ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 2 ΑΑΔ 82
14 Φεβρουαρίου, 2001
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΡΙΣΤΟΥ ΕΥΑΓΟΡΟΥ (ΑΡ. 1)
Εφεσίβλητου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 7000)
Έφεση ― Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα ― Διέπεται από το Άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ― Κατά πόσο η έφεση ήταν άκυρη επειδή η διεύθυνση επίδοσης σ' αυτή δεν ευρίσκετο στην πόλη στην οποία είχε εκδικασθεί η υπόθεση.
Η διεύθυνση επίδοσης στην έφεση που άσκησε ο Γενικός Εισαγγελέας βρίσκεται στη Λευκωσία. Ο συνήγορος του εφεσίβλητου υποστήριξε ότι αυτό ήταν λάθος, εφόσον ήταν το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού που εκδίκασε την υπόθεση. Επικαλέστηκε τις διατάξεις του Άρθρου 138(δ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Αποφασίστηκε ότι:
Η έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα διέπεται από το Άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Το Άρθρο 138(δ), το οποίο προνοεί ότι κάθε ειδοποίηση έφεσης κατονομάζει κάποια διεύθυνση εντός των δημοτικών ορίων της κύριας πόλης ή Επαρχίας στην οποία αυτός δικάστηκε, δεν αναφέρεται σε έφεση που ασκείται από το Γενικό Εισαγγελέα αλλά σε έφεση που υποβάλλεται από πρόσωπο που μπορεί να είναι ο ίδιος ο εφεσείων ή ο δικηγόρος ο οποίος εκπροσωπεί τον εφεσείοντα.
Η εισήγηση του εφεσίβλητου απορρίφθηκε.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Rodosthenous a.o.v. Police (1961) C.L.R. 48.
Ενδιάμεση απόφαση στην Έφεση.
Ενδιάμεση (ex-tempore) απόφαση του Εφετείου στα πλαίσια της Έφεσης την οποία άσκησε ο Γενικός Εισαγγελέας εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Υπόθεση Αρ. 19958/2000, ημερομηνίας 17/10/2000, επί της εισήγησης του δικηγόρου του κατηγορουμένου-εφεσίβλητου ότι η εν λόγω έφεση ήταν άκυρη λόγω του ότι ως διεύθυνση επίδοσης αναγράφετο η Λευκωσία και όχι η Λεμεσός.
Ι. Λουκαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Πουργουρίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Ο�εφεσίβλητος παρών.
Ex-tempore
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο κ. Πουργουρίδης υποστήριξε ότι η έφεση που άσκησε ο Γενικός Εισαγγελέας είναι άκυρη επειδή η διεύθυνση επίδοσης σ' αυτή βρίσκεται στη Λευκωσία και όχι στη Λεμεσό, αφού ήταν από το Επαρχιακό Δικαστήριο εκείνης της πόλης που εκδικάστηκε η υπόθεση. Επικαλέστηκε τις διατάξεις του άρθρου 138(δ) του περί Ποινικής Δικονονίας Νόμου, Κεφ.155 και, ως προς τις επιπτώσεις από την παράβασή τους, την Lefkios Rodosthenous and another v. The Police (1961) C.L.R. 48. Η κα. Λουκαΐδου δεν αμφισβήτισε πως, όποια και αν θα μπορούσε να ήταν η σοφία νομοθετικής απαίτησης όπως την εκλαμβάνει ο εφεσίβλητος, θα επερχόταν ακυρότητα. Εισηγείται, όμως, και συμφωνούμε, πως το άρθρο 138(δ) δεν αναφέρεται σε έφεση που ασκείται από το Γενικό Εισαγγελέα.
Το άρθρο 137 του Νόμου, με τον παράτιτλο "Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας", δεν περιορίζεται σε καθορισμό των δυνατοτήτων άσκησης τέτοιας έφεσης. Με την παράγραφο (3) ρυθμίζει και άλλα ζητήματα, ως εξής:
"Κάθε ειδοποίηση έφεσης δυνάμει του άρθρου αυτού είναι στον καθορισμένο τύπο. Υπογράφεται από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή από τέτοιο πρόσωπο ως αυτός ήθελε εξουσιοδοτήσει για το σκοπό αυτό και εκθέτει πλήρως τους λόγους επί τους οποίους αυτή βασίζεται".
Το άρθρο 138 που ακολουθεί πρέπει να το δούμε στην ολότητά του. Υπό τον παράτιτλο "Τύπος ειδοποίησης και αίτηση για άδεια έφεσης", προβλέπει ως εξής:
"Κάθε ειδοποίηση έφεσης και κάθε αίτηση για άδεια έφεσης -
(α) είναι στον καθορισμένο τύπο·
(β) υπογράφεται από τον εφεσείοντα ή το δικηγόρο του·
(γ) εκθέτει πλήρως τους λόγους επί τους οποίους αυτή βασίζεται·
(δ) κατονομάζει κάποια διεύθυνση εντός των δημοτικών ορίων της κύριας πόλης ή Επαρχίας στην οποία αυτός δικάστηκε όπου όλες οι ειδοποιήσεις, κλήσεις, διατάγματα, και άλλες γραπτές κοινοποιήσεις δύναται να αφήνονται για αυτόν, και καμιά ειδοποίηση έφεσης ή αίτησης για άδεια έφεσης είναι έγκυρη εκτός αν πληρεί τις απαιτήσεις του άρθρου αυτού."
Αν η εισήγηση του κ. Πουργουρίδη ήταν ορθή, θα είχαμε νομοθέτημα που θα παράπεμπε δύο φορές σε "καθορισμένο τύπο" για το ίδιο πράγμα. Το ίδιο και σε σχέση με την απαίτηση, που θα ήταν και πάλι διπλή, για πλήρη έκθεση των λόγων στους οποίους βασίζεται η έφεση. Περαιτέρω, ενώ το άρθρο 137(3) επιβάλλει την υπογραφή της έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα ή από άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, το άρθρο 138(β) απαιτεί υπογραφή της έφεσης από τον εφεσείοντα ή το δικηγόρο του. Είναι και αυτό προσδιοριστικό της εμβέλειας του άρθρου. Δεν θα ήταν αναγκαίο να υπάρχει διπλή πρόνοια για υπογραφή σε ό,τι αφορούσε στο Γενικό Εισαγγελέα και, ακόμα, είναι σαφές ότι το άρθρο 138 αναφέρεται σε πρόσωπο που μπορεί να είναι ο ίδιος εφεσείων, ή να έχει δικηγόρο και δεν θα ήταν λογικό να δεχτούμε πως τέτοιες διατυπώσεις παραπέμπουν και σε έφεση που ασκείται από το Γενικό Εισαγγελέα. Η εισήγηση του εφεσίβλητου απορρίπτεται.
H�εισήγηση του εφεσίβλητου απορρίπτεται.