ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 2 ΑΑΔ 421
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6961
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΚΡΑΜΒΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ/στών
Ανδρέας Σωτηρίου Γιάγκου «Λεμόνας»,
Εφεσείων
- ν -
Α σ τ υ ν ο μ ί α ς,
Εφεσίβλητης
------------------------
15 Ιουνίου, 2001
Για τον Εφεσείοντα: Π. Σολομωνίδης.
Για την Εφεσίβλητη: Χ. Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
Εφεσείων παρών.
------------------------
Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσείων και τρίτο πρόσωπο διώχτηκαν από κοινού για διάρρηξη και κλοπή εν καιρώ νυκτός.
Ο εφεσείων, όπως και ο συγκατηγορούμενός του, αρνήθηκαν ενοχή κατά την εμφάνισή τους ενώπιον του Δικαστηρίου στις 16 Ιουλίου, 1998. Κατά την επόμενη εμφάνιση του εφεσείοντος στο Δικαστήριο, στις 23 Νοεμβρίου, 1998, (της υπόθεσης επελήφθη άλλος Επαρχιακός Δικαστής), το Δικαστήριο ενέκρινε την παροχή νομικής αρωγής σ' αυτό, προς διασφάλιση της εκπροσώπησής του από δικηγόρο. Πρόδηλο είναι ότι το Δικαστήριο έκρινε το μέτρο αυτό προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, που συνιστά το κριτήριο, βάσει του ΄Αρθρου 12.5(γ) του Συντάγματος (και του ΄Αρθρου 64 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155), για την παροχή νομικής αρωγής σε άτομα που στερούνται τα μέσα να διορίσουν δικηγόρο να τους εκπροσωπήσει.
΄Εκθεση του Γραφείου Ευημερίας αποκάλυψε ότι ο εφεσείων ήταν ανίκανος για εργασία, κατάσταση που προδιαγραφόταν να συνεχιστεί και στο μέλλον, τουλάχιστον κατά το επόμενο έτος.
΄Εκτοτε, η υπόθεση αναβλήθηκε επανειλημμένως, για σειρά λόγων, περιλαμβανομένων και παραλείψεων του ενός ή του άλλου κατηγορουμένου να εμφανιστεί, στους οποίους δε θα επεκταθούμε. Σημειώνουμε, επίσης, ότι της υπόθεσης επελήφθησαν, διαδοχικά, τέσσερα μέλη του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, πριν αυτή αχθεί, στις 13 Σεπτεμβρίου, 1999, ενώπιον της δικαστού, η οποία, τελικά, επελήφθη της υπόθεσης. Την ημέρα εκείνη η υπόθεση ήταν ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου για «προγραμματισμό», μορφή εμφάνισης άγνωστη στην Ποινική Δικονομία.
Η δικαστής όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 8 Δεκεμβρίου, 1999. Την ημέρα εκείνη ο δικηγόρος του συγκατηγορουμένου του εφεσείοντος πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι εμελετάτο το ενδεχόμενο ο πελάτης του να αλλάξει απάντηση στην κατηγορία, ζητώντας κάποιο χρόνο για τον οριστικό προσδιορισμό της θέσης τους, δυνατότητα που το Δικαστήριο ήταν πρόθυμο να τους δώσει.
Ακολούθως, το Δικαστήριο θεώρησε σωστό να υποβάλει την εξής ερώτηση στο δικηγόρο του εφεσείοντος: «Η θέση η δική σας ποια είναι;» - πλεοναστικό ερώτημα, εφόσον ο εφεσείων είχε απαντήσει στην κατηγορία και η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση ενώπιον του Δικαστηρίου.
Το πώς εκλήφθηκε το ερώτημα από το δικηγόρο του εφεσείοντος, καθίσταται πρόδηλο από την απάντησή του στο Δικαστήριο:-
«Απ΄ ότι είδα τον πελάτη μου μέχρι πρότινος που μίλησα μαζί του, επιμένει στην ακρόαση.»
Ο κατήγορος πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι οι μάρτυρες κατηγορίας ήταν έτοιμοι να καταθέσουν.
Μετά την αναβολή της υπόθεσης για κάποιο χρονικό διάστημα, προς διασαφήνιση της θέσης του συγκατηγορουμένου του εφεσείοντος, επαναλήφθηκε η συνεδρία του Δικαστηρίου. Ο συγκατηγορούμενος του εφεσείοντος ζήτησε να αλλάξει την απάντησή του στην κατηγορία, πράγμα το οποίο έπραξε, με την άδεια του Δικαστηρίου. Στο σημείο εκείνο ο δικηγόρος του εφεσείοντος ζήτησε να αποσυρθεί, με το ακόλουθο δικαιολογητικό:-
«
΄Οσον αφορά τον 1ο κατηγορούμενο ζητώ να σταματήσω να τον εκπροσωπώ και να διοριστεί νέος δικηγόρος, λόγω διαφωνίας με τον πελάτη μου.»
Η δικαστής ερώτησε τον εφεσείοντα εάν συμφωνεί, ερώτημα στο οποίο απάντησε καταφατικά, οπόταν παρασχέθηκε άδεια στο δικηγόρο του να αποσυρθεί.
Το Δικαστήριο ανέβαλε την υπόθεση στις 21 Δεκεμβρίου, 1999, ώστε να δώσει την ευκαιρία στο δικηγόρο του συγκατηγορουμένου να ετοιμάσει την αγόρευσή του προς μετριασμό της ποινής και προς «προγραμματισμό» όσον αφορά τον εφεσείοντα.
Κατά την ημέρα εκείνη, περίεργο όσο και αν φαίνεται, ο δικηγόρος του εφεσείοντος εμφανίστηκε εκ νέου και ζήτησε, για τους ίδιους λόγους, άδεια να αποσυρθεί. Του δόθηκε εκ νέου άδεια να το πράξει. Ερωτήθηκε ο εφεσείων εάν επιθυμεί να διορίσει άλλο δικηγόρο. Ο τελευταίος πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι ομίλησε για το θέμα με άλλο δικηγόρο, ο οποίος όμως εμφανιζόταν ενώπιον του Κακουργιοδικείου και ήθελε, ως εκ τούτου, να αναβληθεί η υπόθεση, ώστε ο νέος δικηγόρος να έχει την ευχέρεια να τον εκπροσωπήσει την ημέρα εκείνη. Ακολούθησε η ακόλουθη στιχομυθία μεταξύ του Δικαστηρίου και του κατηγορουμένου:-
«
Δικαστήριο:Εν πάση περιπτώσει, αφού έχει αποσυρθεί σήμερα ο δικηγόρος σας θα δοθεί άλλη ημερομηνία. Θα τον πληρώνετε εσείς;
Κατηγορούμενος
:΄Οχι, το Δικαστήριο.
Δικαστήριο προς κατηγορούμενο
:Ε. Αντιλαμβάνομαι ότι κάνετε αίτημα για νομική αρωγή σε όλες τις υποθέσεις;
Α. Ναι.
Ε. Για ποιο λόγο θέλετε να πληρώνει το Δικαστήριο;
Α. Επειδή εγώ πληρώνουμαι που το Γραφείο Ευημερίας και δεν εργάζομαι.
Ε. Γιατί δεν εργάζεστε;
Α. Για ψυχολογικούς λόγους.
Ε. ΄Εχετε μαρτυρία;
Α. Αφού εξετάστηκε το αίτημα πριν.
Δικαστήριο
:Το αίτημα είχε εξεταστεί πριν ένα χρόνο, η ΄Εκθεση του Γραφείου Ευημερίας αναφέρει ότι μόνο για ένα χρόνο υπήρχε αυτή η ανικανότητα, γι΄ αυτό το Δικαστήριο θα επανεξετάσει το αίτημα και θα ζητήσει από το Γραφείο Ευημερίας σχετική έκθεση, γι΄ αυτό η υπόθεση επαναορίζεται για προγραμματισμό σε όλες τις υποθέσεις, την 1.2.2000 για να ετοιμαστεί έκθεση από το Γραφείο Ευημερίας σχετικά με την οικονομική κατάσταση του κατηγορουμένου.
Ο κατηγορούμενος να είναι παρών με την ίδια εγγύηση.»
Προφανώς, η δικαστής ανακάλεσε, άνευ ετέρου, την προγενέστερη απόφαση του Δικαστηρίου να χορηγήσει νομική αρωγή στον εφεσείοντα, παρά την απουσία οποιουδήποτε στοιχείου, το οποίο να δικαιολογεί τέτοια αλλαγή. Αποφάσισε να διεξαγάγει έρευνα για να διαπιστωθεί αν εδικαιολογείτο τέτοια διαταγή. Προήλθε σ' αυτή την απόφαση ευθύς μετά την αποχώρηση του δικηγόρου που εκπροσωπούσε τον εφεσείοντα.
Κατά την επόμενη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου, την 1η Φεβρουαρίου, 2000, κατατέθηκε έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, στην οποία διαπιστώνεται ανεπιφύλακτα ότι:-
«Ο κατηγορούμενος σύμφωνα με ιατρική γνωμάτευση παρουσιάζει σοβαρή διαταραχή προσωπικότητας και είναι ανίκανος για εργασία γι΄ αυτό συντηρείται από το Δ.* Βοήθημα.»
Παρά τη διαπίστωση αυτή, η δικαστής υπέβαλε τον εφεσείοντα σε εξονυχιστική ανάκριση, ως προς τη δυνατότητά του για εργασία και τους πόρους για συντήρηση του ιδίου και της τότε εγκύου συζύγου του.
Ο εφεσείων πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι το επάγγελμα του ήταν ζωγράφος και βεβαίωσε τη δικαστή ότι είναι ανίκανος για εργασία για ψυχολογικούς λόγους. της γνωστοποίησε δε ότι αποζούσε από το δημόσιο βοήθημα που του παρεχόταν. Την πληροφόρησε, επίσης, ότι η σύζυγός του ήταν έγκυος τεσσάρων μηνών και ότι, λόγω των περιπλοκών της εγκυμοσύνης της, κατέστη ανίκανη για εργασία.
Ως εάν τα κατατεθέντα να μην ήταν αρκετά για να βεβαιώσουν την ανέχεια του εφεσείοντος, το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως κληθεί να καταθέσει και η ψυχίατρος, η οποία παρακολουθούσε τον εφεσείοντα, αναβάλλοντας προς τούτο την υπόθεση σε μελλοντική ημερομηνία.
Η ψυχίατρος βεβαίωσε ότι ο εφεσείων πάσχει από αντικοινωνική διαταραχή προσωπικότητας. πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι η διαταραχή, από την οποία έπασχε ο εφεσείων, είχε τις ρίζες της στην εφηβική ηλικία και ότι άτομα που υποφέρουν από αυτή τη διαταραχή:-
«Δεν μπορούν να λειτουργήσουν σε οριοθετημένη εργασία και δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε απαιτήσεις από τρίτους. Συνήθως παρατούν την οποιαδήποτε δουλειά που ξεκινούν.»
Επιμένουσα η δικαστής, ερώτησε την ιατρό κατά πόσο ο εφεσείων ήταν σε θέση να ασκήσει το επάγγελμα του ζωγράφου, ερώτημα στο οποίο δόθηκε η απάντηση: «Εξαρτάται από την ψυχολογική του διάθεση ...». ΄Ατομα, όπως ο εφεσείων, παρουσιάζουν κατάθλιψη.
Μετά την κατάθεση της ψυχιάτρου, η δικαστής επιφύλαξε την απόφασή της για την επαύριον. Αποφάσισε ότι ο εφεσείων δεν εδικαιούτο νομικής αρωγής. Δεν την απασχόλησε το ότι διαφοροποιούσε προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου στην ίδια υπόθεση, χωρίς ουσιαστικό λόγο. Διαπίστωσε ότι: «Εξ΄ όσων φαίνεται, ο κατηγορούμενος δεν έχει καμιά σωματική ανικανότητα και αδυναμία για εργασία.», ως εάν η ψυχική διαταραχή δεν μπορεί να εξαρθρώσει τη λειτουργία του ανθρώπου. Ακόμα, ανέφερε ότι το δημόσιο βοήθημα, των £130,00 το μήνα, θα μπορούσε να του παράσχει τη δυνατότητα να αγοράσει τα υλικά, αναγκαία για τη ζωγραφική, χωρίς να προβληματιστεί καθόλου αν η ενασχόλησή του μ' αυτή την τέχνη θα του απέφερε οποιοδήποτε εισόδημα. Τοιουτοτρόπως, αναιρέθηκε η προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου για την παροχή νομικής αρωγής στον εφεσείοντα. Η απόφαση του Δικαστηρίου εκδόθηκε στις 23 Φεβρουαρίου, 2000. Η υπόθεση επανορίστηκε για ακρόαση στις 22 Μαΐου, 2000.
Την ημέρα εκείνη, ο εφεσείων εμφανίστηκε αυτοπροσώπως και, μετά από αίτημά του, του δόθηκε άδεια να αλλάξει την απάντησή του στην κατηγορία. Η υπόθεση αναβλήθηκε τρεις μέρες αργότερα, για να ακουστούν γεγονότα και να επιβληθεί ποινή. Στον εφεσείοντα επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών.
Ο εφεσείων προσβάλλει τόσο την εγκυρότητα της δίκης όσο και το ύψος της ποινής που του επιβλήθηκε. Κατά την εισήγησή του, η δίκη του υπήρξε επισφαλής, λόγω παραβίασης του θεμελιώδους δικαιώματος του κατηγορουμένου, που εξασφαλίζει το ΄Αρθρο 12.5(γ) του Συντάγματος, προς παροχή νομικής αρωγής. Η κατάληξη, κατά τον κ. Σολομωνίδη, υπήρξε η κακή δίκη του εφεσείοντος, επιφέρουσα την «κακοδικία», όπως την χαρακτήρισε.
Ο κ. Χαραλάμπους, ο δικηγόρος της Δημοκρατίας, ο οποίος εκπροσώπησε την εφεσίβλητη, ευθέως αναγνώρισε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα που εξασφαλίζει στον εφεσείοντα το ΄Αρθρο 12.5(γ) του Συντάγματος, με όλες τις συνέπειες που η διαπίστωση αυτή ενέχει για την εγκυρότητα της δίκης. Στην κατάληξη αυτή προήλθε, καθοδηγούμενος από τη νομολογία, ως προς τις συνέπειες που ενέχει στην εγκυρότητα της δίκης η παραβίαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του διαδίκου και, γενικότερα, η εκτροπή από τα θέσμια της δικαίας δίκης.
Θεωρούμε ορθό να αναφέρουμε ότι η θέση, την οποία ανέπτυξε ο κ. Χαραλάμπους, καταδεικνύει την υπευθυνότητα με την οποία αντιμετώπισε τα επίδικα θέματα της έφεσης και, συν αυτώ, την αναγνώριση της σημασίας που ενέχει η διασφάλιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου για τη διεξαγωγή δικαίας δίκης.
Για το ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του εφεσείοντος να τύχει νομικής αρωγής, δε χωρεί δεύτερη σκέψη, δοθέντων των γεγονότων της υπόθεσης.
Η δικαστής προέβη σε αναθεώρηση προηγούμενης απόφασης του Δικαστηρίου, βάσει της οποίας εγκρίθηκε η παροχή νομικής αρωγής στον εφεσείοντα, χάριν του συμφέροντος της δικαιοσύνης. Κανένα γεγονός δεν προέκυψε, το οποίο θα μπορούσε να δικαιολογήσει μεταβολή της προηγούμενης απόφασης του Δικαστηρίου. Τα γεγονότα, τα οποία ήλθαν σε φως κατά την έρευνα, που η δικαστής έκρινε ορθό να διεξαγάγει ως προς την ικανότητα του εφεσείοντος να καταβάλει την αμοιβή δικηγόρου για την εκπροσώπησή του, έτειναν να βεβαιώσουν απόλυτα την ορθότητα της ληφθείσας απόφασης. Τα γεγονότα για τις οικονομικές συνθήκες του εφεσείοντος δεν άφηναν περιθώριο για τη λήψη περισσότερων της μιας αποφάσεων. Ο εφεσείων είχε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία καθιστούσαν προβληματική, αν όχι αδύνατη, την ανάληψη οποιασδήποτε εργασίας. Εντελώς άγνωστο είναι, επίσης, ποία θα μπορούσε να ήταν τα εισοδήματά του από την επίδοσή του στη ζωγραφική, που φαίνεται να ήταν και η μόνη λειτουργία στην οποία είχε κάποια ειδίκευση.
Δεν εξετάζουμε στην παρούσα υπόθεση, μη όντας αναγκαίο, κατά πόσο παρεχόταν στη δικαστή η δυνατότητα να αναθεωρήσει προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου για την παροχή νομικής αρωγής. Η αρωγή, η οποία παρέχεται, εκτείνεται στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου καθ' όλη τη διάρκεια της δίκης. Διαφορετικά, η απόφαση για την παροχή νομικής αρωγής θα υπόκειτο, απαρχής, σε όρους, επαγόμενους την ανάκλησή της, σε περίπτωση που ήθελε φανεί, κατά τη διάρκεια της δίκης, ότι άλλαξαν οι οικονομικές συνθήκες του κατηγορουμένου.
Κοινή είναι η θέση των δικηγόρων που εκπροσώπησαν τις δύο πλευρές - ότι η παραβίαση του δικαιώματος, που εξασφαλίζει στον κατηγορούμενο το ΄Αρθρο 12.5(γ) του Συντάγματος
, επάγεται την ακυρότητα της δίκης. Εφόσον η δίκη ακυρώνεται, παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης διαταγής για την αναδίκαση της υπόθεσης. Διϊστάμενες υπήρξαν οι θέσεις των δύο δικηγόρων ως προς το παραδεκτό ή επιθυμητό έκδοσης διαταγής για την αναδίκαση της υπόθεσης.Η τήρηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου - (΄Αρθρο 12.5 του Συντάγματος) - και του διαδίκου, γενικά - (΄Αρθρο 30.3 του Συντάγματος) - είναι συνυφασμένη με τη διεξαγωγή δικαίας δίκης - (βλ., μεταξύ άλλων, Δημοκρατία ν. Ford (Αρ. 2) (1995) 2 Α.Α.Δ. 232). Οι διατάξεις του ΄Αρθρου 12.5, όπως τονίζεται στην Carter v. Αρχηγού Αστυνομίας (1996) 1 Α.Α.Δ. 299, αποβλέπουν στην περιφρούρηση της ελευθερίας του ατόμου. Οι διατάξεις του, περιλαμβανομένων εκείνων της παραγράφου (γ), πρέπει να τυγχάνουν εφαρμογής, με την ευρύτητα που αρμόζει στην ερμηνεία των προνοιών του Συντάγματος που κατοχυρώνουν τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Στην αίτηση Ευθύβουλου Λιασίδη, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 10219, 19/2/99, επισημαίνεται ότι:-
«Η δίκη καθίσταται άδικη, εάν η ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου διαπιστωθεί έξω από τα θέσμια της δίκαιης δίκης ή κατ' αντίθεση προς τα δικαιώματα υπεράσπισης του κατηγορουμένου, που εξασφαλίζο-νται από τα Άρθρα 12.5 και 30.3 του Συντάγματος.»
Τέλος, στην πρόσφατή μας απόφαση Χριστόπουλου ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 6892, 28/2/01, τονίστηκε:-
«Εκτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης, όπως καθορίζονται στο Άρθρο 30.2 του Συντάγματος επάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας. Εφόσον οι ατέλειες στην απονομή της δικαιοσύνης μπορεί να θεραπευθούν με την επανάληψη της δίκης, διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης, όχι όμως όπου τούτο δεν είναι δυνατό. ΄Οπως υπογραμμίστηκε από τη Δικαστική Επιτροπή του Ανακτοβουλίου (Privy Council), στην
'If the constitutional rights of the appellant had been infringed by failing to try him within a reasonable time, he should
not be obliged to prepare for a retrial which must necessarily be convened to take place after an unreasonable time.' (σελ. 587)»Στην προκείμενη περίπτωση, δε θεωρούμε ορθό να διατάξουμε την αναδίκαση της υπόθεσης. Το αδίκημα διαπράχθηκε στις 19 Νοεμβρίου, 1997. Το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε την 1η Ιουνίου, 1998. Η υπόθεση αναβλήθηκε επανειλημμένως. Η δίκη τελείωσε με την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου στις 27 Ιουνίου, 2000. Ο εφεσείων καταδικάστηκε και παρέμεινε στη φυλακή έκτοτε, περίοδος ανερχόμενη σε ένα, περίπου, έτος. Με αυτά τα δεδομένα υπόψη, κρίνουμε ότι η επανεκδίκαση της υπόθεσης θα συνιστούσε μέτρο καταπιεστικό για τον εφεσείοντα, αφενός, με το ερώτημα να πλανάται, κατά πόσο είναι δυνατή, απ' εδώ και μπρος, η ολοκλήρωση της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο, αφ' ετέρου.
Η έφεση επιτρέπεται.
Η καταδίκη ακυρώνεται.
Δεν εκδίδεται διαταγή για την αναδίκαση της υπόθεσης. Η ποινική υπόθεση θα παραμείνει στο φάκελο, υποκείμενη σε διαταγή για τη μη προώθησή της και, ως εκ τούτου, θεωρούμενη ως αποπερατωθείσα.
Π.
Δ.
Δ.
/ΜΠ