ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 2 ΑΑΔ 391

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 7074.

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

Παναγιώτη Ιωσήφ,

Εφεσείοντα

και

Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων,

Εφεσίβλητο υ.

----------------------------------< /P>

1 Ιουνίου, 2001.

Για τον εφεσείοντα: Π. Μιχαήλ για Π. Αγγελίδη.

Για τον εφεσίβλητο: Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄

εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

---------------------------------

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο

Δικαστής Π. Καλλής.

-----------------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Την 4 Οκτωβρίου, 2000 καταχωρήθηκε εναντίον του εφεσείοντα κατηγορητήριο το οποίο περιείχε τις εξής 6 κατηγορίες.

  1. Παράλειψη πληρωμής Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά παράβαση των περί

Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1980 μέχρι 1995 και των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Εισφοραί) Κανονισμών του 1980 μέχρι 1995.

2. Παράλειψη πληρωμής πρόσθετου τέλους κατά παράβαση των πιο πάνω Νόμων και Κανονισμών.

3. Παράλειψη πληρωμής Εισφορών Πλεονάζοντος Προσωπικού, κατά παράβαση των περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμων του 1967 μέχρι 1994 και των περί Τερματισμού Απασχολήσεως (Ταμείο για Πλεονάζον Προσωπικό) Κανονισμών του 1977 μέχρι 1996.

  1. Παράλειψη πληρωμής τέλους Βιομηχανικής Κατάρτισης, κατά παράβαση των περί Βιομηχανικής Κατάρτισης Νόμων του 1974 μέχρι 1980 και των περί Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης (Τέλος Καταβλητέον υπό Εργοδοτών) Κανονισμών του 1979 μέχρι 1995.
  2. Παράλειψη πληρωμής Έκτακτης Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας, κατά παράβαση των περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμων του 1985 μέχρι 1995.
  3. Παράλειψη πληρωμής πρόσθετου τέλους, κατά παράβαση των περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμων του 1985 μέχρι 1995 και των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1980 μέχρι 1995 και των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Εισφοραί) Κανονισμών του 1980 μέχρι 1995.

Η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 14.11.2000. Ο εφεσείων δεν εμφανίσθηκε κατά την ημέρα της ακρόασης και η Κατηγορούσα Αρχή προχώρησε στην απόδειξη της υπόθεσης της στην απουσία του. Σημειώνουμε ότι το σχετικό πρακτικό είναι τυποποιημένο. Προκύπτει από το περιεχόμενο του ότι είναι το πρακτικό που χρησιμοποιείται σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις. Το μεταφέρουμε:

«Ο κ. Παπασάββας καλεί τον Γεώργιο Ζάγκα, Επιθεωρητή Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Μάρτυρας (ορκίζεται): Είμαι επιθεωρητής Κοινωνικών Ασφαλίσεων και γνωρίζω προσωπικά τα γεγονότα της υπόθεσης. Στις 7.9.00 ο κατηγορούμενος/διευθυντής της εταιρείας, μου παρέδωσε τις καταστάσεις αποδοχών υπογραμμένες από τον ίδιο τις οποίες καταθέτω ως τεκμήριο.

Δικαστήριο: Οι καταστάσεις κατατίθενται και σημειώνονται ως τεκμήριο Α.

Μάρτυρας (συνεχίζει): Σ΄ αυτές εμφαίνονται κατά μήνα τα ονόματα και οι αποδοχές των προσώπων που απασχόλησε ο ίδιος/η πρώτη κατηγορούμενη εταιρεία κατά τον ουσιώδη χρόνο που αναφέρεται στο κατηγορητήριο. Με βάση τις πληροφορίες αυτές υπολογίστηκαν οι οφειλόμενες εισφορές στα διάφορα ταμεία που διαχειρίζεται ή έχει την ευθύνη είσπραξης ο διευθυντής Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

Ο/Οι διευθυντής/ές ενώ εγνώριζαν ότι η εταιρεία έπρεπε να είχε καταβάλει τις εισφορές - τέλη που αναφέρονται στο κατηγορητήριο παρέλειψαν και/ή αμέλησαν να προβούν στις δέουσες διευθετήσεις ώστε να καταβληθούν τα οφειλόμενα ποσά από την κατηγορούμενη 1 εταιρεία.

Οι κατηγορούμενοι μέχρι σήμερα δεν πλήρωσαν αυτές τις εισφορές και τα πρόσθετα τέλη που συνολικά ανέρχονται σε £8817.88 σεντ.

Δικαστήριο: Υπό το φως της μαρτυρίας που έχει προσφερθεί ο κατηγορούμενος κρίνεται ένοχος.

κ. Κ. Παπασάββας: Δεν υπάρχουν προηγούμενες καταδίκες/Υπάρχουν προηγούμενες καταδίκες τις οποίες καταθέτω στο Δικαστήριο.

Δικαστήριο: Λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη την μη καταβολή μέχρι σήμερα των οφειλομένων εισφορών, τελών και επιβαρύνσεων καθώς επίσης και το λευκό ποινικό μητρώο/τις προηγούμενες καταδίκες του κατηγορουμένου επιβάλλονται οι ακόλουθες ποινές:

Η Κατηγ.Εταιρεία/κατηγορούμενος, καταδικάζεται σε χρηματική ποινή:

£150 στην 1η κατηγορία

Καμιά ποινή στην 2η κατηγορία

£40 στην 3η κατηγορία

£20 στην 4η κατηγορία

£100 στην 5η κατηγορία

£ ...... στην 6η κατηγορία

Ο κατηγορούμενος υποχρεούται να πληρώσει το ποσό των £8817.88 σ.»

 

 

Η έφεση.

Ο εφεσείων παραπονείται ότι η εκκαλούμενη απόφαση στηρίχθηκε στη ψευδή μαρτυρία του Επιθεωρητή Κοινωνικών Ασφαλίσεων στην οποία αναφέρθηκε ότι οι καταστάσεις αποδοχών παραδόθηκαν υπογραμμένες από τον ίδιο. Λανθασμένα λοιπόν το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε προς απόδειξη των αδικημάτων «που εκτίθενται στο κατηγορητήριο μαρτυρία εγγράφων τα οποία ήσαν ανυπόγραφα και των οποίων δεν επιτρέπετο η κατάθεση».

Ο κ. Χριστοφόρου, εκ μέρους του εφεσίβλητου, ομολόγησε ότι η υπόθεση του «είχε αρκετές δυσκολίες οι οποίες ξεκινούν από το τυποποιημένο πρακτικό το οποίο δημιουργεί σύγχιση». Δέχθηκε ότι οι καταστάσεις οι οποίες αναφέρονται στη μαρτυρία δεν είναι υπογραμμένες από τον εφεσείοντα. Υπέδειξε ωστόσο ότι στις καταστάσεις υπάρχουν χειρόγραφες σημειώσεις του εφεσείοντα σχετικά με τις αποδοχές του εργοδοτουμένου του κάτι που δίνει στις καταστάσεις την τυπική παραδοχή του εφεσείοντα. Υπέδειξε, επίσης, ότι υπάρχει και η αναντίλεκτη μαρτυρία του μάρτυρα ότι οι καταστάσεις - ανυπόγραφες έστω - παραδόθηκαν από τον εφεσείοντα. Αυτή η μαρτυρία -κατέληξε ο κ. Χριστοφόρου - ήταν αρκετή για να θεμελιώσει την καταδίκη, και το γεγονός ότι ο μάρτυρας λόγω λάθους είπε ότι οι καταστάσεις ήταν υπογραμμένες από τον εφεσείοντα αποτελεί καλό λόγο για την εφαρμογή της επιφύλαξης του άρθρου 145 (1) (β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Σύμφωνα με το ενώπιον μας υλικό ο εφεσείων έχει κριθεί ένοχος «υπό το φως της μαρτυρίας που έχει προσφερθεί». Η μαρτυρία που έχει προσφερθεί φέρει τον εφεσείοντα να είχε παραδώσει στο μάρτυρα κατηγορίας «καταστάσεις αποδοχών υπογραμμένες από τον ίδιο». Αυτό το μέρος της μαρτυρίας δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα γιατί οι καταστάσεις δεν είναι υπογραμμένες.

Παραταύτα ο κ. Χριστοφόρου μας κάλεσε να επικυρώσουμε την καταδικαστική απόφαση με βάση την αναντίλεκτη μαρτυρία ότι οι καταστάσεις παραδόθηκαν από τον ίδιο τον εφεσείοντα και ότι περιέχουν δικές του σημειώσεις. Διαφωνούμε με την εισήγηση του. Η πορεία που έχει εισηγηθεί θα μπορούσε ενδεχομένως να υιοθετηθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε περίπτωση που προέβαινε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας. Αν το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβαινε σε αξιολόγηση της μαρτυρίας σίγουρα δεν θα δεχόταν το μέρος της που αναφερόταν σε υπογραμμένες καταστάσεις και θα προχωρούσε - στη συνέχεια - να εξετάσει κατά πόσο η υπόλοιπη μαρτυρία δικαιολογούσε καταδικαστική απόφαση. ΄Οπως έχει το σχετικό πρακτικό είναι πρόδηλο ότι έγινε δεκτό το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας. Στην απουσία όμως αξιολόγησης της μαρτυρίας είναι άγνωστο ποιά ήταν η επίδραση του πιο πάνω αναληθούς μέρους της μαρτυρίας στην διαμόρφωση της καταδικαστικής απόφασης (βλ. Αθανασίου ν. Loizias and Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 97 και Τούλουπου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 451, 454). Ούτε και είναι εφικτό για το Εφετείο να καταλήξει σε οποιαδήποτε κρίση με βάση την υπόλοιπη μαρτυρία. Αυτό αποτελεί ευθύνη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. ΄Οπως λέχθηκε στην Χριστοδούλου ν. Αριστοδήμου (1996) 1 Α.Α.Δ. 552, 556:

«Στην απουσία οποιασδήποτε αξιολόγησης της μαρτυρίας και στην απουσία ευρημάτων πάνω στα ουσιώδη αμφισβητούμενα γεγονότα το Εφετείο δεν μπορεί να υπεισέλθει σε πρωτογενή γεγονότα και να αποφασίσει για την αξιοπιστία των μαρτύρων. Ούτε μπορεί να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα από αναντίλεκτα πρωτογενή γεγονότα επειδή στην προκειμένη περίπτωση υπάρχουν δυο διαφορετικές εκδοχές και η αξιολόγηση τους πρέπει να γίνει από το Επαρχιακό Δικαστήριο γιατί είναι το μόνο δικαστήριο που θα έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τους μάρτυρες και όχι το Εφετείο.»

(Βλ. Αγροτέχνικα ν. CYEMS Co. Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 1182 και Φαρφάρα ν. Φραγκοπούλου (1994) 1 Α.Α.Δ. 763).

Εφόσον είναι άγνωστο ποιό θα ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας, η σχετική παράλειψη επηρεάζει την εγκυρότητα της εκκαλούμενης απόφασης η οποία πρέπει να ακυρωθεί.

Ακύρωση καταδικαστικής απόφασης λόγω μη αξιολόγησης της μαρτυρίας συνήθως οδηγεί σε διάταγμα επανεκδίκασης της υπόθεσης (βλ. Δρουσιώτης ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 189, 191 και Τούλουπου, πιο πάνω. Βλ. και Χριστοδούλου, πιο πάνω, Κωνσταντινίδης ν. Level Tachxcavs (1994) 1 Α.Α.Δ. 600, Φαρφάρα, πιο πάνω, Χαραλάμπους ν. Βασιλείου (1996) 1 Α.Α.Δ. 1355 και Χαραλάμπους ν. Σάββα (1996) 1 Α.Α.Δ. 576) εκτός αν η έκδοση τέτοιου διατάγματος δεν δικαιολογείται με βάση τις αρχές που διέπουν την έκδοση του (βλ. Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279, 289 στην οποία συνοψίζονται οι σχετικές αρχές). ΄Εχοντας υπόψη τις σχετικές αρχές σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης θεωρούμε ότι δικαιολογείται η έκδοση διατάγματος επανεκδίκασης της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

Πριν τελειώσουμε θ΄ αναφερθούμε στην πρακτική της χρησιμοποίησης τυποποιημένων πρακτικών. Κατανοούμε ότι η σχετική χρησιμοποίηση έχει υπαγορευθεί από το μεγάλο όγκο εργασίας τον οποίο έχουν να διεκπεραιώσουν τα Πρωτόδικα Δικαστήρια και από την ανάγκη για ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων ιδίως των υποθέσεων εκείνων στις οποίες ο κατηγορούμενος απουσιάζει. Ωστόσο πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η χρησιμοποίηση τυποποιημένων πρακτικών δεν ικανοποιεί πάντοτε τις ανάγκες όλων των υποθέσεων. Επίσης δεν ικανοποιεί την ανάγκη για τήρηση σχολαστικού πρακτικού (βλ. Paliomeshitis v. Rossides (1957) 22 C.L.R. 153, Tymvios and Others v. Police (1961) C.L.R. 44, Andreou v. Police (1969) 2 C.L.R. 81, Panayi v. Police (1968) 2 C.L.R. 124) καθώς και την ανάγκη για έκδοση της αιτιολογημένης απόφασης που απαιτείται υπό τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης (βλ. άρθρο 30.2 του Συντάγματος και άρθρο 113(1) του Κεφ. 155). Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Municipality of Nicosia v. Savva (1979) 2 C.L.R. 231, 233, 234 «δεν αναμένεται από τους πρωτόδικους δικαστές ειδικά όταν εκδικάζουν μικροπταίσματα να τηρούν πολύ λεπτομερή πρακτικά γιατί αυτό θα ήταν μη ρεαλιστικό και πολυτέλεια η οποία δεν επιτρέπεται από τον όγκο εργασίας αλλά αναμένεται από τους Δικαστές να συμμορφώνονται με τις πρόνοιες του ισχύοντος νόμου».

 

 

 

 

 

 

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Εκδίδεται διάταγμα επανεκδίκασης της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.

 

 

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο