ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 2 ΑΑΔ 371

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΔΔ.

Ποινική Έφεση αρ. 6789.

(Σχετ. με την 6798.)

Μεταξύ:

Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,

Εφεσείοντος,

- ν -

Αιμίλιου Λοΐζου,

Εφεσίβλητου.

- - -

 

Ποινική Έφεση αρ. 6798.

(Σχετ. με την 6789.)

Μεταξύ:

Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,

Εφεσείοντος,

- ν -

Λοΐζου Κωνσταντίνου,

Εφεσίβλητου.

- - -

 

Ημερομηνία: 4 Ιουλίου, 2000.

Για τον εφεσείοντα: Ε. Ζαχαριάδου, (κα), Δικ. της Δημοκρατίας,

εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

Για τους εφεσίβλητους: Μ. Σταματάρης.

- - -

 

 

 

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση που ακολουθεί είναι η απόφαση της πλειοψηφίας. Με αυτή είναι σύμφωνος ο ΧατζηΧαμπής, Δ. Ο Ηλιάδης, Δ., καταλήγει σε διαφορετικό αποτέλεσμα για τους λόγους που παρέχει στη δική του ξεχωριστή απόφαση.

- - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΙΚΗΣ, Π. Με ξεχωριστές εφέσεις ο Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει ως ανεπαρκή την ποινή που επιβλήθηκε σε δύο από τους συγκατηγορουμένους στην Ποινική υπόθεση 23100/98, του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας.

Ο κατηγορούμενος 1, ο εφεσίβλητος στην Ποινική Έφεση αρ. 6798 κρίθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες, απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις (Άρθρα 297 και 298), του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (ο νόμος), φέρουσες την ποινή της τριετούς φυλάκισης και σε δύο κατηγορίες κατακράτησης κλοπιμαίας περιουσίας, τιμωρητέες με πενταετή φυλάκιση, (Άρθρα 306(α), 294(1) και 262 του νόμου). Στον κατηγορούμενο 1, επιβλήθηκαν ποινές προστίμου £700 και £900, αντίστοιχα στις δύο κατηγορίες για την απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις. Στις άλλες δύο κατηγορίες δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή με το ακόλουθο δικαιολογητικό: (σ.4)

«Παρά το γεγονός ότι εναντίον του κατηγορουμένου διατυπώνονται και οι κατηγορίες για κατακράτηση κλεμμένης περιουσίας για το οποίο μάλιστα προβλέπεται ποινή μεγαλύτερη αυτού της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις, δεν υπάρχουν ενώπιόν μας γεγονότα τα οποία να καθιστούν, κάτω από τις περιστάσεις, το αδίκημα αυτό σοβαρότερο αυτού της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις. Τα γεγονότα των κατηγοριών για κατακράτηση κλεμμένης περιουσίας είναι τα ίδια και αποτελούν τη βάση των κατηγοριών για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις. Μπορούμε επομένως να πούμε από τώρα ότι δεν θα επιβάλουμε ποινή στον κατηγορούμενο για το αδίκημα της κατακράτησης κλεμμένης περιουσίας, αλλά θα επικεντρωθούμε στο είδος της ποινής την οποία θα επιβάλουμε για το αδίκημα της εξασφάλισης αγαθών με ψευδείς παραστάσεις.»

Ο τρίτος κατηγορούμενος, ο εφεσίβλητος στην Ποινική Έφεση 6789, κρίθηκε ένοχος για τη διάπραξη δύο αδικημάτων, απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και κατακράτησης κλοπιμαίας περιουσίας και καταδικάστηκε σε £1300 πρόστιμο στην πρώτη από τις δύο κατηγορίες. Και στον κατηγορούμενο αυτό δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε ποινή για το δεύτερο αδίκημα, για τους ίδιους λόγους που δεν επιβλήθηκε ποινή στην ίδια κατηγορία στον πρώτο κατηγορούμενο.

Το Δικαστήριο θεώρησε τα δύο αδικήματα ως συμπλεκόμενα και επέβαλε, όπως αναφέρει, ποινή στο αδίκημα που ενέχει στην ουσία μεγαλύτερες διαστάσεις.

Η κα. Ζαχαριάδου υπέβαλε ότι το Κακουργιοδικείο λειτούργησε κάτω από σφάλμα ταυτίζοντας τα συστατικά στοιχεία των δύο αδικημάτων, ενώ υποτίμησε τη σοβαρότητα του αδικήματος της κατακράτησης κλοπιμαίας περιουσίας. Ο κ. Σταματάρης αμφισβήτησε το παραδεχτό της εξέτασης, στο πλαίσιο της έφεσης, της απόφασης του Κακουργιοδικείου να μήν επιβάλει ποινή στους εφεσίβλητους για τα αδικήματα της κατακράτησης κλοπιμαίας περιουσίας στην απουσία ειδικού λόγου έφεσης ο οποίος να θέτει ζήτημα προς τούτο. Η κα. Ζαχαριάδου υπέβαλε ότι αντικείμενο της έφεσης είναι η ανεπάρκεια της ποινής ορούμενη στην ολότητά της υπό το πρίσμα των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι.

Η προσέγγιση του Δικαστηρίου στον προσδιορισμό του δικαιώματος έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα κάτω από το Άρθρο 137(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, στη Γεν. Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996)2 Α.Α.Δ. 303, τείνει να ενισχύσει τη θέση της κας Ζαχαριάδου. Επισημαίνεται σ΄ εκείνη την απόφαση ότι το αντικείμενο της έφεσης είναι η επιβληθείσα ποινή. Όπως αναφέρεται: (σ. 309)

«Αποβλέπει η έφεση στη διαπίστωση της ορθότητας της ποινής, βάσει των αρχών που διέπουν τον καθορισμό της.»

Η ποινή αποτελεί την τιμωρία η οποία επιβάλλεται στον κατηγορούμενο για τα αδικήματα στα οποία κρίνεται ένοχος. Παρόλο που είναι επιθυμητό, όπως προσδιορίζονται στην ειδοποίηση έφεσης οι λόγοι οι οποίοι καθιστούν ή αποκαλύπτουν την ποινή ως ανεπαρκή, έφεση κατά της επάρκειας της ποινής θέτει υπό εξέταση την τιμωρία η οποία επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο για τα αδικήματα τα οποία διέπραξε σ΄ όλο το φάσμα της. Συνεπώς η ένσταση η οποία προβλήθηκε εκ μέρους των εφεσιβλήτων στο παραδεχτό συσχετισμού της ποινής και με το αδίκημα της κατακράτησης κλοπιμαίας περιουσίας για το οποίο δεν επιβλήθηκε ποινή, δεν ευσταθεί.

Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ότι τα γεγονότα στις κατηγορίες που συνθέτουν τα αδικήματα της κατακράτησης κλοπιμαίας περιουσίας και εκείνων που αφορούν την απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, είναι τα ίδια, συνιστά σφάλμα. Τα συστατικά στοιχεία των δύο αδικημάτων διαφέρουν. Η στοιχειοθέτηση εκάστου αδικήματος σχετίζεται με τις ιδιαιτερότητές του. Το γεγονός ότι τα δύο αδικήματα συνάπτονται σ΄ αυτή την υπόθεση λόγω του αντικειμένου των ψευδών παραστάσεων, δεν τα ταυτίζει. Τα συσχετίζει (παρουσίαση των κλοπιμαίων ως περιουσίας τους), στο βάθμο που καταφαίνεται ότι η φύλαξη των κλοπιμαίων είχε σκοπό τη διάθεσή τους ως περιουσίας των εφεσιβλήτων. Κρινόμενες σε αλληλουχία οι δύο κατηγορίες μεγεθύνουν το στοιχείο της εγκληματικότητας του καθενός των εφεσιβλήτων και δικαιολογούν ανάλογα μεγαλύτερη τιμωρία απ΄ ότι θα εδικαιολογείτο αν αυτοί αντιμετώπιζαν μόνο μια από αυτές, ειδικά εκείνη της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.

Ο κ. Σταματάρης υπέβαλε ότι η ποινή η οποία επιβλήθηκε στους εφεσίβλητους και η μεταχείριση της οποίας έτυχαν από το Κακουργιοδικείο, δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη μεταχείριση συγκατηγορουμένων τους, συγκεκριμένα των συγκατηγορουμένων 4, 5, και 6. Και εναντίον του κατηγορουμένου 4 είχαν προσαφθεί, όπως και εναντίον των εφεσιβλήτων, κατηγορίες τόσο για την κατακράτηση κλοπιμαίας περιουσίας (μια), όσο και για την απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις (δύο). Η εγκληματική δράση του κατηγορουμένου 4, είχε κοινό υπόβαθρο και όμοια χαρακτηριστικά μ΄ εκείνη των εφεσιβλήτων.

Η κατηγορούσα αρχή απέσυρε την κατηγορία για την κατακράτηση κλοπιμαίων αντικειμένων εναντίον του κατηγορουμένου 4. Διαφαίνεται από τα γεγονότα τα οποία έχουν τεθεί ενώπιον μας ότι, και στην περίπτωση του κατηγορουμένου 4, τα κλοπιμαία αντικείμενα είχαν την ίδια προέλευση, περιήλθαν στην κατοχή του και κρατήθηκαν από τον ίδιο για ένα χρονικό διάστημα πριν την πώλησή τους σε τρίτους. Κάτω από αυτά τα δεδομένα ο κ. Σταματάρης επιχειρηματολόγησε ότι η ίδια η κατηγορούσα αρχή υποβάθμισε τη σημασία της κατακράτησης της κλοπιμαίας περιουσίας, ως παράγοντα αφεαυτού επιβαρυντικού για τους συγκατηγορουμένους. Αυτή δεν είναι η μόνη, κατά την εισήγησή του, διάκριση που έγινε από την κατηγορούσα Αρχή εις βάρος των εφεσιβλήτων στη μεταχείριση της οποίας έτυχαν. Ενώ και στον κατηγορούμενο 4 επιβλήθηκε ποινή προστίμου στις δύο κατηγορίες απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις (συνιστάμενες στην παρουσίαση των κλοπιμαίων αντικειμένων ως περιουσίας του), δεν ασκήθηκε έφεση κατά της ποινής που του επιβλήθηκε σε αντίθεση προς τους εφεσίβλητους. Στον κατηγορούμενο 4 επιβλήθηκε ποινή προστίμου £400 στην πρώτη από τις δύο κατηγορίες απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και £600 στη δεύτερη.

Η κα. Ζαχαριάδου υποστήριξε ότι ο χρόνος που τα κλοπιμαία παρέμειναν στην κατοχή του κατηγορουμένου 4 πριν τη διάθεσή τους ήταν μικρός, σε σύγκριση με το χρόνο που έμειναν στην κατοχή των εφεσιβλήτων, επομένως εδικαιολογείτο κάποια διάκριση μεταξύ των δύο περιπτώσεων, δεν ήταν όμως σε θέση να μας δώσει καμιά εξήγηση για την άσκηση έφεσης στη μια περίπτωση και όχι στην άλλη.

Εναντίον του συγκατηγορουμένου των εφεσιβλήτων στην ποινική δίκη, κατηγορουμένου 5, προσάφθηκαν δύο κατηγορίες για συνεργία μετά τη διάπραξη αδικήματος, και μια κατηγορία για την κατακράτηση κλοπιμαίας περιουσίας. Εναντίον του κατηγορουμένου 6, προσάφθηκαν δύο κατηγορίες για συνεργία μετά τη διάπραξη αδικήματος. Η συνεργία και στις δύο περιπτώσεις συνίστατο στην παροχή βοήθειας στους δράστες της κλοπής να διαφύγουν τη σύλληψη.

Ο κ. Σταματάρης παραπονέθηκε ότι και οι συγκατηγορούμενοι 5 και 6 έτυχαν διαφορετικής μεταχείρισης, από την Εισαγγελική Αρχή σε σύγκριση με τους εφεσίβλητους. Η δίωξη τους διακόπηκε με την καταχώρηση nolle prosequi. Υπήρχε, κατά την κα. Ζαχαριάδου, λόγος ο οποίος δικαιολογούσε την αναστολή ποινικής δίωξης. Ο κατηγορούμενος 6, κλήθηκε ως μάρτυρας κατηγορίας, ενώ η δίωξη του κατηγορουμένου 5 αναστάληκε επειδή κρίθηκε ότι η μαρτυρία στα χέρια των αρχών δεν μπορούσε να στοιχειοθετήσει την κατηγορία εναντίον του.

Οι λόγοι της αναστολής των ποινικών διώξεων των δύο συγκατηγορουμένων των εφεσιβλήτων, δεν αποκαλύφθηκαν και δεν τέθηκαν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Η κα. Ζαχαριάδου υπέβαλε ότι η ποινή που έπρεπε να επιβληθεί στους εφεσίβλητους ήταν ποινή φυλάκισης. Αδικήματα, εισηγήθηκε, κατακράτησης κλοπιμαίας περιουσίας όσο και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις είναι εκ της φύσεώς τους σοβαρά, καθίστανται δε έτι σοβαρότερα όταν ανάγονται, όπως στην προκείμενη περίπτωση, σε οργανωμένο κύκλο εγκληματικής δράσης. Ο εφεσίβλητος Λοΐζος Κωνσταντίνου βαρυνόταν, εκτός των άλλων, και με τέσσερις προηγούμενες καταδίκες για κυβεία, επίθεση και κατοχή εκρηκτικών υλών. Η κ. Ζαχαριάδου έκαμε αναφορά σε σειρά αποφάσεων του Εφετείου οι οποίες διαγράφουν το μέτρο της ποινής σε σοβαρές υποθέσεις απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις. Θεώρησή τους αποκαλύπτει ότι, το μέτρο της ποινής σε σοβαρές υποθέσεις αυτής της κατηγορίας αδικημάτων, είναι η φυλάκιση. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στις ακόλουθες υποθέσεις, Alexandrou v. Director of Customs (1985)2 C.L.R. 47. Kozhaya v. The Republic (1988)2 A.A.Δ. 67. Kωνσταντίνος Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989)2 Α.Α.Δ. 285. Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991)2 Α.Α.Δ. 525. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1992)2 Α.Α.Δ. 216. Ιωάννου άλλως Μουσικός ν. Αστυνομίας (1992)2 Α.Α.Δ. 286. Χριστούδκιας ν. Αστυνομίας (1993)2 Α.Α.Δ. 52. Κουφού ν. Δημοκρατίας (1993)2 Α.Α.Δ. 95.

Το Άρθρο 28 του Συντάγματος, κατοχυρώνει την ισονομία και την ισοπολιτεία ως θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου. Η παράγραφος 1 του Άρθρο 28, ορίζει:

«Πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως.»

Η παράγραφος 2, του Άρθρου 28 ρητά απαγορεύει κάθε μορφή διάκρισης. Η εφαρμογή του Άρθρου 28, όπως και κάθε άλλου άρθρου του Συντάγματος, που εγγυάται τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του ανθρώπου συναρτάται με τις διατάξεις του Άρθρου 35 του Συντάγματος που καθιστά τη διασφάλιση και αποτελεσματική εφαρμογή τους υποχρέωση των νομοθετικών, εκτελεστικών και δικαστικών αρχών μέσα στα όρια των αρμοδιοτήτων τους. Καθολικός πρέπει να είναι ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και καθολική η μέριμνα για τη διασφάλισή τους.

Η ίση μεταχείριση των παραβατών βαρύνει εξίσου όλες τις αρχές της Δημοκρατίας. Η αρχή της ισότητας επιβάλλει τη χωρίς διάκριση και χωρίς εξαίρεση, προσαγωγή των παραβατών ενώπιον της Δικαιοσύνης. Η μεταχείριση και η τιμωρία των παραβατών αποτελεί πτυχή της δικαστικής λειτουργίας και αποκλειστική ευθύνη των δικαστικών αρχών. (Βλ. μεταξύ άλλων, Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991)1 Α.Α.Δ. 858. Δημητράκης Χατζησάββα (1992)1 Α.Α.Δ. 1134.)

Το Σύνταγμα παρέχει δικαίωμα στο Γενικό Εισαγγελέα να διακόπτει ποινική δίωξη (nolle prosequi). Ιστορική αναδρομή στην προέλευση του δικαιώματος μας οδηγεί στο Αγγλικό δίκαιο όπου ανάλογο δικαίωμα παρέχεται στο Γενικό Εισαγγελέα. Το ίδιο δικαίωμα παρεχόταν στο Γενικό Εισαγγελέα στην Κύπρο βάσει του ισχύοντος δικαίου πριν την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας. (Βλ. Άρθρο 154.1 του Κεφ. 155.) Στην Αγγλία, το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να αναστέλλει ή ανακόπτει ποινική δίωξη, έχει ως αντικείμενο την παροχή εξουσίας σ΄ αυτόν να αναστέλλει ποινική δίωξη όπου η διεξαγωγή της είναι αδύνατη. Τέτοια αδυναμία υφίσταται, (α) όταν ο κατηγορούμενος είναι αδύνατο να εντοπισθεί, και (β) όπου ο κατηγορούμενος λόγω διαπιστωμένης μόνιμης πνευματικής ανικανότητας, δεν είναι σε θέση να υπερασπίσει τον εαυτό του. (R. v. Rowlands 17 Q.B. 671.)

Στην Police v. Athienitis (1983)2 C.L.R. 194 (απόφαση πλειοψηφίας), κρίθηκε ότι η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να διακόψει ποινική δίωξη δεν ελέγχεται δικαστικά. ούτε χωρεί περιορισμός του τρόπου άσκησής της. Αφετέρου στην Charilaos Xenophontos and The Republic (Minister of Interior) 2 R.S.C.C. 89, αποφασίστηκε ότι η άσκηση της εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα να προβαίνει ή μή σε ποινική δίωξη, εκφεύγει του πλαισίου της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος λόγω της συνάφειας της (εξουσίας) με τη δικαστική ποινική διαδικασία.

Σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναγνωρίστηκε ότι η αναστολή ποινικής δίωξης άπτεται του τρόπου μεταχείρισης των παραβατών και κατά συνέπεια λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό της τιμωρίας των ατόμων οι οποίοι συγκατηγορούνται με τα άτομα των οποίων η δίωξη αναστέλλεται. Η νομολογία επί του θέματος αναλύεται και οι αρχές που προκύπτουν από αυτή εξηγούνται στην πρόσφατη απόφασή μας στη Δημητρίου ν. Δημοκρατίας Ποινική Έφεση αρ. 6493 - 6.4.1999. Στην ίδια απόφαση υπογραμμίζεται ότι, «Η αρχή της ισότητας, όπως καθιερώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος είναι καθολική. Η ισονομία και ισοπολιτεία αποτελούν την πεμπτουσία της Δικαιοσύνης.» Η επιλεκτική μεταχείριση των παραβατών αποδυναμώνει το δίκαιο και καταστρατηγεί το κράτος δικαίου.

Προϋπόθεση για την καταχώρηση του κατηγορητηρίου αποτελεί η έγκρισή του από το Δικαστήριο (Άρθρο 43, Κεφ. 155.) Η έναρξη της ποινικής δίωξης υποδηλώνει ότι οι διωκτικές αρχές κατέχουν στοιχεία τα οποία δικαιολογούν την προσαγωγή του κατηγορουμένου ενώπιον της Δικαιοσύνης. Εφόσον η κατηγορούσα Αρχή μεταβάλλει τη θέση της αναφορικά με την αποδεικτική αξία της μαρτυρίας την οποία κατέχει ή έρχονται σε φως νέα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία ανατρέπουν το βάθρο της κατηγορίας, η ενδεδειγμένη οδός για την εγκατάλειψη της ποινικής δίωξης είναι εκείνη η οποία διαγράφεται από το Άρθρο 91 του Κεφ. 155. Γνώμονα για την παροχή της άδειας του Δικαστηρίου για την απόσυρση της κατηγορίας, αποτελεί η διαπίστωση αδυναμίας απόδειξης της υπόθεσης. Εφόσο το Δικαστήριο εγκρίνει την απόσυρση της κατηγορίας διακρίνεται η θέση του κατηγορουμένου ο οποίος απαλλάσσεται από τη θέση των συγκατηγορουμένων του. Το Άρθρο 91 του Κεφ. 155, όπως και όλες οι προϊσχύουσες διατάξεις της Ποινικής Δικονομίας τυγχάνουν εφαρμογής, εναρμονιζόμενες προς το Σύνταγμα, περιλαμβανομένης της αρχής της ισότητας. Εφόσον δεν ακολουθείται αυτή η οδός, ανακύπτει τεκμήριο, για τη διάφορη μεταχείριση του κατηγορουμένου του οποίου αναστέλλεται η δίωξη σε σύγκριση προς τους συγκατηγορουμένους του. Ανατρέπεται η αρχή της ισοπολιτείας. Είναι προς αποκατάσταση της ανισοσκέλειας στη μεταχείριση των παραβατών, που λαμβάνεται υπόψη η αναστολή της ποινικής δίωξης κατηγορουμένων στον καθορισμό της τιμωρίας των συγκατηγορουμένων τους. Και στην προκείμενη περίπτωση δημιουργείται τεκμήριο διάφορης, σε σύγκριση με τους συγκατηγορουμένους τους, μεταχείρισης των κατηγορουμένων 5 και 6.

Η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να μείνει ουδέτερη μπροστά στη χρήση διάφορου μέτρου στη μεταχείριση των παραβατών. Το Άρθρο 35 του Συντάγματος δεν το επιτρέπει. όπως δεν το επιτρέπει η φύση της δικαστικής αποστολής συνυφασμένη κατά πάντα χρόνο με την ισότητα. Δεν διαγράφει βέβαια το έγκλημα των καταδικασθέντων ούτε αφίσταται του καθήκοντος να τους τιμωρήσει για το αδίκημα το οποίο διέπραξαν. Μπορεί να μειώσει την ποινή των καταδικασθέντων στο βαθμό που να μετριάζει το αίσθημα αδικίας το οποίο προκαλεί η διάφορη μεταχείριση των παραβατών. Με τον τρόπο αυτό μετριάζεται αφενός η ανισότητα στη μεταχείριση των παραβατών και αφετέρου η Δικαιοσύνη εκπληρώνει, στο βαθμό που της παρέχεται η δυνατότητα, το καθήκον το οποίον επιβάλλει το Άρθρο 35 του Συντάγματος, που δεσμεύει τις Δικαστικές όπως και τις άλλες αρχές (νομοθετική και εκτελεστική) να διασφαλίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα περιλαμβανομένου του δικαιώματος της ισότητας (Άρθρο 28 του Συντάγματος).

Στην προκείμενη περίπτωση η ανισότητα μεταχείρισης των παραβατών από τις διωκτικές αρχές σημειώθηκε και με δεύτερο τρόπο. Ενώ προσέβαλαν την απόφαση για την ποινή που επιβλήθηκε στους εφεσίβλητους, δεν έπραξαν το ίδιο και στην περίπτωση του συγκατηγορουμένου τους 4, ο οποίος έτυχε της ίδιας ουσιαστικά μεταχείρισης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως και οι εφεσίβλητοι.

Διαφοροποίηση της φύσης της ποινής, ή αύξηση της χρηματικής ποινής που επιβλήθηκε στους εφεσίβλητους, θα μεγέθυνε την ανισότητα στη μεταχείριση των συγκατηγορουμένων τους την οποία δεν μας παρέχεται η δυνατότητα να θεραπεύσουμε.

Παρά την διαπίστωσή μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, (α) λειτούργησε κάτω από εσφαλμένη καθοδήγηση συνταυτίζοντας το σοβαρότερο από τα δύο εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκαν οι εφεσίβλητοι, (κατακράτηση κλοπιμαίας περιουσίας) με το ολιγότερο σοβαρό αδίκημα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, και, (β) εμφανώς υποβάθμισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξαν οι εφεσίβλητοι, δεν θα επέμβουμε στην επιβληθείσα ποινή χάριν της ισότητας στη μεταχείριση των παραβατών.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

 

 

 

Πικής, Π.

 

 

 

 

Χατζηχαμπής, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΑυΦ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο