ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 2 ΑΑΔ 178

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Ποινική Έφεση Αρ. 7032

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Π. ΚΑΛΛΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Δ.

Μεταξύ:

Παναγιώτη Αριστοκλέους

Εφεσείοντα

- ν -

Αστυνομίας

Εφεσίβλητης

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 27 Mαρτίου, 2001.

Για τον εφεσείοντα: Χρ. Πουργουρίδης.

Για την εφεσίβλητη: Α. Μαππουρίδης.

- - - - - -

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου, θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, μετά από δική του παραδοχή, σε δύο κατηγορίες, της κατοχής πιστολίου χωρίς την άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου κατά παράβαση των άρθρων 4(1), 4(2)(β) του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου 38/74, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 27/78 και της κατοχής εκρηκτικών υλών, ήτοι 2 φυσιγγίων 9 χλμ., τα οποία ήσαν στη φυσιγγιοθήκη του πιστολιού, χωρίς την άδεια του επιθεωρητή εκρηκτικών υλών.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, στο οποίο παραπέμφθηκε η εκδίκαση της υπόθεσης με τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, ενός χρόνου στην πρώτη κατηγορία και οκτώ μηνών στη δεύτερη κατηγορία.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας αφού έλαβε υπόψη, όπως αναφέρεται, "όλες τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης", σύστησε την αναστολή της ποινής για περίοδο τριών μηνών "για να δοθεί χρόνος εκδίκασης της έφεσης του" και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στις 28.12.2000 ανέστειλε την ποινή για περίοδο τριών μηνών.

Ο εφεσείων, διά του δικηγόρου του, εφεσίβαλε την ποινή ως υπερβολική, κάτω από τις περιστάσεις που περιβάλλουν την υπόθεση. Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσια την αιτιολογία του λόγου έφεσης, η οποία έχει ως εξής:-

"Το πρωτόδικο δικαστήριο αξιολόγησε εσφαλμένα τα παραδεκτά και/ή αδιαμφισβήτητα γεγονότα της υπόθεσης και ειδικότερα το γεγονός ότι το πιστόλι και οι σφαίρες που είχαν βρεθεί στην κατοχή του Εφεσείοντα του είχαν δοθεί το προηγούμενο βράδυ από κακοποιό στοιχείο για να τα παραδώσει στην αστυνομία, πράγμα που ο Εφεσείων είχε πρόθεση να πράξει λίγο μετά την σύλληψη του το πρωΐ της ίδιας ημέρας. Περαιτέρω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε την δέουσα σημασία στο γεγονός ότι ο Εφεσείων ήταν συνεργάτης της αστυνομίας για πολλά χρόνια και λευκού ποινικού μητρώου και είχε και στο παρελθόν παραδώσει οπλισμό ως επίσης και στο γεγονός ότι τα πιο πάνω αντικείμενα δεν τα κατείχε για οποιοδήποτε παράνομο σκοπό αλλά για διασφάλιση και/ή προστασία της δημόσιας τάξεως και/ή στο πλαίσιο της συνεργασίας του με την αστυνομία. Περαιτέρω, το Πρωτόδικο Δικαστήριο παράλειψε να αξιολογήσει ορθά και/ή καθόλου τους λόγους για τους οποίους σε άλλες περιπτώσεις παρομοίων αδικημάτων καθίστατο αναγκαία η επιβολή αυστηρής ποινής και/ή ποινή φυλάκισης και συνεπώς εσφαλμένα παρέλειψε να διαφοροποιήσει τις εν λόγω περιπτώσεις από την παρούσα.".

Τα γεγονότα όπως έχουν εκτεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου από την Κατηγορούσα Αρχή και περιγράφονται στην απόφαση του έχουν ως εξής:-

Στις 20.11.97, μετά από πληροφορίες πoυ δόθηκαν στην Αστυνομία, η τελευταία πέτυχε την έκδοση δικαστικού εντάλματος έρευνας των υποστατικών και των οχημάτων του εφεσείοντα. Κατά την επακολουθήσασα έρευνα, ανευρέθηκε στο όχημα αρ. εγγραφής ΥΒ627 το επίδικο πιστόλι με τη φυσιγγιοθήκη και τα δύο πλήρη φυσίγγια σ΄ αυτή. Το πιστόλι με τη φυσιγγιοθήκη ήσαν τυλιγμένα με ένα κομμάτι ύφασμα. Στα ανευρεθέντα δεν ανευθέρησαν ίχνη δακτυλικών αποτυπωμάτων του εφεσείοντα. Ο εφεσείων παραδέχθηκε αμέσως ότι κατείχε τα επίδικα αντικείμενα. Σε θεληματική του κατάθεση στην Αστυνομία ο εφεσείων ανέφερε ότι τα επίδικα αντικείμενα του είχαν παραδοθεί από τρίτο πρόσωπο με σκοπό να τα παραδώσει στη θυγατέρα του που τυγχάνει ειδικός αστυφύλακας για να τα παραδώσει στην αστυνομία. Ο εφεσείων, είναι παραδεκτό, ότι είναι πληροφοριοδότης της Αστυνομίας και με τις πληροφορίες που έδιδε στην Αστυνομία συνέτεινε στην εξιχνίαση αρκετών εγκλημάτων. Η αστυνομία, με βάση πληροφορίες που έδωσε ο εφεσείων, ανεύρε και προέβη σε κατάσχεση ενός πολυβόλου τύπου "BIKEP" με αριθμό 1346 σε χρησιμοποιήσιμη κατάσταση. Σχετική επιστολή του τότε Διευθυντή της Αστυνομίας Λεμεσού παρουσιάσθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Είναι γεγονός ότι η εφεσίβλητη δεν αμφισβήτησε τα γεγονότα όπως τα παρουσίασε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, τόσο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσο και ενώπιόν μας.

Αγορεύοντας ενώπιον μας ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά την επιβολή της ποινής, υπέπεσε σε σοβαρό σφάλμα. Αντί να επιβάλει ποινή, ανέφερε, με βάση τα ενώπιον του γεγονότα, παραδεκτά από τον εφεσίβλητο, τα παραγνώρισε ρητά, όπως στην απόφαση του αναφέρει, και επέβαλε ποινή στη βάση πιθανών άλλων γεγονότων τα οποία ούτε καν προσδιορίζει.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τα γεγονότα και τις περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος όπως τα εξέθεσε ο δικηγόρος του εφεσείοντα και επιβεβαίωσε ο δικηγόρος του εφεσίβλητου. Αναφέρει στη σελίδα 3 της απόφασής του:-

"Όλα τα πιο πάνω, στο μεγαλύτερο τους μέρος επιβεβαιώθηκαν και από την κατηγορούσα αρχή. Εν πάση περιπτώσει, δεν αμφισβητήθη οτιδήποτε ανέφερε η υπεράσπιση για να τεθεί θέμα προσαγωγής μαρτυρίας.".

Παρά ταύτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εκφράζοντας την έκπληξή του, αναφέρει στην απόφασή του ότι "ουσιαστικά ζητείται και από τις δύο πλευρές να προβεί το Δικαστήριο σε υπερβάσεις ή εκπτώσεις, με σκοπό να καλυφθούν οι μέθοδοι και τρόποι που χρησιμοποιούν οι διωκτικές αρχές στην ανίχνευση και καταστολή των εγκλημάτων". Και συνεχίζει λέγοντας ότι τα πιο πάνω γεγονότα (μεθοδεύσεις διερεύνησης, ανίχνευσης και καταστολής της εκγληματικότητας) "δεν αποτελούν κριτήρια ή είναι παράγοντες που επηρεάζουν ή πρέπει να επηρεάζουν την απονομή της δικαιοσύνης από τα Ποινικά Δικαστήρια". Και καταλήγει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής "δεν έλαβε υπόψη του οτιδήποτε κρίθηκε ότι δεν αποτελεί μετριαστικό παράγοντα.".

Είναι βασική αρχή ότι τα γεγονότα και οι περιστάσεις που περιβάλλουν τη διάπραξη ενός αδικήματος είναι η βάση την οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη το Δικαστήριο για τη διαμόρφωση δικανικής κρίσης όσον αφορά την επιβολή της ποινής. Είναι γι΄ αυτό το λόγο που η νομολογία μας επιβάλλει, όταν υπάρχει διάσταση ως προς τα γεγονότα που επηρεάζουν την επιβολή ποινής, μεταξύ της υπεράσπισης του κατηγορουμένου και της Κατηγορούσας Αρχής, να διατάσσει την παρουσίαση μαρτυρίας, εάν δεν είναι διατεθειμένο να δεχθεί την εκδοχή της Υπεράσπισης. Αυτά έχουν λεχθεί στην υπόθεση Vryoni v. Police (1986) 2 CLR 102 όπου στη σελίδα 107 αναφέρεται:-

"The position therefore may be summed up as follows: Where there is a plea of guilty but a sharp divergence or substantial conflict of issues of fact which case are relevant to the sentence and not to plea, in which case the plea of guilty should not be accepted and a plea of not guilty should be directed to be entered, the Court should either listen to submissions from both sides and proceed on the basis that the version of the accused should as far as possible be accepted, or if the Court is not prepared to do that then it must hear the evidence before forming its own view in respect of the matter which is in dispute.".

Στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρχε ενώπιον του Δικαστηρίου οποιαδήποτε διάσταση των γεγονότων μεταξύ της Υπεράσπισης και της Κατηγορούσας Αρχής. Αντίθετα η Κατηγορούσα Αρχή αποδέχθηκε έμπρακτα τα γεγονότα και τις περιστάσεις όπως τις εξέθεσε η Υπεράσπιση. Παρά ταύτα το πρωτόδικο Δικαστήριο αρνήθηκε να δεχθεί τα γεγονότα αυτά και δεν τα έλαβε υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής κρίνοντας ότι αυτά δεν αποτελούν μετριαστικό παράγοντα. Αναφέρει στη σελίδα 5 της απόφασής του:-

"Δεν έλαβα υπόψη μου οτιδήποτε κρίθηκε ότι δεν αποτελεί μετριαστικό παράγοντα.".

Με βάση σταθερή θέση της νομολογίας το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου Δικαστή. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική. (Βλέπε: Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 222, Σουπαρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 58 και Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 227).

Δυνατότητα επέμβασης παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα από το συσχετισμό της προς το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των προσωπικων περιστάσεων του κατηγορουμένου. (Βλέπε: Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 ΑΑΔ 231, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 ΑΑΔ 179, Σωκράτη Παναγιώτου (Αντάρτη) ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 6240, ημερ. 19.5.1997).

Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέπεσε σε σφάλμα αρχής. Επέβαλε ποινή στον εφεσείοντα παραγνωρίζοντας παντελώς τα γεγονότα και τις περιστάσεις που ήσαν ενώπιον του και έγιναν παραδεκτά από την Κατηγορούσα Αρχή. Αντ΄ αυτού φαίνεται ότι λήφθησαν άλλες περιστάσεις που ούτε και εξειδικεύονται στην απόφαση. Όπως έχουμε αναφέρει προηγουμένως η επιβολή της ποινής συναρτάται άμεσα με τα γεγονότα και τις περιστάσεις του αδικήματος και επιβάλλεται ποινή με βάση τα γεγονότα και όχι με βάση τις μεθοδεύσεις της Αστυνομίας.

Έχουμε καταλήξει ότι η έφεση κατά της ποινής πρέπει να επιτύχει. Ο εφεσείων έχει εκτίσει μέρος της ποινής φυλάκισης. Δεν θα επιβάλουμε άλλη ποινή σήμερα.

Η έφεση επιτυγχάνει.

 

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο