ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 2 ΑΑΔ 608
28 Νοεμβρίου, 2000
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
Γ. Ε. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ ΛΤΔ,
Εφεσείοντες,
v.
ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Aρ. 6811)
Ποινική Δικονομία ― Έφεση ― Επανεκδίκαση υπόθεσης ― Πότε διατάσσεται.
Απόδειξη ― Εσφαλμένη αξιολόγηση μαρτυρίας ― Ακυρότητα διαδικασίας ― Επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Οι εφεσείοντες βρέθηκαν ένοχοι σε κατηγορίες για παράβαση όρου άδειας οικοδομής, μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης οικοδομής, ανέγερση οικοδομής και κατεδάφιση οικοδομής χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε συγκεκριμένα ευρήματα αναφορικά με τις κατηγορίες και γενικά η δομή της απόφασης του έπασχε λόγω πλημμελειών στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.
Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου υποστήριξε τον παραμερισμό της καταδίκης και την έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση. Ο δικηγόρος των εφεσειόντων υποστήριξε ότι έπρεπε να αποφευχθεί η έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση και ότι τα κενά της πρωτόδικης απόφασης μπορούσαν να πληρωθούν με άσκηση πρωτογενούς κρίσης από το Εφετείο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η απόφαση για έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση λαμβάνεται με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης κατά εξισορρόπηση της ανάγκης για ορθή εφαρμογή του νόμου και των επιπτώσεων πάνω στον κατηγορούμενο. Εξέχουσα σημασία προσλαμβάνει η αρχή πως δεν ενδείκνυται να παρέχεται ουσιαστικά στην κατηγορούσα αρχή δεύτερη ευκαιρία για να αποδείξει την υπόθεσή της. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν είναι έργο του Εφετείου και κατ' επέκταση όσα ο δικηγόρος των εφεσειόντων εισηγήθηκε να γίνουν πρωτογενώς από το Εφετείο.
2. Για τους λόγους που προκύπτουν από τις διαπιστώσεις του Εφετείου η καταδίκη των εφεσειόντων πρέπει να παραμεριστεί και η υπόθεση να επανεκδικαστεί.
Η έφεση επιτράπηκε. Διαταγή για επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97,
Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258,
Γεωργιάδης ν. Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1989) 2 Α.Α.Δ. 385,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133,
Δεσπότης ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 287,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Αριστοτέλους (1992) 2 Α.Α.Δ. 356,
Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Botros (1997) 2 A.A.Δ. 317,
Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 24,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Κλεάνθους κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 320,
Επίσημος Παραλήπτης και εκκαθαριστής της Εταιρείας Ch. Zakakiotis (Disco) Ltd v. Kalavas & Associates Ltd κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 523,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Ζαβαλλή (1999) 2 Α.Α.Δ. 531,
Neophytou v. Police (1981) 2 C.L.R. 195,
Katsaronas a.ο. v. Police (1973) 2 C.L.R. 17.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τους κατηγορούμενους εναντίον της καταδίκης τους από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (Δημητριάδου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 24684/95), ημερομηνίας 17/9/99, με την οποία βρέθηκαν ένοχοι σε τέσσερις κατηγορίες για παράβαση όρου άδειας οικοδομής, μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης οικοδομής, ανέγερση και κατεδάφιση οικοδομής κατά παράβαση του περί Ρύθμισης Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε και του επιβλήθηκαν ποινές προστίμου.
Φ. Τ. Αποστολίδης, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Μελίδης, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες βρέθηκαν ένοχοι σε κατηγορίες για παράβαση όρου άδειας οικοδομής, μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης οικοδομής, ανέγερση οικοδομής και κατεδάφιση οικοδομής, τα τρία τελευταία χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή. Ασκήθηκε η παρούσα έφεση, καταχωρίστηκαν διαγράμματα αγόρευσης και κατά τη διάρκεια της ακρόασης ζητήσαμε τις απόψεις των δυο πλευρών σε σχέση με ορισμένες κατ' αρχήν παρατηρήσεις μας αναφορικά με την πρωτόδικη απόφαση. Ενόψει της εξέλιξης του θέματος, θα παραθέσουμε όσα είχαμε πει τότε:
"Μας έχουν προβληματίσει ορισμένα ζητήματα σε σχέση με τα οποία θα θέλαμε να έχουμε τις απόψεις σας. Έχουμε δει τη δομή της πρωτόδικης απόφασης. Καταγράφονται οι κατηγορίες, συνοψίζεται η μαρτυρία που προσκομίστηκε, απαριθμούνται τα συστατικά τα οποία κρίνει η δικαστής ότι είναι απαραίτητο να συνυπάρχουν για να στοιχειοθετείται η κάθε μια από τις κατηγορίες και ακολουθεί η αξιολόγηση της μαρτυρίας. Αφήνεται ισχυρή εντύπωση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ενοχής επειδή αυτή ήταν η γνώμη του μάρτυρα τον οποίο κάλεσε η κατηγορούσα αρχή. Δεν αναφέρεται το πρωτόδικο δικαστήριο, πέραν από τη γενική αναφορά στα συστατικά του αδικήματος, σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο, δεν εξειδικεύει συγκεκριμένες διαπιστώσεις που να αντιστοιχούν προς τις λεπτομέρειες της κάθε μιάς από τις κατηγορίες, δεν σημειώνει καν ποιό ήταν το ζήτημα που απασχολούσε στη δίκη, ειδικά ποιά ήταν η θέση της υπεράσπισης σε σχέση με την κάθε κατηγορία και στη σελίδα 20 το λέγει ευθέως ότι ο ΜΚ1, για λόγους που εξήγησε, είναι σε θέση "να εκφέρει γνώμη κατά πόσο παραβιάστηκε ο ένας ή άλλος όρος της συγκεκριμένης οικοδομής, αν υπήρχε ανέγερση ή κατεδάφιση οικοδομής χωρίς να καλύπτεται από σχετική οικοδομική άδεια".
Αυτή η προσέγγιση μας φαίνεται ότι διαχέεται σε ολόκληρη την απόφαση αφού η μαρτυρία του ΜΥ1 τελικά απορρίπτεται επειδή, όπως αντιλαμβανόμαστε το σκεπτικό του Δικαστηρίου, δεν είναι έτοιμο να δεκτεί τη γνώμη του μάρτυρα σε σχέση με ορισμένα ζητήματα και αφού στο τέλος εκείνα που καταγράφονται ως ευρήματα - συμπεράσματα, στην πραγματι-κότητα εμφανίζονται να αποτελούν μεταφορά εκείνων που προκύπτουν από τη μαρτυρία του ΜΚ1. Δεν υπάρχει συγκεκριμενοποίηση ευρημάτων και ειδικά των ευρημάτων που είναι απαραίτητα για την κάθε μια από τις κατηγορίες και δεν υπάρχει αναφορά και κρίση της Δικαστού σε σχέση με τις άδειες που είχαν εκδοθεί και αντιστοίχιση των μεν με τις δε".
Ο κ. Μελίδης μας ανέφερε σήμερα πως συμμερίζεται όλες τις παρατηρήσεις μας και πως αναπόφευκτα η καταδίκη πρέπει να παραμεριστεί. Όχι όμως για να απολήξει η υπόθεση σε αθώωση και απαλλαγή των εφεσειόντων. Με αναφορά στη φύση των πλημμελειών που εντοπίζονται εισηγήθηκε πως η περίπτωση είναι κατάλληλη για την έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση. Μας παρέπεμψε συναφώς σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με τις αρχές που διέπουν το θέμα. (Βλ. Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97, Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, Γεωργιάδης ν. Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1989) 2 Α.Α.Δ. 385, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, Δεσπότης ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 287, Γεν. Εισαγγελέας ν. Αριστοτέλους (1992) 2 Α.Α.Δ. 356, Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 279, Γεν. Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Mohsen Fouad Botros (1997) 2 Α.Α.Δ. 317, Νίκος Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 24, Γεν. Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Νίκου Π. Κλεάνθους κ.α. (1999) 2 Α.Α.Δ. 320, Επίσημος Παραλήπτης και εκκαθαριστής της Εταιρείας Ch. Zakakiotis (Disco) Ltd v. Kalavas & Associates Ltd. κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 523 και Γεν. Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χρίστου Μιχαήλ Ζαβαλλή (1999) 2 Α.Α.Δ. 531.)
Δεν ήταν διαφορετική η άποψη του κ. Αποστολίδη ως προς την ουσία. Εισηγήθηκε όμως πως θα πρέπει να αποφευχθεί η έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση της υπόθεσης. Όπως υποστήριξε, τα κενά της πρωτόδικης απόφασης μπορούν να πληρωθούν με άσκηση πρωτογενούς κρίσης από το Εφετείο. Μας κάλεσε, επομένως, να ανατρέξουμε εμείς στα ογκώδη πρακτικά και στα πολλά έγγραφα που προσάχθηκαν ως τεκμήρια, να αξιολογήσουμε τη μαρτυρία, να καταλήξουμε στις απαραίτητες διαπιστώσεις, να προβούμε στους αναγκαίους συσχετισμούς και εξειδικεύσεις και να υιοθετήσουμε την εισήγηση του, όπως την ανέπτυξε πρωτοδίκως, πως οι εφεσείοντες πρέπει να αθωωθούν και απαλλαγούν. Μας παρέπεμψε στις υποθέσεις Neophytou v. Police (1981) 2 C.L.R. 195 και Katsaronas and Others v. Τhe Police (1973) 2 C.L.R. 17 στις οποίες επειδή η πρωτόδικη απόφαση δεν ήταν αιτιολογημένη η καταδίκη παραμερίστηκε και οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν. Εναλλακτικά ανέφερε πως ενδεχόμενη διαταγή για επανεκδίκαση θα ήταν αντίθετη προς το Άρθρο 12 του Συντάγματος. Καλέσαμε τον κ. Αποστολίδη να στοιχειοθετήσει αυτή τη θέση και πολύ περισσότερο να την αναπτύξει. Ιδιαιτέρως, ενόψει της μεγάλης σειράς των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες διατάχθηκε επανεκδίκαση ποινικών υποθέσεων. Ο κ. Αποστολίδης μας πληροφόρησε πως δεν είχε να προσθέσει τίποτε στη γενική θέση του όπως την παραθέσαμε.
Έχοντας πλέον και το ευεργέτημα των θέσεων των δυο πλευρών μπορούμε να διαπιστώσουμε πως όσα καταγράψαμε ως κατ' αρχήν παρατηρήσεις αποδίδουν τον τρόπο με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο χειρίστηκε την υπόθεση. Δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται να επεκταθούμε πέρα από το να σημειώσουμε την κατάληξή μας πως, για τους λόγους που προκύπτουν από τις διαπιστώσεις μας, η καταδίκη των εφεσειόντων πρέπει να παραμεριστεί.
Η νομολογία μας σε σχέση με τις αρχές που διέπουν την έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση σε ποινικές υποθέσεις θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μονοσήμαντη. Δεν είναι δυνατό να προσδιοριστούν εκ των προτέρων οι παράγοντες που διαδραματίζουν ρόλο αλλά σε κάθε περίπτωση η απόφαση λαμβάνεται με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης κατά εξισορρόπηση της ανάγκης για ορθή εφαρμογή του νόμου και των επιπτώσεων πάνω στον κατηγορούμενο. Στο πλαίσιο αυτό, έχει επανηλειμμένα εξηγηθεί πως προσλαμβάνει εξέχουσα σημασία η αρχή πως δεν ενδείκνυται να παρέχεται ουσιαστικά στην κατηγορούσα αρχή δεύτερη ευκαιρία για να αποδείξει την υπόθεσή της. Δεν είναι έργο του Εφετείου η αξιολόγηση της μαρτυρίας και, κατ' επέκταση, όσα ο κ. Αποστολίδης εισηγήθηκε να κάμουμε πρωτογενώς. Περαιτέρω, σε ό,τι αφορά στις αρχές, το ζήτημα στην παρούσα υπόθεση αφορά στο νόμιμο ή το παράνομο ενεργειών σε σχέση με οικοδομές και, ως τέτοιο, αποκτά και διαχρονική σημασία. Δεν μας απασχολεί δηλαδή ορισμένη συμπεριφορά η σημασία της οποίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εξαντλείται δια μιας. Οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να παραμεριστεί η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι δυνατόν να συσχετιστούν προς ελλείψεις ή αδυναμίες ώστε να δικαιολογείται φόβος πως θα παρασχεθεί στην κατηγορούσα αρχή δεύτερη ευκαιρία και δεν έχουμε καμιά αμφιβολία πως, κάτω από τις περιστάσεις, είναι ενδεδειγμένη η έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση.
Η άλλη εισήγηση του κ. Αποστολίδη δεν έχει στοιχειοθετηθεί ούτε αναπτυχθεί έτσι ώστε να δικαιολογείται να μας απασχολήσει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Διατάσσουμε την επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο μέλος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.
Η έφεση επιτρέπεται. Διαταγή για επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.