ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 2 ΑΑΔ 164

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 7264, 7265, 7266

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΔΔ

 

1. Χάρης Τσιάκκας (Π.Ε. 7264)

2. Άντρη Παντελή (Π.Ε. 7265)

3. Ανδρέας Αντωνίου (Π.Ε. 7266)

Εφεσείοντες

- εναντίον -

Κυπριακής Δημοκρατίας

Εφεσίβλητης

------------------------

Ημερομηνία: 26 Απριλίου, 2002

Για τους εφεσείοντες: Ε. Ευσταθίου και Δ. Θεοδώρου

Για την εφεσίβλητη: Ν. Ταλαρίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας

--------------------

Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο δικαστής Σ. Νικήτας

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΣΟΛΩΝ ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Είναι τρεις οι εφέσεις ενώπιον μας. Πλήττεται όμως η ίδια απόφαση. Γιαυτό, όπως άλλωστε μας ζητήθηκε, τις έχουμε συνεκδικάσει. Οι εφεσείοντες κατηγορήθηκαν με τρία άλλα πρόσωπα με βάση ένα πλούσιο αριθμητικά κατηγορητήριο από 35 κατηγορίες. Ο κύριος όγκος των κατηγοριών περιλαμβάνει συνωμοσία προς καταδολίευση, απάτη και απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις. Είναι όλα αδικήματα προβλεπόμενα από τον Ποινικό Κώδικα, όπως και οι 4 κατηγορίες (32 μέχρι και 35) για παρεμπόδιση αστυνομικής έρευνας. Διευκρινίζεται ωστόσο ότι οι κατηγορίες αυτές στρέφονται αποκλειστικά κατά της Άντρης Παντελή, εφεσείουσας στην ποινική έφεση 7265.

Οι εφεσείοντες αντιμετωπίζουν επίσης, όπως και οι συγκατηγορούμενοι τους, κατηγορίες για συγκάλυψη. Είναι νέο αδίκημα που έθεσε στον εγκληματολογικό χάρτη ο περί Συγκάλυψης, Έρευνας και Δήμευσης Εσόδων από Ορισμένες Εγκληματικές Πράξεις Νόμος αρ. 61(1)/96 (όπως τροποποιήθηκε). Αποσκοπεί στην πιο αποτελεσματική πάταξη διαφόρων μορφών εγκληματικών ενεργειών περιλαμβανομένης της απόσπασης χρημάτων με παράνομες πράξεις. Οι πρόσθετες κατηγορίες για συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος θεμελιώνονται στο συνδυασμό των διατάξεων του νόμου αυτού και εκείνων του Ποινικού Κώδικα.

Το κατηγορητήριο απαγγέλθηκε στις 22/2/02. Οι εφεσείοντες, όπως και οι συγκατηγορούμενοι τους, δεν παραδέχθηκαν ενοχή. Η δίκη ορίστηκε στις 12/6/02. Η Κατηγορούσα Αρχή δεν το έκρινε σκόπιμο να ζητήσει, όπως έπραξε στην περίπτωση των εφεσειόντων, την κράτηση των συγκατηγορουμένων τους. Οι λόγοι θα μας απασχολήσουν αργότερα στο πλαίσιο εξέτασης ισχυρισμών των εφεσειόντων ότι έτυχαν άνισης μεταχείρισης κατά παράβαση της ισχύουσας, και σ' αυτές τις περιπτώσεις, συνταγματικής αρχής της ισότητας.

Οι εφεσείοντες ενέστησαν στην κράτηση τους. Το Κακουργιοδικείο όμως δε συμφώνησε στην υπό όρους απόλυση, όπως συνέβη και με τους υπόλοιπους τρεις κατηγορούμενους για την ίδια υπόθεση. Διέταξε την κράτηση τους μέχρι τη δίκη σωρευτικά για δύο από τους καθιερωμένους λόγους που δικαιολογούν, κατ' εξαίρεση, την κράτηση των υποδίκων, δηλαδή, τον κίνδυνο φυγοδικίας και το ενδεχόμενο διάπραξης νέων ομοειδών αδικημάτων. Και στην περίπτωση της εφεσείουσας, για τον πρόσθετο κίνδυνο επηρεασμού των μαρτύρων κατηγορίας.

Για να είναι κατανοητή η υπόθεση καθώς και η επιχειρηματολογία θα μπορούσαμε εδώ να αναφέρουμε σε πολύ αδρές γραμμές ότι η υπόθεση της Κατηγορούσης Αρχής είναι ότι οι εφεσείοντες σκηνοθέτησαν τροχαία ατυχήματα και στη συνέχεια εξαπάτησαν διάφορες ασφαλιστικές εταιρείες, αποσπώντας από αυτές, με βάση τις αξιώσεις που τους υπέβαλαν, δεκάδες χιλιάδες λίρες, όπως προσδιορίζεται στο κατηγορητήριο. Τούτο δε αφορά 7 χωριστές περιπτώσεις που, σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς της Κατηγορίας, διαπράχθηκαν κατά καιρούς μεταξύ των ετών 2000 και 2001. Ας σημειωθεί ότι ο εφεσείων Ανδρέας Αντωνίου (έφεση αρ. 7266) διατηρεί στη Λεμεσό συνεργείο αυτοκινήτων. Μας έχει λεχθεί ότι η εφεσείουσα είναι μνηστή του και σχεδιάζουν να τελέσουν το γάμο τους στις 23/6/02. Η τελευταία φέρεται αναμεμιγμένη σε μερικές περιπτώσεις, ενώ ο Αντωνίου σε όλες. Και οι τρεις κατηγορούνται στις σχετικές κατηγορίες που τους προσάπτονται ως συναυτουργοί.

Το μαρτυρικό υλικό που αποτέλεσε το υπόστρωμα της παραπομπής σε δίκη καθιστούσε, όπως διαπίστωσε η εκκαλούμενη απόφαση, πιθανή την καταδίκη. Είναι ένα από τα στοιχεία που το Δικαστήριο συνυπολογίζει για να εκτιμήσει το ενδεχόμενο ο κατηγορούμενος να φυγοδικήσει. Όπως και η σοβαρότητα των προσαπτόμενων κατηγοριών καθώς και το μέγεθος της ποινής που μπορεί να επιβληθεί. Στην υπόθεση Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109 τονίσαμε στην απόφαση μας (εκδόθηκε από τον Καλλή Δ) στη σελ. 118 ότι:

"Η αξιολόγηση της πιθανότητας καταδίκης αποτελεί μια απόλυτα θεμιτή διαδικασία η οποία στοχεύει να επιλύσει τα επίδικα θέματα στη διαδικασία τα οποία είναι η κράτηση του υποδίκου ή η απόλυση του με εγγύηση. Δεν έχει σχέση με την εκδίκαση της ουσίας, και δεν την επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο."

Η αιτιολογική αυτή σκέψη της υπόθεσης Κωνσταντινίδη, συνιστά και την απάντηση στα επιχειρήματα του δικηγόρου των εφεσειόντων ότι στην περίπτωση της εφεσείουσας 2 παραβιάστηκε το τεκμήριο της αθωότητας. Η σχετική διαπίστωση του Δικαστηρίου ήταν ότι η διατύπωση των κατηγοριών 32 μέχρι 35 εναντίον της και το υλικό που τις υποστήριζε δικαιολογούσαν τους φόβους για επηρεασμό μαρτύρων και εξαφάνιση τεκμηρίων αν έμενε ελεύθερη. Δοθέντος μάλιστα ότι η Αστυνομία αναζητούσε ακόμα συγκεκριμένα οχήματα.

Ένα παρεμφερές παράπονο είναι ότι οι άλλοι δύο εφεσείοντες δεν είχαν συμμετοχή ή ανάμιξη στις παραπάνω παράνομες ενέργειες που αποδίδονται στην εφεσείουσα Η ευθύνη για τέτοιες πράξεις δεν είναι συλλογική για να υποστούν και αυτοί τις συνέπειες και να στερηθούν του δικαιώματος τους να παραμείνουν ελεύθεροι. Δεν έχουν όμως έτσι τα πράγματα. Η πρωτόδικη απόφαση ασχολείται χωριστά με το θέμα και εντοπίζει τον κίνδυνο ρητά στην εφεσείουσα 2 και σε κανένα άλλο. Εξάλλου η δικηγόρος της Δημοκρατίας μας πληροφόρησε ότι ούτε η ίδια είχε άλλη τοποθέτηση.

Είναι απαραίτητη εδώ μια αποσαφήνιση. Παρόλο που η δίωξη ασκήθηκε για 7 υποθέσεις εντούτοις κατά την Κατηγορία η Αστυνομία, που άρχισε με 15 καταγγελίες, στο τέλος διερεύνησε συνολικά 32. Αριθμός υποθέσεων (8) εκκρεμεί, όπως είπε η κα Ταλαρίδου, για καταχώριση. Προς υποστήριξη της κράτησης κλήθηκε και κατέθεσε ο υπαστυνόμος Θ. Αρναούτης. Είναι ο αξιωματικός που, επικεφαλής ομάδας ανακριτών, ασχολήθηκε με τις υποθέσεις. Στο μάρτυρα επιτράπηκε, παρά τις εναντιώσεις της υπεράσπισης, να σκιαγραφήσει τη μαρτυρία που συγκέντρωσε για αυτές. Μπορεί να λεχθεί εν παρόδω ότι ο κύριος λόγος της ένστασης είναι ότι τέτοια μαρτυρία θα εξουδετέρωνε το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο λειτουργεί προς όφελος κατηγορουμένου.

Θα είναι χρήσιμο να έχουμε υπόψη πώς ακριβώς έκρινε το ζήτημα το Κακουργιοδικείο:

"Το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε για σκοπούς παραπομπής σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του υπαστυνόμου Αρναούτη ότι τα υποτιθέμενα εικονικά δυστυχήματα αυξήθηκαν από 15, που αρχικά καταγγέλθηκαν, σε 32 δεικνύει μια τάση των κατηγορουμένων για διάπραξη και άλλων αδικημάτων, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130. Ο παράγοντας αυτός είναι σχετικός και λαμβάνεται υπόψη (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ρένος Κυριάκου κ.α. Ποιν. Εφ. 7084 ημερ. 24.5.2001). Υπάρχει κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων, στοιχείο από μόνο του αρκετό για να διαταχθεί η κράτηση των κατηγορουμένων."

Στην πολιτική του δικαίου για την πρόληψη του εγκλήματος εντοπίζεται η προέλευση του κανόνα που επιτρέπει την κράτηση, όπου διαφαίνεται κίνδυνος επανάληψης του αδικήματος. ΄Οπως υπογράμμισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ο κίνδυνος αυτός πρέπει να είναι "ευλογοφανής" (plausible): Βλ. Clooth v. Belgium A225, para 40 (1991). Στην Matznetter v. Austria, A10, p. 33 (1969), το ίδιο Δικαστήριο καθόρισε κάποια κριτήρια για την αποτίμηση του κινδύνου επανάληψης. Η Κωνσταντινίδης, ανωτέρω, επιδοκιμάζοντας την παραπάνω υπόθεση, αναφέρει:

"Ο τρόπος προσέγγισης της πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος διαγράφεται στην υπόθεση Matznetter v. Austria A10, p. 33 (1969) στην οποία τα Αυστριακά δικαστήρια έλαβαν υπόψη την "πολύ παρατεταμένη συνέχιση των αξιόμεμπτων πράξεων του κατηγορουμένου, την πελώρια έκταση της ζημιάς που είχαν υποστεί τα θύματα, την πονηριά του κατηγορουμένου και το γεγονός ότι η πείρα και μεγάλη δεξιότητα του κατηγορουμένου το καθιστούσαν εύκολο για τον ίδιο να επαναλάβει τις παράνομες δραστηριότητες του". Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεώρησε ότι όλα τα πιο πάνω αποτελούσαν περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούσαν την άρνηση απόλυσης με εγγύηση για λόγο που σχετίζεται με την αποτροπή διάπραξης άλλου αδικήματος."

Η υπόθεση Σιακαλλή, ανωτέρω, στην οποία βασίστηκε η πρωτόδικη απόφαση και επικαλέστηκε ενώπιον μας και η κα Ταλαρίδου, επισήμανε τις δυσχέρειες που εμφανίζει η πρόβλεψη για μελλοντική παράνομη συμπεριφορά, τονίζοντας συγχρόνως και την ανάγκη για προστασία του κοινού. Ο Νικολαϊδης Δ., που εξέδωσε την απόφαση, παρατήρησε (στη σελ. 131):

"Η πιθανότητα διάπραξης αδικήματος στο μέλλον, δεν μπορεί να αποδειχθεί με την αυστηρή έννοια του όρου. Εκείνο που μετρά είναι αν με βάση όλα τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα. Δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία για την ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος."

Περαιτέρω υπέβαλε ότι δεν πρέπει (α) να ληφθεί υπόψη η εισήγηση του κ. Ευσταθίου ότι η δημοσιότης που δόθηκε στην υπόθεση από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αποκλείει αφευατής την πιθανότητα για νέα αδικήματα. και (β) να αγνοηθούν οι δυσκολίες των ασφαλιστικών εταιρειών να εντοπίζουν και αντιμετωπίζουν τέτοιες περιπτώσεις.

Η μεθοδολογία δράσης στην προκείμενη περίπτωση φαίνεται ότι απαιτεί τη συνεργασία και σύμπραξη αριθμού ατόμων. Δεν είναι εύκολο έργο η ανασύνταξη των δραστών, νέο ξεκίνημα και η υποβολή αξιώσεων. Θεωρούμε την πιθανότητα αυτή, υπό τις συνθήκες, πολύ απομακρυσμένη και ουσιαστικά ανύπαρκτη. Ο αριθμός των κατηγοριών εναντίον τους δεν είναι, από μόνος του, δηλωτικός των μελλοντικών προθέσεων. Παράδειγμα υπόθεσης όπου ο κίνδυνος επανάληψης θεωρήθηκε υπαρκτός αποτελεί η υπόθεση Κωνσταντινίδης. Αφορούσε κλοπή από υπάλληλο που διακινούσε κεφάλαια μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών. Το δε αντικείμενο των κατηγοριών ήταν ποσό πέραν του μισού εκατομμυρίου λιρών. Δεν υποστηρίζουμε την πρωτόδικη κρίση αναφορικά με το ενδεχόμενο επανάληψης της ίδιας δραστηριότητας. Ο σχετικός λόγος έφεσης πετυχαίνει.

Αυτό όμως δεν είναι το τέλος του ζητήματος. Πρέπει να εξετασθούν και οι υπόλοιποι λόγοι της κράτησης γιατί όχι μόνο ο συνδυασμός όλων ή μερικών εξαυτών καθιστά νόμιμη την κράτηση, αλλά και οποιοσδήποτε παράγων μεμονωμένα. Στην Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, 11, αναφέρουμε σχετικά:

"Η άποψη ότι πρέπει σε κάθε περίπτωση να υπάρχει συρροή όλων των παραγόντων που καθιέρωσε η νομολογία, περιλαμβανομένης και της πιθανότητας επανάληψης των αδικημάτων για τα οποία κατηγορείται ένας, δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στη λογική ούτε στη νομολογία."

Οι λόγοι έφεσης είναι ουσιαστικά κοινοί και στις 3 εφέσεις. Προβάλλονται όμως ένα ή περισσότερα πρόσθετα θέματα συσχετιζόμενα με τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε εφεσείοντα. Για παράδειγμα, η εγκυμοσύνη της εφεσείουσας (μας ελέχθη οτι άγει τον 6ο μήνα κύησης) και ο επικείμενος γάμος της με τον Α. Αντωνίου ή η έκταση της συμμετοχής του Χ. Τσιάκκα.

Προσβάλλεται πρώτα η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου αναφορικά με την πιθανότητα μη προσέλευσης τους στη δίκη, η οποία τίθεται ως εξής:

"Η σοβαρότητα των αδικημάτων στην προκείμενη περίπτωση σαφώς υπάρχει, μειωμένη βέβαια, από τις προβλεπόμενες ποινές των 3 και 5 χρόνων. Τα αδικήματα, αν και όχι τα σοβαρότερα του Ποινικού Κώδικα, παραμένουν σοβαρά. Το ύψος της προβλεπόμενης ποινής δεν θα οδηγούσε από μόνο του σε εύρημα για πιθανότητα μη προσέλευσης αλλά εξεταζόμενο σε συνάρτηση με τους υπόλοιπους παράγοντες όπως η πιθανότητα καταδίκης καθιστά τη μη προσέλευση των κατηγορουμένων ορατή."

Πρέπει να λεχθεί ότι η προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης για ορισμένες από τις κατηγορίες συγκάλυψης, που αφορούν και τους τρεις υπόδικους, δεν είναι 5 αλλά 14 χρόνια. Τούτο προκύπτει από την επίσημη διόρθωση του άρθρ. 3 του ν. 120(1)/99, που τροποποίησε το άρθρ. 4 του βασικού νόμου, το οποίο κάμνει πρόβλεψη για τα αδικήματα αυτά και την τιμωρία τους. Η διόρθωση δεν τέθηκε υπόψη του Κακουργιοδικείου. Όπως διαμορφώθηκε τελικά το άρθρ. 4, αποσαφηνίστηκε ότι τα αδικήματα συγκάλυψης για τα οποία αποδίδεται στο δράστη γνώση ότι το αποκτηθέν ποσό αποτελούσε έσοδο από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος τιμωρείται με 14ετή φυλάκιση, ενώ, όπου αποδίδεται εξυπακουόμενη γνώση (προσάπτονται και τέτοιες κατηγορίες), το ανώτατο όριο είναι 5 χρόνια. Η πρόνοια αυτή του νόμου δεν μπορεί φυσικά να παραγνωρισθεί κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας των υποθέσεων. Όμως θα δούμε την υπόθεση και υπό το πρίσμα του ορίου των 5 ετών που δέχθηκε το Κακουργιοδικείο για τους σκοπούς της απόφασης του χωρίς να είχε αποφασίσει οριστικά το ζήτημα.

Βάλλεται η παραπάνω προσέγγιση του Δικαστηρίου ως λανθασμένη. Σύμφωνα με την εισήγηση, το κριτήριο δεν είναι αυτό που υιοθετεί η πρωτόδικη απόφαση του ορατού κινδύνου μη εμφάνισης του υπόδικου, αλλά η διαπίστωση αν υπάρχει λογική προσδοκία παρουσίας του, όπως ακριβώς αποφάσισε η υπόθεση Λαζαρίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 105. Αναφορά έγινε και στην απόφαση στις Ποιν. Εφέσεις αρ. 7237 κ.α. Δημοκρατία ν. Κρίνου Θεοχάρους κ.α. ημερ. 19/3/02. Βασική αιτιολογική σκέψη της απόφασης είναι ότι στην εκτίμηση της πιθανότητας να μην παραστεί ένας στη δίκη του δεν προσμετρούν μόνο η σοβαρότης του αδικήματος, η πιθανότητα καταδίκης και το μέγεθος της ποινής που μπορεί να επιβληθεί, αλλά συσταθμίζεται και αποτιμάται "η πιθανότητα να διαφύγει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος". Δεν έτυχε σχολιασμού η απόφαση ως προς τις επιπτώσεις της, αλλά η εντύπωση μας είναι πως εισάγεται μια νέα παράμετρος.

Έχει επίσης λεχθεί για το ίδιο θέμα, αλλά σε σχέση με τον εφεσείοντα Χ. Τσιάκκα, ότι οι 5 κατηγορίες που αντιμετωπίζει (6 μέχρι και 10) είναι διαζευκτικής φύσεως και αφορούν μόνο ένα περιστατικό. Και ότι εν πάση περιπτώσει τα αδικήματα δεν είναι σοβαρής μορφής, αφού τιμωρούνται με φυλάκιση από 3 μέχρι 5 χρόνια και θα μπορούσαν να εκδικασθούν και από Επαρχιακό Δικαστήριο.

Είναι βολικό να συνοψίσουμε στο στάδιο αυτό, και τα υπόλοιπα επιχειρήματα των εφεσειόντων, που είναι στο επίκεντρο των λόγων έφεσης. Η εκκαλούμενη απόφαση καταγγέλλεται ως αναιτιολόγητη. Κατά την εισήγηση αυτή, αντί το δικάσαν Δικαστήριο να δικαιολογήσει ξεχωριστά την κράτηση κάθε εφεσείοντα αρκέστηκε σε "μία ενιαία αντιμετώπιση της υπόθεσης έναντι όλων ανεξαίρετα των κατηγορουμένων". Ο χειρισμός αυτός αντιβαίνει, κατά την ίδια εισήγηση, στις διατάξεις του άρθρ. 30.2 του Συντάγματος και των αρχών του Κοινοδικαίου, που υπαγορεύουν ότι κάθε υπόθεση και κατηγορία πρέπει να αιτιολογούνται ξεχωριστά.

Ο κ. Ευσταθίου υπέβαλε ότι η εφεσείουσα έπρεπε να είχε απολυθεί για δύο λόγους: (1) ότι τα πρόσωπα που κατηγορείται ότι προσπάθησε να επηρεάσει δεν είναι κατ' ακρίβεια μάρτυρες, αλλά "είτε οι εμπνευστές είτε οι συμμέτοχοι στα επίδικα αδικήματα" και έπρεπε να είχαν διωχθεί. και (2) ότι η κατάσταση της εφεσείουσας, που ο συνήγορος έχει περιγράψει με ιδιαίτερους τόνους, καθιστά ανεπιθύμητη την κράτηση της από πολλές απόψεις. Θα υπάρχει πρόβλημα παρακολούθησης της στις φυλακές και το παιδί, που αναμένεται τον Ιούλιο ή Αύγουστο, θα φέρει το στίγμα πως γεννήθηκε στη φυλακή. Δεν πρέπει επίσης να παραγνωρισθεί ότι επίκειται ο γάμος της ο οποίος "αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη και όλοι οι οποίοι μπορούν να συμβάλουν στην ομαλή έναρξη ενός συζυγικού βίου δεν πρέπει να το παραλείπουν και πρώτιστα το Κράτος το οποίο έχει ιδιαίτερο καθήκον να προστατεύσει τα νεαρά πρόσωπα από όλες τις απόψεις". (βλ. 5ος λόγος έφεσης στην Π.Ε. 7265)

Τέλος τέθηκε ζήτημα δυσμενούς μεταχείρισης των εφεσειόντων, εφόσον οι άλλοι κατηγορούμενοι είναι ελεύθεροι. Υπήρχε δε διάσταση απόψεων κατά πόσον ο 4ος κατηγορούμενος, που είναι αστυνομικός, επέστρεψε στα καθήκοντα του ή τελεί υπό διαθεσιμότητα, όπως μας πληροφόρησε η κα Ταλαρίδου.

Θα επιληφθούμε άμεσα αυτού του τελευταίου παραπόνου. Η κα Ταλαρίδου εξήγησε λεπτομερώς γιατί δεν αποτάθηκε και για την κράτηση των άλλων κατηγορουμένων. Η στάση της, με δυο λόγια, οφειλόταν στο γεγονός ότι και οι τρεις είχαν προσέλθει χωρίς εξαναγκασμό στο Δικαστήριο, σε επανειλημμένες περιπτώσεις, προ και κατά τη διαδικασία παραπομπής τους. Μάλιστα εκκρεμούσης της διαδικασίας, το Δικαστήριο απέρριψε αίτημα της να κρατηθούν και αυτοί μέχρι την επόμενη ημέρα, που θα συνεχιζόταν η διαδικασία. Δε διέγνωσε, υπό τις συνθήκες αυτές, κίνδυνο διαφυγής τους. Υπάρχει νομολογία ότι η προηγούμενη εθελούσια εμφάνιση του υποδίκου στο Δικαστήριο είναι στοιχείο σχετιζόμενο με την τελική εμφάνιση. Παράδειγμα είναι η υπόθεση Λαζαρίδης, που αφορούσε κλοπή 1/2 εκατομμυρίου λιρών. Βλ. επίσης Χ"Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45. Για το θέμα της ίσης μεταχείρισης στο πεδίο της ποινικής δικαιοσύνης παραπέμπουμε στην Azinas v. Republic (1981) 2 C.L.R. 9. Γιαυτό και καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει παραβίαση της αρχής της ισότητας.

Στην Λαζαρίδης, ανωτέρω, το Εφετείο αναζήτησε στήριγμα για την απόφαση του περί "λογικής προσδοκίας" στην υπόθεση Rodosthenous & Another v. The Police (1961) C.L.R. 50 και Καραγιώργης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92. Στην τελευταία έγινε αναφορά στην παλιά υπόθεση Rex v. Solomonides (1935) C.L.R. XIV 127. Συγκεκριμένα σημειώθηκε ότι η Solomonides "αποτελεί αφετηρία στην οποία υποδεικνύεται ως θέμα αρχής ότι ο υπόδικος πρέπει να απολύεται με εγγύηση σε κάθε περίπτωση που υπάρχει προσδοκία ότι θα προσέλθει στο Δικαστήριο για να δικαστεί".

Η παρατήρηση αυτή έγινε - έτσι το αντιλαμβανόμαστε - ως μέρος του ιστορικού της δικαστικής αντιμετώπισης των θεμάτων κράτησης από μία εποχή πολύ πιο πριν από την Ανεξαρτησία. Δεν μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε άλλο η λέξη "αφετηρία" που υπογραμμίσαμε. Η φράση "λογική προσδοκία" είναι μετάφραση της φράσης "reasonable expectation" και χρησιμοποιήθηκε από το Δικαστήριο στην Solomonides - πρέπει να λεχθεί - χωρίς ουσιαστικό νομικό υπόβαθρο. Το Δικαστήριο στην Καραγιώργης δεν υιοθετεί απευθείας τέτοιο κριτήριο. Γιαυτό και η απόφαση προχωρεί και καθορίζει τους τρεις παράγοντες (σοβαρότης αδικήματος κ.λ.π.) "οι οποίοι διαγράφουν την πιθανότητα προσέλευσης του κατηγορουμένου στο Δικαστήριο για να αντιμετωπίσει τη δίκη του". Ούτε η Rodosthenous παρέχει σχετικά ερείσματα. Παρεμπιπτόντως, εκείνο που μέτρησε στη Λαζαρίδης, ήταν η εκούσια επιστροφή του κατηγορουμένου από το εξωτερικό για να γίνει η δίκη.

Δε θα συμφωνήσουμε ότι διαμορφώθηκε κριτήριο της εύλογης προσδοκίας εμφάνισης στη δίκη. Η Λαζαρίδης είναι η μόνη περίπτωση της νομολογίας. Οι υπόλοιπες αναφέρονται σε πιθανότητα, ενδεχόμενο ή τον κίνδυνο μη προσέλευσης. Η πρόβλεψη επιχειρείται μέσα από τη διαπίστωση για την ύπαρξη ή μη των παραπάνω παραγόντων. Δεν είναι διαφορετική η αντιμετώπιση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Βλ. την υπόθεση Stogmuller A9 p. 44 (1969). Είναι αξιοσημείωτο ότι στην Neumeister ν. Austria A8 p. 39 (1968), το Δικαστήριο έλαβε υπόψη την πιθανή αστική ευθύνη του κατηγορουμένου, αν καταδικαζόταν, για την απώλεια περιουσίας την οποία προκάλεσε.

Ως προς τον εφεσείοντα Χ. Τσιάκκα είναι ορθό - το δέχθηκε και η δικηγόρος της Δημοκρατίας - ότι αυτός εμπλέκεται σε ένα μόνο περιστατικό. Εμπλέκεται όμως και σε άλλες εκκρεμείς υποθέσεις στις οποίες επίκειται δίωξη. Και μπορεί να ληφθούν υπόψη αναφορικά με το υπαρκτό του κινδύνου να μην παραστεί στη δίκη. Το ίδιο θέμα ανέκυψε στην Ποιν. Έφεση 7084 Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ρένου Κυριάκου κ.α. ημερ. 24/5/01 και στο ερώτημα η απόφαση (από τον Κωνσταντινίδη Δ.) έδωσε θετική απάντηση ως εξής:

"Συζητήθηκαν ενώπιον μας και περαιτέρω ζητήματα σε σχέση με το χειρισμό του Κακουργιοδικείου όταν η κατηγορούσα αρχή επιχείρησε να αναφερθεί σε 6 άλλες ποινικές υποθέσεις που εκκρεμούν εναντίον των εφεσιβλήτων. Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε την εισήγηση της υπεράσπισης πως ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας δεν έπρεπε να επιτραπεί αναφορά σ' αυτές. Επειδή δεν ήταν αποδεδειγμένο πως είχαν πράγματι διαπράξει τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκαν. Δεν μπορούμε να συμμεριστούμε ούτε αυτή την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου. Όχι μόνο η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών αλλά και η εκκρεμότητα άλλων ποινικών υποθέσεων αποτελούν παράγοντα που μπορεί να συσταθμιστεί. Βρίσκουμε ιδιαίτερη αναφορά στο θέμα, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Χ"Δημητρίου (ανωτέρω), στην Κωνσταντινίδης (ανωτέρω) στην οποία έγινε αναφορά και σε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στην Σιακαλλής (ανωτέρω)."

Έχουμε εξηγήσει πώς έχει το θέμα των ποινών σε σχέση με τα αδικήματα συγκάλυψης. Η κρίση του Κακουργιοδικείου δεν μπορεί να δεσμεύσει το Δικαστήριο αυτό. Θα προσθέταμε όμως ότι και στη βάση που έχει ενεργήσει το Κακουργιοδικείο δε θα είχαμε διαφορετική γνώμη ή βάσιμο λόγο επέμβασης. Το ότι υπάρχουν αδικήματα τιμωρούμενα με μεγαλύτερη ποινή φυλάκισης ή ότι είναι εκδικάσιμα από Επαρχιακό Δικαστήριο δεν υποβαθμίζει τη σοβαρότητα τους ούτε καθιστά την κράτηση εκκρεμούσης της δίκης απαγορευτική. Υπάρχει βέβαια, άνκαι σπάνια ασκείται, και η εξουσία επιβολής διαδοχικών ποινών. Θα ήταν μεγάλη οπισθοδρόμηση στην απονομή της δικαιοσύνης αν υπήρχε ή αν αναγνωριζόταν η προταθείσα αντιμετώπιση. Πέραν τούτου, η σοβαρότης των αδικημάτων μεγεθύνεται γιατί, φέρονται να διαπράχθηκαν στη διάρκεια ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος και με τρόπο που φανερώνει προηγούμενο σχεδιασμό. Καταλήγουμε ότι ο κίνδυνος μη προσέλευσης έχει βάσιμα πιθανολογηθεί.

Η αιτιολογία είναι συστατικό της έγκυρης απόφασης. Δεν είναι μόνο η συνταγματική επιταγή, αλλά υπαγορεύεται από την όλη δομή και την ιστορία του δικαιϊκού μας συστήματος. Δεν χρειάζεται να προβούμε σε αναλυτική εξέταση. Εξάλλου δεν είχαμε, πέραν των ισχυρισμών, άλλη ουσιαστική επιχειρηματολογία. Στην Καραγιώργης, ανωτέρω, τονίστηκε ότι η αιτιολογημένη ετυμηγορία δεν είναι μόνο δικαίωμα του κατηγορουμένου, αλλά και υποχρέωση του Δικαστηρίου. Η φύση και το περιεχόμενο της αιτιολογίας συσχετίζεται με το αντικείμενο της απόφασης. Πρέπει να ξέρει ο κατηγορούμενος γιατί κρατείται.

Διεξερχόμενοι την απόφαση του Κακουργιοδικείου βρίσκουμε ότι ικανοποιεί τα στοιχεία αιτιολόγησης. Αναφέρεται στις σωστές αυθεντίες για να αντλήσει καθοδήγηση ως προς τις εφαρμοζόμενες αρχές, τις οποίες συσχετίζει και εφαρμόζει στο υλικό που τέθηκε στη διάθεση του. Δε νομίζουμε ότι είναι ανάγκη να φορτώσουμε την απόφαση με αποσπάσματα από την εκκαλουμένη. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, η απόφαση διαχωρίζει το υλικό, όπου υπάρχει λόγος. Παράδειγμα η περίπτωση της εφεσείουσας. Δεν είναι δε απαραίτητο να γίνεται σχολαστική αναφορά σε κάθε συγκατηγορούμενο, ιδιαίτερα όπου το σχετικό υλικό είναι κοινό για όλους.

Και δεκτή να γίνει η εισήγηση ότι οι μάρτυρες που, κατά τους ισχυρισμούς της Κατηγορίας, η εφεσείουσα προσπάθησε να επηρεάσει ήταν συνένοχοι, η κατάσταση δεν διαφοροποιείται. Δεν αλλάζει το γεγονός ότι είναι μάρτυρες της κατηγορίας. Ούτε το Δικαστήριο μπορεί σ' αυτό το στάδιο είτε να εξετάσει το ζήτημα συνενοχής τους ή αν θα έπρεπε να διωχθούν επίσης ποινικά. Γεγονός παραμένει ότι προσάφθηκαν κατηγορίες με βάση μαρτυρικό υλικό για παρέμβαση και επηρεασμό 4 μαρτύρων. Αξίζει να επαναλάβουμε τη σχετική διαπίστωση του Κακουργιοδικείου:

"Τι υπάρχει ενώπιον μας για το θέμα αυτό; Η ύπαρξη κατηγοριών και μαρτυρικού υλικού σε σχέση με τις κατηγορίες 32-35 εύλογα δικαιολογούν τέτοιο φόβο για επηρεασμό μαρτύρων από την κατηγορουμένη αρ. 3, στην οποία η μαρτυρία αποδίδει προσπάθεια επηρεασμού μαρτύρων και εξαφάνισης τεκμηρίων. Σημειώνεται εδώ ότι αναζητούνται ακόμα συγκεκριμένα οχήματα που σχετίζονται με τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι κατηγορούμενοι."

Με αυτό το υπόβαθρο ήταν απόλυτα δικαιολογημένη η πρόβλεψη του Κακουργιοδικείου και η αναγκαιότητα της κράτησης.

Δεν μένει ένας απαθής στην κατάσταση της εφεσείουσας. Ωστόσο σε μια τόσο σοβαρή υπόθεση και με τέτοιο υλικό, προτεραιότητα έχει η αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου. Στη Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7, έχει υπογραμμισθεί (στη σελ. 11):

"Οι επιπτώσεις της κράτησης στην προσωπική, οικογενειακή ή επαγγελματική ζωή του υποδίκου έστω και αν είναι δυσμενείς δεν υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης."

Η κα Ταλαρίδου διαβεβαίωσε ότι υπάρχουν οι δυνατότητες παρακολούθησης της εφεσείουσας από τις αρχές των φυλακών σε συνεργασία με τις ιατρικές υπηρεσίες της Δημοκρατίας. Εν πάση περιπτώσει οι οδηγίες μας είναι η εφεσείουσα να τύχει, κατά τη διάρκεια της κράτησης της, της δέουσας ιατρικής φροντίδας και περίθαλψης. Το απόσπασμα από τον Halsbury's Laws of England, στο οποίο μας παρέπεμψε ο κ. Ευσταθίου, αναφέρεται στο αστικό αδίκημα της αμέλειας και πραγματεύεται το καθήκον επιμέλειας σε σχέση με το έμβρυο και υπό το πρίσμα σχετικού αγγλικού νομοθετήματος (η παράγραφος τιτλοφορείται "The foetus and family relationships"). Το άλλο απόσπασμα από το ίδιο έργο αναφέρεται στο δικαίωμα ζωής. Τα μελετήσαμε με προσοχή. Είναι αρκετό να πούμε ότι δεν άπτονται του υπό συζήτηση θέματος.

Θα θέλαμε στο σημείο αυτό να τονίσουμε εμφαντικά ότι το Εφετείο επεμβαίνει σπανίως στον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο ασκεί τη σχετική κρίση του. Θα υπομνήσουμε πως ο θεμελιακός αυτός κανόνας, διατυπώθηκε από τον Πρόεδρο Ο' Βriain στην Rodosthenous, ανωτέρω, στη σελ. 52:

"It is well established that the High Court will not interfere with the discretion of a trial judge or lower court except for grave reasons and in exceptional cases."

Σε μετάφραση:

"Έχει καθιερωθεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικάσαντος δικαστηρίου εκτός για σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιστάσεις."

Δε βρίσκουμε να υπάρχει αποχρών λόγος επέμβασης μας. Απορρίπτουμε τις εφέσεις.

Δ.

Δ.

Δ.

 

/Κασ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο