ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 2 ΑΑΔ 65
2 Φεβρουαρίου, 2001
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
1. ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ,
2. RAINBOW BLEACHING AND DYEING
COMPANY LTD,
Εφεσιβλήτων.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6920)
Ρύπανση περιβάλλοντος ― Απόρριψη υγρών αποβλήτων εργοστασίου βαφής ρούχων χωρίς την άδεια του αρμόδιου Υπουργού κατά παράβαση του περί Ελέγχου της Ρύπανσης των Νερών Νόμου του 1991 (Ν. 69/91 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 76(1)/92) ― Μία προηγούμενη καταδίκη στην οποία επιβλήθηκε ποινή προστίμου ― Επιβολή προστίμου £1.000 και £1.500 ― Η ποινή κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής ως προς το είδος της ― Αποφασίστηκε κατ' έφεση και η έκδοση διατάγματος αναστολής της λειτουργίας του εργοστασίου ούτως ώστε να τερματισθεί η συνεχιζόμενη παρανομία και κατ' επέκταση ο δυσμενής επηρεασμός του περιβάλλοντος.
Ποινικό αδίκημα ― Ανοχή ― Δεν πρέπει να επιδεικνύεται ανοχή στη διάπραξη αδικήματος ― Η αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου.
Διάταγμα αναστολής ― Εφαρμοστέες αρχές ως προς την έκδοση διατάγματος αναστολής.
Οι εφεσίβλητοι παραδέχθηκαν ενοχή σε κατηγορία για απόρριψη υγρών αποβλήτων του εργοσασίου βαφής Rainbow Bleaching and Dyeing Company Ltd σε συγκεκριμένη τοποθεσία στο Παλιομέτοχο, χωρίς την άδεια του αρμόδιου Υπουργού για την περίοδο από 30.6.95 μέχρι 29.4.99. Οι εφεσίβλητοι είχαν καταδικασθεί σε άλλη υπόθεση, για όμοια κατηγορία και τους επιβλήθηκε ποινή προστίμου. Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο επέβαλε στους εφεσίβλητους ποινή προστίμου £1.000 και £1.500 αντιστοίχως.
Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την ποινή αναφορικά με το είδος της. Υποστήριξε ότι το Δικαστήριο είχε επιλογή να εκδώσει διάταγμα αναστολής λειτουργίας του εργοστασίου, δυνάμει του Άρθρου 29Α του περί ελέγχου της Ρύπανσης των Νερών Νόμου του 1991 (Ν. 69/91), (ο Νόμος) όπως τροποποιήθηκε. Δεν το έπραξε με αποτέλεσμα να επηρεασθεί δυσμενώς το περιβάλλον από τη διάπραξη του αδικήματος. Το Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στο δυσμενή επηρεασμό του περιβάλλοντος.
Ο συνήγορος των εφεσιβλήτων υποστήριξε ότι οι εφεσίβλητοι έκαμαν μεγάλες προσπάθειες επί χρόνια, με την ενθάρρυνση των αρχών, για την εξεύρεση εναλλακτικών λύσεων και την άρση της παρανομίας.
Αποφασίστηκε ότι:
Η ενέργεια των εφεσιβλήτων ήταν απολύτως απαγορευμένη από το Νόμο. Το Άρθρο 20(1) του Περί Ρύπανσης των Νερών Νόμου του 1991 (Ν. 69/91), όπως τροποποιήθηκε, που παρέβησαν οι εφεσίβλητοι, αποβλέπει στην "προστασία υπόγειων νερών." Η έκδοση διατάγματος αναστολής θα σήμαινε υποχρέωση συμμόρφωσης που αν δεν εκπληρωνόταν θα επαγόταν τις δραστικές κυρώσεις που κατά κανόνα επιβάλλονται σε τέτοιες περιπτώσεις. Στην προκείμενη περίπτωση η ποινή θα έπρεπε να περιλαμβάνει και διάταγμα αναστολής και η έφεση πρέπει να επιτύχει.
Επιπρόσθετα προς την ποινή προστίμου διατάσσεται η αναστολή της λειτουργίας του εργοστασίου για όσο χρόνο η λειτουργία του θα επάγεται τη χωρίς την άδεια του αρμόδιου Υπουργού, απόρριψη υγρών αποβλήτων.
Η έφεση επιτράπηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών (1996) 3 Α.Α.Δ. 503,
Κυνηγού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 472,
Τσουλόφτας ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 391,
Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας Λεμεσού ν. Sedora Enterprises Ltd κ.ά. (1992) 2 Α.Α.Δ. 332,
Α/φοι Λαμπριανίδη ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 Α.Α.Δ. 390,
Φωτίου κ.ά. ν. Δήμου Πάφου (1991) 2 Α.Α.Δ. 294,
Ηλιάδης ν. Δήμου Λάρνακος (1998) 2 Α.Α.Δ. 75,
Bacardi and Co. Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 A.A.Δ. 788.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της ποινής του προστίμου £1.000 και £1.500 η οποία επιβλήθηκε αντίστοιχα στους κατηγορούμενους 1 και 2 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, Υπόθεση Αρ. 27743/99, ημερομηνίας 6/4/2000, οι οποίοι παραδέκτηκαν ενοχή και καταδικάστηκαν σε κατηγορία για απόρριψη υγρών αποβλήτων του εργοστασίου βαφής ρούχων με την επωνυμία Rainbow Bleaching and Dyeing Company Ltd στην τοποθεσία "Κάτω Απλός" στο Παλιομέτοχο της Επαρχίας Λευκωσίας, χωρίς την άδεια του αρμόδιου Υπουργού κατά παράβαση του Άρθρου 29Α του περί Ελέγχου της Ρύπανσης των Νερών Νόμου του 1991, Ν. 69/91, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 76(1)/92.
Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ και Ελ. Πλατρίτου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χαβιαράς, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι, οι δεύτεροι ως οι ιδιοκτήτες και ο πρώτος ως ο διευθυντής τους, παραδέκτηκαν ενοχή σε κατηγορία για απόρριψη υγρών αποβλήτων του εργοστασίου βαφής ρούχων με την επωνυμία Rainbow Bleaching and Dyeing Company Ltd στην τοποθεσία "Κάτω Απλός" στο Παλιομέτοχο της Επαρχίας Λευκωσίας, χωρίς την άδεια του αρμόδιου Υπουργού. Η δημιουργία αποβλήτων και η απόρριψή τους ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της λειτουργίας του εργοστασίου και είχαν εγκαταστήσει αγωγό που τα μετέφερε σε γειτονικά χωράφια, όπου τα απέρριπτε υπό μορφή τεχνητής βροχής. Για όσο λειτουργούσε το εργοστάσιο, με δοσμένη την έλλειψη της αναγκαίας άδειας, διαπράτεται το αδίκημα και το κατηγορητήριο κάλυπτε το μεγάλο διάστημα της 30.6.95 και 29.4.99. Σημειώνουμε πως και για την προγενέστερη περίοδο μεταξύ της 1.1.95 και 29.6.95 καταδικάστηκαν σε άλλη υπόθεση, για όμοια κατηγορία, και τους επιβλήθηκε ποινή προστίμου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε στους εφεσίβλητους ποινή προστίμου £1000 και £1500 αντιστοίχως και εφεσιβάλλει την ποινή ο Γενικός Εισαγγελέας. Η εισήγησή του δεν αφορά στο ύψος ή στο είδος της κύρωσης. Αφορά στην επιλογή της μή έκδοσης διατάγματος για αναστολή της λειτουργίας του εργοστασίου, για την οποία θεσπίστηκε ειδική εξουσία με το άρθρο 29Α του περι Ελέγχου της Ρύπανσης των Νερών Νόμου του 1991 (Ν. 69/91 όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 76 (Ι)/92). Όπως προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, το Δικαστήριο δύναται, επιπρόσθετα με την επιβολή ποινής,
"να διατάξει τον άμεσο τερματισμό ή την αναστολή της λειτουργίας της επιχείρησης στην οποία ανήκει η βιομηχανική πηγή σε σχέση με την οποία διαπράχθηκε το αδίκημα για όσο χρόνο και με τέτοιους άλλους όρους που το Δικαστήριο ήθελε κρίνει σκόπιμο να καθορίσει στο διάταγμα."
Το θέμα είχε συζητηθεί πρωτοδίκως και το Δικαστήριο κατέληξε σε διαφορετική εκτίμηση αναφορικά με τον τρόπο άσκησης της διακριτικής του εξουσίας. Θεώρησε ότι υπήρχαν ιδιαίτερα περιστατικά. Το εργοστάσιο λειτούργησε και τα απόβλητα απορρίπτονταν στον ίδιο χώρο, αρχικά με την αναγκαία άδεια. Αυτή όμως ήταν, όπως σημειώνεται, εξάμηνης διάρκειας, έληξε στις 31.12.94 και το αίτημα για την ανανέωσή της απορρίφθηκε. Εξακολούθησε εν τούτοις να λειτουργεί το εργοστάσιο και να απορρίπτονται τα απόβλητα στον ίδιο χώρο και το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε πως, παρόλον τούτο, "η συγκεκριμένη υπόθεση δεν είναι η κλασσική περίπτωση που οι κατηγορούμενοι περιφρονούν τις σχετικές διαδικασίες και ενσυνείδητα παρανομούν". Είχαν έκτοτε, με την ενθάρρυνση ή και με παροτρύνσεις των αρμοδίων αρχών, υποβάλει 6 διαδοχικές αιτήσεις για διαζευκτικές λύσεις, δηλαδή για την απόρριψη των αποβλήτων σε άλλους χώρους. Αυτό προκάλεσε δαπάνες δεκάδων χιλιάδων λιρών και στο τέλος οι αιτήσεις απορρίφθηκαν, η μια μετά την άλλη, για λόγους, όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, που "παραμένουν γενικά αόριστοι στο Δικαστήριο". Ο δεύτερος παράγοντας που φαίνεται ότι επέδρασε, ήταν η διαφαινόμενη διαφωνία με όσα τονίστηκαν από την κατηγορούσα αρχή σε σχέση με την ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος. Είχε προσαφθεί κατά των κατηγορουμένων και δεύτερη κατηγορία για πράγματι ρύπανση των νερών και η μαρτυρία που προσάχθηκε κρίθηκε ανεπαρκής για την στοιχειοθέτηση εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Ανέφερε, λοιπόν, το πρωτόδικο Δικαστήριο:
"Προσυπογράφω όσα ανάφερε ο κ. Παπαδόπουλος για την ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος, θα ήθελα όμως να επισημάνω ότι η δεύτερη κατηγορία που αφορούσε ρύπανση των νερών της Κύπρου από την απόρριψη των υγρών αποβλήτων του εργοστασίου απορρίφθηκε από το Δικαστήριο καθότι δεν στοιχειοθετήθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση."
Ήταν η πρώτη θέση του Γενικού Εισαγγελέα πως υποτιμήθηκε η δυσμενής επίδραση στο περιβάλλον από τη διάπραξη του αδικήματος. Έγινε αναφορά στη μαρτυρία που προσάχθηκε και ο κ. Παπαϊωάννου επικαλέστηκε τις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, και Παντελής Κυνηγού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 472 για τη σημασία της προστασίας του περιβάλλοντος, την Treaty on European Union, αρ. 130r (2) αναφορικά με την ανάγκη στήριξης της περιβαλλοντικής πολιτικής στην αρχή της πρόληψης και τον Α.Ι. Τάχο, Δίκαιο Προστασίας του Περιβάλλοντος, 3η έκδοση, σελ. 84 και 156 αναφορικά με την απαγόρευση της δημιουργίας επιχειρήσεων ως μέτρου για την αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος. Επίσης, τις υποθέσεις Τσουλόφτας ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 391 και Επαρχιακός Λειτουργός Εργασίας Λεμεσού ν. Sedora Enterprises Ltd κ.ά. (1992) 2 Α.Α.Δ. 332, αναφορικά με την αυστηρότητα με την οποία πρέπει να αντιμετωπίζονται τα αδικήματα που πλήττουν το περιβάλλον. Ως προς τη στάση της διοίκησης, ενώ δέκτηκε τελικά ό κ. Παπαϊωάννου πως παρατηρήθηκε, κακώς όπως τόνισε, για μεγάλο χρονικό διάστημα ανοχή της παρανομίας, εισηγήθηκε πως ούτως ή άλλως, το προεξάρχον ήταν η αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου. Ήταν ενσυνείδητη η παρανομία που εκδηλωνόταν καθημερινά επί χρόνια, οι κατηγορούμενοι είχαν ήδη τιμωρηθεί με τιμή προστίμου που αποδείχθηκε αναποτελεσματική και, κάτω από τέτοιες περιστάσεις, η μή έκδοση διατάγματος αναστολής ισοδυναμεί με αναγνώριση δυνατότητας συνέχισης της παρανομίας. Επικαλέστηκε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου και προτιθέμεθα να αναφερθούμε στην κάθε μια από αυτές γιατί είναι ορθό, αντίθετα προς τη διαφορετική άποψη των εφεσιβλήτων, πως άπτονται θεμάτων ευθέως σχετικών προς την παρούσα υπόθεση.
Στην Α/φοί Λαμπριανίδη ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου (1989) 2 Α.Α.Δ. 390, οικοδομήθηκαν κτιριακές εγκαταστάσεις κατά παράβαση των όρων της άδειας οικοδομής και χρησιμοποιούνταν χωρίς πιστοποιητικά έγκρισης. Κρίθηκε πρωτοδίκως αναπόφευκτη η έκδοση διατάγματος κατεδάφισης και κατ΄έφεση συζητήθηκε, ως το κεντρικό σημείο, η ενθάρρυνση της οποίας οι εφεσείοντες, σύμφωνα με την υπόθεσή τους, έτυχαν από κρατικούς λειτουργούς. Αποφασίστηκε πως ήταν πράγματι αναπόφευκτη η έκδοση διατάγματος κατεδάφισης, ακόμα και σε τέτοια περίπτωση. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου που εξέδωσε ο Πικής Δ., όπως ήταν τότε:
"Aποτελεί θεμελιώδη κανόνα του κράτους δικαίου ότι κανένας, όσο ψηλά κι αν βρίσκεται, δε μπορεί να εξουσιοδοτήσει εκτροπή από τη νομιμότητα. Πρέπει να γίνει κατανοητό, τόσο από τους εφεσείοντες όπως και από κάθε πολίτη, στον προγραμματισμό των πράξεών του ότι ο νόμος δεν είναι μόνο η υπέρτατη αρχή αλλά και η μόνη πηγή για την απόκτηση δικαιωμάτων. Η προσδοκία για την ανοχή της παρανομίας δεν αποτελεί λόγο για τη διαιώνισή της. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία έγινε εκτεταμένη αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο* υποστηρίζει ότι ο πρωταρχικός παράγοντας στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου ως προς την έκδοση διατάγματος κατεδάφισης είναι η διασφάλιση της εγκυρότητας της πολεοδομικής νομοθεσίας (Περί Οδών και Οικοδομών Νόμος και Κανονισμοί) και η αποκατάσταση της νομιμότητας. Η έκδοση διατάγματος για την κατεδάφιση παράνομων οικοδομών μπορεί να αποφευχθεί μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που η παρέκκλιση από τους όρους οικοδομής είναι ασήμαντη σε τέτοιο βαθμό που η κατεδάφιση του συνόλου της οικοδομής θα συνιστούσε τιμωρία δυσανάλογη προς τη βαρύτητα του πταίσματος. Όμως και στην περίπτωση που η παρέκκλιση από τους όρους είναι ασήμαντη, και το μέρος της οικοδομής το οποίο συνιστά την παρανομία διαχωρίζεται από το υπόλοιπο και σ΄εκείνη την περίπτωση δικαιολογείται έκδοση διατάγματος καταδάφισης του συγκεκριμένου μέρους που συνιστά την παράβαση. Στην προκείμενη περίπτωση οι όροι της άδειας όχι μόνο δεν τηρήθηκαν αλλά ουσιαστικά αγνοήθηκαν. Μόνο μικρό μέρος των εγκαταστάσεων κτίστηκε σύμφωνα με την άδεια οικοδομής. Όμως και το μέρος αυτό δε μπορεί να διαχωριστεί από την υπόλοιπη οικοδομή οπόταν δικαιολογημένα το Δικαστήριο διέταξε την κατεδάφιση του συνόλου."
Στη Φωτίου & Άλλη ν. Δήμου Πάφου (1991) 2 Α.Α.Δ. 294 και πάλιν σε σχέση με διάταγμα κατεδάφισης οικοδομής ο Α. Λοϊζου Π. τόνισε την ανάγκη να μή ματαιώνει η μή έκδοσή του το σκοπό του νόμου και, εν πάση περιπτώσει, "να μην ισοδυναμεί στην ουσία με έγκριση της παρανομίας και συνέχισης αυτής ώστε ένας που αδικοπραγεί να αισθάνεται ότι μπορεί να διαπράττει τέτοια αδικήματα και να απολαμβάνει τους καρπούς της παρανομίας του καταβάλλοντας μόνο μια χρηματική ποινή". Στην Ηλίας Χρίστου Ηλιάδης ν. Δήμου Λάρνακος (1998) 2 Α.Α.Δ. 75 το θέμα ήταν και πάλιν η έκδοση διατάγματος κατεδάφισης και σε σχέση με την ανοχή που επέδειξε η αρμόδια αρχή, στην απόφαση του Εφετείου που εξέδωσε ο Αρτεμίδης Δ. τονίστηκαν τα ακόλουθα:
"Γεγονός είναι πως η αρμόδια δημοτική αρχή ανέχθηκε για κάποιο χρόνο την παρανομία. Τούτο όμως δεν δίδει δικαίωμα στον παρανομούντα. Αντίθετα, αναμένεται λόγω της επίδειξης ανοχής ή επιείκειας εκ μέρους της αρμόδιας αρχής, ο παραβάτης να άρει την παρανομία".
Ο κ. Χαβιαράς υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση. Διέκρινε το αδίκημα που διεπράχθη από εκείνο για το οποίο αθωώθηκαν οι εφεσίβλητοι και στάθηκε ιδιαίτερα στο ιστορικό της υπόθεσης. Κυρίως στις μεγάλες προσπάθειες που επί χρόνια κατέβαλλαν οι εφεσίβλητοι, με την ενθάρρυνση των αρχών, για την εξεύρεση εναλλακτικών λύσεων και την άρση της παρανομίας. Προσπάθειες οι οποίες, όπως σημείωσε και το πρωτόδικο δικαστήριο, επάγονταν μεγάλο κόστος το οποίο ματαίως υπέστησαν. Υποστήριξε πως πρέπει να βρεί την έκφρασή του στο αποτέλεσμα της έφεσης το γεγονός ότι δεν είναι υποχρεωτική αλλά δυνητική η έκδοση διατάγματος αναστολής και επικαλέστηκε την απόφαση του Κληρίδη Π.Ε.Δ. στο πλαίσιο της προηγούμενης ποινικής δίωξης των εφεσιβλήτων με την οποία απέρριψε αίτημα για προσωρινό διάταγμα αναστολής, ακριβώς εξ αιτίας της στάσης της διοίκησης. Σημειώνουμε, όμως, ως προς αυτό το τελευταίο, πως στην ίδια απόφαση έγινε αναφορά στον Kerr on Injunctions 6η έκδοση σελ. 22 και στην Βacardi and Co. Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 788 σε σχέση με τη διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος της έκδοσης τελικού και όχι παρεμπίπτοντος διατάγματος.
Δεν μπορούμε να δούμε πως θα ήταν δυνατό να αποσυνδεθεί το αδίκημα από επιπτώσεις στο περιβάλλον. Υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου μαρτυρία αναφορικά με τον επηρεασμό του εδάφους εξαιτίας της ψηλής περιεκτικότητας των αποβλήτων σε θειικό νάτριο αλλά και ο ίδιος ο Νόμος, όπως το υποδηλοί και ο πλήρης τίτλος του, επιβάλλει υποχρεώσεις και δημιουργεί αδικήματα ακριβώς με στόχο την προστασία ευρύτερα του περιβάλλοντος. Το ίδιο δε το άρθρο 20(1) που παρέβησαν οι εφεσίβλητοι, αποβλέπει, όπως δείχνει ο παράτιτλός του, στην "προστασία υπόγειων νερών". Ήταν, επομένως, ιδιαιτέρως σοβαρό και από αυτή την άποψη το αδίκημα που διαπράχθηκε αλλά, σε κάθε περίπτωση, η ενέργεια στην οποία προέβησαν οι εφεσίβλητοι ήταν απολύτως απαγορευμένη από το Νόμο. Ποια, λοιπόν είναι η προοπτική της αντίδρασης, στην έκδοση διατάγματος αναστολής; Είναι αυτόδηλη και δεν την απέκρυψαν οι εφεσίβλητοι. Δεν έχουν σκοπό να τερματίσουν την παρανομία παρά και αυτή τη δεύτερη καταδίκη τους. Εφόσον δε θα προσάγονταν εκ νέου ενώπιον του Δικαστηρίου, θα είχαν να αντιμε τωπίσουν όμοια κατηγορία, για παράβαση του Νόμου, υπό τις ίδιες συνθήκες. Ενώ η έκδοση διατάγματος αναστολής θα σήμαινε υποχρέωση συμμόρφωσης που αν δεν εκπληρωνόταν θα επαγόταν τις δραστικές κυρώσεις που κατά κανόνα επιβάλλονται σε τέτοιες περιπτώσεις. Δεν έχουμε, βέβαια, εδώ παράνομες οικοδομές αλλά είναι φανερή η αντιστοιχία των αρχών που τέθηκαν στις πιο πάνω υποθέσεις με όσα αφορούν στην παρούσα υπόθεση.
Η δημιουργία και απόρριψη αποβλήτων είναι αναπόσπαστο στοιχείο της λειτουργίας του εργοστασίου των εφεσιβλήτων. Η λειτουργία του εργοστασίου τους κατ΄ανάγκην θα σημαίνει διάπραξη του αδικήματος κατ΄εξακολούθηση, για όσο δεν εξασφαλίζεται η αναγκαία άδεια. Η έκδοση διατάγματος αναστολής, κάτω από τέτοιες περιστάσεις, αποτελεί το αυτονόητο νομίζουμε παρακολούθημα της εφαρμογής του Νόμου. Είναι αδιανόητο να συζητούμε άρνηση έκδοσής του όταν η δυσμενής για τους εφεσίβλητους επίδρασή του συνίσταται στην αποτροπή της εκ μέρους τους συνέχισης της παρανομίας. Το δήλωσε και ο κ. Παπαϊωάννου και το τονίζουμε και εμείς πως κακώς επιδείχθηκε ανοχή ενώ διαπραττόταν το αδίκημα. Αλλά και στην έκταση που αυτό θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως είδος ενθάρρυνσης, αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου η αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση η ποινή έπρεπε να περιλαμβάνει και διάταγμα αναστολής και η έφεση πρέπει να επιτύχει.
Επιπρόσθετα προς την χρηματική ποινή που επέβαλε το πρωτόδικο δικαστήριο, διατάσσουμε την αναστολή της λειτουργίας του εργοστασίου Rainbow Bleaching and Dyeing Company Ltd για όσο χρόνο η λειτουργία του θα επάγεται τη, χωρίς την άδεια του αρμόδιου Υπουργού, απόρριψη υγρών αποβλήτων.
Η έφεση επιτρέπεται.