ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 2 ΑΑΔ 9
13 Φεβρουαρίου, 2002
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7107)
Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Ποία η έννοια και λειτουργία τέτοιας φύσεως μαρτυρίας ― Δεν υπολείπεται σε δύναμη οποιασδήποτε άλλης μορφής μαρτυρίας.
Συμμετοχή ― Ποινική ευθύνη συμμετόχου ― Ποινικός Κώδικας Κεφ. 154, Άρθρο 20 ― Η μη αναφορά του Άρθρου 20 στο κατηγορητήριο δεν συνιστά παρατυπία ― Το Άρθρο 20 δεν δημιουργεί αφεαυτού αδίκημα, απλώς καθορίζει του τρόπους πραγμάτωσής του.
Απόδειξη ― Βάρος αποδείξεως ― Βάρος αποδείξεως που έχει η κατηγορούσα Αρχή σύμφωνα με το Άρθρο 74 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και στο τελικό στάδιο της δίκης ― Στην πρώτη περίπτωση είναι αρκετή η δημιουργία υπόθεσης ενοχής εκ πρώτης όψεως ενώ στη δεύτερη περίπτωση πρέπει να αποδεικνύεται η ενοχή του κατηγορουμένου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Ο εφεσίβλητος, πρώην λοχίας της Αστυνομίας, αθωώθηκε στις κατηγορίες για (α) συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος, (β) παράνομη εργοδότηση δύο αλλοδαπών γυναικών από τη Μολδαβία και (γ) παραμέληση υπηρεσιακού καθήκοντος, μετά από υποβολή ότι δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του. Ο πρωτόδικος Δικαστής συμπέρανε ότι η μαρτυρία δεν στοιχειοθετούσε τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων. Όπως έκρινε, κανένας από τους μάρτυρες κατηγορίας δεν είχε συνδέσει τον εφεσίβλητο με τα αδικήματα. Αναφορικά δε με την κατηγορία της συνωμοσίας, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν κάλεσε ως μάρτυρες οποιουσδήποτε από τους συνωμότες. Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την απόφαση κάτω από τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, Άρθρο 137(1)(α)(ιιι) για το λόγο ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας υπέβαλε ότι: (1) H μαρτυρία δημιούργησε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, αν όχι και συμπεράσματα ενοχής (2) Υπήρχαν στοιχεία για συμμετοχή του εφεσίβλητου και επίσης δύο καταθέσεις του προς την Αστυνομία, οι οποίες περιείχαν "παραδοχές, αντιφάσεις και ψεύδη", (3) Ο πρωτόδικος δικαστής παραγνώρισε τις αρχές του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα περί συναυτουργίας και (4) Η κρίση του δικαστή πως έπρεπε να κληθούν οι συνωμότες ήταν λανθασμένη.
Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου υιοθέτησε το σκεπτικό της εκκαλούμενης απόφασης, προσθέτοντας ότι είναι σαφές από το κατηγορητήριο ότι το Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα δεν αναφέρεται στο κατηγορητήριο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η μη αναφορά του Άρθρου 20 δε συνιστά παρατυπία που έχει επιπτώσεις είτε στο κύρος της κατηγορίας ή τη γραμμή επιχειρηματολογίας που υιοθέτησε η Δημοκρατία. Εξάλλου η υπεράσπιση δεν εισηγήθηκε ότι το γεγονός επηρέασε ή ζημίωσε τον εφεσίβλητο. Το εν λόγω άρθρο δεν δημιουργεί αφεαυτού αδίκημα, απλώς καθορίζει τους τρόπους πραγμάτωσης του.
2. Η περιστατική μαρτυρία έχει την ίδια δύναμη με οποιαδήποτε άλλης μορφής μαρτυρία.
3. Η μαρτυρία που έχει προσάξει η Κατηγορούσα Αρχή δεν συγκεντρώνει τους απαραίτητους όρους έτσι ώστε να στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως η αντικειμενική υπόσταση της παράνομης εργοδότησης ή της συνωμοσίας.
4. Η ανάλυση των βασικών πτυχών της μαρτυρίας δείχνει ότι ο πρωτόδικος δικαστής δεν υιοθέτησε τη στενή θεώρηση εντοπισμού πρωτεργάτη, όπως έγινε εισήγηση, αλλά ότι είχε υπόψη του τους τρόπους σύμπραξης σε έγκλημα του Άρθρου 20. Φυσικά ο δικαστής δεν είχε υποχρέωση να εξετάζει μία προς μία τις μεθόδους συμμετοχής του Άρθρου και να τις σχολιάζει. Εξάλλου δεν έγινε ιδιαίτερη εισήγηση - ούτε και ενώπιον του Εφετείου - ότι η περίπτωση εμπίπτει σε οποιαδήποτε ειδική παράγραφο του Άρθρου 20.
5. Η προσαχθείσα μαρτυρία δεν συσχετίζει τον εφεσίβλητο, για σκοπούς απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, με τα αδικήματα. Αντίθετα οι μαρτυρίες, ιδιαίτερα των αλλοδαπών, που πρόσφερε η Κατηγορούσα Αρχή, απέκλειαν την ανάμιξη του.
6. Οι καταθέσεις του εφεσίβλητου στην Αστυνομία, αντίθετα με τα εισηγηθέντα δεν τον ενοχοποιούν.
7. Και να υπήρχαν ακόμη υποψίες αυτό δεν αρκεί. Η εύλογη υποψία δεν μπορεί να εξισωθεί με την έννοια της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης καθότι η υποψία δεν εξομοιώνεται με την μαρτυρία.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151,
Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102,
Ξυδιάς κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174,
Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73,
Khadar a.o. v. Republic (1978) 2 C.L.R. 132,
Παντελή ν. Κωνσταντίνου (2001) 2 Α.Α.Δ. 708,
R. v. Hipson [1969] Cr. L.R. 85,
Hussien v. Kam [1969] 3 All E.R. 1626.
Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.
Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Υπόθεση Αρ. 7355/2000) ημερομηνίας 4/5/2001, με την οποία ο κατηγορούμενος, λοχίας της Αστυνομίας, αφού κατηγορήθηκε για (α) συνωμοσία με άλλα πρόσωπα μεταξύ Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 1991 προς διάπραξη πλημμελήματος (Άρθρο 372 του Ποινικού Κώδικα· (β) παράνομη εργοδότηση δύο αλλοδαπών γυναικών από τη Μολδαβία (σχετικές διατάξεις του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105)· και για παραμέληση υπηρεσιακού καθήκοντος (Άρθρο 134 του Ποινικού Κώδικα), αθωώθηκε και απαλλάχθηκε.
Ρ. Βραχίμης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Κατά τον κρίσιμο χρόνο ο εφεσίβλητος ήταν λοχίας της Αστυνομίας. Δεν ανήκει όμως πια στη Δύναμη Αποχώρησε για ιατρικούς λόγους μετά από γνωμάτευση ιατροσυμβουλίου. Κατηγορήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού για: (α) συνωμοσία με άλλα πρόσωπα μεταξύ Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου 1991 προς διάπραξη πλημμελήματος (άρθρ. 372 του Ποινικού Κώδικα)· (β) παράνομη εργοδότηση δύο αλλοδαπών γυναικών από τη Μολδαβία (σχετικές διατάξεις του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ 105)· και για παραμέληση υπηρεσιακού καθήκοντος (άρθρ. 134 του Ποινικού Κώδικα).
Για την κατηγορούσα αρχή έδωσαν μαρτυρία 4 πρόσωπα, μεταξύ των οποίων οι δύο αλλοδαπές. Θα τις αποκαλούμε, για ευκολία, και με τα μικρά τους ονόματα. Μάρτυς κατηγορίας 1 ήταν η Τατιάνα και η φίλη της Τζούλια, μάρτυς κατηγορίας 2. Πρόσθετα, κατατέθηκε έκθεση παραδεκτών γεγονότων, που ενέκρινε το δικαστήριο. Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου υπέβαλε, αφού η Κατηγορούσα Αρχή έκλεισε την υπόθεση της, ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας συμφώνησε πως αυτό ήταν σωστό αναφορικά με την τρίτη κατηγορία, στην οποία ο εφεσίβλητος αθωώθηκε. Αντέκρουσε όμως την εισήγηση σχετικά με τις δύο άλλες κατηγορίες.
Ο πρωτόδικος δικαστής είχε άλλη άποψη. Αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν το ζήτημα και τη νομολογία που τις καθιέρωσαν, απάλλαξε και αθώωσε τον εφεσίβλητο και στις υπόλοιπες κατηγορίες. Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την απόφαση κάτω από τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, άρθρ. 137(1)(α)(ιιι) για το λόγο ότι "ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων". Όντως η αιτιολογία που προβάλλεται στο εφετήριο συσχετίζεται με τις παραπάνω διατάξεις. Το δικαιοδοτικό πλαίσιο άσκησης έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης καθορίζει αυστηρά το άρθρ. 137: Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρόνη Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151.
Τα ουσιαστικά γεγονότα δεν αμφισβητήθηκαν. Οι δύο ξένες έφτασαν στις 28/8/99 ημερομηνία που, κατά τους ισχυρισμούς της Κατηγορίας, τελέστηκε το αδίκημα της παράνομης εργοδότησης (δεύτερη κατηγορία). Τους δόθηκε τουριστική θεώρηση (visa) για 15ήμερη παραμονή. Σκοπός τους όμως ήταν να μείνουν και να εργαστούν. Το ζήτημα αυτό διευθέτησε ο Μ.Κ.3 Χριστόφορος Γεωργίου. Είναι κατ' επάγγελμα τυπογράφος, αλλά όπως ο ίδιος παραδέχθηκε, μεσιτεύει σ' αυτές τις περιπτώσεις για λογαριασμό των ιδιοκτητών κέντρων.
Ρωσίδα, ονομαζόμενη Έλενα, που ζει στην Κύπρο και είναι φαίνεται συνεργάτιδα του Γεωργίου παρέλαβε τις δύο Μολδαβές από το αεροδρόμιο και τις συνόδευσε, με 4 άλλες αλλοδαπές στο διαμέρισμα κάποιου Κρις (που είναι ο Μ.Κ.3) στη Λεμεσό. Αυτός πήρε τα διαβατήρια των δύο για ανανέωση της βίζας, αφού πληρώθηκε ποσό £85, από την καθεμιά. Όπως κατέθεσε στο δικαστήριο, είχε ήδη "επικοινωνήσει με ορισμένους ανθρώπους που είχαν μπιραρίες" για να τις προσλάβουν.
Το διαμέρισμα του Κρις επισκέφθηκε αργότερα την ίδια ημέρα κάποιος Χαράλαμπος άλλως Πάμπος Κοκωνάς, ιδιοκτήτης μπιραρίας στη Λεμεσό. Μαζί του ήταν και ο κατηγορούμενος. Σε κάποια στιγμή ο Πάμπος και ο μάρτυρας πήγαν στην κουζίνα του διαμερίσματος, όπου ο πρώτος έδωσε στο δεύτερο £100 σε μετρητά και επιταγή £500 ημερ. 28/8/99, την οποία είχε εκδώσει και υπογράψει ο εφεσίβλητος. Αναφέρει σχετικά η πρωτόδικη απόφαση:
"Είναι παραδεκτό γεγονός ότι το όνομα του δικαιούχου δεν ήταν συμπληρωμένο και συνεπληρώθη από τον ίδιο τον μάρτυρα μετά που του εδόθη η επιταγή και επίσης ότι η αναγραφή του ποσού αριθμητικώς και ολογράφως και η ημερομηνία εσυμπληρώθησαν από τον κατηγορούμενο ο οποίος την υπέγραψε."
Το ποσό των £600, όπως κατέθεσε ο Μ.Κ.3, τού δόθηκε έναντι "των εξόδων" των δύο αλλοδαπών, που συμφωνήθηκε σε £1.200.
Αντεξεταζόμενος ο μάρτυς δεν ήταν σε θέση να διευκρινίσει υπό ποίες συνθήκες η επιταγή περιήλθε στην κατοχή του Πάμπου ούτε αν το ποσό της επιταγής του δόθηκε ως δάνειο από τον εφεσίβλητο. Δεν ήταν ακόμη σε θέση να πει ποίος ή ποίοι πήραν την απόφαση για την πρόσληψη. Ωστόσο ανέφερε ότι είναι ο Πάμπος που τις ζήτησε για να εργαστούν στην επιχείρηση του.
Στη συνέχεια ο Πάμπος με τον εφεσίβλητο και τις κοπέλες πήγαν με αυτοκίνητο, που οδηγούσε ο Πάμπος, στην μπιραρία του. Αφού εκεί τους εξήγησε τα καθήκοντα τους οι κοπέλες έπιασαν δουλειά. Τόσο η Τατιάνα όσο και η Τζούλια κατέθεσαν ότι εργοδότης τους ήταν ο Πάμπος. Αυτός τις πλήρωνε, τις καθοδηγούσε και τις έλεγχε στη δουλειά τους. Κάτι που λείπει από την εικόνα είναι ότι ο εφεσίβλητος εγγυήθηκε τον Πάμπο για την τήρηση των όρων ενοικιαστηρίου εγγράφου που εκείνος υπέγραψε με τους ιδιοκτήτες των υποστατικών της μπιραρίας.
Ο πρωτόδικος δικαστής, ύστερα από προσεκτική αξιολόγηση της μαρτυρίας, συμπέρανε πως αυτή δε στοιχειοθετούσε τα συστατικά των αδικημάτων που παρέμειναν στο κατηγορητήριο. Όπως έκρινε, κανένας από τους 3 προμνησθέντες μάρτυρες κατηγορίας δεν είχε συνδέσει τον εφεσίβλητο με την αξιόποινη συμπεριφορά που του καταλογίστηκε. Και στην κατηγορία της συνωμοσίας ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν κάλεσε ως μάρτυρες οποιουσδήποτε από τους συνωμότες.
Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας υπέβαλε ότι η παραπάνω μαρτυρία δημιούργησε τουλάχιστο εκ πρώτης όψεως υπόθεση αν όχι και συμπεράσματα ενοχής. Ήταν μεν περιστατικής φύσεως, συνέχισε, αλλά όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102 "όταν είναι συμπερασματική τείνει να αφανίσει την πιθανότητα του ανθρώπινου λάθους". Η συμμετοχή του εφεσιβλήτου προκύπτει από το ότι συνόδευσε τον Πάμπο στο διαμέρισμα και τον βοήθησε να διαλέξει τις Μολδαβές, όπως βρήκε ο πρωτόδικος δικαστής. ότι του έδωσε την επιταγή, όπως δέχθηκε ο κ. Βραχίμης "άσχετα αν αυτή ήταν υπό μορφή δανείου". και ότι εγγυήθηκε τη συμφωνία ενοικίασης του υποστατικού.
Σύμφωνα με την ίδια εισήγηση, πέρα από τα στοιχεία αυτά, υπήρχαν και οι δύο καταθέσεις του εφεσιβλήτου προς την Αστυνομία (τεκμ. "Β" και "Γ"), οι οποίες περιείχαν "παραδοχές, αντιφάσεις και ψεύδη". Ο συνήγορος προσπάθησε να δώσει και παραδείγματα. Τα κυριώτερα είναι ότι παρόλο που ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε πως δεν είχε σχέση με την μπιραρία εντούτοις απέκρυψε ότι ήταν εγγυητής. Περαιτέρω, δεν αποκάλυψε το σκοπό, που γνώριζε, για τον οποίο θα χρησιμοποιούσε την επιταγή ο Πάμπος. Σταματούμε εδώ για μια στιγμή. Παρατηρούμε πως η σκέψη αυτή είναι υπόθεση του δικηγόρου η οποία δεν στηρίζεται στη μαρτυρία. Και ας σημειωθεί ότι στην κατάθεση του τεκμ. "Γ", ο εφεσίβλητος, ισχυρίστηκε ότι ο Πάμπος αποπλήρωσε το δάνειο μετά από μερικές ημέρες. Ο εφεσίβλητος, συνεχίζει η εισήγηση, όπως προκύπτει από την κατάθεση του, γνώριζε ότι ο Κρις (Μ.Κ.3) εμπλεκόταν στην παράνομη εργοδότηση αλλοδαπών γυναικών έναντι αμοιβής.
Ένα άλλο σημείο της ίδιας εισήγησης είναι ότι ο πρωτόδικος δικαστής παρορά τις αρχές του άρθρ. 20 του Ποινικού Κώδικα περί συναυτουργίας το οποίο σε 4 παραγράφους διαγράφει τους τρόπους σύμπραξης στην τέλεση του αδικήματος. Ο δικαστής κατά το εφετήριο "λανθασμένα αναζήτησε στο πρόσωπο του εφεσιβλήτου πρωτεύοντα ρόλο", ενώ είχε υποχρέωση να εξετάσει κατά πόσον οι ενέργειες του ενέπιπταν στις άλλες μορφές εγκληματικής δραστηριότητας, που καθορίζει το άρθρο. Τέλος, αναφέρθηκε ότι η κρίση του δικαστή πως έπρεπε να κληθούν οι συνωμότες ήταν λανθασμένη. Και ότι εν πάση περιπτώσει ο Κρίς ήταν ένας από αυτούς. Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου υιοθέτησε το σκεπτικό της εκκαλουμένης, προσθέτοντας ότι είναι σαφές από το κατηγορητήριο ότι το άρθρ. 20 δεν αναφέρεται σ' αυτό.
Θα μπορούσε άμεσα να λεχθεί ότι η μη αναφορά του άρθρ. 20 δε συνιστά παρατυπία που έχει επιπτώσεις είτε στο κύρος της κατηγορίας ή τη γραμμή επιχειρηματολογίας που υιοθέτησε η Δημοκρατία. Εξάλλου η υπεράσπιση δεν εισηγήθηκε ότι το γεγονός επηρέασε ή ζημίωσε τον εφεσίβλητο: βλ. Ξυδιάς κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174. Αξίζει να παραθέσουμε, αναφορικά με τις μορφές συμμετοχής στο έγκλημα που προβλέπει το άρθρ. 20, το παρακάτω σχόλιο από την υπόθεση Constantinides ν. Republic (1978) 2 C.L.R. 337, 376:
"As was correctly pointed out by the trial Court in its judgment, section 20 of Cap. 154 does not create by itself any offence, but it merely lays down in what way a person can become a particeps criminis."
Η περικοπή αυτή επαναβεβαιώνει την αρχή ότι το άρθρ. 20 δε δημιουργεί αφευατού αδίκημα, απλώς καθορίζει τους τρόπους πραγμάτωσης του.
Χρειάζεται εδώ μια αποσαφήνιση. Σχετίζεται με την αποδεικτική αποτελεσματικότητα της περιστατικής μαρτυρίας, στην οποία ο δικηγόρος της Δημοκρατίας έδωσε ιδιαίτερη έμφαση. Δεν υπολείπεται σε δύναμη οποιασδήποτε άλλης μορφής μαρτυρίας. Τα σκόρπια μέρη της μπορεί να αποκτήσουν τέτοια συνεκτικότητα που να εδραιώσουν, με ακατάμαχητη πειστικότητα, την καταδίκη για ένα έγκλημα. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73, υπόθεση εμπρησμού φαρμακείου από τον ιδιοκτήτη του, που τα μεμονωμένα στοιχεία περιστατικής μαρτυρίας δεν οδηγούσαν πουθενά. Όμως η σωρευτική τους θεώρηση δημιούργησε τέτοια αξιοθαύμαστη συνοχή που κατέστησε αναπόφευκτη την καταδίκη. Παραπέμπουμε επίσης στην Khadar & Another v. Republic (1978) 2 C.L.R. 132, Ξυδιάς, ανωτέρω και Παντελή ν. Κωνσταντίνου (2001) 2 Α.Α.Δ. 708.
Βέβαια πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το βάρος της απόδειξης που έχει η Κατηγορία, σύμφωνα με το άρθρο 74 του Κεφ. 155 στο στάδιο που περατώνει την υπόθεση της, δεν είναι το ίδιο με εκείνο που επιφορτίζεται στο τέλος της δίκης. Στην πρώτη περίπτωση είναι αρκετό για την Κατηγορία να παρουσιάσει αξιόπιστη μαρτυρία (credible evidence) τέτοιας φύσεως από την οποία δημιουργείται υπόθεση ενοχής εκ πρώτης όψεως. Τα κριτήρια για τον καθορισμό της ενοχής του κατηγορουμένου στο τελικό στάδιο είναι διαφορετικά, δεν βασίζονται σε υποθέσεις αλλά σε συμπεράσματα τόσον ισχυρά ώστε να αποδεικνύεται η ενοχή του κατηγορουμένου πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Η μαρτυρία που έχει προσάξει η Κατηγορία δε συγκεντρώνει τους απαραίτητους όρους έτσι ώστε να στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως η αντικειμενική υπόσταση της παράνομης εργοδότησης ή της συνωμοσίας. Στην υπόθεση R. v. Hipson [1969] Cr. L.R. 85, αναφέρεται ότι ο δικαστής δεν πρέπει να αφήσει την υπόθεση να προχωρήσει αν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν θα είναι ασφαλές για τους ενόρκους να εκδώσουν καταδικαστική απόφαση στηριζόμενοι στη μαρτυρία που προσήγαγε η Κατηγορούσα Αρχή.
Δεν είναι ακριβές ότι το δικαστήριο προέβη σε διαπίστωση ότι ο εφεσίβλητος είτε ο ίδιος είτε απο κοινού με τον άλλο επέλεξε τις ξένες. Μάλιστα επισημαίνει το ζήτημα και παραθέτει την απάντηση του Μ.Κ.3 σε σχετική ερώτηση, που κάθε άλλο παρά υποστηρίζει την εισήγηση:
"Εκείνο που μπορώ να πω αυτή τη στιγμή είναι ότι ήταν μέσα στο δωμάτιο με τις δύο κοπέλες. Εγώ δεν άκουσα τι ακριβώς έλεγαν και μετά μου είπε ο Πάμπος ότι θα πάρουν τις δύο κοπέλες. Ποιός πήρε την απόφαση εγώ δεν μπορώ να ξέρω. Όμως η φωνή που τις ζήτησε ήταν του Πάμπου."
Αυτό δείχνει, όπως και η ανάλυση των βασικών πτυχών της μαρτυρίας, ότι ο πρωτόδικος δικαστής δεν υιοθέτησε τη στενή θεώρηση εντοπισμού πρωτεργάτη, όπως έγινε εισήγηση, αλλά ότι είχε υπόψη του τους τρόπους σύμπραξης σε έγκλημα του άρθρ. 20. Φυσικά ο δικαστής δεν είχε υποχρέωση να εξετάζει μία προς μία τις μεθόδους συμμετοχής του άρθρου και να τις σχολιάζει. Εξάλλου δεν έγινε ιδιαίτερη εισήγηση - ούτε και μπροστά μας - ότι η περίπτωση εμπίπτει σε οποιαδήποτε ειδική παράγραφο του άρθρ. 20.
Η παραπάνω μαρτυρία δε συσχετίζει τον εφεσίβλητο, για σκοπούς απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, με τα αδικήματα. Αντίθετα οι μαρτυρίες, ιδιαίτερα των αλλοδαπών, που πρόσφερε βέβαια η Κατηγορία, απέκλειαν την ανάμιξη του. Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι ο εφεσίβλητος υπηρετούσε τότε στο Γραφείο Συλλογής Πληροφοριών του οποίου υπεύθυνος ήταν ο Αν. Υπαστυνόμος κ. Φράγκος (Μ.Κ.4), και μάλιστα ο τελευταίος τού είχε αναθέσει να προβεί σε έρευνα σχετικά με τον Κρις. Να τι ακριβώς είπε:
"Ε. Είχε καθόλου ο κατηγορούμενος ασχοληθεί με τις δραστηριότητες του Chris, του Χριστόφορου Γεωργίου ενώ ήταν στην υπηρεσία είχε ζητηθεί να γίνει οτιδήποτε;
Α. Μάλιστα του είχα αναθέσει εγώ να κάμει έρευνα σχετικά με τις δραστηριότητες του Chris μετά που λήφθηκε, που υπήρχε πληροφορία εναντίον του Chris από άλλο μέλος της υπηρεσίας για τις δραστηριότητες του ως προς την εισαγωγή καλλιτέχνιδων από τις ανατολικές χώρες και εργοδότηση τους σε μπυραρίες.
Ε. Γιατί διαλέξετε τον κατηγορούμενο γιαυτή την υπόθεση;
Α. Ο λόγος είναι για την ίση κατανομή καθηκόντων του γραφείου και δεύτερον σαν το πιο έμπειρο μέλος του γραφείου που υπήρχε την περίοδο εκείνη:"
Ο ίδιος ο εφεσίβλητος στην κατάθεση του είπε ότι σύχναζε στην μπιραρία του Πάμπου, που ήταν και πληροφοριοδότης του, για ένα παιχνίδι πιλότας με φίλους του. Επομένως και αυτή η παρουσία του στο διαμέρισμα εξηγείται από την ίδια τη μαρτυρία της Κατηγορίας. Οι καταθέσεις του στην αστυνομία, αντίθετα με τα εισηγηθέντα, δεν τον ενοχοποιούν. Η παρατήρηση του δικαστή, στην προσπάθεια του να ενισχύσει όσα είπε για την απουσία μαρτυρίας σε σχέση με την κατηγορία της συνωμοσίας, ότι δεν κλήθηκαν οι συνωμότες ήταν άστοχη, αλλά αυτό δεν μεταβάλλει την ουσία του θέματος.
Και να υπήρχαν ακόμη υποψίες αυτό δεν αρκεί. Στην υπόθεση Shaaban Bin Hussien v. Chong Fook Kam [1969] 3 All E.R. 1626, που εκδικάστηκε από την Δικαστική Επιτροπή του Privy Council ο λόρδος Devlin παρατήρησε ότι η εύλογη υποψία δεν μπορεί να εξισωθεί με την έννοια της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης καθότι η υποψία δεν εξομοιώνεται με την μαρτυρία.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.