ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 2 ΑΑΔ 307

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚ Η ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 7167

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ,ΔΔ.

ΜΕΤΑΞΥ:

Αντώνη Σωτηρίου,

Εφ εσείοντα,

και

Αστυνομίας,

Εφ εσίβλητης

― ― ― ― ―

28 Ιουνίου, 2002.

Για τον εφεσείοντα: κ. Ι. Αβρααμίδης.

Για τον εφεσίβλητο: κ. Φ. Τιμοθέου.

― ― ― ― ―

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από τον Α. Κραμβή, Δ.

― ― ― ― ―

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης του εφεσείοντα για αμελή οδήγηση και για μη συμμόρφωση σε φώτα τροχαίας. Στο ίδιο κατηγορητήριο, ήταν κατηγορούμενος και άλλο πρόσωπο το οποίο, καταδικάστηκε για αμελή οδήγηση.

Ο εφεσείων, οδηγούσε μοτοποδήλατο και ο συγκατηγορούμενος του διπλοκάμπινο αυτοκίνητο. Τα δύο οχήματα συγκρούστηκαν μεταξύ τους στο κέντρο περίπου της διασταύρωσης της λεωφόρου Μακαρίου Γ΄ με τις οδούς Αγίου Ιωάννη και Γεωργίου Αβέρωφ στη Λεμεσό. Η διασταύρωση ελέγχεται με φώτα τροχαίας τα οποία, κατά την ώρα του δυστυχήματος, λειτουργούσαν κανονικά.

Το δυστύχημα έγινε γύρω στις 9.00 το βράδυ της 19.10.99. Ο οδηγός του αυτοκινήτου, οδηγούσε το όχημά του στην αριστερή πλευρά της οδού Αγίου Ιωάννη με βόρεια κατεύθυνση. Η πρόθεσή του ήταν να εισέλθει στη λεωφ. Μακαρίου προς ανατολική κατεύθυνση δηλαδή, αριστερά σε σχέση με την πορεία του.

Ο εφεσείων οδηγούσε το μοτοποδήλατό του στην οδό Γεωργίου Αβέρωφ προς νότια κατεύθυνση και, θα συνέχιζε ευθεία σε σχέση με την πορεία του.

Αστυνομικοί του τμήματος τροχαίας (ΜΚ1 και ΜΚ2) έσπευσαν στη σκηνή. Εκεί, βρήκαν τα ενεχόμενα οχήματα στις τελικές τους θέσεις. Προέβησαν σε καταμετρήσεις, πήραν φωτογραφίες και διενήργησαν εξετάσεις. Με βάση τα στοιχεία που συγκέντρωσαν, ετοιμάστηκε συμμετρικό σχέδιο (τεκμ. 1). Δέσμη φωτογραφιών της σκηνής του δυστυχήματος (τεκμ. 2), παρουσιάστηκε στο δικαστήριο. Οι αστυνομικοί κατέθεσαν για ό,τι περιήλθε στην αντίληψή τους κατά τις εξετάσεις που διενήργησαν, εξήγησαν τις φωτογραφίες και το σχέδιο και κατέθεσαν τις πρωτογενείς τους διαπιστώσεις αναφορικά με την επί τόπου κατάσταση. Αλλος αστυφύλακας (ΜΚ3) με ειδικότητα ηλεκτρολόγου, κατέθεσε ότι την επομένη του δυστυχήματος, εξέτασε το μοτοποδήλατο του εφεσείοντα και διαπίστωσε ότι υπήρχε παροχή ρεύματος στο σημείο που τοποθετείται το φανάρι αλλά το ίδιο το φανάρι και το switch δεν ήταν πάνω στο μοτοποδήλατο ένεκα του δυστυχήματος.

Ο λοχίας της αστυνομίας (ΜΚ5) πήρε κατάθεση από τον οδηγό του αυτοκινήτου και τον εφεσείοντα (τεκμ. 3 και τεκμ. 4 αντίστοιχα). Εντόπισε ζημιά στο κέντρο της αριστερής πλευράς του αυτοκινήτου και στο μπροστινό μέρος του μοτοποδηλάτου.

Υπάλληλος του Τμήματος Κυκλοφοριακών Μελετών (ΜΚ6), στα καθήκοντα του οποίου είναι και ο προγραμματισμός των φώτων τροχαίας σε όλες τις πόλεις της Κύπρου, κατέθεσε αναφορικά με τον τρόπο που λειτουργούσαν τα φώτα τροχαίας της διασταύρωσης κατά το χρόνο που έγινε το δυστύχημα και παρουσίασε πίνακα με χρωματιστή γραφική παράσταση της λειτουργίας των φώτων (τεκμ. 5). Ο μάρτυρας εξήγησε τις χρονικές αντιστοιχίες και τους συνδυασμούς λειτουργίας των φώτων της διασταύρωσης που ίσχυαν κατά την ώρα του δυστυχήματος.

Αυτόπτης μάρτυρας του δυστυχήματος (ΜΚ4), κατέθεσε ότι ενώ οδηγούσε στην λεωφ. Μακαρίου Γ΄ είδε το διπλοκάμπινο να κατευθύνεται από την οδό Αγίου Ιωάννη προς το κέντρο της διασταύρωσης και με κατεύθυνση ανατολικά προς τη λεωφ. Μακαρίου. Ταυτόχρονα είδε και το μοτοποδήλατο που βρισκόταν σε κίνηση μέσα στη διασταύρωση. Αμέσως μετά τη σύγκρουση των δύο οχημάτων πρόσεξε ότι τα φώτα τροχαίας ήταν κόκκινα σε σχέση με την αντίστοιχη κατεύθυνση των δύο ενεχόμενων οχημάτων.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, με βάση τα στοιχεία της μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του κάλεσε τους κατηγορούμενους σε απολογία. Και οι δύο, επέλεξαν να καταθέσουν ενόρκως. Ο οδηγός του αυτοκινήτου κατέθεσε πως όταν προσέγγισε τη διασταύρωση τα φώτα τροχαίας άναψαν κόκκινο. Ακινητοποίησε το αυτοκίνητό του λίγο πιο μπροστά από τα φώτα και όταν άναψε πράσινο, προχώρησε στο κέντρο της διασταύρωσης με κλίση του οχήματος δεξιά αφού πρόθεσή του ήταν να κατευθυνθεί ανατολικά στη λεωφ. Μακαρίου. Ενώ περίμενε να περάσουν 3-4 οχήματα που έρχονταν από απέναντι, τα φώτα σε σχέση με την πορεία του άναψαν κίτρινο. Πέρασε ακόμα ένα όχημα και τα φώτα άναψαν ξανά κόκκινο χωρίς να προλάβει να εισέλθει στη Μακαρίου. Επειδή το αυτοκίνητό του εμπόδιζε την τροχαία κίνηση της λεωφόρου, αποφάσισε να κινηθεί δεξιότερα. Οταν κάλυψε απόσταση 3-4 μέτρων και το αυτοκίνητο σχεδόν ευθυγραμμίστηκε με την ανατολική κατεύθυνση, αισθάνθηκε κτύπημα. Βγήκε από το αυτοκίνητο και είδε στο δρόμο τον εφεσείοντα και το μοτοποδήλατο. Προηγουμένως δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία του μοτοποδήλατου στο δρόμο.

Η εκδοχή που πρόβαλε ο εφεσείων είναι ότι οδηγούσε προς τη διασταύρωση με αναμμένα τα φώτα του μοτοποδηλάτου και με ταχύτητα γύρω στα 25 χλμ ανά ώρα. Οταν πλησίασε στα φώτα τροχαίας, ήταν αναμμένο το πράσινο και δεν υπήρχε μπροστά του άλλο όχημα. Ενώ ακόμα βρισκόταν σε απόσταση 3-4 μέτρων πριν από τα φώτα τροχαίας της οδού Γεωργίου Αβέρωφ δηλαδή, της οδού στην οποία οδηγούσε, το φώς άναψε κίτρινο. Εκρινε ότι δεν μπορούσε να σταματήσει με ασφάλεια, δεν έκαμε χρήση φρένων και «πέρασε». Ταυτόχρονα, ήλεγξε και τις δύο κατευθύνσεις της λεωφ. Μακαρίου και διαπίστωσε πως υπήρχαν μόνο ακινητοποιημένα αυτοκίνητα στη λεωφόρο. Μπροστά του είδε ακινητοποιημένο ένα διπλοκάμπινο αυτοκίνητο στη μέση της διασταύρωσης με κλίση «ελαφρώς λοξό προς τα δεξιά». «Πέρασα» είπε (ο εφεσείων) «με πορτοκαλί, νομιζόμενος ότι με είδε ο οδηγός και θα με άφηνε να περάσω. Οταν πλησίασα, ξαφνικά έστριψε προς τα δεξιά και μου έκοψε την πορεία μου. Κτύπησα πάνω στην αριστερή πλευρά στο μέσο, στο στύλο που χωρίζει τις πόρτες. Από εκεί και πέρα δεν θυμούμαι τίποτε.»

Ο πρωτόδικος δικαστής με αναφορά στις καθιερωμένες αρχές οι οποίες διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας, βλ. Ζαβρού ν. Χαραλάμπους, ΠΕ 8618, ημερ. 26.4.96, Καρεκλά ν. Κλεάνθους, ΠΕ 9161, ημερ. 24.5.97 και Αθανασίου κα ν. Κουνούνη, ΠΕ 9041, ημερ. 29.5.97 εξονύχισε τη μαρτυρία και επιμελώς αξιολόγησε την αξιοπιστία των μαρτύρων. Αυτή η διεργασία, έγινε με αναφορά προς το σχέδιο της σκηνής του δυστυχήματος στο οποίο, αποδόθηκε η δέουσα σημασία ως στοιχείου κρίσης της αξιοπιστίας των μαρτύρων και του ελέγχου των λεπτομερειών της μαρτυρίας. Ο δικαστής, είχε συνάμα υπόψη ότι το σχέδιο αποτελεί σταθερό οδηγό για τον καθορισμό των γεγονότων που συνέτειναν στην πρόκληση του δυστυχήματος. Βλ. Θεοφάνους ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 160, Κονναρή ν. Κυριάκου, ΠΕ 8551, ημερ. 19.3.96, Κυριάκου ν. Δημητρίου, ΠΕ 9571, ημερ. 27.10.97 και Α/φοι Παπαλαζάρου Λτδ ν. Σοφοκλή Μιχαήλ, ΠΕ 9198, ημερ. 30.10.97.

Η μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας αξιολογήθηκε ως γενικά αξιόπιστη. Οι μικρές αντιφάσεις του αυτόπτη μάρτυρα (ΜΚ4) χαρακτηρίστηκαν από το δικαστήριο ως επουσιώδεις πράγμα που καταδεικνύει, όπως σημειώνεται στην εκκαλούμενη απόφαση, την ανυπαρξία προσχεδιασμού. Βλ. Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 320 και Ξυδιάς ν. Αστυνομίας (1993) 2 ΑΑΔ 174.

Η μαρτυρία του λειτουργού του Τμήματος Κυκλοφοριακών Μελετών (ΜΚ6) έγινε δεκτή από το δικαστήριο ως μαρτυρία εμπειρογνώμονα, κατ΄ εφαρμογή των αρχών που διέπουν το θέμα. Βλ. Evangelou & Another ν. Ambizas and Another (1982) 1 CLR 41.

O δικαστής, έχοντας υπόψη το δυνητικό κίνδυνο που πάντοτε ελλοχεύει στις περιπτώσεις όπου η μαρτυρία ενός κατηγορουμένου ενοχοποιεί συγκατηγορούμενο του, βλ. Καύκαρος κα ν. Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 51, προειδοποίησε τον εαυτό του προτού καταλήξει σε συμπεράσματα αναφορικά με την αξιοπιστία του οδηγού του αυτοκινήτου (κατηγορουμένου 1). Ο μάρτυρας κρίθηκε αξιόπιστος μολονότι κάποια σημεία της μαρτυρίας του δεν έγιναν δεκτά. Ωστόσο, προκύπτει πως δεν είχε μολυνθεί η υπόλοιπη μαρτυρία του σε βαθμό που να καθιστούσε επικίνδυνη την αποδοχή της. Ανάλογη ήταν η εκτίμηση του δικάσαντος δικαστηρίου αναφορικά με τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι κατά κανόνα, η αποδοχή μέρους της μαρτυρίας κατηγορουμένου δεν αποτελεί μεμπτή προσέγγιση. Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μανώλη (1995) 2 ΑΑΔ 207 και Σάββα Ομήρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 6953, ημερ. 13.7.01.

Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου καθόσον αφορά τα γεγονότα πάνω στα οποία θεμελιώθηκε η καταδίκη του εφεσείοντα είναι ότι ο εφεσείων, διασταύρωσε τη λεωφόρο ενώ το φως της τροχαίας σε σχέση με την πορεία του ήταν κόκκινο χωρίς ταυτόχρονα να λάβει υπόψη τον κίνδυνο πρόκλησης δυστυχήματος ένεκα της ορατής πρόθεσης του οδηγού του αυτοκινήτου για στροφή δεξιά στη λεωφ. Μακαρίου με ανατολική κατεύθυνση.

Οι λόγοι έφεσης είναι πολλοί. Ο εφεσείων παραπονείται ότι κλήθηκε σε απολογία χωρίς να είχε στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του και ότι το δικαστήριο εσφαλμένα επέτρεψε στον κατηγορούμενο 1 οδηγό του αυτοκινήτου να τον ενοχοποιήσει συμπληρώνοντας με τη μαρτυρία του τα κενά που άφησε η Κατηγορούσα Αρχή στην υπόθεσή της. Τα παράπονα του εφεσείοντα δεν ευσταθούν. Προκύπτει από την κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία (τεκμ. 4) ότι προτού περάσει τα φώτα τροχαίας σε σχέση με την πορεία του είχε αντιληφθεί ότι το φως από πράσινο έγινε κίτρινο. Ωστόσο, δεν σταμάτησε γιατί όπως είπε, δεν μπορούσε να σταματήσει με ασφάλεια. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του λειτουργού του Τμήματος Κυκλοφοριακών Μελετών, η χρονική διάρκεια που μεσολαβούσε μεταξύ του κίτρινου και του κόκκινου ήταν ένα δευτερόλεπτο. Εκ τούτου, βάσιμα συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο εφεσείων «πέρασε» με κόκκινο φως και επομένως ορθά αποφάσισε ο πρωτόδικος δικαστής ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για να κληθεί ο εφεσείων σε απολογία στην κατηγορία για μη συμμόρφωση σε φώτα τροχαίας.

Εχουμε τη γνώμη ότι η μαρτυρία του λειτουργού Τμήματος Κυκλοφοριακών Μελετών ΜΚ6 σε συνάρτηση προς το περιεχόμενο της κατάθεσης του εφεσείοντα στην αστυνομία (τεκμ. 4) και την υπόλοιπη μαρτυρία, συνιστούσαν επαρκή και αξιόπιστη μαρτυρία στη βάση της οποίας είχε στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση για να κληθεί ο εφεσείων σε απολογία. Ακολουθεί πως η μαρτυρία του οδηγού του αυτοκινήτου δεν διαδραμάτισε οποιοδήποτε ρόλο μέχρι εκείνο το στάδιο της διαδικασίας εφόσον υπήρχε ήδη μαρτυρία που στοιχειοθετούσε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα.

 

Προκύπτει από τη μαρτυρία του εφεσείοντα ότι ακάθεκτος συνέχισε την πορεία του για δύο λόγους. Αφ΄ ενός γιατί ήταν ανασφαλές να ελαττώσει ταχύτητα και αφ΄ ετέρου γιατί νόμισε όπως είπε, ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου θα τον περίμενε να περάσει.

Το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά διαπίστωσε ότι ο εφεσείων είχε καθήκον να ακινητοποιήσει το μοτοποδήλατό του στα φώτα τροχαίας. Η χαμηλή ταχύτητα των 25 χλμ ανά ώρα που οδηγούσε, του παρείχε αυτή τη δυνατότητα εφόσον είχε αντιληφθεί ότι το φως της τροχαίας σε σχέση με την πορεία του άναψε κίτρινο ενώ βρισκόταν ακόμα μερικά μέτρα πριν από τα φώτα.

Ο εφεσείων υπήρξε ταυτόχρονα και αμελής. Συνέχισε με την ίδια ταχύτητα γιατί νόμισε ότι έγινε αντιληπτός από τον οδηγό του αυτοκινήτου και ότι ο εν λόγω οδηγός θα του έδιδε προτεραιότητα. Ομως, τα ίδια τα γεγονότα διέψευσαν τον εφεσείοντα. Ο οδηγός του αυτοκινήτου κατέθεσε ότι δεν είδε καν το μοτοποδήλατο. Είναι λοιπόν φανερό ότι ο εφεσείων χωρίς να ήταν βέβαιος για το πως θα αντιδρούσε ο οδηγός του αυτοκινήτου, παραγνώρισε τον ορατό κίνδυνο που όντως υπήρχε κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις και αμελώς συνέχισε την πορεία του χωρίς να λάβει μέτρα προφύλαξης.

Ο εφεσείων, αποδίδει σφάλμα στο πρωτόδικο δικαστήριο για τον τρόπο με τον οποίο το δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία και έκρινε την αξιοπιστία των μαρτύρων. Εξετάσαμε όλες τις πτυχές του θέματος όπως αναπτύχθηκαν στην αγόρευση του δικηγόρου του εφεσείοντα. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα. Αντίθετα, η διαπίστωση μας είναι ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας έγινε με επιμέλεια και θεωρούμε πως δεν υπάρχει πεδίο επέμβασης προς ανατροπή των διαπιστώσεων του δικάσαντος δικαστηρίου. Για να υπενθυμίσουμε τη βασική αρχή η οποία προσδιορίζει τα όρια των αρμοδιοτήτων του πρωτόδικου δικαστηρίου και του εφετείου καθόσον αφορά το υπό συζήτηση θέμα, παραθέτουμε την πιο κάτω περικοπή από την Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 320:

«Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι η ευθύνη για τη διαπίστωση των γεγονότων και η εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι μέσα στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις το Δικαστήριο τούτο σαν Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα. Επέμβαση δε δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή βρίσκονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.»

Στην περίπτωση που εξετάζουμε, οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου καθόσον αφορά την ενοχή του εφεσείοντα στις κατηγορίες, συνάδουν με τα ευρήματα επί των γεγονότων ύστερα από εξονυχιστική αξιολόγηση της μαρτυρίας. Δεν έχει καταδειχθεί βάσιμος λόγος επέμβασης προς ανατροπή των διαπιστώσεων του δικάσαντος δικαστηρίου.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

 

Σ. Νικήτας, Δ.

 

Φρ. Νικολαϊδης, Δ.

 

Α. Κραμβής, Δ.

 

ΣΦ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο