ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 2 ΑΑΔ 461
21 Ιουνίου, 2001
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΑΤΖΗΜΑΡΚΟΥ,
Εφεσείων-Κατηγορούμενος,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης-Κατηγορούσας Αρχής
(Ποινική Έφεση Αρ. 6887)
Έφεση ― Απόλυση με εγγύηση καταδικασθέντος-εφεσείοντος εκκρεμούσης της έφεσης ― Συνιστά ασύνηθες μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις ― Τι συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις ― Ποιοι άλλοι παράγοντες προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ του εφεσείοντος ― Κατά πόσο η καθυστέρηση στον ορισμό της έφεσης λόγω της εγγενούς αδυναμίας αποστενογράφησης των πρακτικών, συνιστούσε εξαιρετικές περιστάσεις.
Η παρούσα αίτηση έχει ως βάση το Άρθρο 157(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Ο εφεσείων είχε καταδικασθεί από το Κακουργιοδικείο σε έξι συνολικά κατηγορίες κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου (Ν.29/77) και του επιβλήθηκαν στις 15.2.2000 συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 8 ετών στην κατηγορία αρ. 2, 5 ετών στις κατηγορίες 3 και 4 και 4 ετών στην κατηγορία 6.
Η συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι ο εφεσείων κακώς είχε καταδικασθεί και επίσης ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει την κατοχή των ναρκωτικών από τον εφεσείοντα.
Ο εφεσείων είχε εφεσιβάλει και την ποινή ως έκδηλα υπερβολική.
Αποφασίστηκε ότι:
Ενόψει της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου επι του εγειρόμενου θέματος και ιδιαίτερα τις αρχές που τέθηκαν στις αποφάσεις Μιχαηλίδη, Ευαγγέλου και Petri, δεν υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου υπέρ της απόλυσης του εφεσείοντος.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 227,
Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 482,
Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ.2) (1999) 2 Α.Α.Δ. 460,
Petri v. Police (1968) 2 C.L.R. 1.
Αίτηση.
Αίτηση από τον κατηγορούμενο ο οποίος βρέθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 20591/99, ημερομηνίας 10/2/00 σε έξι συνολικά κατηγορίες κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου (Ν. 29/77) και του επέβαλε στις 15.2.2000 συντρέχουσες ποινές φυλάκισης οκτώ χρόνων στην κατηγορία αρ. 2, πέντε χρόνων στις κατηγορίες 3 και 4 και τεσσάρων χρόνων στην κατηγορία 6, για έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η απόλυση του καταδικασθέντος/φυλακισθένος εφεσείοντος εκκρεμούσης της Ποινικής Έφεσης υπ' αρ. 6887, επί εγγυήσει ή οιουσδήποτε άλλους όρους, τους οποίους το Δικαστήριο ήθελε εγκρίνει υπό τις περιστάσεις.
Ε. Βραχίμη, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Κλεόπα, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου, θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Το μόνιμο Κακουργιοδικείο που συνεδριάζει στη Λευκωσία έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο σε έξι συνολικά κατηγορίες κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου αρ. 29/77 και του επέβαλε στις 15.2.2000 συντρέχουσες ποινές φυλάκισης οκτώ χρόνων στην κατηγορία αρ. 2, πέντε χρόνων στις κατηγορίες 3 και 4 και τεσσάρων χρόνων στην κατηγορία 6.
Στις 24.2.2000 ο εφεσείων άσκησε έφεση τόσο κατά της καταδίκης του όσο και κατά της ποινής ως ιδιαζόντως υπερβολικής.
Στις 10.5.2001, υπέβαλε την παρούσα αίτηση με την οποία ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:-
"(Α) Διάταγμα του Δικαστηρίου διά του οποίου διατάττεται η αναστολή της επιβληθείσας ποινής του Μόνιμου Κακουργοδικείου Λευκωσίας στις 15 Φεβρουαρίου 2000 στην ποινική υπόθεση υπ΄ αρ. 20591/99, εκκρεμούσης της Ποινικής Έφεσης αρ. 6887, διαζευκτικώς,
(Β) Διάταγμα του Δικαστηρίου διά του οποίου διατάττεται η απόλυση του καταδικασθέντος/φυλακισθένος εφεσείοντος εκκρεμούσης της Ποινικής Έφεσης υπ' αρ. 6887, επί εγγυήσει ή οιουσδήποτε άλλους όρους, τους οποίους το Δικαστήριο ήθελε εγκρίνει υπό τις περιστάσεις.
(Γ) Οιανδήποτε άλλη διαταγή το Σεβαστό Δικαστήριο θεωρεί αναγκαίο προς το σκοπό της δίκαιης απονομής της Δικαιοσύνης υπό τις περιστάσεις.".
Κατά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας η ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα-αιτητή απέσυρε την πρώτη, πιο πάνω θεραπεία και δήλωσε ότι στην πραγματικότητα επιμένει μόνο για τη δεύτερη θεραπεία που ζητείται με την αίτηση.
Η παρούσα αίτηση έχει ως βάση το άρθρο 157(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Τα γεγονότα αναφέρονται στην ένορκη δήλωση του εφεσείοντα που συνοδεύει την αίτησή του. Σ' αυτήν αναφέρεται ότι κρατείται στις Κεντρικές Φυλακές από τις 17.8.1999 προφανώς ως υπόδικος εκκρεμούσης της δίκης του στο Κακουργιοδικείο και μετά την καταδίκη του, στις 15.2.2000, ως κατάδικος. Στην ένορκη δήλωσή του αναφέρεται σ' όλους τους λόγους έφεσης που καταχώρησε κατά της καταδίκης και της ποινής και υποβάλλει ισχυρισμούς για καλές πιθανότητες επιτυχίας της.
Λόγος για την καθυστέρηση στην εκδίκαση της έφεσης ήταν η αντικειμενική αδυναμία έγκαιρης αποστενογράφησης των πρακτικών της πρωτόδικης δίκης. Και τούτο λόγω αναγκαστικής απουσίας της στενογράφου από την υπηρεσία λόγω τοκετού. Το παρόν Εφετείο όρισε την έφεση, αφού διέγνωσε το πρόβλημα, για να ακούσει τις απόψεις των δύο πλευρών. Ο εφεσείων, διά της δικηγόρου του, υπέβαλε ότι χωρίς τα πρακτικά της δίκης είναι αδύνατο να γίνει η συζήτηση της έφεσης και υπέβαλε προφορικό αίτημα για υπό όρους απόλυσή του. Υποδείξαμε στη δικηγόρο του εφεσείοντα να καταχωρήσει γραπτή αίτηση στο Δικαστήριο. Συνάμα δώσαμε οδηγίες στο Πρωτοκολλητείο να μας πληροφορήσει για το χρόνο που αναμένεται να είναι έτοιμα τα πρακτικά. Πράγματι πριν την ακρόαση της παρούσας αίτησης ο Πρωτοκολλητής μας πληροφόρησε ότι τα πρακτικά της δίκης αναμένεται να είναι έτοιμα περί το τέλος Ιουλίου η δε έφεση ορίσθηκε ήδη για ακρόαση στις 24.9.2001.
Αγορεύοντας η συνήγορος του εφεσείοντα παραδέχθηκε κατ' αρχήν ότι η απόλυση εφεσείοντα εκκρεμούσης της έφεσης είναι πολύ εξαιρετικό μέτρο και πολύ σπάνια διατάσσεται. Θα προσθέταμε εμείς ότι μέχρι σήμερα δεν υπάρχει προηγούμενο στην Κυπριακή νομολογία.
Η κα. Βραχίμη αγορεύοντας περαιτέρω αναφέρθηκε στην ουσία της έφεσης και υπέβαλε ότι ο εφεσείων κακώς είχε καταδικασθεί. Υπέβαλε ότι η δεύτερη κατηγορία, της εισαγωγής ναρκωτικών ουσιών στη Δημοκρατία, δεν είναι δυνατό να ευσταθήσει νομικά γιατί η εισαγωγή τους έγινε από κάποια ονόματι Νεκταρία, μάρτυρα κατηγορίας, με τη προτροπή και τη συνεργασία της Αστυνομίας. Η Νεκταρία, κατά την κα. Βραχίμη, πήγε στην αστυνομία και ανέφερε τα της συνομιλίας της με τον εφεσείοντα σχετικά με τα ναρκωτικά. Πήγε, συνεχίζει, πριν τη διάπραξη του αδικήματος της εισαγωγής ναρκωτικών ουσιών, και κατέστησε τον εαυτό της πράκτορα της αστυνομίας. Ενεργούσε δε πλέον με τις οδηγίες της τελευταίας η δε εισαγωγή των ναρκωτικών έγινε νόμιμα, ως "ελεγχόμενη παράδοση" με την έννοια του Νόμου 3(1)/95.
Υπέβαλε ακόμα ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει την κατοχή των ναρκωτικών από τον εφεσείοντα, κατηγορίες 3 και 4, το δε αντίθετο συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου είναι εσφαλμένο. Όσον δε αφορά την ποινή των πέντε χρόνων φυλάκισης (για την κατοχή) υπέβαλε ότι είναι υπερβολική, για το λόγο ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη ότι υπήρχε παγίδευση εκ μέρους της Αστυνομίας.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης-καθ' ης η αίτηση αντέκρουσε τα επιχειρήματα της κας. Βραχίμη όσον αφορά τα γεγονότα και τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε στο Κακουργιοδικείο. Ως προς το τελευταίο δε επιχείρημα του εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη, κατά την επιμέτρηση της ποινής, την ισχυριζόμενη παγίδευση, τόνισε ότι αυτό δεν είναι ορθό αφού στην απόφασή του δεν δέχθηκε ότι υπήρξε τέτοια παγίδευση με βάση το νόμο. Ανέφερε δε ότι οι κύριοι μάρτυρες κατηγορίας ήσαν οι συναυτουργοί με τον εφεσείοντα οι οποίοι καταδικάσθηκαν από Επαρχιακό Δικαστήριο. Τέλος υπέβαλε ότι η έφεση είναι ήδη ορισμένη για ακρόαση στις 24.9.2001 και ότι δεν συντρέχουν οι εξαιρετικές περιστάσεις που απαιτούνται από τη νομολογία για την επιτυχία τέτοιας αίτησης.
Η ερμηνεία του άρθρου 157(1) και οι παράγοντες που υπεισέρχονται στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου έχουν εξετασθεί σε αρκετές υποθέσεις. Στη Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 227, το απόσπασμα από τη σελ. 230 χαρακτηρίζει τα πλαίσια άσκησης της εξουσίας του Δικαστηρίου. Αναφέρονται τα εξής:-
"Η απόλυση φυλακισθέντος επί εγγυήσει πριν την αποπεράτωση της έφεσης συνιστά ασύνηθες μέτρο το οποίο δικαιολογείται μόνον σε εξαιρετικές περιστάσεις τόσο ασύνηθες ώστε να μην έχει εγκριθεί μέχρι σήμερα, όπως ανάφεραν οι συνήγοροι, προηγουμένως. Η φειδώ με την οποία έχουν αντιμετωπιστεί μέχρι σήμερα παρόμοιες αιτήσεις δεν αναιρεί, όπως σωστά υπέδειξε ο κ. Μαρκίδης, την εξουσία για απόλυση ούτε συνιστά ανυπέρβλητο κώλυμα στην έγκρισή της. Η εξαιρετικότητα του μέτρου είναι συνυφασμένη με το δικαστικό μας σύστημα το οποίο καθιστά το πρωτόδικο δικαστήριο τον κατεξοχή κριτή τόσο των πρωτογενών γεγονότων, όσο και του μέτρου της ποινής. Τι συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις είναι δύσκολο να προβλεφθεί με ακρίβεια και ανεπιθύμητο να καθοριστεί εξαντλητικά. Η ευχέρεια συνάρτησης της απόλυσης με την πρόγνωση του αποτελέσματος της έφεσης όταν στρέφεται εναντίον της καταδίκης, είναι οριακή δεδομένου ότι προαπαιτείται διαπίστωση ότι η πιθανότητα επιτυχίας είναι πολύ μεγάλη ή όπου στρέφεται εναντίον της ποινής ότι αυτή είναι με οποιοδήποτε μέτρο υπερβολική. Εν πάση περιπτώσει η ευχέρεια αυτή δεν πρέπει να ασκείται με τρόπο που να μεταβάλλει την αρχή ότι το μέσον αναθεώρησης της πρωτόδικης απόφασης είναι η έφεση και όχι η προεκτίμηση του πιθανού αποτελέσματός της.".
Οι αρχές που ετέθησαν στη Μιχαηλίδης (πιο πάνω) έχουν επιβεβαιωθεί πρόσφατα σε δύο αποφάσεις στις οποίες παρατίθεται το πιο πάνω απόσπασμα. Αυτές είναι: Νίκος Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας, (1998) 2 Α.Α.Δ. 482 και Νίκος Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας, (1999) 2 Α.Α.Δ. 460. Στην τελευταία αναφέρθηκαν και άλλοι παράγοντες που προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Αναφέρονται ως εξής στη σελίδα 464 της απόφασης, από τον Πική, Π.:
"Άλλοι παράγοντες οι οποίοι προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, χωρίς να εξαντλείται ο κατάλογος των σχετικών γεγονότων και περιστατικών είναι, (α) η πιθανότητα έκτισης της ποινής μέχρι την εκδίκαση της έφεσης· (β) το απομεμακρυσμένο διάπραξης όμοιου αδικήματος στο ενδιάμεσο· και (γ) οι πιθανότητες του εφεσείοντος να συμμορφωθεί με τους όρους εγγύησης.".
Στην υπόθεση Petri v. The Police (1968) 2 C.L.R. 1 όπου υπήρχε εμφανής παρατυπία στη διαδικασία, η οποία πιθανώς να οδηγούσε σε ακύρωση της καταδίκης, το Εφετείο δεν άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ του εφεσείοντα. Όπως αναφέρει ο Αρτέμης, Δ. στην υπόθεση Ευαγγέλου (πιο πάνω, ημερ. 23.12.98) "από τη σχετική νομολογία προκύπτει ότι πολύ σχετικός παράγων είναι το γεγονός του αν η έφεση μπορεί να οριστεί και/ή ορίζεται σε σύντομο χρονικό διάστημα.".
Στην παρούσα υπόθεση είναι γεγονός ότι υπήρξε αντικειμενικά καθυστέρηση στην ετοιμασία των πρακτικών της δίκης λόγω της εγγενούς αδυναμίας αποστενογράφησής τους. Εκφράζουμε τη λύπη και την ανησυχία μας γι' αυτό το γεγονός, της αδυναμίας του συστήματος στην ετοιμασία έγκαιρα των πρακτικών της δίκης. Η έφεση όμως έχει ήδη ορισθεί για ακρόαση στις 24.9.01, τα δε πρακτικά θα είναι έτοιμα μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα.
Έχοντας υπόψη τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του εγειρόμενου θέματος και ιδιαίτερα τις αρχές όπως έχουν τεθεί στις αποφάσεις Μιχαηλίδη, Ευαγγέλου και Petri (πιο πάνω), κρίνουμε ότι δεν υπάρχουν στην παρούσα υπόθεση εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες να δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής μας ευχέρειας υπέρ της απόλυσης του εφεσείοντα. Αυτό συναρτάται και με το γεγονός ότι η έφεση έχει ήδη ορισθεί για ακρόαση μετά τις θερινές διακοπές, στις 24.9.2001, οπότε και το Εφετείο θα επιληφθεί της ουσίας της έφεσης και θα καταλήξει σε τελική απόφαση επί του θέματος.
Η αίτηση, κατά συνέπεια, απορρίπτεται.
H αίτηση απορρίπτεται.