ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
O'Dwyer Conrelius Desmond και Άλλη ν. Christoforos Karayiannas & Sons Ltd και Άλλων (2013) 2 ΑΑΔ 700
(2002) 2 ΑΑΔ 71
26 Μαρτίου, 2002
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΣΠΥΡΟΥ ΣΠΥΡΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 7018, 7093)
Απόδειξη ― Ποινική διαδικασία ― Η απόδειξη της κατηγορίας και κάθε στοιχείου που τη συνιστά βαρύνει εξ ολοκλήρου την κατηγορούσα αρχή ― Δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες κι αν είναι.
Ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε τρεις κατηγορίες για κατοχή των ιχνών εκρηκτικής ύλης και μία κατηγορία, η έκτη στο κατηγορητήριο, για κατοχή εκρηκτικών υλών σε ποσότητα μεγαλύτερη των ιχνών που σύμφωνα με το κατηγορητήριο θα πρέπει να είχε στην κατοχή του σε κάποιο προγενέστερο στάδιο. Σύμφωνα με την προσκομισθείσα μαρτυρία τα ίχνη της εκρηκτικής ύλης που είχαν βρεθεί δεν ήταν ορατά, ούτε και μπορούσαν να ζυγιστούν.
Στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, με ενδιάμεση απόφασή του, το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν είχε αποδειχθεί η έκτη κατηγορία και έτσι απάλλαξε τον εφεσίβλητο στην κατηγορία αυτή. Στις άλλες κατηγορίες ο εφεσίβλητος κλήθηκε σε απολογία.
Ο εφεσίβλητος δεν κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, ούτε και προσήγαγε οποιαδήποτε μαρτυρία. Το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι στο τελικό αυτό στάδιο δεν είχαν αποδειχθεί τα απαραίτητα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και ως εκ τούτου τον απάλλαξε.
Εναντίον της ενδιάμεσης και της τελικής απόφασης ασκήθηκε έφεση. Οι εφεσείοντες ισχυρίσθηκαν ότι: (1) Το Άρθρο 71(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, εφαρμόστηκε λανθασμένα με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να οδηγηθεί στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου στην έκτη κατηγορία και (2) Λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία από την οποία να συνάγεται ότι ο εφεσίβλητος γνώριζε την ύπαρξη των ιχνών εκρηκτικής ύλης ή ότι θα έπρεπε να αποδοθεί σ' αυτόν τέτοια γνώση.
Αποφασίστηκε ότι:
Η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να εκπληρώσει το καθήκον που είχε να αποδείξει το στοιχείο της γνώσης, το οποίο είναι απαραίτητο συστατικό στοιχείο για τη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία κατηγορείται ο εφεσίβλητος. Αν δεν μπορεί να αποδειχθεί η γνώση, δεν αποδεικνύεται ούτε και η κατοχή. Υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσον εύλογες και αν είναι, δεν επιτρέπονται.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
R. v. Boyesen [1982] 2 All E.R. 161,
Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363.
Εφέσεις εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.
Εφέσεις από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 6712/99) ημερομηνίας 16/10/2000 και της τελικής απόφασης στην ίδια υπόθεση ημερομηνίας 30/10/2000, με την οποία ο κατηγορούμενος αθωώθηκε και απαλλάχθηκε από διάφορες κατηγορίες τις οποίες αντιμετώπιζε για κατοχή εκρηκτικών υλών.
Ρ. Βραχίμης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Ευσταθίου, για τον Εφεσίβλητο.
Ο Εφεσίβλητος είναι παρών.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε διάφορες κατηγορίες για κατοχή εκρηκτικών υλών. Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα στις 23.3.1999, δυνάμει δικαστικού εντάλματος έρευνας, διεξάχθηκε αστυνομική έρευνα στην οικία του που βρίσκεται στην οδό Θεσσαλονίκης, αρ. 9, στη Λεμεσό. Εκεί, σε αριθμό εργαλείων, βρέθηκαν ίχνη διάφορων ειδών εκρηκτικής ύλης, όπως τετρανιτρικής πενταερυθρυτόλης (ΡΕΤΝ), τρινιτροτολουόλης (ΤΝΤ), δινιτροαιθυλενογλυκόλης, (EGDN), και δινιτροτολουόλης (DNT).
Την ίδια ημέρα και πάλι δυνάμει δικαστικού εντάλματος, διεξάχθηκε έρευνα στην οικία όπου ο εφεσίβλητος κατοικεί με τους γονείς του στο χωριό Καντού. Ίχνη εκρηκτικής ύλης, τετρανιτρικής πενταερυθρυτόλης, βρέθηκαν στο μπουφάν και στο παντελόνι του. Ίχνη της ίδιας εκρηκτικής ύλης βρέθηκαν και σε σκόνη που λήφθηκε από το υπ' αρ. εγγραφής LW 954 αυτοκίνητό του.
Ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε τρεις κατηγορίες για κατοχή των ιχνών εκρηκτικής ύλης, αλλά και μια κατηγορία, την έκτη στο κατηγορητήριο, για κατοχή εκρηκτικών υλών σε ποσότητα μεγαλύτερη των ιχνών που σύμφωνα με το κατηγορητήριο θα πρέπει να είχε στην κατοχή του σε κάποιο προγενέστερο χρόνο. Άλλες δύο κατηγορίες για φόνο εκ προμελέτης και συνωμοσία για διάπραξη φόνου αποσύρθηκαν σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε, τα ίχνη της εκρηκτικής ύλης που είχαν βρεθεί δεν ήταν ορατά, ούτε και μπορούσαν να ζυγιστούν.
Στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, με ενδιάμεση απόφασή του, το Δικαστήριο κατέληξε ότι καμιά μαρτυρία δεν προσφέρθηκε, ούτε και υπήρχε ο,τιδήποτε στα παραδεκτά γεγονότα που να δείχνει πως σε προηγούμενο της έρευνας χρόνο κατείχε εκρηκτικές ύλες, σε ποσότητα άγνωστη μεν, αλλά μεγαλύτερη των ιχνών που βρέθηκαν και έτσι τον απάλλαξε από την έκτη κατηγορία. Στις άλλες τρεις κατηγορίες κλήθηκε σε απολογία.
Ο εφεσίβλητος δεν κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, ούτε και προσήγαγε οποιανδήποτε μαρτυρία. Το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι στο τελικό αυτό στάδιο δεν είχαν αποδειχθεί τα απαραίτητα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας και ως εκ τούτου τον απάλλαξε.
Εναντίον και των δύο αποφάσεων, τόσο της ενδιάμεσης, όσο και της τελικής, ασκήθηκε έφεση. Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το άρθρο 71(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, εφαρμόστηκε λανθασμένα με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να οδηγηθεί στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου στην έκτη κατηγορία.
Ισχυρίζονται ακόμα ότι λανθασμένα το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία από την οποία να συνάγεται ότι ο εφεσίβλητος γνώριζε την ύπαρξη των ιχνών εκρηκτικής ύλης ή ότι θα έπρεπε να αποδοθεί σ' αυτόν μια τέτοια γνώση.
Το Κακουργιοδικείο προβαίνει σε ενδελεχή ανάλυση της σχετικής νομολογίας, τόσο της αγγλικής, όσο και της δικής μας, ως προς την κατοχή. Καταλήγει ότι δεν μπορεί άτομο να θεωρηθεί ότι έχει κατοχή κάποιου αντικείμενου αν δεν γνωρίζει ότι το έχει, ή τουλάχιστον αν δεν μπορεί να αποδοθεί σ' αυτό τέτοια γνώση. Η γνώση ότι έχει υπό τη φύλαξη ή τον έλεγχό του το αντικείμενο για το οποίο κατηγορείται, συνιστά απαραίτητο νοητικό στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχαν ενώπιόν του οποιαδήποτε συγκεκριμένα στοιχεία που να οδηγούσαν με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι ο εφεσίβλητος γνώριζε ότι είχε υπό τον έλεγχό του τα ίχνη εκρηκτικών υλών που ανευρέθηκαν στα εργαλεία, στα ρούχα του και στο αυτοκίνητό του. Ούτε και υπήρχε μαρτυρία αναφορικά με τυχόν πράξεις ή ενέργειές του από τις οποίες να μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι γνώριζε την ύπαρξη των ιχνών εκρηκτικής ύλης ή από τις οποίες θα μπορούσε να αποδοθεί σ' αυτόν μια τέτοια γνώση. Η απόδειξη του απαραίτητου αυτού συστατικού στοιχείου για τη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία κατηγορείται ήταν καθήκον της κατηγορούσας αρχής, καθήκον το οποίο και απέτυχε να εκπληρώσει.
Σύμφωνα με την αγγλική νομολογία η κατοχή εξυπακούει φυσικό έλεγχο του αντικείμενου, μαζί με γνώση του κατηγορούμενου ότι το έχει στην κατοχή του ή υπό τον έλεγχό του. Δυνατόν κάποιος να κατέχει κάποιο αντικείμενο χωρίς να γνωρίζει ή να αντιλαμβάνεται τη φύση του, αλλά δεν το κατέχει υπό τη νομική έννοια, εκτός κι αν γνωρίζει ότι το έχει. Η ποσότητα, σύμφωνα με το Λόρδο Σκάρμαν στην υπόθεση R. v. Boyesen [1982] 2 All E.R. 161, μπορεί να είναι σχετική ως προς το θέμα της γνώσης. Θα πρέπει να αποδειχθεί κατοχή οιασδήποτε ποσότητας, οσονδήποτε μηδαμινής, η οποία όμως θα πρέπει να είναι ορατή, απτή και ζυγίσιμη. Το θέμα είναι πραγματικό και θα πρέπει να εφαρμόζεται η κοινή λογική. Αν η ποσότητα που είχε κάποιος στην κατοχή του ή υπό τον έλεγχό του είναι μηδαμινή, το ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι κατά πόσο ήταν τόσο μηδαμινή που δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι γνώριζε ότι την κατείχε. Αν δεν μπορεί να αποδειχθεί η γνώση, δεν αποδεικνύεται ούτε και η κατοχή.
Σε μια δική μας απόφαση, στην υπόθεση Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363, 365, αποφασίστηκε ότι υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων όσον εύλογες κι αν είναι αυτές δεν επιτρέπονται.
Στην παρούσα υπόθεση δεν χρειάζεται να αποφασίσουμε κατά πόσο για να αποδειχθεί κατοχή είναι απαραίτητο όπως η ουσία που κατέχεται είναι ορατή, απτή και μετρήσιμη. Κι αυτό γιατί το Κακουργιοδικείο, παρά την ανάλυση της νομολογίας επί του θέματος της κατοχής, κατέληξε ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ως προς την αλληλουχία στην παραλαβή των τεκμηρίων από τους διάφορους μάρτυρες. Συγκεκριμένα, δεν προσήχθη μαρτυρία αναφορικά με το ποια μέλη της Αστυνομίας τα παρέλαβαν και ποια μέλη τα παρέδωσαν στην Μ.Κ.2, Κατερίνα Κονάρη, τη χημικό που διενήργησε τις αναλύσεις. Περιπλέον δεν υπήρχε μαρτυρία αν λήφθηκαν μέτρα προστασίας των τεκμηρίων. Το Δικαστήριο περαίνει ότι, υπό τις περιστάσεις, δεν μπορεί να καταλήξει σε οποιοδήποτε ασφαλές συμπέρασμα πως ο εφεσίβλητος είχε καθ' όλο τον ουσιώδη χρόνο τον έλεγχο των αντικειμένων στα οποία βρέθηκαν ίχνη εκρηκτικών υλών που συνιστούν τη βάση των κατηγοριών που αντιμετωπίζει.
Η κατάληξη αυτή δεν εφεσιβλήθηκε. Έτσι, ακόμα κι αν καταλήγαμε ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου ως προς την κατοχή των ιχνών ήταν λανθασμένα και πάλιν η απόφαση δεν θα μπορούσε να προσβληθεί.
Θα πρέπει να πούμε πως ούτε το Κακουργιοδικείο δεν αποφάσισε τελεσίδικα κατά πόσο τα ίχνη εκρηκτικής ύλης στην παρούσα υπόθεση συνιστούν οποιανδήποτε εκρηκτική ύλη της οποίας η κατοχή απαγορεύεται, σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης R. v. Boyesen, ανωτέρω, άνκαι διατύπωσε επιφυλάξεις κατά πόσο ίχνη μη ορατά και μη ζυγίσιμα, συνιστούσαν ποσότητα που καλύπτεται από τον όρο οποιαδήποτε εκρηκτική ύλη που απαντάται στη σχετική νομοθετική διάταξη.
Αισθανόμαστε και εμείς ότι δεν χρειάζεται να καταλήξουμε σε οποιοδήποτε συμπέρασμα επί του σημείου, μια και η απόφαση επ' αυτού δεν μπορεί να επηρεάσει καθ' οιονδήποτε τρόπο το αποτέλεσμα της παρούσας έφεσης. Το θέμα της ποσότητας για σκοπούς απόδειξης της κατοχής παραμένει ανοικτό.
Η έφεση απορρίπτεται.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.