ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 2 ΑΑΔ 252
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΕΝΩΠΙΟΝ
Ποινική Έφεση αρ. 6874
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Εφεσείοντα
- ν -
Γεώργιου Ανδρέα Πότση
Εφεσίβλητου
- - - - - -
Ποινική Έφεση αρ. 6876
Γεώργιου Ανδρέα Πότση
Εφεσείοντα
- ν -
Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
Εφεσίβλητου
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 25 Απριλίου, 2000.Ποινική Έφεση αρ. 6874
Για τον εφεσείοντα: Ξ. Ευσταθίου με Ρ. Βραχίμη και Χ. Ιακωβίδη.
Για τον εφεσίβλητο: Στ. Ερωτοκρίτου (κα) με Χ. Πότση.
Ποινική Έφεση αρ. 6876
Για τον εφεσείοντα: Στ. Ερωτοκρίτου (κα) με Χ. Πότση.
Για τον εφεσίβλητο: Ξ. Ευσταθίου με Ρ. Βραχίμη και Χ. Ιακωβίδη.
- - - - - -
Νικολαΐδης, Δ.
: Την απόφαση της πλειοψηφίας του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ. με την οποία συμφωνεί ο Α. Κραμβής, Δ.- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.
: Ο εφεσείων στην έφεση 6876 αντιμετώπισε κατηγορία βάσει του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 111/89, για το ότι στις 11.4.1996 ενώ οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα αρ. εγγραφής MJ231 στην οδό Αγίας Σοφίας στη Λεμεσό, επέφερε το θάνατο στην Άντρη Αλέκου Σκορτίδου, ανήλικη ηλικίας 8 ετών, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς κατά την οδήγηση του οχήματός του.Το Δικαστήριο, μετά απο μακρά ακροαματική διαδικασία, τον βρήκε ένοχο και του επέβαλε δίμηνη ποινή φυλάκισης.
Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως παρουσιάστηκαν από τους μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής και που καθαρά διαπιστώνονται από το επί κλίμακος σχέδιο, που ετοίμασε και παρουσίασε στο Δικαστήριο ο εξεταστής του ατυχήματος, ως επίσης και από τα παραδεκτά γεγονότα που κατατέθησαν από τις δύο πλευρές και εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο, είναι τα ακόλουθα:-
Την 11.4.96 και ώρα 18.00, ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο του μάρκας Suzuki τύπου τζιπ υπ΄ αριθμό εγγραφής MJ231 στην οδό Αγίας Σοφίας στη Λεμεσό. Ο δρόμος είναι ευθύς με καλή ορατότητα, διπλής κατεύθυνσης, πλάτους 9.40 μέτρων. Σε σημείο του δρόμου υπάρχει διάβαση πεζών. Υπήρχαν φανοί ένθεν και ένθεν του δρόμου προειδοποιητικοί της διάβασης. Οι φανοί αυτοί δεν ευρίσκοντο σε φωτεινή λειτουργία κατά την ώρα του ατυχήματος. Υπήρχε επίσης και προειδοποιητική πινακίδα που υποδείκνυε τη διάβαση πεζών. Επί της ασφάλτου δεν υπήρχε η σχετική σηματοδότηση με τις άσπρες γραμμές.
Η ανήλικη, το θύμα ηλικίας 8 ετών, εβάδιζε στο δεξιό πεζοδρόμιο σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντα ακολουθώντας τη φίλη της, ανήλικη 12 ετών (Μ.Κ. 4) που κρατούσε από το λουρί το σκύλο της. Όταν έφθασαν στη διάβαση πεζών, στο προειδοποιητικό σήμα τροχαίας η Μ.Κ.4 κατήλθε στην άσφαλτο και άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο ελαφρά διαγωνίως, με σκοπό να περάσει απέναντι όπου υπήρχε το περίπτερο του Μ.Κ.3. Πίσω της ακολουθούσε το θύμα που άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο με τον ίδιο τρόπο. Ο σκύλος που κρατούσε από το λουρί η πρώτη ανήλικη, ο οποίος ήταν μεγαλόσωμος, ανάγκασε την πρώτη ανήλικη να επιταχύνει το βήμα της και να φθάσει στην άλλη πλευρά του δρόμου. Η δεύτερη ανήλικη, το θύμα, ήταν ακόμα στα μέσα του δρόμου. Τη στιγμή ακριβώς εκείνη κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Εκτινάχθηκε δε σε απόσταση κοντά στο δεξιό πεζοδρόμιο σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου. Η ανήλικη τραυματίσθηκε σοβαρά και υπέκυψε στα τραύματά της. Αιτία του θανάτου της ήταν η βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση που υπέστη.
Επί του σχεδίου της σκηνής του ατυχήματος σημειώνονται δύο σημεία συγκρούσεως. Και τα δύο ευρίσκονται περίπου στο κέντρο της ασφάλτου. Το σημείο Χ1 είναι μόλις 3 μέτρα από τη διάβαση των πεζών και, σύμφωνα με τον αστυνομικό μάρτυρα, του το υπέδειξαν οι μάρτυρες κατηγορίας. Το δεύτερο σημείο Χ επί του σχεδίου, του το υπέδειξε ο εφεσείων και απέχει 17 μέτρα από τη διάβαση. Στο ίδιο περίπου σημείο ο αστυνομικός σημείωσε επί του σχεδίου και κηλίδα αίματος που προήλθε από το θύμα. Στη σκηνή του δυστυχήματος δεν ανευρέθησαν άλλα ίχνη της σύγκρουσης ούτε οποιαδήποτε ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του εφεσείοντα.
Ήταν η εκδοχή και των δύο μαρτύρων κατηγορίας (Μ.Κ.3 και 4) οι οποίοι ήσαν αυτόπτες μάρτυρες του δυστυχήματος ότι το θύμα κτυπήθηκε από το εμπρόσθιο αριστερό μέρος του αυτοκινήτου του εφεσείοντα και εκτινάχθηκε προς τα εμπρός όπως ήταν η πορεία του αυτοκινήτου. Αντίθετη ήταν η εκδοχή της Υπεράσπισης κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας ότι δηλαδή το θύμα κτύπησε στην οπίσθια δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου του εφεσείοντα. Σημειώνουμε ότι ο εφεσείων, ως είχε το δικαίωμα, όταν εκλήθη από το Δικαστήριο σε απολογία, υιοθέτησε χωρίς όρκο από το εδώλιο του κατηγορουμένου, την θεληματική του κατάθεση προς την αστυνομία, Τεκμήριο 4. Η Υπεράσπιση έκλεισε έτσι την υπόθεση της χωρίς να καλέσει οποιαδήποτε μαρτυρία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού περιέγραψε με λεπτομέρεια τη μαρτυρία που ήταν ενώπιον του προέβη σε αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας. Για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση του αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων κατηγορίας και ιδιαίτερα πίστεψε ότι οι αυτόπτες μάρτυρες έλεγαν την αλήθεια στο Δικαστήριο. Κατέληξε δε, τελικά, στα ευρήματα του, τα οποία συνάδουν με την ενώπιον του μαρτυρία. Στα ευρήματα του το Δικαστήριο καθορίζει ως σημείο σύγκρουσης το Χ1 που είναι πολύ κοντά στη διάβαση. Αναφέρει, ως εύρημα του, ότι η πρώτη ανήλικη που κρατούσε το σκύλο με γοργό βήμα διασταύρωσε το δρόμο, το δε θύμα ακολουθούσε με πιο αργό ρυθμό. Όταν το θύμα ευρίσκετο περίπου στο μέσο της ασφάλτου κτυπήθηκε με το δεξιό εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου του εφεσείοντα και εκτινάχθηκε σε απόσταση 14 περίπου μέτρων μπροστά. Ο εφεσείων συνέχισε την πορεία του για άλλα περίπου 60 μέτρα και σταμάτησε. Με οπίσθια ταχύτητα επέστρεψε στη σκηνή και ακινητοποίησε το αυτοκίνητό του στην αριστερά πλευρά του δρόμου κοντά στο σημείο που έπεσε το θύμα.
Το Δικαστήριο αφού ανέλυσε τη νομική πτυχή που διέπει τέτοιου είδους υποθέσεις κατέληξε ότι απεδείχθη, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, η ενοχή του εφεσείοντα και τον βρήκε ένοχο.
Ο εφεσείων στην ειδοποίηση έφεσης προβάλλει 7 λόγους για τους οποίους ζητά την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Και οι 7 λόγοι διαπλέκονται μεταξύ τους και αναφέρονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας και την απόρριψη της εκδοχής του όσον αφορά τις συνθήκες του δυστυχήματος όπως αυτές προβάλλονται από τις υποβολές προς τους μάρτυρες κατηγορίας από την Υπεράσπιση. Γι΄ αυτό το λόγο και η ευπαίδευτη συνήγορος του κατηγορουμένου αγόρευσε γενικά για τους λόγους έφεσης ενώπιον του Εφετείου δίδοντας μεγάλη έμφαση στους ισχυρισμούς της ότι οι κύριοι μάρτυρες κατηγορίας ήσαν αναξιόπιστοι. Όσον αφορά τον αυτόπτη μάρτυρα Κόκο Κωνσταντίνου, ιδιοκτήτη παρακείμενου περιπτέρου, που στεκόταν έξω από το περίπτερο του, όταν έγινε το δυστύχημα, η δικηγόρος του εφεσείοντα επεσήμανε δύο μόνο στοιχεία της μαρτυρίας του που τον καθιστούν αναξιόπιστο. Πρώτο, ότι στην κύρια εξέταση του δεν ανέφερε τίποτε για ένα αυτοκίνητο που οδηγείτο από την αντίθετη κατεύθυνση του εφεσείοντα και είχε προσπεράσει τις ανήλικες προτού επιχειρήσουν να διασταυρώσουν ενώ κατά την αντεξέταση του παραδέχθηκε ότι πράγματι είχε περάσει το αυτοκίνητο αυτό που οδηγείτο από κάποιον ονόματι Φτωχόπουλο που ευρίσκετο, κατά το χρόνο της αντεξέτασής του, στο Δικαστήριο.
Ο αυτόπτης όμως αυτός μάρτυρας έδωσε σαφείς εξηγήσεις στο Δικαστήριο. Όπως κατέθεσε προτού φθάσουν ακόμα στη διάβαση πεζών οι ανήλικες που εβάδιζαν στο πεζοδρόμιο είχε περάσει το αυτοκίνητο του Φτωχόπουλου. Όταν συνέβη το ατύχημα, συμπλήρωσε, το αυτοκίνητο του Φτωχόπουλου ήταν ήδη 100 μέτρα μακρυά από τη διάβαση. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του όταν οι ανήλικες έφθασαν στη διάβαση το αυτοκίνητο του Φτωχόπουλου είχε ήδη προσπεράσει τη διάβαση και ευρίσκετο 30 μέτρα μακρυά. Άλλη επισήμανση της δικηγόρου ήταν ότι ο μάρτυρας αυτός, ενώ στην κατάθεση του προς την αστυνομία είχε πει ότι το θύμα μπήκε στο δρόμο με γοργό βήμα, στην προφορική μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ανέφερε ότι "δεν εβούραν, δεν ήταν γρήγορο το βήμα της που πήγαινε".
Για δύο επίσης σημεία η ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προσπαθεί να θίξει την αξιοπιστία της Μ.Κ.4. Ισχυρίζεται ότι στη μαρτυρία της κατέθεσε ότι προτού αρχίσει να διασταυρώνει πρώτη το δρόμο εκοίταξε δεξιά και αριστερά και δεν υπήρχε τροχαία κίνηση. Ενώ, από τη μαρτυρία προκύπτει, ότι υπήρχαν τα αυτοκίνητα του κατηγορούμενου και του Φτωχόπουλου. Το δεύτερο σημείο που επεσήμανε η δικηγόρος του εφεσείοντα είναι εντελώς επουσιώδες. Υπεβλήθη στη μάρτυρα ότι στην κατάθεσή της είπε "η Άντρη (εννοώντας το θύμα) κτύπησε πάνω στο μπροστινό δεξιό φτερό του αυτοκινήτου" ενώ στην προφορική της μαρτυρία είπε ότι το αυτοκίνητο με το δεξιό μπροστινό φτερό κτύπησε το θύμα. Η μάρτυρας, παρά το πολύ νεαρό της ηλικίας της, ανέφερε ότι μπορεί να είναι φραστικό λάθος. Αυτό που εννοούσε είναι ότι το θύμα κτυπήθηκε από το εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου στο δεξιό φτερό μεταξύ του δεξιού μεγάλου και του μικρού φανού του αυτοκινήτου.
Και το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο στην κατ΄ έφεση δικαιοδοσία του το Ανώτατο Δικαστήριο ενδείκνυται να ανατρέψει ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που βασίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιόν του.
Είναι καλά καθιερωμένη αρχή της νομολογίας μας πως, η ευθύνη για τον προσδιορισμό των γεγονότων βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης και πως η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Ευχέρεια για παραμερισμό ή ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν κρίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα. (Βλέπε: Μόδεστος Πίτσιλλος ν. Δ. Ευγενίου (1989) 1 ΑΑΔ 691, Λοϊζιάς ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 298, Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 320 και Χρυσούλλα Καννάουρου και Άλλοι ν. Ανδρέα Σταδιώτη και Άλλου; Πολιτική Έφεση 7317, ημερ. 8.2.90).
Έχουμε εξετάσει το σύνολο της μαρτυρίας και βρίσκουμε ότι δεν υπήρξαν ουσιαστικές αντιφάσεις τέτοιες που να καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων. Αντίθετα προβάλλουν τα γεγονότα με φυσικό τρόπο τέτοιο που η αξιοπιστία τους δεν έχει τρωθεί από τη μακρά αντεξέταση της Υπεράσπισης.
Στην παρούσα υπόθεση τα ευρήματα, με βάση την αξιοπιστία των μαρτύρων, όπως αυτή εξετιμήθη από τον πρωτόδικο Δικαστή, που είχε την ευκαιρία να τους ακούσει, δεν δικαιολογούν την επέμβασή μας.
Με τους άλλους λόγους έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό της Υπεράσπισης ότι το αυτοκίνητο του Φτωχόπουλου που οδηγείτο από την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που ακολουθούσε ο ίδιος, περιόριζε την ορατότητα του προς τη διάβαση των πεζών.
Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή του εφεσείοντα. Η μόνη μαρτυρία που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο ήταν αυτή του αυτόπτη μάρτυρα η οποία μάλιστα προήλθε κατά την αντεξέτασή του. Ο μάρτυς, που έγινε πιστευτός από το Δικαστήριο, κατέθεσε ότι το αυτοκίνητο του Φτωχόπουλου είχε περάσει από τη διάβαση των πεζών προτού οι ανήλικες φθάσουν καν σ΄ αυτή. Καμιά άλλη μαρτυρία, αντίθετη δεν υπήρξε αφού ο εφεσείων, προτίμησε, ως είχε δικαίωμα, να μην καταθέσει ενόρκως ούτε να καλέσει οποιοδήποτε μάρτυρα υπεράσπισης. Ο εφεσείων άνευ όρκου επιβεβαίωσε απλώς την κατάθεση του προς την αστυνομία. Σ΄ αυτή όμως καμιά αναφορά δεν γίνεται για την ύπαρξη του αυτοκινήτου του Φτωχόπουλου ούτε ότι υπήρχε οποιοδήποτε εμπόδιο στην ορατότητά του. Ορθά κατά συνέπεια ήταν τα ευρήματα του Δικαστηρίου επ΄ αυτού και ορθά απέρριψε την εισήγηση της υπεράσπισης.
Τέλος με το λόγο 5 της έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι στο εμπρόσθιο δεξιό μέρος του αυτοκινήτου δεν υπήρχε οποιοδήποτε σημείο σύγκρουσης και επίσης ότι το θύμα δεν έφερε τραύματα στο αριστερό μέρος του σώματός του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει τα εξής για το πιο πάνω θέμα:-
"Οι πιο πάνω θέσεις της υπεράσπισης δεν μπορούν να έχουν έρεισμα. Ουσιαστικά ζητείται από το Δικαστήριο να μετατραπεί σε εμπειρογνώμονα και να προβεί σε ευρήματα για το πώς έγινε η σύγκρουση με βάση τα τραύματα του θύματος. Σύμφωνα όμως με την νομολογία αυτό είναι ανεπίτρεπτο. (Βλ. μεταξύ άλλων Μαυρίδης ν. Dharanghji (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013). Εξ΄ άλλου υπάρχει θετική μαρτυρία ότι το θύμα εκτινάχθηκε από το σημείο σύγκρουσης και επέπεσε επί της ασφάλτου. Δεν υπάρχει σαφής μαρτυρία για το πιο μέρος δημιούργησε η πτώση αυτή. Το γεγονός αυτό θα καθιστούσε εντελώς υποθετικό οποιοδήποτε εύρημα θα συσχέτιζε την σύγκρουση, με τα τραύματα του θύματος. Το ίδιο ισχύει και για τις ζημιές στο δεξιό οπίσθιο φτερό του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου. Το γεγονός ότι ο Μ.Κ.1 ανέφερε ότι επρόκειτο για πρόσφατο βούλωμα δεν συνδέει αυτόματα την ζημιά αυτή με τα τραύματα του θύματος, σύνδεση που θα μπορούσε να γίνει μόνο με μαρτυρία ειδικού εμπειρογνώμονος.".
Στην απόφαση Μαυρίδης ν. Dharaghji κ.ά. (1990) 1 ΑΑΔ 1013, στη σελίδα 1021 αναφέρεται:-
"Το Δικαστήριο μπορεί να χρησιμοποιεί γενική κοινή γνώση, αλλά δεν είναι επιτρεπτό να ενεργεί ως εμπειρογνώμονας. Με την πρόοδο της επιστήμης, τα Δικαστήρια δέχονται μαρτυρία εμπειρογνωμόνων και χρησιμοποιούν την εξειδικευμένη γνώμη τους για να καταλήξουν σε ορθές αποφάσεις. Έχει πάγια νομολογηθεί ότι οι Δικαστές δεν πρέπει να μετατρέπονται σε εμπειρογνώμονες και να καταλήγουν σε συμπεράσματα χωρίς τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα. (Βλ., μεταξύ άλλων,
Salih and Another v. Sofocleous and Others (1979) 1 C.L.R. 248, στη σελ. 253. Siakos v. A. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333. Shakolas v. Agathangelou and Another (1983) 1 C.L.R. 1007, στη σελ. 1018. Ioakim v. Soteriades (1984) 1 C.L.R. 175. Renos Philippou v. Christoforos Odysseos (1989) 1 C.L.R.(A) 1.".Σύμφωνα με την πάγια νομολογία η πραγματική μαρτυρία μπορεί να αποτελέσει ασφαλή οδηγό για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και να είναι αποκαλυπτική των συνθηκών και της εξέλιξης των πραγμάτων μιας σύγκρουσης. Αυτή η αρχή της νομολογίας είναι δυνατό να τυγχάνει εφαρμογής όταν η πραγματική μαρτυρία είναι αποκαλυπτική των γεγονότων και συνθηκών του δυστυχήματος και μπορεί να αποτελέσει ασφαλή οδηγό για την εξαγωγή λογικών συμπερασμάτων, χωρίς το Δικαστήριο να προβαίνει σε υποθετικά ευρήματα ούτε βέβαια να μετατρέπεται σε εμπειρογνώμονα.
Στην υπόθεση Κυριακίδου κ.ά. ν. Νικολάου (1993) 1 ΑΑΔ 45 στη σελίδα 48 αναφέρονται τα εξής:-
"Από την άλλη, ένα αντικειμενικό εύρημα ενέχει αποδεικτική δυναμική όταν κατά την αντιπαραβολή προς αυτό των αντικρουομένων εκδοχών, είναι εγγενώς αποκαλυπτικό της εξέλιξης των πραγμάτων. Εύρημα που εναρμονίζεται προς περισσότερες από μια εκδοχές μπορεί να αποδυναμώσει πιθανό επιχείρημα πως κάποια από αυτές δε συνάδει με την πραγματική μαρτυρία αλλά δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αιτία αναβάθμισης της αξίας της μιας έναντι των άλλων.".
(Βλέπε επίσης: Σώζος Οδυσσέως ν. Νιόβης Χ"Λούκα, Πολιτική Έφεση 10485, ημερ. 22.2.2000).
Στην παρούσα υπόθεση η διαπίστωση του Δικαστηρίου για τα τραύματα του θύματος και η ανυπαρξία ζημιάς στο εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου του εφεσείοντα δεν είναι αποκαλυπτικά της εξέλιξης των πραγμάτων και των συνθηκών του ατυχήματος. Δεν είναι δυνατό να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα ούτε φυσικά το Δικαστήριο να μετατραπεί σε εμπειρογνώμονα αφού τέτοια μαρτυρία δεν υπήρχε ενώπιόν του. Ορθά κατά συνέπεια το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία των αυτόπτων μαρτύρων και κατέληξε στα ευρήματα και συμπεράσματά του.
Η έφεση αρ. 6876 κατά της καταδίκης δεν γίνεται δεκτή. Η επίδικη απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της καταδίκης επικυρώνεται.
Με την έφεση αρ. 6874 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας προσβάλλει ως έκδηλα ανεπαρκή την ποινή φυλάκισης δύο μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Στην αγόρευσή του ο κ. Βραχίμης, που αντιπροσώπευσε το Γενικό Εισαγγελέα, υποστήριξε την ανεπάρκεια της ποινής γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στις συνθήκες και τα περιστατικά του δυστυχήματος, στην πολύ νεαρή ηλικία του θύματος και στην ανάγκη για την πρέπουσα τιμωρία του εφεσίβλητου όπως διαγράφονται από τη νομολογία, στην οποία και μας παρέπεμψε.
Αντίθετα η κα. Ερωτοκρίτου, που παρουσιάσθηκε για τον εφεσίβλητο, υπεραμύνθηκε της ποινής που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δίδοντας κυρίως έμφαση στο λευκό ποινικό μητρώο του, τις προσωπικές του περιστάσεις και το γεγονός ότι παρήλθε πολύς χρόνος μεταξύ της ημερομηνίας διάπραξης του αδικήματος και της επιβολής της ποινής.
Το δυστύχημα συνέβηκε, όπως αναφέραμε, την 11.4.1996. Μετά την παρέλευση ενός χρόνου καταχωρήθηκε η ποινική υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου, που τελικά εκδικάσθηκε και επιβλήθηκε η ποινή τρία σχεδόν χρόνια αργότερα, την 20.1.2000.
Στην πολυσέλιδη απόφαση του για την ποινή ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε στην πλούσια νομολογία επί του θέματος. Αφού διέγραψε όλα τα στοιχεία που μπορεί να επηρεάσουν το είδος και το μέγεθος της ποινής για τον αδικοπραγούντα κατέληξε στην απόφαση του για επιβολή ποινής δίμηνης φυλάκισης και στέρησης της κατοχής της σχετικής άδειας οδήγησης για περίοδο δέκα μηνών.
Ο εφεσίβλητος είναι ένα νεαρό άτομο. Είναι σήμερα 31 χρόνων και κατά τη διάπραξη του αδικήματος 28 χρόνων. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο ανηλίκων παιδιών ηλικίας 6 χρόνων το ένα και βρεφικής ηλικίας το δεύτερο. Το δυστύχημα στο οποίο ενεπλάκη και είχε ως συνέπεια το θάνατο μιας ανήλικης κορασίδας, του προκάλεσε, σύμφωνα με την Έκθεση του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας, πόνο, βαθιά θλίψη και σοβαρή ταραχή στην προσωπική, επαγγελματική και οικογενειακή ζωή του. Περαιτέρω ο εφεσίβλητος, σύμφωνα πάντα με την κοινωνική λειτουργό, είναι ένα ευαισθητοποιημένο άτομο σε θέματα ανθρώπινου πόνου και προσφέρει εθελοντική βοήθεια στη διάσωση αγνοουμένων στη θάλασσα με τη συμμετοχή του σε εθελοντική ομάδα κατάδυσης.
Ο εφεσίβλητος έχει λευκό ποινικό μητρώο και δεν απασχόλησε τα Δικαστήρια ποτέ προηγουμένως.
Έχει επισημανθεί επανειλημμένα από το Δικαστήριο τούτο τα πολλά θανατηφόρα ατυχήματα που συμβαίνουν στον τόπο μας. Ολοφάνερα οι συνέπειες είναι ολέθριες. Χάνονται ανθρώπινες ζωές.
Στην υπόθεση
R. v. John Kenneth Guilfoyle, 57 Cr. App. R. 549 το Αγγλικό Εφετείο έδωσε κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με τα κριτήρια για την επιβολή ποινής στις υποθέσεις θανατηφόρων ατυχημάτων οι οποίες υιοθετήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο (Βλέπε: The Attonrey-General of the Republic (1973) 2 CLR 344). Στις περιπτώσεις που το ατύχημα οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία ή απροσεξία και ο κατηγορούμενος έχει καλό ποινικό μητρώο, η ποινή πρέπει να περιορίζεται σε χρηματική και στέρηση της άδειας οδηγού, η έκταση της οποίας να είναι ανάλογη με τις ειδικές συνθήκες της κάθε υπόθεσης. Στις περιπτώσεις όμως που το θανατηφόρο ατύχημα προξενείται από εγωϊστική παραγνώριση της ασφάλειας άλλων προσώπων ή πεζών, ή από επικίνδυνη ή απερίσκεπτη οδήγηση του κατηγορουμένου, ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης και στέρηση της άδειας οδηγού. (Βλέπε: Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδης (1993) 2 ΑΑΔ 355).Το Ανώτατο Δικαστήριο επεμβαίνει αν η ποινή είναι πρόδηλα ανεπαρκής τιμωρία για τον κατηγορούμενο, δεν ικανοποιεί το σκοπό το Νόμου, δεν ενεργεί ως αποτρεπτική για άλλους και δεν προστατεύει το κοινό (Βλέπε: Γενικός Εισαγγελέας ν. BISCO LTD. (1991) 2 ΑΑΔ 16).
Έχει νομολογηθεί ότι η πάροδος αρκετού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής. (Βλέπε: Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοφύτου (1991) 2 ΑΑΔ 5, Γενικός Εισαγγελέας ν. Τέλλα (1991) 2 ΑΑΔ 71 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδης (πιο πάνω)).
Η πάροδος μακρού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος μειώνει ουσιαστικά την ανάγκη για αποτρεπτικότητα της ποινής και δεν ασκεί αναμορφωτικό ρόλο για τον κατηγορούμενο.
Στην παρούσα υπόθεση είχαν παρέλθει σχεδόν τέσσερα χρόνια, όταν επεβλήθη η ποινή από τη διάπραξη του αδικήματος. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η καταδιωκτική αρχή καθυστέρησε ανεπίτρεπτα επί ένα χρόνο στην καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης στο Δικαστήριο.
Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω καθώς και όλες τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου όπως αναφέρθησαν προηγουμένως και το λευκό ποινικό του μητρώο έχουμε καταλήξει, ότι η επιβληθείσα ποινή της φυλάκισης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και επιεικής, δεν αντιστρατεύεται τις νομολογιακές αρχές επί του θέματος και δεν παρέχεται πεδίο για επέμβαση μας.
Τόσο η έφεση κατά της καταδίκης όσο και η έφεση κατά της ποινής δεν γίνονται δεκτές και απορρίπτονται.
Μ. Κρονίδης, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
/ΕΠσ