ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 2 ΑΑΔ 126
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 7035
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΚΡΑΜΒΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.
Μεταξύ:
Ματθαίου Αναστασίου
Εφεσείοντα
και
Αστυνομίας
Εφεσίβλητης
------------------------------
14 Μαρτίου 2001
Για τον Εφεσείοντα: κα Ε. Βραχίμη με κ. Α. Αλεξάνδρου
Για την Εφεσίβλητη: κ. Α. Κανναουρίδης δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
Εφεσείων Παρών.
----------------------
Πικής, Π.
: Η απόφαση δόθηκε αμέσως μετά από την ολοκλήρωσητης ακρόασης στις 8.3.2001, χωρίς όμως να δοθεί σε
οποιαδήποτε έκταση το αιτιολογικό της. Τούτο
περιέχεται στην απόφαση που ακολουθεί.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Χατζηχαμπής, Δ.
: Με την έφεση προσβάλλεται η καταδίκη του εφεσείοντα για τρία αδικήματα, εκείνα της αμελούς οδήγησης, της επικίνδυνης οδήγησης και της εγκατάλειψης τόπου ατυχήματος χωρίς παροχή βοήθειας, όπως και οι ακόλουθα επιβληθείσες ποινές φυλάκισης και στέρησης του δικαιώματος κατοχής άδειας οδηγού.Μετά το πέρας της αγόρευσης της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον εφεσείοντα επί της καταδίκης, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία δήλωσε ότι δεν προτίθετο να υποστηρίξει την καταδίκη εφ΄όσον, ως προς τις κατηγορίες της αμελούς οδήγησης και επικίνδυνης οδήγησης, τη θεωρούσε ως προκύπτουσα από αντιφατικά συμπεράσματα του δικαστηρίου σε σχέση με τον εφεσείοντα και το συγκατηγορούμενο του, ως προς δε την κατηγορία της εγκατάλειψης τόπου ατυχήματος χωρίς παροχή βοήθειας έλειπε το στοιχείο της εμπλοκής σε δυστύχημα. Αυτοί ήσαν και οι κύριοι λόγοι για τους οποίους η κα Βραχίμη είχε επιχειρηματολογήσει επί της εφέσεως.
Συμφωνούμε με την προσέγγιση των ευπαιδεύτων συνηγόρων. Η καταδίκη του εφεσείοντα στις κατηγορίες της αμελούς και της επικίνδυνης οδήγησης είχε βασισθεί σε ένα και μόνο διαπιστωθέν από το δικαστήριο στοιχείο αμέλειας, την παράλειψη του, όταν ελάττωσε σχεδόν τελείως την ταχύτητα του με πρόθεση να στρίψει δεξιά, να δείξει την πρόθεση του αυτή στο συγκατηγορούμενο του ο οποίος τον ακολουθούσε. Το δικαστήριο όμως είχε ήδη διαπιστώσει ότι, παρά την παράλειψη αυτή του εφεσείοντα, ο συγκατηγορούμενος του ήταν αμελής καθ΄όσον είχε επαρκή ορατότητα ώστε να αντιλαμβάνετο τις ενέργειες του εφεσείοντα και να ακινητοποιούσε το δικό του όχημα αντί, προσπερνώντας τον εφεσείοντα, να οδηγήσει το όχημα του στην άλλη πλευρά του δρόμου και να συγκρουσθεί με οχήματα που έρχονταν από απέναντι. Η αντιφατικότητα των δύο διαπιστώσεων του δικαστηρίου είναι εμφανής. Αν η παράλειψη του εφεσείοντα να δείξει την πρόθεση του να στρίψει δεξιά δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με την εκδηλωθείσα στη συνέχεια αμέλεια του συγκατηγορούμενου του ως προς τις συνθήκες της όλης παρουσίας του στο δρόμο, τότε δεν ήταν αμέλεια συσχετιζόμενη προς συγκεκριμένο καθήκον επίδειξης προσοχής. Και αμέλεια γενικά και αόριστα βέβαια ("negligence in the air") δεν υπάρχει. Τούτο καθιστούσε την καταδίκη του εφεσείοντα για αμελή οδήγηση και επικίνδυνη οδήγηση αβάσιμη. Στην Σάκος ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 6889, 29.9.2000, υπεδείχθη ότι καταδίκη βασιζόμενη σε εύρημα αντιφατικό προς καταδίκη σε άλλη κατηγορία καθίσταται ως εκ τούτου λανθασμένη και αβάσιμη.
Ακόλουθα, και η καταδίκη του εφεσείοντα για εγκατάλειψη τόπου ατυχήματος χωρίς παροχή βοήθειας κατάρρεε, εφ΄όσον η ισχυριζόμενη εμπλοκή του στο δυστύχημα εβασίζετο στην ευθύνη του για αυτό. Εδώ διαπιστώνεται και άλλη αντίφαση στην προσέγγιση του δικαστηρίου, το οποίο αποφάνθηκε ότι η εμπλοκή του εφεσείοντα προέκυπτε από το γεγονός ότι ελάττωσε πλήρως την ταχύτητα του σε σημείο του δρόμου στο οποίο δεν υπήρχε πρόσβαση από αριστερά για όσους τον ακολουθούσαν, με αποτέλεσμα ο συγκατηγορούμενος του να αναγκασθεί να τον προσπεράσει από δεξιά. Τούτο μάλιστα, θεώρησε το δικαστήριο, ήταν και ένας από τους βασικούς παράγοντες που συνέβαλαν στο δυστύχημα. Αυτά όμως αντιμάχονται και αναιρούν την προηγούμενη κατάληξη του δικαστηρίου ότι η αμέλεια και η μόνη αμέλεια του εφεσείοντα ήταν η παράλειψη του να δείξει την πρόθεση του να στρίψει δεξιά. Τοσούτο μάλλον αφού η όλη υπόθεση της Αστυνομίας βασίζετο στη θέση ότι του δυστυχήματος προηγήθηκε σύγκρουση μεταξύ του εφεσείοντα και του συγκατηγορούμενου του, ενώ το δικαστήριο ουσιαστικά προέβη σε εύρημα ότι δεν απεδείχθη τέτοια σύγκρουση.
Η έφεση λοιπόν επιτυγχάνει και η καταδίκη του εφεσείοντα στη δεύτερη, τρίτη και τέταρτη κατηγορία, ακόλουθα δε και οι επιβληθείσες ποινές, παραμερίζονται. Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάττεται σε κάθε κατηγορία.
Π.
Δ.
Δ.
/ΚΧ"Π