ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 2 ΑΑΔ 540
24 Οκτωβρίου, 2000
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΥΓΕΝΙΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6868)
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα ― Έφεση εναντίον των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος για επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή τους.
Απόδειξη ― Αντιφάσεις στη μαρτυρία ― Δεν ήταν ουσιώδεις σε βαθμό που να μπορούσαν να κλονίσουν τα ευρήματα αξιοπιστίας των βασικών μαρτύρων κατηγορίας.
Δικαστική απόφαση ― Αιτιολογία ― Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος επιβάλλει την αιτιολόγηση ως απαραίτητο στοιχείο της δικαστικής λειτουργίας ― Τι συνιστά δέουσα αιτιολογία ― Η λεπτομερής παράθεση των διαφορών στη μαρτυρία των μαρτύρων και η ανάλυσή τους δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της αιτιολογίας μιας δικαστικής απόφασης.
Στην υπόθεση αυτή, ο εφεσείων και ο παραπονούμενος, ιδιοκτήτες χωραφιών, που χωρίζονται μεταξύ τους απο κρατική γη, στο χωριό Αγία Βαρβάρα, είχαν διαφορές οι οποίες προέκυψαν όταν ο εφεσείων περιέκλεισε με πασσάλους το κρατικό τεμάχιο μέσα στο δικό του κατά μήκος της γραμμής που συνέδεε το κρατικό τεμάχιο με το χωράφι του παραπονουμένου. Αποτέλεσμα της επέμβασης του εφεσείοντος ήταν να περνούν αυτοκίνητα και θεριστικές μηχανές από το χωράφι του παραπονουμένου τα οποία προηγουμένως περνούσαν από την κρατική γη.
Στις 18.10.98 ένα αυτοκίνητο που διερχόταν από το χωράφι του παραπονουμένου πέρασε πολύ κοντά από τη κόρη του ηλικίας 1½ χρόνων. Ο εφεσείων θύμωσε και άρχισε να σπρώχνει στους πασσάλους και να φωνάζει στον εφεσείοντα, ο οποίος βρισκόταν γύρω στα 50 περίπου μέτρα μακριά, καλώντας τον να σηκώσει τους πασσάλους αφού αυτή ήταν η αιτία που παρολίγο να σκοτωνόταν η κόρη του. Ο εφεσείων τότε κτύπησε με πέτρα τον παραπονούμενο στο μέτωπο, στο πάνω μέρος της μύτης και των ματιών. Από το κτύπημα άρχισε να τρέχει αίμα. Ο εφεσείων έχασε τις αισθήσεις του ως αποτέλεσμα του κτυπήματος και όταν τις επανηύρε, μετά από 30 περίπου λεπτά, μετέβη στο Νοσοκομείο.
Οι εκδοχές των διαδίκων διΐσταντο ως προς τις συνθήκες που οδήγησαν στον τραυματισμό του παραπονουμένου. Ο εφεσείων υποστήριξε ότι ο τραυματισμός οφειλόταν στην προσπάθεια του παραπονουμένου να βγάλει δύο από τους πασσάλους που διαχώριζαν το χωράφι του από την κρατική γη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή του παραπονουμένου και έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο σε κατηγορία επίθεσης που είχε προκαλέσει πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση προβάλλοντας την ύπαρξη αντιφάσεων στη μαρτυρία του παραπονουμένου και της συζύγου του, η οποία ήταν παρούσα την στιγμή της επίθεσης. Υποστήριξε επίσης ότι τα ευρήματα της ενοχής του εφεσείοντος και της αιτίας του τραυματισμού του παραπονουμένου ήταν εσφαλμένα.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Μόνο όπου υπάρχει αντικειμενικό έρεισμα δικαιολογείται η παρέμβαση του Εφετείου.
2. Οι αντιφάσεις στη μαρτυρία των βασικών μαρτύρων κατηγορίας δεν είναι ουσιώδεις σε βαθμό που να μπορούσαν να κλονίσουν τα ευρήματα αξιοπιστίας τους.
3. Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αποδοχή της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής καθώς και η ετυμηγορία του, είναι δεόντως αιτιολογημένα.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1984) 2 C.L.R. 172,
Sedora Enterprises Ltd v. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1990) 2 Α.Α.Δ. 282,
Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 75,
Αεροπόρος κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362,
Πέτρου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76,
Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220,
Ioannidou v. Dikeos (1969) 1 C.L.R. 235,
Pioneer Candy Ltd v. Tryphon and Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 440,
Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδης (1990) 1 C.L.R. 1026,
Βασιλείου ν. Μενελάου κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1125,
Ανδρέου ν. Χριστοφόρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 828.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Πογιατζής, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση�Αρ. 12166/99), ημερομηνίας 14/1/2000, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία επίθεσης η οποία προκάλεσε πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Μ. Κυριακίδης, για τον Εφεσείοντα.
Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα διαδικασία αμφισβητεί την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων είχε βρεθεί ένοχος σε κατηγορία επίθεσης που είχε προκαλέσει πραγματική σωματική βλάβη κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154.
(α) Τα γεγονότα
Ο εφεσείων είναι ιδιοκτήτης ενός χωραφιού στην τοποθεσία Διπλοπόταμος στο χωριό Αγία Βαρβάρα. Ο παραπονούμενος είναι ιδιοκτήτης ενός διπλανού χωραφιού έκτασης 10 περίπου τετραγωνικών σκαλών με 58 ελιές και μερικά μικρά δένδρα. Τα δύο τεμάχια χωρίζονται μεταξύ τους από ένα τεμάχιο κρατικής γης (χαλίτικη γη). Ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση για να αποκτήσει την κρατική γη. Επειδή όμως, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, η διαδικασία αυτή διαρκεί μέχρι 7 με 8 χρόνια, ο εφεσείων περιέκλεισε το κρατικό τεμάχιο μέσα στο δικό του με την τοποθέτηση ξύλινων πασσάλων ύψους 1,60 μ. μέσα σε τσιμεντένια βάση με τρεις σειρές συρμάτων, κατά μήκος της γραμμής που συνδέει την κρατική γη με το χωράφι του παραπονουμένου. Η πιο πάνω επέμβαση του εφεσείοντος άρχισε να δημιουργεί προβλήματα στον παραπονούμενο αφού τα αυτοκίνητα και οι θεριστικές μηχανές που περνούσαν προηγουμένως από την κρατική γη, άρχισαν να περνούν μέσα από το τεμάχιο του που το είχε σπείρει, με αποτέλεσμα να καταστρέφεται η βλάστηση. Αυτή η διέλευση των ξένων οχημάτων από το χωράφι του παραπονούμενου ήταν και η αιτία που οδήγησε στην παρούσα διαδικασία.
Σύμφωνα με την εκδοχή του παραπονουμένου, γύρω στις απογευματινές ώρες της 18/10/98 ένα αυτοκίνητο που διερχόταν από το χωράφι του πέρασε από πολύ κοντά από την κόρη του Αναστασία, ηλικίας 1½ χρόνων, που βρισκόταν στο χωράφι του πατέρα της μαζί με τη μητέρα της και τα άλλα τρία αδελφάκια της ηλικίας 4 και 3 χρόνων και 5 μηνών. Ο παραπονούμενος που αντιλήφθηκε το επεισόδιο θύμωσε για το κίνδυνο που δημιουργήθηκε για την κόρη του και αφού έτρεξε κοντά στους πασσάλους άρχισε να τους σπρώχνει και να φωνάζει στον εφεσείοντα, που βρισκόταν τη στιγμή εκείνη γύρω στα 50 περίπου μέτρα μακριά, ότι έπρεπε να τους αφαιρέσει αφού αυτή ήταν η αιτία που παρολίγο να σκοτωνόταν το μωρό του. Ο εφεσείων πλησίασε και βλέποντας τον παραπονούμενο να σπρώχνει και να σπάζει τους ξύλινους πασσάλους από τη βάση τους, τον κτύπησε με μια πέτρα στο μέτωπο, στο πάνω μέρος της μύτης μεταξύ των δύο ματιών. Από το κτύπημα άρχισε να τρέχει αίμα. Ο εφεσείων απομακρύνθηκε αμέσως από τη σκηνή μεταφέροντας την πέτρα μαζί του. Η γυναίκα του παραπονουμένου, που επιβεβαίωσε τα πιο πάνω, πρόσθεσε ότι ο σύζυγος της, ως αποτέλεσμα του κτυπήματος, έχασε τις αισθήσεις του και όταν τις επανεύρε, μετά από 30 περίπου λεπτά, μετέβηκαν με το όχημα του παραπονουμένου αρχικά στο σωματείο "Ομόνοια" αναζητώντας τον Κοινοτάρχη και ευθύς αμέσως μετά στον Αστυνομικό Σταθμό και στο Νοσοκομείο.
Η εκδοχή του εφεσείοντος διαφέρει από εκείνη του παραπονουμένου ως προς τις λεπτομέρειες που οδήγησαν στον τραυματισμό του τελευταίου. Ήταν η θέση του εφεσείοντος ότι το τραύμα στο πρόσωπο του παραπονουμένου ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της προσπάθειας του να βγάλει τον 7ο από τους 8 πασσάλους που διαχωρίζουν το χωράφι του από την κρατική γη. Ο εφεσείων κατέθεσε ότι είδε τον παραπονούμενο από μια απόσταση 10 περίπου μέτρων να προσπαθεί να βγάλει τον 7ο ή 8ο πάσσαλο. Γύρισε για να φύγει και ακολούθησε μια σιωπή. Ο παραπονούμενος έπρεπε να είχε τραυματιστεί από τον πάσσαλο, γιατί όταν προσπαθούσε να τους βγάλει τραβώντας τους μπροστά - πίσω, αυξανόταν η ελαστικότητα τους με αποτέλεσμα ένας από αυτούς να τον κτυπήσει στο πρόσωπο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από την αξιολόγηση της μαρτυρίας που είχε παρουσιαστεί κατέληξε στην αποδοχή της εκδοχής του παραπονουμένου απορρίπτοντας τη μαρτυρία του εφεσείοντος ως αναξιόπιστη.
(β) Οι λόγοι έφεσης
Ο εφεσείων προσβάλλει την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης για διάφορους λόγους που βασίζονται κυρίως στο ότι,
(α) Υπήρχαν σοβαρές αντιφάσεις μεταξύ του παραπονουμένου και της συζύγου του που έπρεπε να οδηγήσουν στην απόρριψη της εκδοχής τους,
(β) Το εύρημα ενοχής δεν συνάδει με τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί,
(γ) Το εύρημα ότι ο παραπονούμενος τραυματίστηκε από τον εφεσείοντα είναι λανθασμένο· και
(δ) Η απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.
Επειδή οι τρεις πρώτοι λόγοι συνδέονται άμεσα μεταξύ τους θα προβούμε στην από κοινού εξέταση τους με βάση τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι οι αντιφάσεις που εντοπίζονται στις μαρτυρίες του παραπονουμένου και της συζύγου του είναι τόσο σημαντικές που αναπόφευκτα το Δικαστήριο θα έπρεπε να καταλήξει σε συμπέρασμα ότι επρόκειτο για αναξιόπιστους μάρτυρες και να τις απορρίψει, παρά να αποδεχθεί την εκδοχή τους. Προς τούτο υποδείχθηκαν συγκεκριμένες διαφορές που κατά την εισήγηση του εφεσείοντος ουσιαστικά καταλήγουν σε δύο διαφορετικές εκδοχές, σε βαθμό που επέβαλλαν την απαλλαγή του εφεσείοντος. Τόσο τα ευρήματα όσο και η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίζονται πάνω στην αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας που έχει παρουσιαστεί και από τις δύο πλευρές. Οι αρχές που καθορίζουν πότε το Ποινικό Εφετείο μπορεί να επέμβει σε ευρήματα που στηρίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων που έχουν καταθέσει έχουν τονιστεί επανειλημμένα σε διάφορες αποφάσεις. Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει και την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Ποινικό Εφετείο δεν επεμβαίνει αν τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εύλογα. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Μόνο όπου υπάρχει αντικειμενικό έρεισμα δικαιολογείται η παρέμβαση μας με τα ευρήματα του. (Ίδε Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1984) 2 Α.Α.Δ. 172, Sedora Enterprises Ltd v. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1990) 2 Α.Α.Δ. 282, Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 75, Αεροπόρος και άλλοι ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362, Πέτρου και άλλοι ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76 και Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220).
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι το αίμα που βρέθηκε στην κορυφή του 7ου πασσάλου, σύμφωνα με τους κανόνες της φυσικής, θα έπρεπε να είχε προέλθει από το κτύπημα του πασσάλου που δέχθηκε ο παραπονούμενος, όταν ο τελευταίος τον έσπρωχνε μπροστά - πίσω. Η εισήγηση παραμένει θεωρητική. Ο εφεσείων δεν είδε τον πάσσαλο να κτυπά τον παραπονούμενο. Αντίθετα ο παραπονούμενος ήταν απόλυτα βέβαιος ότι το τραύμα ήταν το αποτέλεσμα του κτυπήματος που δέχθηκε από τον εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και αυτό το θέμα αναφέροντας ότι οι κηλίδες που εντοπίστηκαν στον πάσσαλο δεν αδυνατίζουν την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, αφού θα μπορούσαν να είχαν προέλθει από το κτύπημα που είχε δεχθεί ο παραπονούμενος.
Έχουμε εξετάσει τις διαφορές που έχουν επισημανθεί αλλά δεν έχουμε πεισθεί ότι είναι ουσιώδεις σε βαθμό που μπορούσαν να κλονίσουν τα ευρήματα αξιοπιστίας των δύο βασικών μαρτύρων κατηγορίας. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και της συμπεριφοράς τους ήταν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι διαφορές που υποδείχθηκαν είναι επουσιώδεις και δεν μπορούν να μεταβάλουν την ουσία της μαρτυρίας που έτυχε ορθής αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέβλεψε τις διαφορές που υπήρχαν στις καταθέσεις των δύο βασικών μαρτύρων κατηγορίας. Αντίθετα, γίνεται αναφορά στην πρωτόδικη απόφαση ότι η ύπαρξη τους δεν αποδίδεται σε εσκεμμένη προσπάθεια απόκρυψης της αλήθειας, αλλά αντίθετα δείχνει την έλλειψη προσχεδιασμού. Απορρίπτοντας την εκδοχή του εφεσείοντος, που την θεώρησε ως αναξιόπιστη, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο τελευταίος κτύπησε τον παραπονούμενο και τον βρήκε ένοχο στη σχετική κατηγορία. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια βρίσκουμε ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αποδοχή της εκδοχής της Κατηγορούσας Αρχής καθώς και η ετυμηγορία του είναι δεόντως αιτιολογημένα.
(γ) Η απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 30.2 του Συντάγματος.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη σύμφωνα με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος, που επιβάλλει την αιτιολόγηση ως απαραίτητο στοιχείο της δικαστικής λειτουργίας. Ειδικότερα ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέγραψε, δεν αντιπαρέβαλε και δεν σύγκρινε τις διαφορές μεταξύ του παραπονουμένου και της συζύγου του και επιπρόσθετα δεν επέλεξε ποιό μέρος θεωρούσε ως αξιόπιστο και ποιό ως αναξιόπιστο.
Έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι η αιτιολόγηση μιας απόφασης που κατοχυρώνεται με το άρθρο 30.2 του Συντάγματος διασφαλίζει την εγκυρότητα της δικαστικής διεργασίας. (Ίδε Ioannidou v. Dikeos (1969) 1 C.L.R. 235, Pioneer Candy Ltd. v. Tryphon and Sons Ltd. (1981) 1 C.L.R. 440, Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδης (1990) 1 C.L.R. 1026, Βασιλείου ν. Μενελάου και άλλος (1990) 1 C.L.R. 1125). Η αιτιολόγηση βασίζεται πάνω στην ανάλυση της μαρτυρίας που έχει προσκομιστεί. Η έκταση της ανάλυσης ποικίλει ανάλογα με το περιεχόμενο και από τη φύση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται (Ανδρέου ν. Χριστοφόρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 828). Στην υπόθεση Pioneer Candy Ltd. v. Tryphon and Sons Ltd. (πιο πάνω) τονίστηκε ότι μια αιτιολογημένη απόφαση θα πρέπει να περιέχει:
(α) ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επίδικων θεμάτων,
(β) διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων· και
(γ) σαφή δικαστική απόφαση.
Η λεπτομερής παράθεση όλων των διαφορών που επισημαίνονται στις μαρτυρίες των διαφόρων μαρτύρων και η ανάλυση και αξιολόγηση τους δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της αιτιολογίας μιας δικαστικής απόφασης. Η ανάλυση της μαρτυρίας εστιάζεται κυρίως στα βασικά στοιχεία που έχουν άμεση σχέση με τα επίδικα θέματα.
Στην παρούσα περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν υπόχρεο να προβεί σε μια σχολαστική και λεπτομερή καταγραφή των διαφορών στις καταθέσεις των δύο βασικών μαρτύρων κατηγορίας. Το Δικαστήριο δεν παρέβλεψε όμως την ύπαρξη τους. Αντίθετα επεσήμανε ότι υπάρχουν διαφορές που τις θεώρησε επουσιώδεις και κατέληξε στην αποδοχή της εκδοχής του παραπονουμένου έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας που είχε παρουσιασθεί. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια η συνολική αξιολόγηση που έγινε δεν αποστερεί από τη δικαστική απόφαση το εχέγγυο της ύπαρξης της αιτιολόγησης που βρίσκουμε ότι περιέχεται στην πρωτόδικη απόφαση.
Η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.