ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 2 ΑΑΔ 437
21 Σεπτεμβρίου, 2000
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΤΡΗ ΜΟYΣΚΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜIΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6906)
Λειτουργία παιδοκομικού σταθμού κατά παράβαση των Άρθρων 28(1)(α), 29(1)(4) και 31(1)(4) του περί Παίδων Νόμου, Κεφ. 352 ― Παράλειψη τήρησης της αναλογίας των παίδων κατά παιδονόμο κατά παράβαση των Άρθρων 29(1)(4) και 31(1)(4) του πιο πάνω Νόμου.
Η εφεσείουσα βρέθηκε ένοχη και στις δύο κατηγορίες. Κύριος μάρτυρας κατηγορίας στην πρωτόδικη διαδικασία ήταν η λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας Μ.Κ.1, αρμόδια για επιθεωρήσεις παιδοκομικών σταθμών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της στο σταθμό της εφεσείουσας φροντίζονταν 56 παιδιά αντί 40. Το Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής ως πλήρως αξιόπιστη.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση υποστηρίζοντας ότι:
(1) Λανθασμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση που δικαιολογούσε την κλήση της εφεσείουσας σε απολογία.
(2) Δεν υπήρξε αποδεκτή μαρτυρία όσον αφορά τις ηλικίες των παιδιών, καθότι η Μ.Κ. 1 δεν εξακρίβωσε τις ηλικίες τους.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Δεν προσάχθηκε αποδεκτή μαρτυρία, όπως απαιτείτο, που να αποδεικνύει ότι η εφεσείουσα, κατά παράβαση των όρων που της τέθηκαν σύμφωνα με το Άρθρο 29 του Κεφ. 352, φρόντιζε κατά τον ουσιώδη χρόνο περισσότερα από το επιτρεπόμενο παιδιά. Έπεται ότι η καταδίκη της εφεσείουσας στην πρώτη κατηγορία πρέπει να ακυρωθεί και η εφεσείουσα να αθωωθεί.
2. Το διάταγμα του Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, Κ.Δ.Π. 213/94, δεν τηρήθηκε αφού υπήρχε μόνο μια προσοντούχος παιδονόμος για 56 παιδιά ανεξαρτήτως ηλικίας. Η απόφαση του Δικαστηρίου να βρει την εφεσείουσα ένοχη στη 2η κατηγορία είναι ορθή.
Η έφεση επιτράπηκε μερικώς.
Per Curiam:
Τόσο ο τρόπος που χειρίσθηκε την υπόθεση αυτή η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής, όσο και ο τρόπος σύνταξης του κατηγορητηρίου, με την παράθεση ανύπαρκτων νόμων, είναι μεμπτοί.
Έφεση εναντίον Καταδίκης.
Έφεση από την κατηγορούμενη εναντίον της καταδίκης της από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (Αμπίζα, Πρ. Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 1164/99), ημερομηνίας 24/1/2000, με την οποία βρέθηκε ένοχη στην κατηγορία της λειτουργίας παιδοκομικού σταθμού κατά παράβαση των Άρθρων 28 (1) (α), 29 (1) (4) και 31 (1) (4) του περί Παίδων Νόμου, Κεφ. 352 καθώς και για παράλειψή της να τηρεί την αναλογία των παιδιών κατά παιδοκόμο, κατά παράβαση των Άρθρων 29 (1) (4) και 31 (1) (4) του ιδίου Νόμου.
Αρίστη Κορακίδου Μακρίδου, για την Εφεσείουσα.
Χ. Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Φρ. Νικολαΐδη.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: H εφεσείουσα βρέθηκε ένοχη από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στην κατηγορία λειτουργίας παιδοκομικού σταθμού κατά παράβαση των άρθρων 28 (1) (α), 29 (1) (4) και 31 (1) (4) του περί Παίδων Νόμου, Κεφ. 352, καθώς και για παράλειψη να τηρεί την αναλογία των παιδιών κατά παιδοκόμο κατά παράβαση των άρθρων 29 (1) (4) και 31 (1) (4) του πιο πάνω Νόμου. Τρίτη παρόμοιας φύσης κατηγορία απορρίφθηκε.
Κύριος μάρτυρας κατηγορίας στην πρωτόδικη διαδικασία ήταν η Μ.Κ.1 Άντρη Ψαλτά, λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας, αρμόδια για επιθεωρήσεις παιδοκομικών σταθμών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της από επιθεώρηση που έκαμε στον παιδοκομικό σταθμό της εφεσείουσας διαπίστωσε ότι ο αριθμός των παιδιών που φροντίζονταν ήταν μεγαλύτερος από τον εγκεκριμένο. Η μάρτυς εξήγησε ότι, πριν την έγκριση λειτουργίας κάθε παιδοκομικού σταθμού γίνεται μέτρηση στο χώρο και επιτρέπεται ένα παιδί για κάθε 18 τ.π. Στο σταθμό της εφεσείουσας φροντίζονταν, σύμφωνα πάντα με τη μάρτυρα, 56 παιδιά αντί 40. Οι μετρήσεις των διαστάσεων του σταθμού έγιναν από άλλο πρόσωπο. Η εφεσείουσα δεν είχε φέρει ένσταση στις μετρήσεις αυτές.
Αναφορικά με τη δεύτερη κατηγορία ότι δηλαδή δε τηρούσε την αναλογία των παιδιών κατά παιδοκόμο σύμφωνα με τις ηλικίες τους, ανέφερε ότι αφού ρώτησε ποιά είναι η συγκεκριμένη ομάδα μέτρησε τον αριθμό των παιδιών ανάλογα με το πως είχαν χωρισμένα τα παιδιά οι εργοδοτούμενες στο σταθμό.
Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η υπεράσπιση από τη στιγμή που αμφισβήτησε ορισμένα θέματα, όφειλε να προσκομίσει μαρτυρία, ώστε να αντιπαραθέσει τη μαρτυρία αυτή έναντι της μαρτυρίας της Μ.Κ.1 και να την αντικρούσει. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι ήταν πολύ απλό θέμα για την υπεράσπιση να παρουσιάσει τη μαρτυρία της προς υποστήριξη των θέσεών της, ενώ παραλείποντας να προσάξει μαρτυρία άφησε τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής αναντίλεκτη. Τελικά το Δικαστήριο δέκτηκε τη σχετική μαρτυρία ως πλήρως αξιόπιστη. Περιττόν να λεχθεί ότι είναι φανερό ότι το Δικαστήριο δεν εννοεί βέβαια ότι η κατηγορούμενη είχε υποχρέωση να αποδείξει την αθωότητά της. Απλώς εννοεί ότι με τη μη προσαγωγή μαρτυρίας δεν κλονίστηκε η αξιοπιστία της μάρτυρος. Την απόφαση του Δικαστηρίου φαίνεται να επηρέασε επίσης και η γραπτή κατηγορία στην οποία η εφεσείουσα παραδέχεται τις προσαχθείσες κατηγορίες.
Το Δικαστήριο καταλήγει ότι ο αριθμός των παιδιών που επιτρέπεται καθορίζεται από τη χωρητικότητα του σταθμού. Σημειώνει ότι η Μ.Κ.1 δεν προέβη η ίδια σε μετρήσεις και ότι δεν προσκομίστηκε στο Δικαστήριο οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με τη χωρητικότητα του σταθμού ή τον καθορισμό από το Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας του αριθμού που θα έπρεπε κατά μέγιστο όριο να φιλοξενεί ο σταθμός. Καταλήγει όμως ότι από τη στιγμή που η υπεράσπιση έθεσε το θέμα υπό αμφισβήτηση με την υποβολή της θέσης ότι ο αριθμός των παιδιών δεν υπερβαίνει τον νόμιμο, θα έπρεπε για να βρεθεί ένοχη στην πρώτη κατηγορία να αποδειχθεί στο Δικαστήριο με αποδεκτή μαρτυρία το υπόβαθρο της, δηλαδή τα συστατικά του αδικήματος.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται το επιχείρημα ότι λανθασμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση που να δικαιολογούσε την κλήση της εφεσείουσας σε απολογία. Το επιχείρημα στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι οι δύο κατηγορίες δεν συνιστούν αδικήματα σύμφωνα με τον περί Παίδων Νόμο, Κεφ. 352, ενώ σημειώνεται ότι δεν υπήρξε μαρτυρία αναφορικά με συστατικό στοιχείο του αδικήματος που προβλέπει το άρθρο 29 του Κεφ. 352. Ειδικότερα προβάλλεται ότι δεν υπήρξε μαρτυρία αναφορικά με απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας για τον επιτρεπόμενο στο συγκεκριμένο σταθμό αριθμό παιδιών. Περαιτέρω δεν υπήρξε μαρτυρία ότι κατά την έκδοση του πιστοποιητικού εγγραφής του σταθμού ο Διευθυντής επέβαλε συγκεκριμένους όρους για τη λειτουργία του και ειδικότερα ως προς τη χωρητικότητά του και την αναλογία των παιδιών κατά ηλικίες. Επισημαίνεται σχετικά ότι η κατάθεση της Μ.Κ.1 ήταν έκφραση δικής της γνώμης και όχι απόφαση του Διευθυντή, ενώ τέλος η μαρτυρία της ήταν εντελώς αναξιόπιστη, σε σημείο που το Δικαστήριο να μην μπορεί να βασιστεί σ' αυτή.
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι σε αυτό το λόγο έφεσης τα επιχειρήματα αλληλοσυγκρούονται. Από τη μια προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι δύο κατηγορίες δεν συνιστούν αδικήματα σύμφωνα με το Κεφ. 352, ενώ από την άλλη ότι δεν υπήρξε μαρτυρία αναφορικά με συστατικό στοιχείο του αδικήματος που προβλέπεται από το άρθρο 29.
Το άρθρο 28 (1) προβλέπει ότι ο Διευθυντής τηρεί μητρώο των υποστατικών στα οποία γίνονται δεκτά παιδιά για φροντίδα κατά τη διάρκεια της ημέρας. Ο αριθμός των παιδιών καθορίζεται από το Διευθυντή. Ο αριθμός των παιδιών δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τον αριθμό που καθορίστηκε κατά το χρόνο εγγραφής του σταθμού (άρθρο 29). Σύμφωνα με το άρθρο 31 η παράβαση οποιουδήποτε όρου που τίθεται βάσει του άρθρου 29 συνιστά αδίκημα και ο κάτοχος των υποστατικών ένοχος αδικήματος.
Είναι φανερό από τα πιο πάνω ότι το περιεχόμενο της πρώτης τουλάχιστον κατηγορίας την οποία εξετάζουμε τώρα, συνιστά αδίκημα βάσει του Κεφ. 352 και συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός της εφεσείουσας θα πρέπει να απορριφθεί. Όμως είναι αλήθεια ότι εξέταση της κατάθεσης της Μ.Κ.1 αποκαλύπτει ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε αποδεκτή μαρτυρία περί της απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας κατά το χρόνο εγγραφής του συγκεκριμένου παιδοκομικού σταθμού όσον αφορά τον επιτρεπόμενο κατ' ανώτατο όριο αριθμό παιδιών. Η Μ.Κ.1 ανάφερε απλώς ότι ο αριθμός των παιδιών ήταν μεγαλύτερος από τον αριθμό που επέτρεπε η χωρητικότητα του σταθμού, αλλά δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά, ούτε και κατατέθηκε βέβαια το σχετικό πιστοποιητικό που εκδίδει βάσει του Κεφ. 352 ο Διευθυντής. Το πιστοποιητικό αυτό αναφέρει τους διάφορους όρους βάσει των οποίων ο σταθμός λειτουργεί και κυρίως τον κατ' ανώτατο όριο αριθμό παιδιών που μπορεί να δέχεται. Η Μ.Κ.1 αναφέρθηκε σε μετρήσεις που έγιναν από άλλη λειτουργό, αλλά όπως είναι φανερό κάτι τέτοιο δεν είναι αρκετό. Απαιτείται αποδεκτή μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι η εφεσείουσα, κατά παράβαση των όρων που της τέθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 29 του Κεφ. 352, φρόντιζε κατά τον ουσιώδη χρόνο περισσότερα από το επιτρεπόμενο παιδιά.
Εν όψει των ανωτέρω είναι φανερό ότι η καταδίκη της εφεσείουσας στην πρώτη κατηγορία πρέπει να ακυρωθεί και η εφεσείουσα να αθωωθεί.
Η δεύτερη κατηγορία την οποία η εφεσείουσα αντιμετώπιζε αναφέρεται στην παράλειψή της να τηρήσει την αναλογία του αριθμού των παιδιών ανά παιδοκόμο σύμφωνα με τις ηλικίες τους, κατά παράβαση των άρθρων 29 (1) (4) και 31. Κατ' αρχήν θα πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα ότι οι κατηγορίες αυτές δεν συνιστούν αδικήματα. Σύμφωνα με το άρθρο 29 (4) ο Διευθυντής μπορεί να εκδόσει διάταγμα που να καθορίζει τον αριθμό του απαιτούμενου προσωπικού και τα προσόντα και πείρα των προσώπων που εργοδοτούνται στα υποστατικά. Τέτοια διατάγματα είναι το περί Παιδίων (Παιδοκομικοί Σταθμοί) Διάταγμα του 1993, Κ.Δ.Π. 217/93 και το περί Παιδίων (Παιδοκομικοί Σταθμοί) (Τροποποιητικό) Διάταγμα του 1994, Κ.Δ.Π. 213/94. Σύμφωνα με την Κ.Δ.Π. 213/94 κατά τις ώρες λειτουργίας του σταθμού πρέπει απαραιτήτως να απασχολούνται σ' αυτόν, ένας παιδοκόμος για κάθε 28 παιδιά κατ' ανώτατο όριο ηλικίας 4 χρόνων και άνω, ένας παιδοκόμος για κάθε 24 παιδιά κατ' ανώτατο όριο ηλικίας 3 χρόνων, ένας για κάθε 16 παιδιά ηλικίας 2 χρόνων και ένας για κάθε 6 βρέφη ηλικίας μέχρι 2 χρόνων. Η μη τήρηση των πιο πάνω διαταγμάτων συνιστά παράβαση των προϋποθέσεων που τίθενται με το άρθρο 29 και συνεπώς αδίκημα βάσει του άρθρου 31.
Η εφεσείουσα προβάλλει τον ισχυρισμό ότι δεν υπήρξε αποδεκτή μαρτυρία όσον αφορά τις ηλικίες των παιδιών καθότι η Μ.Κ.1 δεν εξακρίβωσε τις ηλικίες τους.
Κατ' αρχήν δεν τίθεται θέμα ορθής ή λανθασμένης μέτρησης του αριθμού των παιδιών. Η μάρτυς ήταν θετική επί του σημείου και το Δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία της πλήρως. Περαιτέρω δεν υπήρξε οποιαδήποτε μαρτυρία περί του αντιθέτου από την πλευρά της εφεσείουσας.
Η Μ.Κ.1 ανέφερε ότι ενώ την ομάδα παιδιών ηλικίας 2-3 χρόνων θα έπρεπε να αποτελούν 16 παιδιά υπήρχαν 26, ενώ για τη μεικτή ομάδα παιδιών ηλικίας 3-5 χρόνων αντί να υπήρχαν 24, υπήρχαν 30 παιδιά. Κατά το χρόνο της επίσκεψης υπήρχε μόνο μία προσοντούχος παιδοκόμος. Πολύς λόγος έχει γίνει περί του ισχυρισμού ότι η μάρτυς παρέλειψε να βεβαιωθεί για την ηλικία των παιδιών. Θα πρέπει να πούμε ότι εκτός του ότι η μάρτυς στηρίκτηκε σε όσα οι εργοδοτούμενες στο σταθμό της ανέφεραν ως προς την ηλικία των παιδιών, μαρτυρία που από μόνη της θα θεωρούσαμε ικανοποιητική, εν πάση περιπτώσει με την παρουσία μιας μόνο προσοντούχου παιδοκόμου για 56 παιδιά ανεξαρτήτως ηλικίας, είναι φανερή η παραβίαση του σχετικού διατάγματος. Η απόφαση του Δικαστηρίου να βρει την εφεσείουσα ένοχη στη 2η κατηγορία είναι ορθή.
Πριν τελειώσουμε θα θέλαμε να σχολιάσουμε το χαλαρό χειρισμό της υπόθεσης από την εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής στη διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου. Θα πρέπει να επισημάνουμε προηγουμένως ότι ο δικηγόρος της Δημοκρατίας που παρουσιάστηκε στην ενώπιόν μας διαδικασία έφεσης καμία σχέση δεν είχε με την πρωτόδικη διαδικασία.
Εκτός του ότι η κατηγορούσα αρχή παρέλειψε να παρουσιάσει ενώπιον του Δικαστηρίου βασική μαρτυρία που θα οδηγούσε στην πιθανή καταδίκη της εφεσείουσας, όπως είναι για παράδειγμα η κατάθεση του πιστοποιητικού που εκδίδει ο Διευθυντής, η όλη μαρτυρία όπως έχει δοθεί με βάση τις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν στη Μ.Κ.1, ήταν ελλειπής και πολλά αφήνει να ζηλέψει από μια κανονική παρουσίαση. Εξ ίσου μεμπτός είναι και ο τρόπος σύνταξης του κατηγορητηρίου στο οποίο αναφέρονται ανύπαρκτοι νόμοι, όπως για παράδειγμα ο Νόμος 166/97. Υποθέτουμε ότι εκείνο που το κατηγορητήριο εννοούσε είναι ο Νόμος 166/87 με τον οποίο προβλέπεται η αύξηση των ποινών, αλλά και πάλιν ο Νόμος αυτός δεν είναι τροποποιητικός του Κεφ.352, όπως παρουσιάζεται στο κατηγορητήριο.
Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς και η εφεσείουσα αθωώνεται στην κατηγορία 1, ενώ η έφεση απορρίπτεται όσον αφορά την κατηγορία 2.
Η έφεση επιτρέπεται μερικώς.