ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 2 ΑΑΔ 382

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Ποινική Έφεση Αρ. 6998

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Π. ΚΑΛΛΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

Γιαννάκη Δημητρίου Ιωάννου

Εφεσείοντα

- ν -

Αστυνομίας

Εφεσίβλητης

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 29 Μαΐου, 2001.

Για τον εφεσείοντα: Τ. Άνιφτου (κα).

Για την εφεσίβλητη: Ε. Ζαχαριάδου (κα).

- - - - - -

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου, θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, μετά από δική του παραδοχή, σε πέντε κατηγορίες διάρρηξης καταστημάτων και κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 294(α) και 255 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Από τα πέντε αδικήματα ο εφεσείων οικειοποιήθηκε χρηματικό ποσό των £1.070,= και εμπορεύματα αξίας £1.322,55 σεντ. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, στο οποίο παραπέμφθηκε η εκδίκαση της υπόθεσης με τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών ετών. Για τις δύο πρώτες κατηγορίες που αφορούσαν διάρρηξη του εστιατορίου "RAM J" και της μπυραρίας "COSTAS COKTAIL BAR" κατηγορήθηκε εκτός του εφεσείοντα και ο συγκατηγορούμενός του Μαρίνος Ανδρέου Κυριάκου, άλλως Τριάστερος, ο οποίος επίσης ευρέθη ένοχος με βάση τη δική του παραδοχή.

Τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 16.9.2000, μεταξύ των ωρών 01.00 και 08.00, ο εφεσείων μαζί με το συγκατηγορούμενό του διέρρηξε το εστιατόριο "RAM J" στη Λεμεσό και έκλεψε το ποσό των £250. Ο εφεσείων πέτυχε είσοδο στο εστιατόριο παραβιάζοντας με "κατσαβίδι" συρόμενη αλουμινένια πόρτα. Τη διάρρηξη την αντελήφθη ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου στις 8.00 το πρωί και ειδοποίησε την αστυνομία. Η αστυνομία την ίδια ημέρα συνέλαβε τον εφεσείοντα ο οποίος και παραδέχθηκε ενοχή. Αφού του επεστήθη η προσοχή του στο νόμο, όταν ανευρέθη στην κατοχή του το ποσό των £250 απήντησε: "Είναι τα λεφτά που έπιασα από το εστιατόριο, εντάξει ρε παιθκιά.". Ο εφεσείων αργότερα την ίδια ημέρα σε θεληματική του κατάθεση παραδέχθηκε και τις άλλες διαρρήξεις και κλοπές που αναφέρονται στις άλλες τέσσερις κατηγορίες. Συγκεκριμένα παραδέχθηκε τις διαρρήξεις και κλοπές (α) της μπυραρίας "COSTAS COKTAIL BAR" από την οποία έκλεψε το χρηματικό ποσό των £620, (β) του περιπτέρου "ΣΑΒΒΑΣ" από το οποίο έκλεψε εμπορεύματα αξίας £1.322,55 σεντ, (γ) του πρακτορείου στοιχημάτων του Χρυσόστομου Μιχαήλ από το οποίο έκλεψε χρηματικό ποσό £160 και (δ) του καταστήματος "ROUSOS FASHION MARKET" από το οποίο έκλεψε το χρηματικό ποσό των £40.

Κατά την επιμέτρηση της ποινής και με τη συγκατάθεση της Κατηγορούσας Αρχής λήφθηκαν υπόψη 20 εκκρεμείς υποθέσεις εναντίον του εφεσείοντα εκ των οποίων 17 αφορούσαν διαρρήξεις και κλοπές από καταστήματα και μία υπόθεση κλεπταποδοχής.

Ο εφεσείων βαρυνόταν με 25 προηγούμενες καταδίκες σε παρόμοια αδικήματα, για τις οποίες του επιβλήθηκαν διάφορες ποινές φυλάκισης.

Ο εφεσείων σε προηγούμενη καταδίκη του σε τριετή φυλάκιση έτυχε του ευεργετήματος της χάρης του Προέδρου της Δημοκρατίας δύο φορές. Την πρώτη στις 25.2.1998 με την οποία επωφελήθηκε αναστολής της ποινής του κατά το 1/4 και τη δεύτερη στις 25.1.2000 την αναστολή εκτέλεσης του υπόλοιπου της ποινής του με συνέπεια την αποφυλάκιση του υπό όρους στις 26.1.2000. Ο εφεσείων θα αποφυλακίζετο κανονικά στις 26.4.2000.

Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της πιο πάνω ποινής φυλάκισης των τριών ετών που του επέβαλε το Επαρχιακό Δικαστήριο ως έκδηλα υπερβολικής.

Ο εφεσείων, ο οποίος συνέταξε την ειδοποίηση έφεσης προσωπικά, κατά την πρώτη δικάσιμο ζήτησε νομική αρωγή. Με τη συγκατάθεση της συνηγόρου της εφεσίβλητης, διορίσαμε συνήγορο για τον εφεσείοντα και αναβάλαμε την ακρόαση για να δοθεί χρόνος να προετοιμαστεί.

Αγορεύοντας ενώπιον μας η συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι υπήρξε σφάλμα αρχής στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την παράλειψη του να πληροφορήσει τον εφεσείοντα, ο οποίος παρουσιάσθηκε χωρίς δικηγόρο ενώπιον του, ότι σύμφωνα με το Άρθρο 11 του Συντάγματος μπορούσε να του διορίσει δικηγόρο για να τον υπερασπίσει. Τελικά όμως η συνήγορος εγκατέλειψε τη θέση αυτή και δεν θα ασχοληθούμε περαιτέρω.

Παραπονείται ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη, κατά την επιμέτρηση της ποινής, το γεγονός ότι, με την παρούσα καταδίκη του, θα εξέτιε επί πλέον ποινή δεκάμηνης φυλάκισης η οποία θα ενεργοποιείτο από την προηγούμενη καταδίκη του. Ο εφεσείων είχε καταδικασθεί σε τριετή ποινή φυλάκισης στις 27.1.98 για υποθέσεις διαρρήξεων και κλοπών. Έτυχε δε, δύο φορές διαδοχικά, του ευεργετήματος της χάρης με όρους από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Την πρώτη στις 25.2.98 με την οποία του δόθηκε χάρη για το 1/4 της ποινής του και με τη δεύτερη στις 25.1.2000 με βάση την οποία απελύθη στις 26.1.2000 αντί στις 26.4.2000 που θα απελύετο κανονικά. Και στις δύο περιπτώσεις αναστέλλετο η ποινή για περίοδο τριών ετών υπό τον όρο ότι θα ενεργοποιείτο εάν εντός της πιο πάνω προθεσμίας των τριών ετών διεπράττετο οποιοδήποτε αδίκημα από τον εφεσείοντα για το οποίο θα καταδικάζετο σε ποινή φυλάκισης από το Δικαστήριο.

Τα πιο πάνω πράγματι δεν ελήφθησαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο για το λόγο ότι ουδέποτε είχαν τεθεί ενώπιον του κατά την ακροαματική διαδικασία. Τίθενται για πρώτη φορά ενώπιον μας από τον εφεσείοντα με τη συγκατάθεση της συνηγόρου της εφεσίβλητης και με την άδεια του παρόντος Δικαστηρίου. Η πρακτική αυτή είναι σύμφωνη με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλέπε: Προδρόμου ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 98).

Έχουμε μελετήσει το ζήτημα που εγείρεται. Είμαστε της γνώμης ότι το γεγονός αυτό δεν θα μπορούσε να επηρεάσει υπέρ του εφεσείοντα την επιβολή ποινής για τα πέντε σοβαρά αδικήματα που αντιμετώπιζε ο εφεσείων και τις 20 εκκρεμείς παρόμοιες υποθέσεις που ελήφθησαν υπόψη. Ο εφεσείων αμέσως σχεδόν μετά την αποφυλάκιση του, ευεργετηθείς από τη χάρη του Προέδρου της Δημοκρατίας, επεδόθη στη διάπραξη κατά συρροή παρόμοιων αδικημάτων (25 τον αριθμό) χωρίς καμίαν αναστολή και χωρίς να εκτιμήσει και να επωφεληθεί απ΄ αυτήν. Η ποινή φυλάκισης των τριών ετών που του επεβλήθηκε από το Δικαστήριο δεν θα εδιαφοροποιείτο υπέρ του από το γεγονός αυτό.

Παραπονείται επίσης ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο διαφοροποίησε αδικαιολόγητα την ποινή όσον αφορά τον συγκατηγορούμενο του. Πράγματι ο συγκατηγορούμενος του εφεσείοντα στις δύο μόνο κατηγορίες (από τις πέντε που αντιμετώπιζε ο εφεσείων) καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών.

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναγνωρίζει την αδικαιολόγητη διαφοροποίηση της ποινής ως ξεχωριστό λόγο έφεσης (Βλέπε: Νικολάου ν. Αστυνομίας (1969) 2 CLR 120), Αζίνας και Άλλου ν. Αστυνομίας (1981) 2 CLR 9 και Μιχαήλ και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 232).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαιολόγησε τη διαφοροποίηση της ποινής μεταξύ των δύο ανάλογα με τις υποθέσεις που παραδέχθησαν ενοχή, τις υποθέσεις που ελήφθησαν υπόψη, τις προηγούμενες καταδίκες τους και τις προσωπικές τους περιστάσεις.

Πράγματι ο συγκατηγορούμενος του εφεσείοντα αντιμετώπιζε δύο μόνο από τις πέντε κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων. Για τον συγκατηγορούμενό του δεν λήφθηκε υπόψη καμιά εκκρεμής υπόθεση εναντίον του, ενώ για τον εφεσείοντα λήφθησαν υπόψη 20 άλλες εκκρεμείς υποθέσεις. Ο εφεσείων είχε εις βάρος του 25 προηγούμενες καταδίκες ενώ ο συγκατηγορούμενος πολύ λιγότερες. Έχουμε διεξέλθει επίσης τις προσωπικές περιστάσεις τόσο του εφεσείοντα όσο και του συγκατηγορούμενού του αν και ο συγκατηγορούμενος του εφεσείοντα παρουσίασε ιατρικό πιστοποιητικό για την κατάσταση της υγείας του ενώ ο εφεσείων όχι. Αυτές είναι περίπου παρόμοιες. Και οι δύο είχαν δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια και αντιμετωπίζουν ψυχολογικά προβλήματα.

Όπως έχει λεχθεί από τον Πική, Δ. (όπως ήταν τότε) στην υπόθεση Ευαγόρου ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 593 "η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών δεν έχει ως λόγο την αριθμητική εξίσωση της ποινής η οποία επιβάλλεται. Όπως και σε κάθε άλλο τομέα, η αρχή της ισότητας συναρτάται με την ουσιαστική ομοιογένεια των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου και, συνεπώς, επιβάλλεται η στοιχειοθέτηση όλων των ουσιαστικών στοιχείων που τείνουν να προσδιορίσουν την ομοιογένεια.".

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του για την ποινή δίνει ως λόγους για τη διαφοροποίηση της ποινής τους ίδιους που εθίξαμε πιο πάνω, δηλαδή το μεγαλύτερο αριθμό κατηγοριών που αντιμετώπιζε ο εφεσείων, το γεγονός ότι γι΄ αυτόν ελαμβάνοντο υπόψη, κατά την επιμέτρηση της ποινής άλλες 20 υποθέσεις που εκκρεμούσαν εναντίον του, το βεβαρυμένο ποινικό μητρώο του και επίσης τις προσωπικές περιστάσεις εκάστου.

Ενόψει των πιο πάνω τα οποία ρητά αναφέρονται στην απόφαση του Δικαστηρίου, κρίνουμε ότι ορθά ενήργησε και διαφοροποίησε την ποινή.

Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Τέλος, παραπονείται ο εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής δεν έλαβε υπόψη την κατάσταση της υγείας του εφεσείοντα. Έπρεπε, κατά τη συνήγορο, να ζητήσει εξέταση του εφεσείοντα και την προσκόμιση ιατρικού πιστοποιητικού.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του την Έκθεση του Τμήματος Ευημερίας. Σ΄ αυτήν αναφέρεται ότι ο εφεσείων παρακολουθείτο από το Τμήμα και λόγω ψυχολογικών προβλημάτων από ψυχολόγο. Πέραν τούτου, δεν είχε παρουσιασθεί ενώπιον του οποιοδήποτε ιατρικό πιστοποιητικό, ούτε έχει λεχθεί οτιδήποτε για την κατάσταση της υγείας του εφεσείοντα. Ρητά το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο διέταξε την προσκόμιση της έκθεσης του Τμήματος Ευημερίας, ανέφερε στην απόφασή του, ότι έλαβε υπόψη το περιεχόμενο της και τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα. Συνάγεται ότι έλαβε υπόψη και την ψυχολογική κατάσταση του εφεσείοντα. Πέραν τούτου, ούτε και ενώπιον μας παρουσιάστηκε οποιοδήποτε ιατρικό πιστοποιητικό για την ψυχολογική υγεία του εφεσείοντα.

Ενόψει του γεγονότος ότι η ψυχολογική κατάσταση του εφεσείοντα λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο ο λόγος αυτός της έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει. Η ανάγκη για την αυστηρή αντιμετώπιση τέτοιων αδικημάτων έχει τονισθεί επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο (Βλέπε: Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέου (1994) 2 ΑΑΔ 160, Φιλίππου ν. Αστυνομίας 2 ΑΑΔ 113, Κλεοβούλου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 6313, ημερ. 24.3.98 και Αργυρού ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 6958, ημερ. 1.12.2000).

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου και τα ιδιαίτερα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι παράγοντες που πρέπει να συνυπολογίζονται κατά την επιμέτρηση της ποινής. Σε σοβαρά όμως αδικήματα όπου η συχνότητα διάπραξης τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής ποινής, οι παράγοντες αυτοί είναι ήσσονος σημασίας. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας. (Βλέπε: Alarsan v. Δημοκρατίας (1996) 2 ΑΑΔ 11, Ψύλλας ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 430, Κλεοβούλου, Αργυρού (πιο πάνω)).

Το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου Δικαστή. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική, όταν το στοιχείο της υπερβολής βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα από το συσχετισμό της προς το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου. (Βλέπε: Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 231, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 ΑΑΔ 179, Κλεοβούλου, Αργυρού (πιο πάνω)).

Έχουμε εξετάσει το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης σε συνδιασμό με όλους τους παράγοντες οι οποίοι διέπουν την επιμέτρηση της ποινής. Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθορίσει την ποινή μετά από στάθμιση και συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα αρχής ή οποιοδήποτε στοιχείο έκδηλης υπερβολής.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο