του ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Ο εφεσείων αμφισβητεί το δικαιολογημένο της εφαρμογής στην περίπτωσή του των αρχών που διέπουν την κράτηση υποδίκου μέχρι την εμφάνισή του ενώπιον του Κακουργιοδικείου, για δύο κυρίως λόγους:
α) Η απόφαση για τη διακοπή της πρώτης διαδικασίας και η αντικατάστασή της με τη δεύτερη, συνιστά πράξη κατάχρησης της διαδικασίας εκ μέρους των διωκτικών αρχών και εμφορείται από αλλότρια κίνητρα.
β) Η διαφοροποίηση στη μεταχείριση των τριών κατηγορουμένων συνιστά δυσμενή διάκριση, η οποία πλήττει την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η καθυστέρηση στη διαμόρφωση της σωστής θέσης εξαρχής μπορεί να αποδοθεί σε σφάλμα, χωρίς να υπάρχει οτιδήποτε το οποίο να επιμαρτυρεί ότι το σφάλμα ήταν σκόπιμο, ή ότι η απόφαση σκοπούσε να εξυπηρετήσει αλλότριους σκοπούς.
2. Η αρχή της ισότητας δε συνεπάγεται την εξομοίωση των ανομοίων, ούτε παρεμβάλλει κώλυμα σε διακρίσεις μεταξύ των ανομοίων, οι οποίες δικαιολογούνται από την ανομοιότητά τους.
3. Στην προκείμενη περίπτωση η διάφορη μεταχείριση είχε λογικό έρεισμα. Πέραν τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μέσα στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μετά από συνεκτίμηση όλων των γεγονότων.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Θεοδωρίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 139,
Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 596,
Amirov v. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 603,
Θεοχάρους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48.
Έφεση εναντίον Διατάγματος Κράτησης.
Έφεση από τον κατηγορούμενο, ο οποίος κατηγορείται ότι, καταχρώμενος τη θέση του ως Κτηματολογικός Λειτουργός και εκμεταλλευόμενος τη δυνατότητα που του παρείχε η υπηρεσία του στο Κτηματολόγιο, σκηνοθέτησε πλαστή απαλλοτρίωση και ότι, με σειρά δόλιων πράξεων, εξασφάλισε, συνεπικουρούμενος και από τους συνεργούς του ποσό £88.973,28 προς ζημία του δημοσίου, εναντίον της απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Υπόθεση Αρ. 18118/2002), ημερομηνίας 2/7/2002, με την οποία διατάχθηκε η κράτησή του μέχρι την ημερομηνία εμφάνισης του ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Μ. Κυπριανού με Δ. Χριστοδούλου, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:�Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: O εφεσείων κατηγορείται ότι, καταχρώμενος τη θέση του ως Κτηματολογικός Λειτουργός και εκμεταλλευόμενος τη δυνατότητα που του παρείχε η υπηρεσία του στο Κτηματολόγιο, σκηνοθέτησε πλαστή απαλλοτρίωση και ότι, με σειρά δόλιων πράξεων, εξασφάλισε, συνεπικουρούμενος και από τους συνεργούς του - το δεύτερο κατηγορούμενο και την τρίτη κατηγορουμένη, ποσό £88.973,28, προς ζημία του δημοσίου.
Ως διαφαίνεται από τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, ο εφεσείων μαζί με τον ένα ή τον άλλο από τους συνεργούς του, συμπράττοντες, κυκλοφόρησαν πλαστογραφημένες επιταγές και, με ψευδείς παραστάσεις, συναπεκόμισαν το ποσό το οποίο εκλάπη από το δημόσιο.
Εναντίον του εφεσείοντος και των συγκατηγορουμένων του προσάφθηκαν 52 κατηγορίες, έντεκα από τις οποίες στρέφονται εναντίον του εφεσείοντος αποκλειστικά, 37 στρέφονται εναντίον του ιδίου και της κατηγορουμένης 3 και τέσσερις πάλιν εναντίον του εφεσείοντος και του κατηγορουμένου 2.
Μερικά από τα αδικήματα, τα οποία στρέφονται κατά των κατηγορουμένων, φέρουν την ποινή της ισόβιας φυλάκισης, όπως εκείνο της κυκλοφορίας πλαστών επιταγών.
Της καταχώρισης του κατηγορητηρίου ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας προηγήθηκε άλλο κατηγορητήριο, το οποίο περιλάμβανε 49 από τις 52 κατηγορίες που προσάφθηκαν εναντίον των τριών συγκατηγορουμένων. Εκτός από τις ρηθείσες 49 κατηγορίες, το πρώτο κατηγορητήριο περιλάμβανε άλλες 9, που αφορούσαν εγκληματικές πράξεις όμοιου χαρακτήρα με τις 49 αλλά είχαν ως αντικείμενο άλλο περιστατικό εικονικής απαλλοτρίωσης, σχετιζόμενο με περιουσία στην Κλήρου, σε αντίθεση με την περιουσία στον Στρόβολο, γύρω από την οποία περιστρέφονται οι 49 κατηγορίες.
Το πρώτο κατηγορητήριο καταχωρίστηκε στις 21 Ιουνίου, 2002. Διατάχθηκε η παραπομπή των κατηγορουμένων ενώπιον του Κακουργιοδικείου την 1η Ιουλίου, 2002, για να απαντήσουν στις κατηγορίες. Το Δικαστήριο διέταξε την κράτηση και των τριών κατηγορουμένων μέχρι την εμφάνισή τους ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Την 1η Ιουλίου, 2002, διακόπηκε η διαδικασία στην πρώτη υπόθεση 18114/02, με την καταχώριση αναστολής δίωξης (nolle prosequi) από το Γενικό Εισαγγελέα. Την ίδια μέρα καταχωρίστηκε το νέο κατηγορητήριο, το οποίο αποτέλεσε το αντικείμενο της παραπομπής των κατηγορουμένων ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 26 Ιουλίου, 2002. Οι κατηγορούμενοι 2 και 3 απολύθηκαν από το Δικαστήριο υπό όρους, χωρίς ένσταση από την Κατηγορούσα Αρχή, η οποία ζήτησε την κράτηση του εφεσείοντος, για λόγους συναφείς με τη σοβαρότητα των αδικημάτων αλλά κυρίως γιατί:-
(α) Η Αστυνομία κατείχε μαρτυρία ότι ο εφεσείων αποπειράθηκε να επηρεάσει μάρτυρες της κατηγορίας· και
(β) Υπήρχε ο κίνδυνος καταστροφής από τον εφεσείοντα σημαίνοντος εγγράφου σχετιζόμενου με τη δίωξή του, συγκεκριμένα του φακέλου που αφορούσε την υπόθεση, ο οποίος, παρόλο που τελούσε υπό τη φύλαξή του, δεν ανευρέθη εκεί όπου αναμενόταν, ούτε έχει μέχρι σήμερα εντοπιστεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε, κατ' αρχήν, ότι η απόλυση υποδίκου επί εγγυήσει αποτελεί την πρώτη επιλογή του δικαστηρίου, απόρροια του τεκμηρίου της αθωότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος*. Μπορεί να διαταχθεί η κράτηση υποδίκου, όπως επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφόσον το επιβάλλουν οι ανάγκες της δικαιοσύνης, περιλαμβανομένης της διάσωσης μαρτυρίας. Το κριτήριο είναι το εύλογο των υπονοιών της Κατηγορούσας Αρχής για την ύπαρξη του ενδεχομένου καταστροφής μαρτυρίας.
Το Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις ενδείξεις για απόπειρα επηρεασμού μαρτύρων, επικεντρωθέν στο μη εντοπισμό στο Κτηματολογικό Αρχείο του σχετικού φακέλου, ο οποίος τελούσε υπό τη φύλαξη του εφεσείοντος, έκρινε το αίτημα των Αστυνομικών Αρχών δικαιολογημένο και διέταξε την κράτηση του εφεσείοντος μέχρι την ημερομηνία εμφάνισής του ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Ο εφεσείων δεν προσβάλλει την καθοδήγηση του Δικαστηρίου ως προς τις αρχές που διέπουν την κράτηση υποδίκου μέχρι την εμφάνισή του ενώπιον του δικάζοντος Κακουργιοδικείου. Ό,τι αμφισβητεί είναι το δικαιολογημένο της εφαρμογής τους στην προκείμενη περίπτωση, για δυο κυρίως λόγους:-
(α) Τη συμπλοκή της υπόθεσης, με την οποία παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο, με την προηγούμενη που διακόπηκε, αλληλουχία η οποία τείνει να καταστήσει το διάταγμα για την κράτησή του καταχρηστικό.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο αναφέρεται στην απόφασή του σ' αυτή την πτυχή της υπόθεσης, για να διαπιστώσει ότι, ανεξάρτητα από πιθανά δικαιολογημένα παράπονα του εφεσείοντος για την καθυστέρηση της προώθησης της πρώτης υπόθεσής του σε δίκη, το γεγονός αυτό δεν μπορούσε να παρεμβάλει κώλυμα στην κράτησή του στην υπόθεση ενώπιόν του, εφόσον αυτή κρίθηκε δικαιολογημένη, για τους λόγους που έχουν εκτεθεί.
Η απάντηση, που δόθηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, ήταν ότι εγκαταλείφθηκε το πρώτο κατηγορητήριο και αντικαταστάθηκε από το δεύτερο, για λόγους σχετιζόμενους με την απονομή της δικαιοσύνης, καθότι το πρώτο κατηγορητήριο συνέπλεκε δύο ξεχωριστά περιστατικά, που θεωρήθηκε πρέπον να αποτελέσουν το αντικείμενο ξεχωριστών κατηγορητηρίων. Οι κατηγορίες εναντίον των κατηγορουμένων, που αφορούν εικονική απαλλοτρίωση περιουσίας στην Κλήρου, θα αποτελέσουν το αντικείμενο ξεχωριστού κατηγορητηρίου, προς το σκοπό συνοπτικής εκδίκασης της υπόθεσης.
Ο εφεσείων υποστήριξε ότι αλλότριος ήταν ο σκοπός των Διωκτικών Αρχών. Απέδωσε την εγκατάλειψη του πρώτου και την καταχώριση του δεύτερου κατηγορητηρίου σε μηχανορραφία των Διωκτικών Αρχών, σκοπούσα:-
(ι) Να πειθαναγκάσει τον εφεσείοντα, μέσω της παράτασης της κράτησής του, να προβεί σε ομολογία· και
(ιι) Να εξασφαλίσει, μέσω της ευνοϊκής μεταχείρισης που επιδείχθηκε στους συγκατηγορουμένους του εφεσείοντος, εκδηλωθείσας με τη συγκατάνευση των Διωκτικών Αρχών στη μη κράτησή τους, τη συναίνεσή τους να καταθέσουν εναντίον του εφεσείοντος.
Η διάκριση στη στάση των Διωκτικών Αρχών έναντι των τριών κατηγορουμένων και οι διαφορετικές τους θέσεις, σε σχέση με την κράτηση ή απόλυσή τους επί εγγυήσει, αποσκοπούσε στα πιο πάνω.
(β) Η διαφοροποίηση στη μεταχείριση των τριών κατηγορουμένων συνιστά δυσμενή διάκριση, η οποία πλήττει τη συνταγματική αρχή της ισότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, το δικαίωμα δικαίας δίκης των υποδίκων που κατοχυρώνει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και, συνάμα, την καθολική υποχρέωση για διασφάλιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου που επιβάλλει το Άρθρο 35 του Συντάγματος, καθώς και τις διατάξεις του Άρθρου 11.5 και 7 του Συντάγματος, η σχετικότητα των οποίων, στην παρούσα διαδικασία, δεν είναι εμφανής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε τη θέση των υποδίκων, διαπιστώνοντας ότι η ιδιάζουσα σχέση του εφεσείοντος με το κτηματολογικό φάκελο της υπόθεσης και ο μη εντοπισμός του παρείχαν έρεισμα στη διάκριση που έγινε μεταξύ τους, σε σχέση με την κράτησή τους εκκρεμούσης της εμφάνισής τους ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Το Δικαστήριο, επίσης, διαπίστωσε ότι η θέση του εφεσείοντος, σε σχέση με τις κατηγορίες που εκκρεμούν εναντίον του, διακρίνεται από τη θέση του κατηγορουμένου 2 και, σε κάποιο βαθμό, από εκείνη της κατηγορουμένης 3, λόγω της σοβαρότητας των κατηγοριών εναντίον του.
Η εισήγηση του εφεσείοντος - ότι η απόφαση για τη διακοπή της πρώτης διαδικασίας και την αντικατάστασή της με τη δεύτερη διαδικασία εμφορείται από αλλότρια κίνητρα - βασίζεται σε υπόθεση και όχι σε γεγονότα. Εξάλλου, οι λόγοι, που παρατέθηκαν εκ μέρους των Διωκτικών Αρχών για την πιο πάνω απόφασή τους, ευρίσκουν τόσο λογικό όσο και νομικό έρεισμα. Η καθυστέρηση στη διαμόρφωση της σωστής θέσης εξαρχής μπορεί να αποδοθεί σε σφάλμα, χωρίς να υπάρχει ο,τιδήποτε το οποίο να επιμαρτυρεί ότι το σφάλμα ήταν σκόπιμο, ή ότι η απόφαση σκοπούσε να εξυπηρετήσει αλλότριους σκοπούς.
Η ευχέρεια που παρέχει το Άρθρο 91 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, για την απόσυρση κατηγοριών, με την έγκριση του δικαστηρίου, φαίνεται να περιορίζεται σε διαδικασία συνοπτικής εκδίκασης υπόθεσης, ενώ, βάσει του Άρθρου 154 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ο Γενικός Εισαγγελέας μπορεί να διακόψει, με αναστολή δίωξης, υφιστάμενη διαδικασία, χωρίς να παρεμβάλλεται κώλυμα στην ενσωμάτωση των κατηγοριών που αποσύρθηκαν σε νέο κατηγορητήριο.
Η εισήγηση ότι η αντικατάσταση του κατηγορητηρίου, κάτω από τις συνθήκες που έγινε, συνιστά πράξη κατάχρησης της διαδικασίας εκ μέρους των Διωκτικών Αρχών δε μας βρίσκει σύμφωνους, ούτε έχει τεκμηριωθεί, σε οποιοδήποτε βαθμό, ότι η αλλαγή του κατηγορητηρίου είχε ως αντικείμενο τη διευκόλυνση της παράτασης της κράτησης του εφεσείοντος.
Η αρχή της ισότητας, η οποία κατοχυρώνεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος, επιβάλλει, όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, σε βαθμό που να μη χρειάζεται ιδιαίτερη παραπομπή σε συγκεκριμένες αποφάσεις, την ίση μεταχείριση των παραβατών. Η αρχή της ισότητας δε συνεπάγεται την εξομοίωση των ανομοίων, ούτε παρεμβάλλει κώλυμα σε διακρίσεις μεταξύ των ανομοίων, οι οποίες δικαιολογούνται από την ανομοιότητά τους.
Διακριτέα ήταν η θέση του εφεσείοντος από εκείνη των συγκατηγορουμένων του, για τους λόγους που έδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, διάκριση η οποία άπτεται του καθορισμού των συμφερόντων της δικαιοσύνης στη μεταχείριση εκατέρου από αυτούς. Τούτου δοθέντος, η διάφορη μεταχείριση είχε λογικό έρεισμα. Πέραν τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μέσα στο πλαίσιο της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Συνεκτιμήθηκαν όλα τα γεγονότα, σχετικά με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Πεδίο για επέμβαση στη ληφθείσα απόφαση δεν παρέχεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίφθηκε.