ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 2 ΑΑΔ 180

13 Μαΐου, 2002

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΥΛΟΣ ΖΑΧΑΡΙΑ,

Εφεσείων,

v.

KΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 7066)

 

Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως σε ποινική υπόθεση ― Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος αποδείξεως της κατηγορίας πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ― Καταδικαστική απόφαση για διάρρηξη και κλοπή ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση λόγω ύπαρξης συντριπτικής μαρτυρίας που οδήγησε το εκδικάσαν Δικαστήριο στο τελικό του συμπέρασμα ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την υπόθεσή της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

Μαρτυρία ― Πραγματική μαρτυρία ― Τεκμήρια ― Φωτογραφίες και ταινίες, η σχετικότητα των οποίων μπορεί να θεμελιωθεί από τη μαρτυρία κάποιου προσώπου με προσωπική γνώση των περιστάσεων υπό τις οποίες λήφθηκαν ή έγιναν, είναι παραδεκτή μαρτυρία ως πραγματική μαρτυρία.

Μαρτυρία ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιολόγηση αξιοπιστίας μαρτύρων ― Διαπίστωση πραγματικών γεγονότων ― Αποτελεί κατ' εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ― Επέμβαση δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή βρίσκονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.

Εφετείο ― Παρατήρηση Εφετείου αναφορικά με το ποιος πρέπει να είναι ο βασικός σκοπός της έφεσης.

Ο εφεσείων ήταν ο μόνος διευθυντής εταιρείας που είχε ως κύρια ασχολία την εμπορία ηλεκτρονικών υπολογιστών, εξαρτημάτων υπολογιστών και άλλων συναφών προϊόντων. Έδρα της εταιρείας ήταν η Λάρνακα. Βασικός προμηθευτής της ήταν η παραπονούμενη εταιρεία, που εισάγει και διανέμει τέτοια προϊόντα.  Μέχρι τα τέλη Μαρτίου του 2000, η τελευταία στεγαζόταν και είχε την αποθήκη της στη Λεωφόρο Λεμεσού.

Τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες της 18.3.00 ο Μ.Κ. 1, φρουρός των υποστατικών της παραπονούμενης εταιρείας είδε ένα πρόσωπο να μπαίνει στην αποθήκη. Το πρόσωπο αυτό ήταν ο εφεσείων που βρέθηκε κρυμμένος μέσα στην αποθήκη, πίσω από ένα έπιπλο και συνελήφθη από την Αστυνομία.  Είπε στην Αστυνομία ότι μπήκε εκεί για να ουρήσει. Έξω στο δρόμο, είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητό του, με το οποίο ήλθε από τη Λάρνακα. 

Ο εφεσείων δικάσθηκε από το Κακουργιοδικείο για διάρρηξη αποθήκης με σκοπό την διάπραξη κακουργήματος και για 8 κατηγορίες κλοπής, σε διαφορετικές συγκεκριμένες ημερομηνίες, ηλεκτρονικών υπολογιστών και εξαρτημάτων αυτών, αγνώστου αξίας, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές 2½ χρόνων φυλάκισης για τη διάρρηξη και δύο χρόνων για κάθε κατηγορία κλοπής. Ο εφεσείων είχε παραδεχθεί ότι για κάθε περίπτωση που κατηγορείται εισερχόταν στην αποθήκη της παραπονούμενης εταιρείας στις μη εργάσιμες ώρες, κυρίως Σάββατο ή τα βράδυα και έπαιρνε τα εμπορεύματα.

Στην υπεράσπισή του ο εφεσείων υποστήριξε ότι οι ενέργειες του αυτές γίνονταν μετά από προσυνεννόηση του με την Έλενα Ταπάκη Μ.Κ. 56, που μαζί με το σύζυγό της τον Άριστο Ταπάκη Μ.Κ. 58 ήταν διευθυντές και μέτοχοι της παραπονούμενης εταιρείας, που του έδινε τα κλειδιά της αποθήκης.

Είναι η υπόθεση του εφεσείοντος ότι για τα εμπορεύματα που αφαιρούσε από την αποθήκη κατ' αυτό τον τρόπο πλήρωνε αργότερα την Έλενα σε μετρητά, αφού του παραχωρούσε έκπτωση 10% επί των τιμών χονδρικής πώλησης που πλήρωνε για τα εμπορεύματα που αγόραζε κανονικά από την παραπονούμενη εταιρεία με βάση τιμολόγιο, που η τελευταία εξέδιδε για κάθε πώληση.

Η Έλενα και ο σύζυγός της Άριστος Ταπάκης ήταν βασικοί μάρτυρες της κατηγορίας. Οι μάρτυρες αυτοί διαπίστωσαν από τα μέσα του 1999 - και νωρίτερα - πως χάνονταν, μόνο από την αποθήκη της λεωφόρου Λεμεσού, εμπορεύματα που σε, ορισμένες περιπτώσεις, επρόκειτο να δοθούν σε πελάτες.

Μεγάλη ποσότητα των κλαπέντων προϊόντων βρέθηκαν στα υποστατικά του εφεσείοντος στη Λάρνακα.  Σύμφωνα δε με τη μαρτυρία του Μ.Κ. 58 και του διευθυντή πωλήσεων της παραπονούμενης εταιρείας, Μ.Κ. 47 ουδέποτε πωλήθηκαν στον εφεσείοντα.

Η Έλενα αρνήθηκε έντονα και με κατηγορηματικότητα, όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση: (1) ότι έκαμε με τον εφεσείοντα τη συμφωνία που εκείνος ανέφερε στη μαρτυρία του, λόγω δήθεν της ερωτικής τους σχέσης (2) ότι του έδινε κλειδιά για να ανοίγει την αποθήκη και (3) ότι συναντήθηκαν στην Αθαλάσσα για να του δώσει τα κλειδιά να εισπράξει χρήματα για πρόσφατη τότε αφαίρεση εμπορευμάτων στην παρουσία του Ν. Ξενοφώντος, Μ.Κ. 50, που είχε υποστηρίξει την εκδοχή του εφεσείοντος στο σημείο αυτό.

Από τη μαρτυρία της Έλενας και του συζύγου της, που έγινε πιστευτή, προκύπτει ότι ο εφεσείων αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες, αφού πολλές φορές οι επιταγές του για αγορές που έκαμνε επιστρέφονταν απλήρωτες.

Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε απόλυτα τη μαρτυρία της Έλενας, η οποία, καθώς επισημαίνεται από την πρωτόδικη απόφαση, ενισχύεται εντυπωσιακά από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα.

Το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία του Ν. Ξενοφώντος ως αναξιόπιστη και εξέφρασε τη βεβαιότητα ουσιαστικά ότι ψευδομαρτύρησε για να βοηθήσει τον εφεσείοντα στα δύο θέματα που ήθελε να ενισχυθεί, τις πληρωμές σε μετρητά και την παράδοση των κλειδιών.

Το Κακουργιοδικείο προβαίνοντας στις τελικές του διαπιστώσεις αποφάνθηκε ότι:

"Εν κατακλείδι απορρίπτουμε πλήρως την εκδοχή του κατηγορουμένου. Η είσοδος του στην αποθήκη των παραπονουμένων ήταν χωρίς εξουσιοδότηση οποιουδήποτε και παράνομη. Τούτου δοθέντος μένουν επομένως οι παραδοχές του ότι στις συγκεκριμένες ημερομηνίες που καταγράφονται στο ημερολόγιο, τεκμήριο 65, μπήκε, μετακίνησε και οικειοποιήθηκε τα εμπορεύματα που καταγράφονται κάτω από κάθε ημερομηνία και βεβαίως ποτέ δεν πλήρωσε την αξία τους. Δεχόμαστε επομένως ότι αποδείχθηκε η κλοπή εμπορευμάτων στις ημερομηνίες που καταγράφονται στο ημερολόγιο, ήτοι, στις 21.1.2000, 22.1.2000, 5.2.2000, 14.2.2000, 22.2.2000, 3.3.2000, 12.3.2000 και 15.3.2000.

Επίσης εν όψει των αδιαμφισβήτητων γεγονότων που έχουν σχέση με τον εντοπισμό του κατηγορουμένου στην αποθήκη τις πρωϊνές ώρες της 18.2.2000 και εν όψει της απόρριψης της εκδοχής του κατηγορουμένου βρίσκουμε ότι αποδείχθηκε η διάρρηξη της αποθήκης από τον κατηγορούμενο στις 18.3.2000".

O εφεσείων υποστήριξε κατ' έφεση, μεταξύ άλλων, ότι:

1.  Στερήθηκε του δικαιώματος της δίκαιης δίκης, επειδή δεν κατατέθηκαν στη δίκη τα ίδια τα τεκμήρια (οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές) αλλά στη θέση τους προσκομίστηκαν φωτογραφίες.  Δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στο ότι η μη προσαγωγή του server από την Κατηγορούσα Αρχή, στον οποίο είχαν καταγραφεί και τα αφαιρεθέντα, οι αναλήψεις μετρητών από την Τράπεζα, καθώς και οι εισπράξεις της επιχείρησης του εφεσείοντος, τον στέρησε "του πλήρους δικαιώματος υπεράσπισης".

2.  Το Δικαστήριο απέδωσε στο μάρτυρα Ν. Ξενοφώντος, ευτελές ελατήριο (πήρε υπολογιστή σε ευνοϊκή τιμή) για να βοηθήσει τον εφεσείοντα, πλάθοντας την ιστορία για το ραντεβού της Αθαλάσσας.

3.  Το Κακουργιοδικείο δεν "αξιολόγησε επαρκώς" τη μαρτυρία σύμφωνα με την οποία η παραπονούμενη εταιρεία δεν πήρε ενωρίτερα ιδιωτικούς φρουρούς, αφού το 1999, παρουσίασε έλλειμμα £144.000. Εκτός αν ο λόγος που δόθηκε τόσο αργά η εντολή για φύλαξη ήταν η παγίδευση του εφεσείοντος.

4.  Οι διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου, ότι ο εφεσείων αποκαλύπτει τη φύση της σχέσης και τη συμφωνία του με την ΄Ελενα στο Δικαστήριο, όταν κατέθετε ως μάρτυς υπεράσπισης, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

     Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση εφαρμόζοντας τις νομικές αρχές που αναφέρονται στις πιο πάνω περιληπτικές σημειώσεις.

Η έφεση απορρίφθηκε.

     Παρατήρηση Εφετείου: Βασικός σκοπός της έφεσης παραμένει η εξέταση των νομικών και πραγματικών εκτιμήσεων της εκκαλούμενης πρωτόδικης απόφασης με βάση συγκεκριμένα παράπονα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143,

Fournaris v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 20,

Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Kακουργιοδικείου Λευκωσίας (Yπόθεση Aρ. 3279/2000) ημερομηνίας 1/2/2001, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε εννέα κατηγορίες και καταδικάστηκε σε 2 1/2 χρόνια φυλάκισης στην κατηγορία της διάρρηξης και σε δύο χρόνια φυλάκισης σε κάθε μια από τις οκτώ κατηγορίες κλοπής, ποινές συντρέχουσες.

Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ξ. Ευσταθίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες της 18/3/00 ο Μ.Κ.1, φρουρός των υποστατικών της παραπονούμενης εταιρείας Dont Panic Computers Ltd., είδε κάποιο να μπαίνει στην αποθήκη της, στην οδό Λεμεσού στη Λευκωσία. Το πρόσωπο αυτό συνελήφθη αργότερα, το ίδιο πρωϊνό, από την Αστυνομία, που κατέφθασε στο μεταξύ εκεί, αφού ειδοποιήθηκε από τον Μ.Κ.1. Ήταν ο εφεσείων, που βρέθηκε κρυμμένος μέσα στην αποθήκη, πίσω από ένα έπιπλο. Όταν η Αστυνομία του ζήτησε να εξηγήσει το λόγο της παρουσίας του, αφού του επέστησε την προσοχή του στο νόμο, αυτός απάντησε πως μπήκε εκεί για να ουρήσει. Έξω, στο δρόμο, είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητο ΕΕΝ 694, με το οποίο ήλθε από τη Λάρνακα.

Ο εφεσείων ήταν ο μόνος διευθυντής της εταιρείας Smartech Co. Ltd., που ίδρυσε με τον αδελφό και πρώην συγκατηγορούμενο του, τον Ιούλιο του 1993.  Η έδρα της εταιρείας και των δραστηριοτήτων της είναι η Λάρνακα. Κύρια ασχολία της είναι η εμπορία ηλεκτρονικών υπολογιστών, εξαρτημάτων υπολογιστών και άλλων συναφών προϊόντων. Βασικός προμηθευτής, από την ίδρυση της, ήταν η παραπονούμενη εταιρεία, που εισάγει και διανέμει τέτοια προϊόντα. Μέχρι τα τέλη Μαρτίου του 2000, η τελευταία στεγαζόταν και είχε και την παραπάνω αποθήκη στη Λεωφόρο Λεμεσού, αλλά έκτοτε μεταστεγάστηκε σε νέα υποστατικά στο Στρόβολο.  Μετέφερε επίσης στη νέα διεύθυνση το στόκ της από άλλες αποθήκες που διατηρούσε στη Λευκωσία. 

Μέτοχοι και διευθυντές της παραπονουμένης, που στο μεταξύ άλλαξε την επωνυμία της σε A.T. Multi Tech Corporation Ltd., συνάμα και βασικοί μάρτυρες της κατηγορίας, είναι ο Άριστος Ταπάκης (Μ.Κ.58) και η σύζυγος του Έλενα Κωνσταντίνου Ταπάκη (Μ.Κ.56). Οι μάρτυρες αυτοί διαπίστωσαν από τα μέσα του 1999 - και νωρίτερα - πως χάνονταν εμπορεύματα που, σε ορισμένες περιπτώσεις, επρόκειτο να παραδοθούν σε πελάτες.  Οι υποψίες στράφηκαν αρχικά προς τους υπαλλήλους της εταιρείας. Μάλιστα ο τεχνικός της εταιρείας Γεώργιος Ουζούνης (Μ.Κ.57) τους υπέβαλλε, ύστερα από οδηγίες των εργοδοτών του, σε σωματική έρευνα. Σε ορισμένες περιπτώσεις έγιναν και αποκοπές από τις απολαβές τους. Ο μάρτυς ήταν υπεύθυνος του εργαστηρίου, που ήταν εγκατεστημένο στην αποθήκη, στo οποίo συναρμολογούσε και έλεγχε τους υπολογιστές. Και ο ίδιος έτυχε να διαπιστώσει ότι εξαφανίζονταν εμπορεύματα.

Οι κλοπές ωστόσο συνεχίστηκαν. Ας λεχθεί εν παρόδω ότι αφορούσαν μόνο την αποθήκη της λεωφόρου Λεμεσού. Το πρόβλημα δεν παρατηρήθηκε σε οποιαδήποτε άλλη αποθήκη. Η Αστυνομία, στην οποία κατέφυγαν, συμβούλευσε την αλλαγή των κλειδαριών της αποθήκης. Αυτές αλλάχθηκαν επανειλημμένα και ενίσχυσαν το σύστημα με τρίτη κλειδαριά, αλλ' ούτε το μέτρο αυτό έφερε αποτέλεσμα. Η Έλενα Ταπάκη (Έλενα) είχε εισηγηθεί στο σύζυγο της, από τον Οκτώβριο του 1999, την ανάθεση της φρούρησης των υποστατικών στην εταιρεία παροχής τέτοιων υπηρεσιών Group 4, αλλά δεν προχώρησε, λόγω της μεγάλης δαπάνης που συνεπαγόταν η εξασφάλιση τέτοιων υπηρεσιών. Στις 11/3/2000 έγινε νέα καταγγελία για μεγάλες απώλειες εμπορευμάτων. Τα ελλείμματα πιο εύκολα μπορούσαν τώρα να διαπιστωθούν λόγω της μετακίνησης εμπορευμάτων στα νέα υποστατικά. Στο μεταξύ προσλήφθηκε η παραπάνω εταιρεία για 5 ημέρες από 15/3 μέχρι 20/3/2000. Ο Μ.Κ.1, που παρακολουθούσε τα υποστατικά κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήταν υπάλληλος της.

Ακολούθησε την ίδια ημέρα αστυνομική έρευνα των υποστατικών του εφεσείοντα στη Λάρνακα. Παρόντες ήταν και ο Μ.Κ.58, καθώς και ο διευθυντής πωλήσεων της παραπονουμένης, Κ. Κυπριανού, Μ.Κ.47. Εκεί ανευρέθηκε μεγάλη ποσότητα των κλαπέντων.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία τους, όπως και με άλλη μαρτυρία που κάλεσε η Κατηγορούσα Αρχή, ουδέποτε πωλήθηκαν τα αναφερθέντα στον εφεσείοντα. Ας σημειωθεί ότι η αναγνώριση τους έγινε κυρίως από το μάρτυρα Κυπριανού, με βάση κριτήρια που εξήγησε λεπτομερειακά. Περαιτέρω, προέβη σε καταγραφή τους. Είναι ο κατάλογος τεκμ. 67. Ένα σημαντικό εύρημα της Αστυνομίας είναι το τεκμ. 65, ημερολόγιο που τηρούσε ο εφεσείων.

Ο αστυνομικός Κ. Ξάνθου (Μ.Κ.7), που διενήργησε την έρευνα μαζί με συνάδελφο του, βρήκε στο παραπάνω αυτοκίνητο, που χρησιμοποίησε ο εφεσείων για να έλθει στη Λευκωσία, τρία κουτιά, τα τεκμ. 60, 61 και 62, πλήρη εξαρτημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών, περιουσία της παραπονουμένης, που σε καμιά περίπτωση αυτή είχε πωλήσει στον εφεσείοντα ή την εταιρεία του.  Ο άλλος αστυνομικός δεν έδωσε μαρτυρία.  Μεσολάβησε ο θάνατος του.  Ο Μ.Κ.7, στις 22/3/00, εντόπισε στο κατάστημα του εφεσείοντα και άλλα εξαρτήματα, που είχαν χαθεί από την αποθήκη της παραπονουμένης, τα οποία περιγράφει σε κατάλογο που κατατέθηκε ως τεκμήριο.

Ορισμένα από τα ελλείποντα προϊόντα εντοπίστηκαν σε υποστατικά πελατών της εταιρείας του εφεσείοντα.  Για κάθε τέτοια αγορά είχε εκδοθεί τιμολόγιο από αυτή. Μεταξύ 24/3/00 και 31/3/00, ο αστυνομικός Ξάνθος, στον οποίο ανατέθηκε, μαζί με τον αποβιώσαντα λοχία Π. Αναστασιάδη, η διερεύνηση της υπόθεσης, με αστυνομικό φωτογράφο (αστυνομικός αρ. 2642) και τον τεχνικό Γ. Ουζούνη (Μ.Κ.57) έκαμαν επιτόπια επίσκεψη στο καθένα από τα παραπάνω υποστατικά.  Ο Ουζούνης εξήγησε καταλεπτώς τη διαδικασία που ακολούθησε για την επισήμανση των προϊόντων.  Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε εδώ.  Είναι αρκετό να λεχθεί ότι τα κύρια κριτήρια της αναγνώρισης ήταν ότι η παραπονούμενη εταιρεία ήταν αποκλειστική εισαγωγέας τους και περαιτέρω έφεραν ετικέτα/εγγύηση που επικολλήθηκε σε κάθε υπολογιστή υπό την επίβλεψη και τον έλεγχο του σε κάθε περίπτωση. Τα υποστατικά καθώς και τα προϊόντα φωτογραφήθηκαν. Οι ιδιοκτήτες τους, συνολικά 25 άτομα, κλήθηκαν ως μάρτυρες κατηγορίας και αναγνώρισαν από τις σχετικές φωτογραφίες-τεκμήρια τους υπολογιστές που αγόρασαν από τον εφεσείοντα.  Όπως παρατηρεί το Κακουργιοδικείο στην απόφαση - και είναι ορθό - η μαρτυρία τους ήταν αναντίλεκτη.

Ίσως θα μπορούσαμε εδώ να προσθέταμε ότι στις 22/3/00 ο Μ.Κ.57,σε υπεραγορά της Ξυλοτύμπου, υπέδειξε ότι εξαρτήματα του υπολογιστή της υπεραγοράς ήταν μεταξύ εκείνων που αφαιρέθηκαν από την επιχείρηση του.  Έγινε πάλιν φωτογράφιση τους (από άλλο αστυνομικό τον Μ.Κ.3), και κατά τη δίκη κατατέθηκαν οι φωτογραφίες που λήφθηκαν.

Ο εφεσείων και ο αδελφός του αντιμετώπισαν κατηγορητήριο από 13 κατηγορίες. Ο τελευταίος κατηγορήθηκε για κλεπταποδοχή και για το νέο αδίκημα (βλ. άρθρ. 4 και 5 των περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμων του 1996 έως 1999) της συγκάλυψης. Αθωώθηκε (και στις δύο) χωρίς να κληθεί σε απολογία. Στο ίδιο στάδιο της δίκης απηλλάγη και ο εφεσείων της αυτής κατηγορίας και επίσης της κατηγορίας διάρρηξης της εν λόγω αποθήκης και κλοπής από αυτή, μεταξύ 1/1/2000 και 18/3/2000, εμπορευμάτων της παραπονουμένης, συνολικής αξίας £279.114  (10η κατηγορία).

Η δίκη όμως προχώρησε για την κατηγορία ότι στις 18/3/2000, ο εφεσείων διέρρηξε την αποθήκη με σκοπό την διάπραξη κακουργήματος και για 8 κατηγορίες κλοπής, σε διαφορετικές συγκεκριμένες ημερομηνίες, ηλεκτρονικών υπολογιστών και εξαρτημάτων αυτών, αγνώστου αξίας. Στο τεκμ. 65 ο εφεσείων καταχωρούσε ιδιοχείρως, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε, τις λεπτομέρειες των εμπορευμάτων που παραλάμβανε από την αποθήκη, κατά τις ημερομηνίες, που ο ίδιος ανέγραφε σ' αυτό.  Οι ημερομηνίες του τεκμ. 65 συμπίπτουν απόλυτα με τις ημερομηνίες που, κατά τους ισχυρισμούς της Κατηγορούσης Αρχής, τελέστηκαν τα αδικήματα.

Η παραπάνω αφήγηση των γεγονότων προέρχεται βασικά από αναντίλεκτες μαρτυρίες. Όπου υπάρχουν αποχρώσεις, αντιθέσεις ή συγκρούσεις μαρτυριών, που κρίνουμε κρίσιμες, ασφαλώς θα τις υποδείξουμε, όπως και τον τρόπο αξιολόγησης ή θεώρησης τους από το Κακουργιοδικείο.

Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος και στις 9 κατηγορίες. Και καταδικάστηκε σε 2 1/2 χρόνια φυλάκιση για τη διάρρηξη και σε δύο χρόνια για κάθε κατηγορία κλοπής. Με ειδική οδηγία του δικαστηρίου οι ποινές αυτές να συντρέχουν. Επισημαίνεται ότι ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι για κάθε περίπτωση που κατηγορείται εισερχόταν στην αποθήκη στις μη εργάσιμες ώρες, κυρίως Σάββατο ή τα βράδυα και έπαιρνε τα εμπορεύματα.

Η υπεράσπιση του, που υποστήριξε ενόρκως, βασίζεται στον ισχυρισμό ότι οι ενέργειες του αυτές γίνονταν μετά από προσυνεννόηση με την Έλενα, που του έδινε τα κλειδιά της αποθήκης και τα νέα κλειδιά σε κάθε περίπτωση που χρησιμοποίησαν νέες κλειδαριές. Μία σύντομη παρένθεση εδώ. Στις 20/3/2000 όταν συνεχίστηκε η έρευνα στην αποθήκη, ο εφεσείων υπέδειξε στον αστυνομικό Ξάνθο, πού ήταν κρυμμένα τα αντικλείδια στο υπόγειο της αποθήκης.  Παραδέχθηκε δε, μετά από σχετική προειδοποίηση (caution) από τον Ξάνθο, ότι με αυτά άνοιγε την αποθήκη.

Είναι η υπόθεση του εφεσείοντα ότι για τα εμπορεύματα που αφαιρούσε από την αποθήκη κατ' αυτό τον τρόπο πλήρωνε αργότερα την Έλενα σε μετρητά, αφού του παραχωρούσε έκπτωση 10% επί των τιμών χονδρικής πώλησης που πλήρωνε για τα εμπορεύματα που αγόραζε κανονικά από την παραπονούμενη εταιρεία με βάση τιμολόγιο, που η τελευταία εξέδιδε για κάθε πώληση.

Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι πλήρωνε την Έλενα για ό,τι αφαιρούσε από την αποθήκη, όταν είχε ραντεβού μαζί της ή όταν τη συναντούσε ειδικά για το σκοπό αυτό στη Λευκωσία, στην περιοχή Αθαλάσσας. Οι πληρωμές γίνονταν σε μετρητά, σύμφωνα με την επιθυμία της Έλενας. Κατά τις συναντήσεις τους, η τελευταία τού έδινε τα κλειδιά ή τα νέα κλειδιά της αποθήκης.  Διενεργούσε τις πληρωμές από αναλήψεις χρημάτων από τον τραπεζικό του λογαριασμό ή από τις εισπράξεις της επιχείρησης. Παρενθετικά, κατατέθηκε, ως μέρος συμφωνηθέντων γεγονότων, αριθμός τραπεζικών καταστάσεων, που δείχνουν, μεταξύ άλλων, απόσυρση χρημάτων, χωρίς ωστόσο να είναι παραδεκτό από την Κατηγορία ότι τα χρήματα κατέληγαν στην Έλενα.

Σε μια από τις συναντήσεις αυτές στην Αθαλάσσα, σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, ήταν μαζί του ο Μ.Κ.50 Νεόφυτος Ξενοφώντος, που υποστήριξε την εκδοχή του στο σημείο αυτό. Ο μάρτυς ήταν ο επιθεωρητής των ηλεκτρονικών υπολογιστών της σχολής Intercollege στη Λάρνακα και, όπως είπε, θα πήγαιναν στο Ιntercollege Λευκωσίας, όπου ο εφεσείων θα ασχολείτο με τη συντήρηση υπολογιστών, ενώ ο ίδιος θα έβλεπε τον ομόλογο του της σχολής της Λευκωσίας. Με τον εφεσείοντα είχε τακτική συνεργασία γιατί η σχολή της Λάρνακας αγόραζε συχνά από αυτόν υπολογιστές και εξαρτήματα.  Και ο ίδιος προσωπικά αγόρασε υπολογιστή. Ήταν αξίας £750 αλλά τον αγόρασε για £500. Έσπευσε όμως να προσθέσει ότι, όπως του είπε ο εφεσείων, ήταν μεταχειρισμένος. Το Κακουργιοδικείο εξέφρασε απορία γιατί ο μάρτυς όντας ειδικός δεν μπορούσε να διαπιστώσει ο ίδιος αν ήταν μεταχειρισμένος και ανέμενε να τον διαφωτίσει ο εφεσείων.

Αντεξεταζόμενος, ο μάρτυς είπε ότι στάθμευσαν σε χώρο έξω από το δρόμο κοντά σε στρατόπεδο στην Αθαλάσσα.  Ο εφεσείων μπήκε σε σταματημένο αυτοκίνητο που οδηγούσε γυναίκα.  Τον είδε να της δίνει ένα καφέ φάκελο που περιείχε αρκετά χρήματα.  Ο φάκελος ήταν πάνω στο κάθισμα, που κάθισε και όταν τον σήκωσε είδε πως περιείχε δέσμη χρημάτων.  Όταν επανήλθε στο αυτοκίνητο του, ο κατηγορούμενος "έριξε κάτι κλειδιά στο ταμπλό" και έφυγαν. Ας σημειωθεί πως ο μάρτυς τίποτε δεν ανέφερε στην κατάθεση του στην Αστυνομία για το επεισόδιο, που ισχυρίστηκε ότι συνέβη στην Αθαλάσσα. Η κατάθεση του περιορίστηκε στις συναλλαγές του με τον εφεσείοντα είτε για λογαριασμό του εργοδότη του είτε του ιδίου.  Ο λόγος που πρόβαλε για την παράλειψη του είναι ότι δε ρωτήθηκε ειδικά για το ζήτημα όταν του λαμβανόταν κατάθεση.

Επισημαίνεται ειδικά η μαρτυρία του εφεσείοντα, που υποστήριξε ενόρκως ο αδελφός του και μάρτυς υπεράσπισης, ότι όλα τα εμπορεύματα που καταχώρισε στο τεκμ. 65, τα είχε επίσης περάσει και στο λογισμικό πρόγραμμα τήρησης λογιστικών δεδομένων, που εφάρμοσαν. Μεταξύ άλλων ήταν και οι δοσοληψίες των δύο τελευταίων χρόνων. Το σύστημα αποτελείτο από 5 ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Οι 4 ήταν εγκατεστημένοι σε διάφορα μέρη της επιχείρησης (υποδοχή, εργαστήριο, κ.λ.π.) και στον 5ο, τον κεντρικό, αποκαλούμενο server,  διαβιβάζονταν και αποθηκεύονταν οι πληροφορίες.  Αν το σύστημα υπήρχε θα μπορούσε να δείξει ότι τα εμπορεύματα τού τεκμ. 65 περάστηκαν στο πρόγραμμα και ότι συμφωνούσαν. Τού λέχθηκε ωστόσο από την Αστυνομία (Μ.Κ. Ξάνθος) ότι ο server παραδόθηκε στην παραπονούμενη και ότι τα στοιχεία χάθηκαν.

Ο αδελφός του, αντεξεταζόμενος, συμφώνησε πως το σύστημα ενημέρωνε ο εφεσείων και ο ίδιος. Όταν όμως ρωτήθηκε αν του έκαμε εντύπωση ότι περνούσαν στον υπολογιστή πωλήσεις της Don't Panic για τις οποίες δεν εκδόθηκε τιμολόγιο, είπε ότι βασικά ο ίδιος "ήταν κάποιο έλεγχο ή κάποιες απορίες που έλυνε την ώρα που δούλευε το πρόγραμμα". Δέχθηκε ότι ένας τρόπος να εξασφαλισθούν τα δεδομένα σε περίπτωση απώλειας είναι να διατηρηθούν σε δισκέτα.  Αλλά επέμεινε ότι δεν έχουν τέτοια δισκέτα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του άρχισαν να δημιουργούν το λογισμικό σύστημα από το 1996, αλλά τέθηκε σε εφαρμογή το 1998. Παρά ταύτα δεν φρόντισαν να το προστατεύσουν έναντι απώλειας από οποιαδήποτε αιτία.

Η Έλενα αρνήθηκε έντονα και με κατηγορηματικότητα, όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση: (1) ότι έκαμε με τον εφεσείοντα τη συμφωνία που εκείνος ανέφερε στη μαρτυρία του, λόγω δήθεν της ερωτικής τους σχέσης· (2) ότι του έδινε μάλιστα κλειδιά για να ανοίγει την αποθήκη· και (3) ότι συναντήθηκαν στην Αθαλάσσα για να του δώσει τα κλειδιά να εισπράξει χρήματα για πρόσφατη τότε αφαίρεση εμπορευμάτων, στην παρουσία του Ν. Ξενοφώντος.

Αναφέρουμε, παρόλο που δε δόθηκε ιδιαίτερη σημασία, ότι από τη μαρτυρία της Κατηγορίας (Έλενας και συζύγου της), που έγινε πιστευτή, φαίνεται ότι ο εφεσείων αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες, αφού δεν ήταν λίγες οι φορές που οι επιταγές του για αγορές που έκαμνε επιστρέφονταν απλήρωτες.  Δόθηκαν δε οδηγίες να μη γίνονται πια δεκτές επιταγές.

Το Κακουργιοδικείο έκαμε μια προσεκτική - και όπου χρειάστηκε αναλυτική - εκτίμηση της μαρτυρίας. Έδωσε, όπως θα αναμενόταν, ειδικό βάρος στη μαρτυρία της Έλενας, του Ν. Ξενοφώντος και του Κ. Κυπριανού. Ήταν βασικοί μάρτυρες κατηγορίας. Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε απόλυτα, όπως είπε, τη μαρτυρία της Έλενας. Δεν έμεινε μόνο στη διατύπωση των εντυπώσεων που σχημάτισε, τη συμπεριφορά της στο εδώλιο και τον τρόπο που κατέθετε. Η πρωτόδικη απόφαση επισημαίνει ότι η αξιοπιστία της μαρτυρίας της Έλενας Κωνσταντίνου ενισχύεται εντυπωσιακά από τα αναμφισβήτητα γεγονότα. Δεν ήταν λογικό η Έλενα να πρωτοστατήσει στην πρόσληψη ιδιωτών φρουρών και να διακινδυνεύσει, ή πιο σωστά να είναι βέβαιο, ότι θα συλλαμβανόταν ο "εραστής της".  Με επακόλουθο την αποκάλυψη της διπλής απάτης σε βάρος της επιχείρησης και του συζύγου της. Αν πάλιν, όπως αναρωτήθηκε το δικάσαν δικαστήριο, πρότεινε τη φρούρηση των υποστατικών για να είναι υπεράνω υποψίας, θα αναμενόταν να ειδοποιήσει τον εφεσείοντα να τερματίσει τις νυκτερινές εξορμήσεις του.

Το Κακουργιοδικείο απέρριψε το μέρος της μαρτυρίας του Ν. Ξενοφώντος που αναφέρεται στη συνάντηση της Αθαλάσσας, αιτιολογώντας την επιλογή του αυτή.  Θεώρησε ότι ο μάρτυς, για να εξαλείψει κάθε υπόνοια ότι η ευνοϊκή τιμή των £500 στην οποία αγόρασε τον υπολογιστή του οφειλόταν στη φιλική του σχέση με τον εφεσείοντα, έσπευσε να προσθέσει ότι, όπως του είπε ο εφεσείων, ήταν μεταχειρισμένος.  Το Κακουργιοδικείο παρατήρησε ότι ο ίδιος ο μάρτυς ως ειδικός όφειλε να ξέρει και πρόσθεσε: "είναι αφύσικη και άκομψη η προσποίηση του ότι δε γνώριζε αν ο υπολογιστής ήταν μεταχειρισμένος ή όχι".

Η κριτική όμως επικεντρώθηκε βασικά στη μαρτυρία του Ξενοφώντος που αφορά τη συνάντηση της οποίας, όπως ισχυρίστηκε, υπήρξε μάρτυς.  Το Δικαστήριο διερωτήθηκε γιατί να επιλεγεί ένας απομονωμένος τόπος και όχι κεντρικότερο μέρος δοθέντος ότι ο εφεσείων συναλλασσόταν νόμιμα με τη μάρτυρα και τέτοια συνάντηση δε θα τραβούσε την προσοχή. Και εξέφρασε τη βεβαιότητα ουσιαστικά ότι ψευδομαρτύρησε για να βοηθήσει τον εφεσείοντα στα δύο θέματα που ήθελε να ενισχυθεί, τις πληρωμές σε μετρητά και την παράδοση των κλειδιών.  Ο τελευταίος, συνέχισε το Δικαστήριο, δεν έπεισε ότι είχε λόγο να έλθει με τον εφεσείοντα στη Λευκωσία. Πέραν τούτου, ήταν απίθανη η ιστορία του ότι πήρε τυχαία το φάκελο στα χέρια του και πρόσεξε ότι περιείχε χρήματα, μαρτυρία που προκάλεσε την παρατήρηση "υπάρχουν τόσες τυχαίες συμπτώσεις που αγγίζουν τα όρια του μυθιστορήματος". Ήταν το ίδιο απίθανο η Έλενα να προχώρησε σε παραλαβή των χρημάτων και παράδοση των κλειδιών όταν υπήρχε και τρίτο πρόσωπο.

Το Κακουργιοδικείο στάθηκε και στη μαρτυρία του Κ. Κυπριανού. Τη σχολίασε ευμενώς ως εξής:

"Έχοντας τον ακούσει με προσοχή για πολλές μέρες να καταθέτει ενώπιον μας, μας έκαμε εντύπωση σαν μάρτυρας που γνώριζε το αντικείμενο για το οποίο κατέθετε αλλά και που έλεγε στο Δικαστήριο την αλήθεια"

Θα θυμίσουμε εδώ ότι βασική θέση της υπεράσπισης - που αποτελεί και λόγο έφεσης αφού το Δικαστήριο την απέρριψε - είναι ότι τα εμπορεύματα που ο εφεσείων αφαιρούσε από την αποθήκη τα κατέγραφε, εκτός από το τεκμ. 65, με τη χονδρική τιμή για κάθε κονδύλι, και στον κεντρικό ηλεκτρονικό υπολογιστή του. Αν δε υπήρχε η δυνατότητα προσαγωγής του θα έδειχνε ότι τα στοιχεία αυτά στο σύνολο τους συμφωνούσαν με το στόκ που διατηρούσε στο κατάστημα του.

Η μομφή εδώ είναι ότι τα εμπορεύματα μετακινήθηκαν από την Αστυνομία προτού έχει την ευκαιρία να προβεί σε έλεγχο.  Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι χάθηκαν εξαιτίας των χειρισμών της Αστυνομίας. Μια πρώτη παρατήρηση μας είναι ότι, παρόλο που το θέμα  ήταν για τον εφεσείοντα κεφαλαιώδους σημασίας, δε φαίνεται να ζήτησε να γίνει τέτοιος έλεγχος προ της μεταφοράς ή έστω σε σύντομο διάστημα μετά από αυτό και προτού αχρηστευθούν τα στοιχεία.

Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι πράγματι ο εφεσείων καταχωρούσε τα εμπορεύματα (που έπαιρνε χωρίς τιμολόγιο). Έκρινε όμως ότι αυτό ήταν απαραίτητο για να έχει την εικόνα των αποθεμάτων του, του κόστους κάθε αντικειμένου (ο ίδιος παραδέχθηκε ότι για συστήματα γινόταν συναρμολόγηση χωριστών τμημάτων και εξαρτημάτων) για την ομαλή λειτουργία της επιχείρησης του.  Αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος που ο εφεσείων σημείωνε και τις τιμές χονδρικής πώλησης (στο τεκμ. 65 και στον server) και όχι για να πληρώνει την Έλενα.

Μετά τις διαπιστώσεις του αυτές, το Κακουργιοδικείο προχώρησε να αναφέρει ότι μπορεί να εγείρεται το ερώτημα πώς ο εφεσείων θα δικαιολογούσε τις εισπράξεις (πρόσθετες) από εμπορεύματα που δεν αγόραζε. Το απάντησε, λέγοντας ότι δεν υπήρχε μαρτυρία από τον εφεσείοντα ότι καταχωρούσε και τις εισπράξεις. Περαιτέρω προέβη, όπως παραδέχθηκε, σε αναλήψεις μεγάλων χρηματικών ποσών, που όμως δεν πληρώθηκαν, όπως ισχυρίστηκε στην Έλενα, αλλά "για να ισορροπήσει το λογαριασμό του ο οποίος εμφάνιζε πλεόνασμα με την κατάθεση χρημάτων από είσπραξη εμπορευμάτων που δεν πλήρωσε".  Και στο σημείο αυτό κατακρίνεται η πρωτόδικη απόφαση (λόγος έφεσης 8).  Όπως ανέφερε ο δικηγόρος του εφεσείοντα δεν μπορούσε το Δικαστήριο να δίνει τέτοιες ερμηνείες.  Χρειαζόταν λογιστής για να μιλήσει για τις επιπτώσεις και τέτοια μαρτυρία δεν υπήρχε.

Κύριο εύρημα, καταλυτικό της βάσης υπεράσπισης, είναι ότι η εκδοχή του εφεσείοντα για τη σχέση με την Έλενα και οι άλλοι συναφείς ισχυρισμοί είναι επινοήσεις που ήλθαν πολύ καθυστερημένα και δεν έχουν καν ίχνη αξιοπιστίας. Το Δικαστήριο απαρίθμησε τις περιπτώσεις που είχε την ευκαιρία να θέσει την εκδοχή του, αλλά δεν το έκαμε. Πολύ αργότερα ανέμιξε την Έλενα ότι, δηλαδή, την πλήρωνε χωρίς όμως να αναφέρεται σε ερωτική σχέση. Είναι για πρώτη φορά στο Δικαστήριο που μίλησε για σχέσεις με την Έλενα, παράδοση κλειδιών από αυτή και για τη συμφωνία μαζί της να αφαιρεί εμπορεύματα για να πληρώνει αργότερα με 10% έκπτωση από τις χονδρικές τιμές.

Μια άλλη πτυχή της μαρτυρίας του εφεσείοντα αφορά τα κλειδιά.  Τη σχετική μαρτυρία του τη συνδέει με την ύπαρξη της ερωτικής του σχέσης. Λέγει λοιπόν ότι η κατοχή των κλειδιών από τον ίδιο, που μάλιστα άλλαζαν σε κάποιο στάδιο, αποδείχνει τη σχέση αυτή γιατί μόνο εκείνη ήταν σε θέση να του δίνει τα κλειδιά. Η πρωτόδικη απόφαση εξηγεί, με αναφορά σε σχετική μαρτυρία, ότι ο εφεσείων είχε ευκαιρίες να παίρνει τα κλειδιά. Μέχρι το Φεβρουάριο του 2000, μετά που άνοιγαν, τα κρεμούσαν σε χώρο πίσω από το γραφείο της μάρτυρος Άννας Κοντοπύργου, υπαλλήλου της παραπονουμένης. Και έμεναν εκεί μέχρι το απόγευμα, που έκλειναν. Ήταν η μαρτυρία της ότι πρόσεξε σε διάφορες περιπτώσεις τον εφεσείοντα να περιεργάζεται εμπόρευμα δίπλα από τα κλειδιά. Σύμφωνα με τη μαρτυρία ορισμένες φορές τα κλειδιά έμεναν στον πάγκο της αποθήκης. Θεάθηκε δε από τον αποθηκάριο Ανδρέα Βασιλείου, μάρτυρα της Κατηγορίας, να είναι εκεί. Εξηγεί περαιτέρω η απόφαση, πως του παρεχόταν η ευκαιρία, αφού έπαιρνε τα κλειδιά, να κατασκευάζει αντικλείδια.

Το Δικαστήριο στο σημείο αυτό ανέφερε - η έφεση προσβάλλει και την κρίση του αυτή - ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε καν υποχρέωση να αποδείξει ότι ο εφεσείων βρήκε την ευκαιρία να αφαιρεί τα κλειδιά μια και παραδέχθηκε πως ήταν στην κατοχή του και ότι τα χρησιμοποιούσε για να έχει πρόσβαση στην αποθήκη. Αυτό όμως, αφού τονίστηκε ότι εν πάση περιπτώσει η διαπίστωση του Δικαστηρίου ήταν ότι "ο εφεσείων όντως είχε την ευκαιρία να κάμει αντίγραφα κάθε φορά μάλιστα που αυτά αλλάζονταν".

Συγκεφαλαιώνοντας, το Κακουργιοδικείο προέβη στις τελικές διαπιστώσεις του:

"Εν κατακλείδι απορρίπτουμε πλήρως την εκδοχή του κατηγορουμένου. Η είσοδος του στην αποθήκη των παραπονουμένων ήταν χωρίς εξουσιοδότηση οποιουδήποτε και παράνομη. Τούτου δοθέντος μένουν επομένως οι παραδοχές του ότι στις συγκεκριμένες ημερομηνίες που καταγράφονται στο ημερολόγιο, τεκμήριο 65, μπήκε, μετακίνησε και οικειοποιήθηκε τα εμπορεύματα που καταγράφονται κάτω από κάθε ημερομηνία και βεβαίως ποτέ δεν πλήρωσε την αξία τους.  Δεχόμαστε επομένως ότι αποδείχθηκε η κλοπή εμπορευμάτων στις ημερομηνίες που καταγράφονται στο ημερολόγιο, ήτοι, στις 21.1.2000, 22.1.2000, 5.2.2000, 14.2.2000, 22.2.2000, 3.3.2000, 12.3.2000 και 15.3.2000.

Επίσης εν όψει των αδιαμφισβήτητων γεγονότων που έχουν σχέση με τον εντοπισμό του κατηγορουμένου στην αποθήκη τις πρωΐνές ώρες της 18.3.2000 και εν όψει της απόρριψης της εκδοχής του κατηγορουμένου βρίσκουμε ότι αποδείχθηκε η διάρρηξη της αποθήκης από τον κατηγορούμενο στις 18.3.2000."

Έχουμε 15 λόγους έφεσης.  Πρέπει όμως να υπογραμμίσουμε ότι υπάρχουν επαναλήψεις ή ελαφρά διαφοροποίηση (ή χροιά) του ενός σημείου από το άλλο. Και χωρίς να τηρείται πάντοτε η λογική αλληλουχία των θεμάτων, ή να είναι ευκρινής η γραφή.  Σε αδρές γραμμές προσβάλλονται οι κρίσεις του Κακουργιοδικείου, που αφορούν τους κύριους άξονες της υπόθεσης, όπως τους έχουμε διαγράψει. Θα ακολουθήσουμε, όπου τούτο είναι δυνατό, τη σειρά ανάπτυξης των θεμάτων, την οποία υιοθέτησε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, που δεν είναι πάντοτε η αριθμητική τους σειρά. Και θα προσπαθήσουμε να συγκεντρώσουμε τα κύρια επιχειρήματα στην ουσία τους που ενίοτε είναι διάσπαρτα στην αγόρευση χωρίς συσχετισμούς με ιδιαίτερο λόγο έφεσης.

Ένα πρώτο θέμα αφορά την απουσία των ιδίων των τεκμηρίων (των ηλεκτρονικών υπολογιστών) που κατατέθηκαν (βλ. λόγο έφεσης 3) και η προσκόμιση, στη θέση τους, φωτογραφιών.  Με τον τρόπο αυτό, εισηγήθηκε ο συνήγορος, ο εφεσείων ουσιαστικά στερήθηκε του δικαιώματος της δίκαιης δίκης. Εξηγεί όμως η πρωτόδικη απόφαση ότι τα εμπορεύματα που κατασχέθηκαν (από το κατάστημα του εφεσείοντα και το αυτοκίνητο του) επιστράφηκαν από την Αστυνομία στην ιδιοκτήτρια εταιρεία στις 20/7/2000 γιατί η πάροδος του χρόνου θα τα καθιστούσε μη εμπορεύσιμα. Ήταν δε εμπορεύματα "μεγάλης αξίας".

Έχουμε τη γνώμη ότι υπό τις συνθήκες αυτές η μέθοδος αναγνώρισης των αντικειμένων στην οποία κατέφυγε η Κατηγορούσα Αρχή ήταν απόλυτα θεμιτή. Είναι πολύ σχετικό και συνάμα διαφωτιστικό το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Adrian Keane "The Modern Law of Evidence" 5η έκδοση (2000) σελ. 242:

"................................ photographs and films, the relevance of which can be established by the testimony of someone with personal knowledge of the circumstances in which they were taken or made, are admissible as items of real evidence and can never give rise to problems of a hearsay nature. If the evidence of a witness to certain events is admissible, it may be reasoned, then photographs or films recording those same events should be no less admissible."

Και η μετάφραση:

"..... φωτογραφίες και ταινίες, η σχετικότητα των οποίων μπορεί να θεμελιωθεί από τη μαρτυρία κάποιου προσώπου με προσωπική γνώση των περιστάσεων υπό τις οποίες λήφθηκαν ή έγιναν, είναι παραδεκτή μαρτυρία ως πραγματική μαρτυρία και δεν μπορεί ποτέ να εγείρονται θέματα εξ ακοής μαρτυρίας.  Εάν μαρτυρία προσώπου για ορισμένα γεγονότα είναι παραδεκτή, είναι εύλογο, ότι φωτογραφίες ή ταινίες που καταγράφουν εκείνα τα ίδια γεγονότα δε θα έπρεπε να ήταν λιγότερα παραδεκτά."

Στην προκείμενη περίπτωση υπάρχει η μαρτυρία των αξιωματούχων της εταιρείας που αναγνώρισαν σε κάθε περίπτωση τα εμπορεύματα, τα οποία φωτογραφήθηκαν. Περαιτέρω, δεν πρέπει να λησμονείται η επιβεβαίωση που παρέχει το τεκμ. 65. Και ο συνήγορος ο ίδιος, στην αγόρευσή του, είπε: "..... εγώ λέγω ότι εκείνα που ήταν στο τεκμ. 65 τα πήρε, κάτω από τις συνθήκες τις οποίες λέω".

Έχει προταθεί - και σ' αυτό δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση - ότι η μη προσαγωγή του server από την Κατηγορούσα Αρχή, στον οποίο είχαν καταγραφεί και τα αφαιρεθέντα, οι αναλήψεις μετρητών από την Τράπεζα, καθώς και οι εισπράξεις της επιχείρησης του εφεσείοντα, τον στέρησε, όπως το θέτει ο συνήγορος του "τού πλήρους δικαιώματος υπεράσπισης". Παραλληλίστηκε η περίπτωση με τις υποθέσεις Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143 και Fournaris v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 20.  Όμως με την πρώτη κιόλας ματιά σ' αυτές καταλαβαίνουμε ότι ούτε τα περιστατικά τους ούτε οι νομικοί κανόνες που εφαρμόστηκαν δικαιώνουν τον παραλληλισμό. Και στις δύο εκείνες υποθέσεις, η μαρτυρία που δεν τέθηκε στη διάθεση του Δικαστηρίου ήταν από κάθε άποψη ουσιαστική. Θα μπορούσε εδώ να υπομνησθεί ότι εν πάση περιπτώσει οι αποσύρσεις χρημάτων φαίνονται από τις τραπεζικές καταστάσεις, που έγιναν δεκτές ως τεκμήρια.

Σε ερωτήσεις μας κατά ποίο τρόπο θα βοηθούσε την υπεράσπιση ή θα προωθούσε την υπόθεσή της τέτοια μαρτυρία η απάντηση - διόλου πειστική - ήταν ότι, αν πράγματι παρανομούσε ο εφεσείων, δε θα τηρούσε αρχείο της κλοπής με όλες τις λεπτομέρειες. Ας λεχθεί εν παρόδω ότι μόνο ο ίδιος και η οικογένεια του είχε πρόσβαση σ' αυτό. Εν πάση περιπτώσει, όπως προαναφέραμε, στο σημείο αυτό το Κακουργιοδικείο δέχθηκε την εκδοχή του. Εντοπίζεται εδώ μια ουσιαστική ανομοιότητα, που καθιστά ανέφικτη τη σύγκριση με τις παραπάνω αυθεντίες. Συμπέρανε όμως - και συμφωνούμε - ότι τούτο ήταν απαραίτητο για να μπορεί ο εφεσείων να εμπορευθεί τα είδη αυτά, όταν μάλιστα οι υπολογιστές  αποτελούνταν από διάφορα μέρη και έπρεπε να συναρμολογηθούν προτού πωληθούν.

Είναι παραδεκτό - και μας το επανέλαβε ο κ. Αγγελίδης στην αγόρευση του - ότι ο εφεσείων ανέγραφε στο τεκμ. 65 τη χονδρική τιμή (20% έκπτωση), που του παραχωρούσαν όταν αγόραζε κανονικά από την παραπονούμενη εταιρεία με βάση τιμολόγια για κάθε συναλλαγή. Δε σημείωνε όμως την περαιτέρω έκπτωση του 10%. Αν όντως αισθανόταν ότι ήταν νόμιμες οι δοσοληψίες του με την Έλενα και δεν είχε τίποτε να κρύψει προβάλλει αμείλικτο το ερώτημα γιατί οι καταχωρήσεις του δεν αντανακλούσαν απόλυτα την πραγματικότητα.  Αν μη τι άλλο αυτό, θα μπορούσε να υποστήριζε και την εκδοχή του για τη συμφωνία του με την Έλενα.

Εδώ χρειάζεται μιά αποσαφήνιση. Το θέμα του server συζητήθηκε στο πλαίσιο των λόγων έφεσης 7 και 15. Ο λόγος 7 αφορά το τεκμ. 65, που ήδη συζητήσαμε. Σαφώς δεν περιέχει έρεισμα για τέτοια συζήτηση.  Ο συνήγορος μας παρέπεμψε στο λόγο 15 στον οποίο αναφέρεται:

"Η παράλειψη κλήτευσης μαρτύρων (Λογιστού, Παραπονουμένης Εταιρείας και Ειδικού για να αποδείξουν την ύπαρξη και αξία των εγγράφων στον υπολογιστή του Π. Ζαχαρία) ήταν σφάλμα που σύμφωνα με την νομολογία έπρεπε να δημιουργήσει τουλάχιστον αμφιβολίες για την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας και την αξία της προσαχθείσης μαρτυρίας."

Ούτε ο λόγος αυτός, όπως διατυπώνεται, παρέχει το απαραίτητο υπόβαθρο. Θα θέλαμε με την ευκαιρία αυτή να επισημάνουμε ότι ο βασικός σκοπός της έφεσης παραμένει η εξέταση των νομικών και πραγματικών εκτιμήσεων της εκκαλούμενης πρωτόδικης απόφασης με βάση συγκεκριμένα παράπονα.

Εξετάζουμε όμως το ζήτημα προεκτείνοντας το λόγο 3 όπου διατυπώνεται η μομφή για την "εξαφάνιση τεκμηρίων, όπως τον υπολογιστή του Εφεσείοντος όπου ήταν καταχωρημένες οι εγγραφές των αντικειμένων των "κλοπών"". Κατά τη γνώμη μας η μη προσαγωγή του υπολογιστή δεν άσκησε, για τους λόγους που εξηγήσαμε, και για τους λόγους που ανέφερε η πρωτόδικη απόφαση, οποιαδήποτε δυσμενή επίδραση στην υπεράσπιση του εφεσείοντα.

Ένα παρεμφερές ζήτημα που έχει εγείρει ο κ. Αγγελίδης, στο οποίο επίσης απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα, αφορά το Γ. Ζαχαρία (αδελφό του εφεσείοντα) που μετά την αθώωση του κλήθηκε ως μάρτυς υπεράσπισης. Ο συνήγορος υπέβαλε ότι λανθασμένα εκλαμβάνει το Κακουργιοδικείο ότι δεν είχε αναφερθεί από οποιοδήποτε μάρτυρα υπεράσπισης ότι και οι εισπράξεις ήταν καταγραμμένες στον server. Όντως έγινε από το Γ. Ζαχαρία τέτοια αναφορά.  Μας διάβασε το σχετικό απόσπασμα ο κ. Αγγελίδης:

"Ε. Πές μου οι αγορές πού περνούσαν;

Α. Μέσα στο λογιστικό πρόγραμμα.

Ε. Οι πωλήσεις;

Α. Κι εκείνες, πωλήσεις, εισπράξεις μέσα στο λογιστικό πρόγραμμα που ήταν καταγραμμένο πάνω στο κεντρικό server του γραφείου.

Ε.Ξέρεις τι έγινε αυτό το server;

A.Το παρέδωσα εγώ προσωπικά στην αστυνομία."

Κατά την ίδια εισήγηση, το λάθος οδήγησε το Κακουργιοδικείο στο πεπλανημένο συμπέρασμα ότι σκόπιμα δεν γινόταν καταχώρηση των εισπράξεων γιατί σε μια τέτοια περίπτωση δε θα μπορούσε να δικαιολογηθεί το πλεόνασμα. Παραθέτουμε το συλλογισμό και την επικριθείσα παρατήρηση του δικαστηρίου:

"Δεν μας ανάφερε (ο εφεσείων) ότι οι εισπράξεις του ήταν καταγραμμένες στον κεντρικό ηλεκτρονικό υπολογιστή όπως μας είπε για τα εμπορεύματα και το έχουμε από την άλλη από τον ίδιο ότι απέσυρε από τον τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας του μεγάλα χρηματικά ποσά σε μετρητά για να πληρώσει όπως έλεγε την Έλενα. Εμείς όμως λέμε ήταν για να ισορροπήσει το λογαριασμό του ο οποίος εμφάνιζε πλεόνασμα με την κατάθεση χρημάτων από είσπραξη εμπορευμάτων που δεν πλήρωσε."

Η εισήγηση εδώ είναι ότι το Δικαστήριο δεν μπορούσε να έχει δικαστική γνώση τέτοιου εξειδικευμένου θέματος. Μόνο ένας ειδικός, λ.χ., λογιστής, θα μπορούσε να έχει άποψη. Παρόλο που, όπως πιστεύουμε, το σχόλιο του Κακουργιοδικείου ήταν αχρείαστο εντούτοις δεν ήταν ζήτημα εμπειρογνώμονα. Ήταν μία σκέψη του Δικαστηρίου στα πλαίσια της κοινής λογικής. Πέραν τούτου, δε βλέπουμε το μεγάλο λάθος.  Στην αντεξέταση του ο Γ. Ζαχαρία ουσιαστικά παραδέχθηκε ότι τις καταχωρίσεις στον υπολογιστή τις διενεργούσε ο εφεσείων και η σύζυγος του. Ο ρόλος του ήταν όμως, όπως τον καθόρισε, "εγώ βασικά ήταν κάποιο έλεγχο ή κάποιες απορίες που έλυνα την ώρα που δούλευε το πρόγραμμα."

Θα εξετάσουμε στη συνέχεια τους λόγους 5 και 6.  Έχουν σχέση με τον Ν. Ξενοφώντος.  Ο εφεσείων παραπονείται ότι το Δικαστήριο τού απέδωσε ευτελές ελατήριο (πήρε υπολογιστή σε ευνοϊκή τιμή) για να βοηθήσει τον εφεσείοντα, πλάθοντας την ιστορία για το ραντεβού της Αθαλάσσας.  Στην πραγματικότητα, όπως λέγει ο συνήγορος του, ο υπολογιστής ήταν μεταχειρισμένος και διατέθηκε σε λογική τιμή. Δεν υπάρχει δε μαρτυρία περί του αντιθέτου, όπως επίσης και για το ότι μια συνάντηση στην Αθαλάσσα θα ήταν πιο ύποπτη παρά αν επραγματοποιείτο σε κεντρικό και πολυσύχναστο μέρος. Τί μαρτυρία χρειάζεται όταν σαν θέμα στοιχειώδους λογικής ένα απομονωμένο μέρος κινεί πιο εύκολα την περιέργεια. Ως προς το πρώτο, η δυσπιστία του Δικαστηρίου εδράζεται εκτός άλλων και στην άμεση και πρόθυμη εξήγηση πως το αγορασθέν ήταν μεταχειρισμένο, πράγμα που έμαθε από τον εφεσείοντα, παρόλο που ο ίδιος είναι ο ειδικός.

Το άλλο σημείο που έθιξε ο συνήγορος είναι ότι ο όλος συλλογισμός του Δικαστηρίου πάσχει διότι ο μάρτυς δεν ανέφερε ότι ο φάκελος με τα χρήματα ήταν κλειστός. Ούτε φυσικά υπαινίχθηκε το αντίθετο. Μάλιστα στην αντεξέταση του από τον κ. Αγγελίδη δίνει μια μπερδεμένη απάντηση:

"Ε. Ο Παύλος πήρε κλειδιά, έδωσε τίποτε;

Α. Είχε δώσει ένα φάκελο καφέ, ο οποίος περιείχε λεφτά.

Ε. Πώς το ξέρεις;

Α. Την ώρα που πήγα να μπω ήταν πάνω στο κάθισμα, το σήκωσα πάνω ήταν πάνω στο ταμπλό και έτσι είδα τι είχε μέσα.

Ε. Πόσα ξέρεις;

Α. Όχι, ήταν καμιά δέσμη εκεί, δεν ξέρω πόσα.  Πρέπει να ήταν αρκετά."

Ένα όμως βασικό, που παραγνωρίζεται, και που δημιουργεί ερωτηματικά, είναι γιατί ο κατηγορούμενος θα μετέφερε ένα τρίτο, που τυχαία βρέθηκε να έχει δουλειά στη Λευκωσία, και θα διακινδύνευε την αποκάλυψη της σχέσης του - ήταν και ο ίδιος ο εφεσείων έγγαμος - και συνάμα θα εξέθετε την Έλενα.  Όπως ο ίδιος είπε, με τον Ξενοφώντος είχε μόνο επαγγελματική σχέση.  Έδωσε την εξήγηση ότι η Έλενα ήταν άγνωστη στον Ξενοφώντος αλλά αργότερα είπε "μετά είδα ότι την γνώριζε". Γιατί να το διακινδυνεύσει ή να μη δώσει τα χρήματα όταν θα είχαν ερωτική συνάντηση. Έχει όμως σημασία - και προσθέτουμε - ότι στην κατάθεση του στην Αστυνομία δεν αναφέρεται σε τέτοια συνάντηση καθόλου.

Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων είναι κατ' εξοχήν θέμα που εκτιμάται από το πρωτόδικο δικαστήριο, που βιώνει την ατμόσφαιρα της δίκης, ακούει απευθείας τους μάρτυρες και έχει υπόψη και τη συμπεριφορά τους. Τα πλεονεκτήματα αυτά ουσιαστικά εξουδετερώνονται στο Εφετείο, που καθοδηγείται μόνο από τα στεγνά πρακτικά. Γιαυτό χρειάζονται ισχυροί λόγοι, για να ανατραπούν οι άμεσες εντυπώσεις και εκτιμήσεις της πρωτόδικης απόφασης.

Παραθέτω από την πλούσια επί του θέματος νομολογία την περιεκτική τοποθέτηση του Α. Λοΐζου Π στην Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320, 322-323:

"Έχει επανειλημμένα λεχθεί ότι η ευθύνη για τη διαπίστωση των γεγονότων και η εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι μέσα στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις το Δικαστήριο τούτο σαν Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα.  Επέμβαση δε δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή βρίσκονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας."

Αναφέραμε στην αρχή ότι ο εφεσείων αθωώθηκε στην 10η κατηγορία.  Θα θυμίσουμε ότι αφορούσε την κλοπή εμπορεύματος αξίας £280.000 από τον Ιανουάριο του 1999 μέχρι το Μάρτιο του 2000. Ουσιαστικά, η αθώωση προωθήθηκε ως λόγος που έπρεπε να τραυματίσει την αξιοπιστία των παραπονουμένων (14ος λόγος). Η αξία των κατασχεθέντων, όπως είπε ο συνήγορος, δεν ξεπερνούσε τις £60.000. Υπεραπλουστεύοντας, ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι αν οι παραπονούμενοι είπαν ψέματα για το μεγαλύτερο ποσό, θα μπορούσαν κάλλιστα να ψευσθούν για το μικρότερο.

Τα πράγματα όμως δεν είναι όπως θέλησε να τα παρουσιάσει ο συνήγορος. Η αθώωση δεν οφειλόταν σε ψεύδη των ιδιοκτητών, αλλά στην ανεπαρκή μαρτυρία που προσκόμισε η Κατηγορούσα Αρχή. Με αυτό το λόγο συνδέθηκε η αποτυχία της κατηγορίας 10 και όχι με την αξιοπιστία των μαρτύρων.  Μάλιστα το Δικαστήριο προβληματίστηκε αν θα πρόσθετε νέα κατηγορία για περιπτώσεις μέσα στο 1999 που ο εφεσείων παραδέχθηκε πως αφαίρεσε εμπόρευμα. Δεν προχώρησε όμως γιατί, όπως αναφέρει στην απόφαση του, τέτοια κατηγορία θα μπορούσε να προσαφθεί από την αρχή όταν συντασσόταν από την Κατηγορούσα Αρχή το κατηγορητήριο.

Στρεφόμαστε στο λόγο 11.  Εικάζει ο συνήγορος ότι η Έλενα, που πρωτοστάτησε στην απόφαση φρούρησης της αποθήκης, ήθελε να πάρει εκδίκηση. Κι αυτό γιατί ο εφεσείων δε δέχθηκε πρόταση που του έγινε μέσω του μάρτυρος Κυπριανού για εξαγορά της εταιρείας του, συγχώνευσης της με την Don't Panic και ακολούθως εισδοχή της νέας οντότητας στο χρηματιστήριο.  Αξίζει να έχουμε υπόψη πώς διατυπώνεται ο λόγος αυτός:

"Λανθασμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε σε σχέση με τα κίνητρα της Έλενας την άρνηση του Εφεσείοντα να δεχθεί συνεργασία - εξαγορά όπως κατάθεσε ότι έγινε ο μάρτυρας κατηγορίας Κ. Κυπριανού."

Αντεξεταζόμενος, ο μάρτυς ανέφερε πως είπε από τηλεφώνου στον εφεσείοντα να συναντηθούν για να συζητήσουν κατά πόσο "ήθελε να ενσωματωθούν σε μία εταιρεία που πάει στο χρηματιστήριο". Η αντίδραση του εφεσείοντα ήταν ότι τον ενδιαφέρει, αλλά έχει και άλλη πρόταση. Ωστόσο ο Κυπριανού πρόσθεσε ότι δεν του έκαμε οποιαδήποτε συγκεκριμένη πρόταση γιατί δεν είχε την εξουσιοδότηση των εργοδοτών του.  Ο κ. Ταπάκης του είπε απλώς να περιορισθεί σε νύξη (και αυτό ελέχθη σε ερωτήσεις του συνηγόρου).  Τη σκέψη για πρόταση την έκαμε ο ίδιος ο μάρτυς Κυπριανού γιατί οι δύο αδελφοί ήταν ειδικοί στη δουλειά τους. Δεν πήγαιναν εντούτοις καλά (επιστρέφονταν επιταγές που τους έδιναν) λόγω κακής οργάνωσης.

Αυτό φαίνεται πως είναι το μόνο υλικό στο οποίο στηρίζεται η εισήγηση ότι η Έλενα ζήτησε να φρουρείται η αποθήκη για να συλληφθεί ο εφεσείων επειδή αρνήθηκε τη συνεργασία και ήθελε να τον εκδικηθεί. Ούτε όμως ο Ταπάκης ούτε η Έλενα ρωτήθηκαν σχετικά. Τουλάχιστο δεν μας υπέδειξε οτιδήποτε ο κ. Αγγελίδης. Δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι η Έλενα, που πράγματι η ίδια ετοίμασε και απέστειλε επιστολή στην εταιρεία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, ωθήθηκε στην πράξη της από εκδικητικότητα. Θα ήταν σουρεαλιστικό. Υπάρχει δε αναντίλεκτη μαρτυρία ότι ζητούσε από τον άντρα της να επιστρατεύσουν τις υπηρεσίες εταιρείας από τον Οκτώβριο του 1999.

Ψέγεται η παραπονούμενη εταιρεία (λόγος 13) ότι δεν πήρε ιδιωτικούς φρουρούς ενωρίτερα, αφού το 1999, σύμφωνα με τη μαρτυρία, παρουσίασε έλλειμμα £144.000. Το λάθος του Κακουργιοδικείου είναι ότι "δεν αξιολόγησε επαρκώς" τη μαρτυρία αυτή.  Στην αγόρευση του ο συνήγορος είπε ότι τέτοια καθυστέρηση, αν ληφθούν υπόψη οι μεγάλες απώλειες από τη μια και η συγκριτικά μικρή δαπάνη φύλαξης των υποστατικών από την άλλη, είναι επιλήψιμη.  Εκτός αν ο λόγος που δόθηκε τόσο αργά η εντολή για φύλαξη ήταν η παγίδευση του εφεσείοντα.  Φυσικά θα πρέπει να θυμίσουμε ότι η παραπονούμενη εταιρεία δεν έμεινε με δεμένα τα χέρια.  Υπέβαλλε το προσωπικό σε προσωπική έρευνα, έκαμε καταγγελίες στην αστυνομία και ακολούθησε τις συμβουλές της.  Πώς ήταν δυνατό "να στηθεί η υπόθεση", όπως έγινε εισήγηση, αφού η Έλενα είχε προ πολλού εισηγηθεί την ιδιωτική φρούρηση.  Τούτο ασφαλώς είναι ένα από τα ουσιώδη στοιχεία που συνέτεινε στο βαρύ τραυματισμό της αξιοπιστίας του εφεσείοντα.

Οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης προσβάλλουν τις διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου ότι είναι στο Δικαστήριο, όταν κατέθετε ως μάρτυς υπεράσπισης, που ο εφεσείων αποκαλύπτει τη φύση της σχέσης και τη συμφωνία του με την Έλενα. Είναι η θέση της υπεράσπισης ότι αυτό έγινε στις 20/3, που ο εφεσείων έδωσε κατάθεση στην αστυνομία. Ο εφεσείων βασίστηκε στην κατάθεση, παρόλο που ο συνήγορος του αγωνίστηκε να μην εισαχθεί ως μαρτυρία και, όντως, το πέτυχε ύστερα από δίκη εντός δίκης (βλ. λόγο 2).  Τέτοιο υλικό δεν μπορούσε ασφαλώς να χρησιμοποιηθεί.

Στη συνέχεια έχει λεχθεί ότι ο εφεσείων είπε την ιστορία του στους αστυνομικούς Κ. Ξάνθου και Ε. Συμεού (Μ.Κ.12). Δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε σχετικό στη μαρτυρία του τελευταίου. Ο κ. Αγγελίδης στηρίχτηκε στη θετική απάντηση που έδωσε ο μάρτυς σε ερώτηση του. Μας παρέθεσε το πρακτικό:

"Ε. Και έχετε μπροστά σας την εκδοχή ότι τα κλειδιά του τα έδωσε η ιδιοκτήτρια στον κατηγορούμενο 1, έτσι;

Α.Μάλιστα."

Επισημαίνουμε δύο πράγματα ότι:  (α) δεν ξεκαθάρισε πότε χρονικά έγινε αυτό· και (β) δεν προκύπτει από την στιχομυθία ολόκληρο το φάσμα της εκδοχής της υπεράσπισης. Εν πάση περιπτώσει φαίνεται ότι το Κακουργιοδικείο επιλαμβάνεται του ζητήματος και το εξηγεί, προσδιορίζοντας και κάθε παράμετρο του θέματος που δεν αφίσταται της μαρτυρίας:

"Όμως ο κατηγορούμενος είχε ξανά την ευκαιρία να μιλήσει αργότερα όταν έδιδε εξηγήσεις για το τεκμήριο 65 οπότε τα πράγματα άρχισαν πλέον να γίνονται πιο δύσκολα και όμως δεν έκαμε αναφορά στην ιστορία με την Έλενα. Όταν ο αστυφύλακας Σολέας του επέστησε την προσοχή του στο Νόμο αμέσως μετά την ανεύρεση του τεκμηρίου 65 στο γραφείο του στη Λάρνακα στις 20.3.2000 ενώ δέχθηκε ότι εκεί κατέγραφε τα εμπορεύματα που έπαιρνε όταν η αποθήκη ήταν κλειστή, δεν προβάλλει την πιο πάνω εκδοχή του. Την ίδια μέρα είχε ξανά την ευκαιρία να προβάλει την εκδοχή του αλλά δεν το έκαμε. Όταν ο αστυφύλακας Ξάνθου στην αποθήκη της Don't Panic επέστησε την προσοχή του κατηγορουμένου στο Νόμο μετά που ο κατηγορούμενος υπέδειξε τη δέσμη με 16 κλειδιά, αυτός απάντησε ότι ήταν με αυτά που άνοιγε την αποθήκη αλλά δεν δίδει άλλη εξήγηση. Ο κατηγορούμενος εξ άλλου στον ίδιο μάρτυρα μίλησε για το ίδιο θέμα σε άλλη περίπτωση που δεν είναι απόλυτα σαφές από τη μαρτυρία του Ξάνθου πότε ακριβώς, αλλά ίσως στις 26.3.2000. Ήταν τότε που ο Ξάνθου παρέλαβε το τεκμήριο 65 από τον αποβιώσαντα Παρασκευά Αναστασιάδη και ο κατηγορούμενος στην παρουσία του έδωσε κάποιες εξηγήσεις για όσα καταγράφονται στο τεκμήριο 65."

Για το θέμα των κλειδιών δεν έχουμε να πούμε πολλά.  Ο εφεσείων τα είχε κρυμμένα στην αποθήκη και ο ίδιος αποκάλυψε τον κρύπτη στην αστυνομία. Παραδέχθηκε δε πως με τα αντίγραφα αυτά πετύχαινε την είσοδο του στα υποστατικά.  Και λέγει ορθά η απόφαση "από τη στιγμή που για πολλούς άλλους λόγους πιστεύουμε την Έλενα Κωνσταντίνου και απορρίπτουμε όσα λέγει ο κατηγορούμενος, η Κατηγορούσα Αρχή δε χρειαζόταν να πείσει ότι ο κατηγορούμενος είχε την ευκαιρία να πάρει τα κλειδιά και να κάμει αντίγραφα". Πέραν όμως τούτου, προβαίνει και σε θετική διαπίστωση, με αναφορά σε σχετική μαρτυρία, ότι είχε τις ευκαιρίες να παίρνει κάθε φορά τα κλειδιά.

Υπάρχει ένα τελευταίο ζήτημα, που έθιξε ο κ. Ξ. Ευσταθίου.  Σύμφωνα με την εισήγηση του, και αληθινή να ήταν η εκδοχή του εφεσείοντα, δε θα είχε πάλιν υπεράσπιση γιατί τα κλαπέντα δεν ήταν ιδιοκτησία της Έλενας, αλλά ομολογουμένως της παραπονούμενης εταιρείας, που αποτελεί ξεχωριστή νομική οντότητα.  Τείνουμε να συμφωνήσουμε εκ πρώτης όψεως με τη θέση αυτή.  Όμως το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επιλήφθηκε τέτοιου θέματος.  Φαίνεται ότι το βάρος - και από τις δύο πλευρές - δόθηκε στα σημεία που καταγράψαμε.  Δε συζητήθηκε ουσιαστικά το ζήτημα της έλλειψης συγκατάθεσης του ιδιοκτήτη (συστατικού όρου των αδικημάτων) για να είναι δίκαιο να το δούμε σήμερα από τη νέα αυτή σκοπιά.  Αρκούμαστε στο να πούμε ότι υπήρχε συντριπτική μαρτυρία κατά του εφεσείοντα για να οδηγηθεί το Δικαστήριο στο τελικό του συμπέρασμα ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την υπόθεση της έξω από κάθε λογική αμφιβολία.

Η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίφθηκε.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο