ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 2 ΑΑΔ 444
21 Σεπτεμβρίου, 2000
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΑΔΑΜΟΣ ΠΟΤΑΜΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6714)
Ποινή ― Χρησιμοποίηση μεγαφώνων κατά παράβαση των όρων αδείας, κατά παράβαση του Άρθρου 187(1)(α)(2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και Νόμου 166/87 και 45(1)/98 ― Εφεσείων εβαρύνετο με 14 προηγούμενες καταδίκες ― Επιβολή προστίμου £1.000 ― Επικυρώθηκε κατ' έφεση.
Έφεση ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Πότε δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου.
Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ― Συνοπτική διαδικασία ― Μάρτυρες ― Η Κατηγορούσα Αρχή δεν υποχρεούται να καλέσει όλους τους μάρτυρες που αναγράφονται στο κατηγορητήριο και είναι γνωστοί στην Υπεράσπιση.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν η ποινή είναι εσφαλμένη σε θέματα αρχής ή έκδηλα υπερβολική.
Ο εφεσείων καταδικάστηκε για χρησιμοποίηση μεγαφώνων κατά παράβαση των όρων της άδειας του για την χρησιμοποίηση μεγαφώνων σε δημόσιο χώρο, ήτοι σε συγκεκριμένη μπυραρία στην Αγία Νάπα. Του επιβλήθηκε πρόστιμο £1.000 και £8 έξοδα.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον τόσο της καταδίκης όσο και της ποινής.
Ο εφεσείων υποστήριξε ότι:
1. Υπήρχαν αντιφάσεις στη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεσήμανε, οι οποίες έπλητταν την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κάλεσε αστυνομικό μάρτυρα που ανεγράφετο στο κατηγορητήριο.
3. Η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι λόγοι που επικαλέσθηκε ο εφεσείων για ανατροπή της καταδίκης δεν ευσταθούν.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθορίσει την ποινή αφού στάθμισε και συνεκτίμησε όλους τους σχετικούς παράγοντες. Δεν έχει εντοπισθεί οποιοδήποτε στοιχείο έκδηλης υπερβολής.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 691,
Λοϊζιάς ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 298,
Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320,
Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35,
Γενικός Εισαγγελέας της�Δημοκρατίας κ.ά. ν. Πότση κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 252,
Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σάββα (1998) 2 Α.Α.Δ. 224,
Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222,
Σουπαρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 58,
Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 227,
Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231,
Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179,
Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138,
Κωνσταντινίδης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 339.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Στυλιανίδης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση�Αρ. 3122/98), ημερομηνίας 5/5/99, με την οποία βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε στην κατηγορία της χρησιμοποίησης μεγαφώνων κατά παράβαση των όρων της εκδοθείσας σ'αυτόν άδειας, κατά παράβαση του Άρθρου 187 (1) (α) (2) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του Νόμου 166/87 και 45 (1)/98.
Μ. Ξ. Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.
Α. Μαππουρίδης, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου, θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπιζε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου την εξής κατηγορία:-
"Χρησιμοποίηση μεγαφώνων κατά παράβασιν των όρων αδείας, κατά παράβασιν του άρθρου 187(1)(α)(2) του Ποινικού Κώδικος, Κεφ. 154 και Νόμος 166/87 και 45(1)/98.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Ο κατηγορούμενος την 17/08/98, στην οδό Λουκά Λουκά, Αγία Νάπα, Επαρχίας Αμ/στου ενώ ήταν κάτοχος αδείας εκδοθείσης υπό του Επάρχου Αμ/στου για την χρησιμοποίηση μεγαφώνων εν δημοσίω χώρω, ήτοι εις την μπυραρία "SCANDINAVISCA" παρέβηκαν τους όρους της τοιαύτης αδείας, ήτοι εχρησιμοποίησαν το εν λόγω μεγάφωνο και ακουόταν σε δημόσιο μέρος πέρα από το εν λόγω υποστατικό.".
Κατά την πρώτη εμφάνιση του ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή. Ακολούθησαν άλλες έξι συνεδριάσεις του Δικαστηρίου για να εκτεθούν τα γεγονότα και οι προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντα, καθώς και η αγόρευση του δικηγόρου του για μετριασμό της ποινής. Στην τελευταία από τις επτά συνεδρίες του Δικαστηρίου ο δικηγόρος του εφεσείοντα στην αγόρευσή του για μετριασμό της ποινής ισχυρίστηκε ότι ο ήχος των μεγαφώνων δεν ακούετο σε δημόσιο μέρος, πέραν από το υποστατικό του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά την επιμονή του εφεσείοντα και του δκηγόρου του επί του πιο πάνω σημείου, ορθά διέταξε την καταχώρηση μη παραδοχής και η υπόθεση προχώρησε σε ακρόαση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε τους δύο μάρτυρες που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή και τον εφεσείοντα και το μάρτυρα του, βρήκε ένοχο τον κατηγορούμενο στην κατηγορία και του επέβαλε πρόστιμο £1.000 και £8 έξοδα.
Εναντίον τόσο της καταδίκης όσο και της ποινής καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.
Με τους λόγους έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να σχολιάσει τόσο τη μαρτυρία του μάρτυρα κατηγορίας και να επισημάνει τις αντιφάσεις στη μαρτυρία του όσο και τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του μάρτυρα του που ανέτρεψαν, κατά τον ισχυρισμό του, τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής ως προς τις επαφές του αστυνομικού μάρτυρα όταν εισήλθε στην μπυραρία του εφεσείοντα.
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί του εφεσείοντα είναι ανεδαφικοί και ανυπόστατοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε στην απόφασή του τόσο τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής όσο και τη μαρτυρία της Υπεράσπισης. Δέχθηκε ανεπιφύλακτα τη μαρτυρία του αστυνομικού-μάρτυρα, ιδιαίτερα ότι η μουσική που μετεδίδετο από τα μεγάφωνα της μπυραρίας του εφεσείοντα, ακούετο σε απόσταση 50 μέτρων στο δημόσιο δρόμο, δίδοντας προς τούτο τη σχετική αιτιολογία. Τη μαρτυρία της Υπεράσπισης, όσον αφορά τις επαφές του αστυνομικού όταν εισήλθε στην μπυραρία, την απέρριψε ως αναξιόπιστη καταγράφοντας και τις μεταξύ τους αντιφάσεις.
Είναι καλά καθιερωμένη αρχή της νομολογίας μας πως η ευθύνη για τον προσδιορισμό των γεγονότων βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης και πως η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνον όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Ευχέρεια για παραμερισμό ή ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνον όταν κρίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα. (Βλέπε: Μόδεστος Πίτσιλλος ν. Δ. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 691, Λοϊζιάς ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 298, Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320, Χρυσούλλα Καννάουρου κ.ά. ν. Ανδρέα Σταδιώτη κ.ά., (1990) 1 Α.Α.Δ. 35, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ.ά. ν. Γεωργίου Α. Πότση κ.ά. (2000) 2 Α.Α.Δ. 252).
Έχουμε εξετάσει το σύνολο της μαρτυρίας και βρίσκουμε ότι δεν υπήρξαν αντιφάσεις που να καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας. Αντίθετα προβάλλουν τα γεγονότα με φυσικό τρόπο τέτοιο που η αξιοπιστία τους δεν έχει τρωθεί από τη μακρά αντεξέταση της Υπεράσπισης.
Στην παρούσα υπόθεση τα συμπεράσματα, με βάση την αξιοπιστία των μαρτύρων, όπως αυτή εξετιμήθη από τον πρωτόδικο Δικαστή, που είχε την ευκαιρία να τους ακούσει, δεν δικαιολογούν την επέμβασή μας.
Με άλλο λόγο έφεσης ως προς την καταδίκη ο εφεσείων παραπονείται ότι "δεν αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης από το πρωτόδικο Δικαστήριο η μη κλήση αστυνομικού μάρτυρα που ανεγράφετο στο κατηγορητήριο.".
Στο κατηγορητήριο ανεγράφοντο πέντε συνολικά μάρτυρες κατηγορίας. Τελικά η Κατηγορούσα Αρχή εκάλεσε μόνο δύο από τους πέντε. Μεταξύ των άλλων δεν εκάλεσε τον Αστ. Σ. Ανδρέου. Από τα πρακτικά της μαρτυρίας προκύπτει ότι ο εν λόγω αναγραφόμενος στο κατηγορητήριο μάρτυρας ήταν ο αστυνομικός που συνόδευε τον Αστ. 1829 Α. Μιλτιάδους, κύριο μάρτυρα κατηγορίας.
Το πιο πάνω θέμα ο δικηγόρος του εφεσείοντα το ήγειρε για πρώτη φορά στην τελική αγόρευση του πριν την επίδικη απόφαση. Ουδέποτε προηγουμένως ζήτησε την κλήση του μάρτυρα αυτού για σκοπούς αντεξέτασης ούτε και ζήτησε να τον παρουσιάσει ως μάρτυρα Υπεράσπισης ενώ είχε την ευχέρεια να το πράξει. Πέραν τούτου δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία ότι λήφθηκε από τον αστυνομικό αυτό γραπτή κατάθεση. Σύμφωνα με τη νομολογία σε υποθέσεις συνοπτικής διαδικασίας η Κατηγορούσα Αρχή δεν υποχρεούται να καλέσει όλους τους μάρτυρες που αναγράφονται στο κατηγορητήριο και είναι γνωστοί στην Υπεράσπιση. Είναι δικαίωμα της Υπεράσπισης να τον καλέσει ως μάρτυρα υπεράσπισης, πράγμα όμως που δεν έπραξε ο δικηγόρος του εφεσείοντα. Η θέση αυτή βρίσκει έρεισμα στην αυθεντία Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σάββας Σάββα (1998) 2 Α.Α.Δ. 224, όπου αντιμετωπίσθηκε το ίδιο θέμα. Στη σελίδα 230 της απόφασης αναφέρονται και τα εξής:-
"Συμφωνούμε με την εισήγηση της κατηγορούσας αρχής. Δεν περιλαμβάνονται στο θεσμοθετημένο περιεχόμενο του κατηγορητηρίου για σκοπούς συνοπτικής δίκης τα ονόματα μαρτύρων κατηγορίας. (Βλ. το άρθρο 38 του Κεφ. 155 και το έντυπο αρ. 7 στο παράρτημα D των Θεσμών περί Ποινικής Δικονομίας. Και σε αντιδιαστολή το έντυπο 29 για κατηγορητήριο που καταχωρείται ενώπιον Κακουργιοδικείου). Το γεγονός της αναγραφής σ΄ αυτό των ονομάτων μαρτύρων κατηγορίας αποτελεί πρωτοβουλία που δεν επάγεται υποχρέωση κλήσης τους. Η νομολογία ως προς τους μάρτυρες των οποίων τα ονόματα οπισθογραφούνται στο κατηγορητήριο με την πιο πάνω έννοια, δεν αφορά στην περίπτωση της συνοπτικής δίκης. Ο χειρισμός που έγινε είναι νομικά εσφαλμένος.".
Και αυτός ο λόγος έφεσης είναι ανεδαφικός και κατά συνέπεια η έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίπτεται.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης αναφέρεται στην ποινή την οποία χαρακτηρίζει ως "πάρα πολύ άδικη και υπερβολική".
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη τη σοβαρότητα του αδικήματος η οποία αντανακλάται από την προβλεπόμενη ποινή της φυλάκισης μέχρι 6 μήνες ή του προστίμου μέχρι £5.000 ή και τα δύο και αφού έλαβε υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου επέβαλε ποινή προστίμου εκ £1.000. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπόψη τις 14 προηγούμενες παρόμοιες καταδίκες του εφεσείοντα μεταξύ του Αυγούστου του 1995 και του Γενάρη του 1998.
Με βάση σταθερή θέση της νομολογίας το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου Δικαστή. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική. (Βλέπε: Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222, Σουπαρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 58, Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 227).
Δυνατότητα επέμβασης παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα από το συσχετισμό της προς το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου. (Βλέπε: Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179, Σωκράτης Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138).
Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Νικόλας Κωνσταντινίδης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 339, όπου τα γεγονότα είναι τα ίδια με την παρούσα υπόθεση επεβλήθη πρωτόδικα ποινή προστίμου £2.000. Το Εφετείο επικρότησε την αυστηρότητα της ποινής. Αναφέρεται στις σελίδες 340-341:-
"Επικροτούμε την αυστηρότητα με την οποία αντιμετώπισε το πρωτόδικο Δικαστήριο τον εφεσείοντα. Θεωρούμε πολύ σοβαρές τις παραβάσεις νόμων που θεσπίζονται για να προστατεύεται και βελτιώνεται η ποιότητα ζωής των ανθρώπων, σε μια ραγδαία εξελισσόμενη κοινωνία με καινούργιες συνήθειες στον τρόπο λειτουργίας της. Στην προκείμενη περίπτωση η νομοθεσία σκοπεί να διασφαλίσει την ησυχία και γαλήνη στο χώρο όπου ζουν οι άνθρωποι, έτσι που να απολαμβάνουν πνευματική και ψυχική ηρεμία. Η παραβίαση, γενικά, νόμων και κανονισμών που ρυθμίζουν τη νέα τάξη πραγμάτων στην κοινωνία μας πρέπει να αντιμετωπίζεται αυστηρά. Τέτοιες παραβάσεις είναι ενίοτε σοβαρότερες από τα γνωστά και παραδοσιακά μικρά αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Και ο παραβάτης πρέπει να αντιληφθεί πως οι ποινές που επιβάλλονται θα είναι τέτοιες, έτσι που να μην απολήγει η παράβαση να είναι οικονομικά συμφέρουσα στη λειτουργία της επιχείρησής του, ή στον τρόπο που θέλει να συμπεριφέρεται.".
Το Εφετείο όμως, στην πιο πάνω απόφαση, μείωσε την ποινή στις £1.000 γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε εγκαταλείψει τις επιχειρήσεις μπυραρίας και δήλωσε ότι είχε αναλάβει άλλης φύσης εργασία και έτσι δεν ετίθετο θέμα η ποινή να έχει για τον ίδιο τον κατηγορούμενο οποιοδήποτε αποτρεπτικό σκοπό.
Έχουμε εξετάσει το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης σε συνδιασμό με όλους τους παράγοντες οι οποίοι διέπουν την επιμέτρηση της ποινής. Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθορίσει την ποινή μετά από στάθμιση και συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε στοιχείο έκδηλης υπερβολής.
Η έφεση τόσο κατά της καταδίκης όσο και κατά της ποινής απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.