ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 2 ΑΑΔ 204

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6725

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Μ.ΚΡΟΝΙΔΗ, Α. ΚΡΑΜΒΗ, Δ.Δ.

Γεώργιος Ιωσηφίδης (Ππαΐλα)

Εφεσείων

- ν. -

Δημοκρατίας

Εφεσίβλητης

___________

28 Μαρτίου, 2000

Ο εφεσείοντας εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

Για την εφεσίβλητη : κα Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή, Δικηγόρος της

Δημοκρατίας Α΄, για Γεν. Εισαγγελέα της

Δημοκρατίας.

___________

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δοθεί από το δικαστή Φρ. Νικολαΐδη

__________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, που είναι Μαρωνιτικής καταγωγής, βρέθηκε ένοχος σε έξι κατηγορίες κατασκοπείας και ανακοίνωσης ειδήσεων που αφορούν σε έργα άμυνας, κατά παράβαση των άρθρων 50Γ (1), (2) και 50Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.

Στις 3.10.1998 έφθασε στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας με σκοπό να περάσει στις κατεχόμενες από τις τουρκικές δυνάμεις περιοχές της Δημοκρατίας. Ο Λοχίας 4591 Κώστας Μιαμηλιώτης, μέλος της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, με τη συγκατάθεσή του, τον υπέβαλε σε σωματική έρευνα. Η έρευνα έφερε στο φως χειρόγραφο σημείωμα που αναφερόταν σε οπλικά συστήματα της Εθνικής Φρουράς. Ο εφεσείων συνελήφθη δυνάμει δικαστικού εντάλματος και την ίδια μέρα έδωσε θεληματική κατάθεση.

Κατά την έρευνα που έγινε με βάση δικαστικό ένταλμα στο δωμάτιό του στον ξενώνα που διέμενε βρέθηκαν δύο χειρόγραφοι κατάλογοι ονομάτων, καθώς και διάφορα άλλα αντικείμενα, μεταξύ των οποίων και μία φωτογραφική μηχανή. Ο εφεσείων αρνήθηκε ότι οι κατάλογοι ήταν δικοί του.

Στις 8.10.1998 και ενώ βρισκόταν υπό κράτηση στον Αστυνομικό Σταθμό Πέρα Χωρίου Νήσου προέβη σε δεύτερη θεληματική κατάθεση. Τρίτη επίσης θεληματική κατάθεση λήφθηκε στις 12.10.1998.

Κατά την αντεξέταση δύο μαρτύρων ο εφεσείων υπέβαλε ότι η δεύτερη του κατάθεση ήταν αποτέλεσμα εκβιασμών, απειλών και σωματικής κακοποίησης. Ισχυρίστηκε επίσης ότι στο χώρο όπου ελήφθη η κατάθεση ήταν παρών στρατιωτικός. Και οι δύο μάρτυρες αρνήθηκαν τους πιο πάνω ισχυρισμούς. ΄Οταν η κατάθεση παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο για να κατατεθεί ως τεκμήριο ο εφεσείων δεν έφερε οποιανδήποτε ένσταση, ούτε προέβαλε οποιονδήποτε ισχυρισμό. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ισχυρισμό για κακοποίηση προέβαλε και κατά την ανανέωση του διατάγματος κράτησής του.

Ο εφεσείων με την πρώτη θεληματική του κατάθεση ημερ. 3.10.1998 (Τεκμήριο 4), παραδέχεται ότι είχε επαφές με μέλη των κατοχικών δυνάμεων, εξηγεί τον τρόπο ενέργειάς του, καθώς και το λόγο που τον ώθησε να το κάνει, αρνείται όμως ότι έδινε χρήσιμες πληροφορίες.

Στην κατάθεσή του ημερ. 8.10.1998 (Τεκμήριο 7), ανέφερε ότι ανέπτυξε με κάποια Τουρκοκύπρια ερωτικό δεσμό. Σε κάποιο στάδιο, μέλη της Τουρκικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, γνωστής ως Μ.Ι.Τ., του ζήτησαν να συνεργαστεί μαζί τους, δίνοντάς τους διάφορες πληροφορίες για πολιτικά και στρατιωτικά θέματα, ούτως ώστε να μπορεί να συνεχίσει να την βλέπει. Ο εφεσείων συγκατένευσε και υπακούοντας σε εντολή να φωτογραφήσει τους κύριους δρόμους Λευκωσίας-Λεμεσού και Λευκωσίας-Λάρνακας και ειδικά όλες τις αερογέφυρες και το ύψος τους, αγόρασε τη φωτογραφική μηχανή που βρέθηκε στο δωμάτιό του. ΄Οταν τελικά έβγαλε τις φωτογραφίες που του ζήτησαν, παρέδωσε το φιλμ σε Τούρκο πράκτορα στο οδόφραγμα.

Στην επόμενή του επίσκεψη στα κατεχόμενα έδωσε διάφορα στοιχεία σχετικά με την κάθε φωτογραφία που είχε βγάλει, του καταβλήθηκε δε από τους Τούρκους πράκτορες το ποσό των £50 για τη φωτογραφική και τις υπηρεσίες του. Η επόμενή του αποστολή αφορούσε τη φωτογράφηση πύργων ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, καθώς και ραντάρ της Εθνικής Φρουράς, αποστολή που ο εφεσείων επίσης εξετέλεσε.

Στην επόμενη του επίσκεψη στα κατεχόμενα επέδειξε στους Τούρκους τη θέση επί χάρτου διάφορων στρατοπέδων της Εθνικής Φρουράς, ενώ λίγες μέρες αργότερα έδωσε πληροφορίες για τον νέο ηλεκτροπαραγωγό σταθμό στο Βασιλικό, ενώ του ζητήθηκε να φωτογραφήσει άρματα και οπλικά συστήματα της Εθνικής Φρουράς. Ο εφεσείων παρακολούθησε την παρέλαση της 1ης Οκτωβρίου από την τηλεόραση, κρατώντας κωδικοποιημένες σημειώσεις. Κατέγραψε επίσης ονόματα, διευθύνσεις και βαθμούς αξιωματικών. ΄Οταν προσπάθησε να περάσει στα κατεχόμενα για να παραδώσει τις πληροφορίες, συνελήφθη.

Το Δικαστήριο τελικά βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο σε όλες τις κατηγορίες και του επέβαλε ποινή φυλάκισης. Κατά την εκδίκαση της έφεσης ο εφεσείων, που ας σημειωθεί τόσο στην έφεση, όσο και στην ενώπιον του Κακουργιοδικείου διαδικασία, παρουσιάστηκε χωρίς δικηγόρο, προέβαλε αριθμό λόγων.

Κατ΄ αρχήν επανέλαβε την προδικαστική ένσταση που υπέβαλε και ενώπιον του Κακουργιοδικείου, υποστηρίζοντας ότι το κατηγορητήριο δεν περιέχει λεπτομέρειες των αδικημάτων και συγκεκριμένα ημερομηνία, ώρα, τόπο, χρόνο ή αντικείμενο των κατηγοριών εναντίον του, με τρόπον ώστε οι κατηγορίες να καθίστανται από γραμματικής άποψης ελλειπείς, αόριστες και ασαφείς.

Η θέση του αυτή δεν αναλύθηκε περαιτέρω. Ο εφεσείων αρκέστηκε να πει ότι επαναλαμβάνει την ένσταση που είχε υποβάλει και στο πρωτόδικο δικαστήριο.

Η ένσταση ορθά απορρίφθηκε. ΄Οπως πολύ σωστά αναφέρεται και στη σχετική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, σκοπός του κατηγορητηρίου είναι να θέσει το πλαίσιο της δίκης. Οι λεπτομέρειες σε κάθε κατηγορία θα πρέπει να παρέχουν επαρκή ενημέρωση για το υπόβαθρο που η Κατηγορούσα Αρχή σκοπεύει να αποδείξει σε κάθε κατηγορία. Κριτήριο για να αποφασιστεί αν οι λεπτομέρειες που δίδονται είναι ικανοποιητικές είναι κατά πόσο από τυχόν παραλείψεις, η υπεράσπιση του κατηγορουμένου επηρεάζεται δυσμενώς. Αν δηλαδή οι κατηγορίες διατυπώνονται με τέτοιο τρόπο και είναι σε τόσο βαθμό αόριστες και ασαφείς που να επηρεάζεται η υπεράσπιση. Ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τόσο ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, όσο και ενώπιον του Εφετείου κάτι τέτοιο και συνεπώς η ένστασή του ορθά απορρίφθηκε.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η καταδίκη του παραβιάζει το δικαίωμά του για ελεύθερη διακίνηση όπως προστατεύεται από τα ΄Αρθρα 13 και 185 του Συντάγματος, αφού αντιμετώπισε ποινική δίωξη γιατί επισκεπτόταν τα κατεχόμενα. Και αυτή η θέση του εφεσείοντα δεν ευσταθεί. Οι κατηγορίες δεν έχουν ως αντικείμενο τη μετάβασή του στα κατεχόμενα. Αντιμετώπιζε κατηγορίες για κατασκοπεία και ανακοίνωση ειδήσεων που αφορούν έργα άμυνας, κατά παράβαση της κειμένης νομοθεσίας. Απλά, στοιχείο των κατηγοριών αυτών ήταν ότι κατά τη μετάβασή του στα κατεχόμενα από τις τουρκικές δυνάμεις εδάφη της Δημοκρατίας, ερχόταν σε επαφή με πράκτορες των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται επίσης ότι μία από τις καταθέσεις του, το Τεκμήριο 7, δεν ήταν θεληματική, αλλά αποτέλεσμα κακοποίησης και εκβιασμών.

Παρά το ότι το Τεκμήριο 7 κατατέθηκε χωρίς ένσταση από τον εφεσείοντα, το Δικαστήριο προχώρησε και ερεύνησε αν η κατάθεση ήταν πράγματι προϊόν ελεύθερης βούλησης. Τελικά, αφού επισήμανε ότι ο εφεσείων δεν υποστήριξε κατά την επ΄ ακροατηρίω ένορκη του κατάθεση τους προηγούμενους του ισχυρισμούς ότι η κατάθεση ήταν αποτέλεσμα κακοποίησης, καθώς και το ότι δεν προέβαλε οποιονδήποτε ισχυρισμό εναντίον οιουδήποτε μέλους της Αστυνομικής Δύναμης, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η κατάθεση Τεκμήριο 7 ήταν εθελούσια. Από το Δικαστήριο σημειώνεται επίσης ότι η κατάθεση Τεκμήριο 4, για την οποία κανένα παράπονο δεν υποβλήθηκε ως προς το θεληματικό της, είναι σε μεγάλο βαθμό επιβεβαίωση των αναφερόμενων στο Τεκμήριο 7. Κι΄ αυτό παρά το γεγονός ότι στο Τεκμήριο 4, που είναι η πρώτη του κατάθεση, ο εφεσείων αποφεύγει επιμελώς να πει ο,τιδήποτε που θα μπορούσε να τον ενοχοποιήσει.

Το Δικαστήριο σημειώνοντας επίσης το αδιαμφισβήτητο γεγονός της ανεύρεσης του εγγράφου που περιείχε κωδικοποιημένες πληροφορίες για τα άρματα και τα οπλικά συστήματα της Εθνικής Φρουράς (Τεκμήριο 8), καταλήγει ότι ο εφεσείων στην κατάθεσή του ημερ. 8.10.1998 επεξηγεί τον τρόπο με τον οποίο σκόπευε να το παραδώσει στους Τούρκους πράκτορες.

Είναι αλήθεια ότι σε κάποιο βαθμό η απόφαση του Δικαστηρίου βασίζεται στις παραδοχές στις οποίες ο ίδιος προέβη στις καταθέσεις που έδωσε στην Αστυνομία. Το Δικαστήριο, αφού ανέλυσε τη σχετική μαρτυρία, περιλαμβανομένης και της μαρτυρίας του Υπαστυνόμου Σωκράτους και του Λοχία Χαραλάμπους, των δύο που έλαβαν την κατάθεση από τον εφεσείοντα, κατέληξε ότι η κατάθεση του εφεσείοντα, ήταν προϊόν της ελεύθερής του βούλησης.

Ούτε στην περίπτωση αυτή ο εφεσείων έδωσε οποιονδήποτε λόγο γιατί θεωρεί την απόφαση του Δικαστηρίου εσφαλμένη. Απλώς ισχυρίστηκε ότι η κατάθεση ήταν αποτέλεσμα κακοποίησης. ΄Οσον εθελούσια και αν είναι η κατάθεση κατηγορούμενου, είναι επιθυμητό να ζητείται η εξακρίβωση της ορθότητας του περιεχομένου της ούτως ώστε να αποκλείεται η πιθανότητα λάθους (Ιακωβίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 5921 κ.α., ημερ. 10.5.1996). Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο, αναγνωρίζοντας το καθήκον αυτό, εξέτασε τις καταθέσεις του εφεσείοντα, όχι μόνο με βάση την αυθεντικότητα των ισχυρισμών που περιέχονται σ΄ αυτές, αλλά και σε συνάρτηση με άλλη μαρτυρία που ενίσχυε την αλήθεια του περιεχομένου τους. Τίποτε δεν είχε λεχθεί που να δείχνει ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ήταν λανθασμένο.

Ο επόμενος λόγος έφεσης βασίζεται στην κατ΄ ισχυρισμόν έλλειψη μαρτυρίας και στη λανθασμένη αξιολόγησή της. Για να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό αυτό ο εφεσείων προβαίνει σε αριθμό επισημάνσεων. Κανένα από τα σημεία τα οποία ανέφερε δεν προωθούν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την υπόθεσή του. Πολλά από τα σημεία που αναφέρει για να ενισχύσει τους ισχυρισμούς του καταλήγουν σε ανοητολογίες. Θα αναφερθούμε σε μερικά από τα σημεία που εγείρει με κάποια λεπτομέρεια για να δείξουμε πόσο ανεδαφικά είναι τα παράπονά του. Για παράδειγμα αναφέρει ότι ο Μ.Κ.2, Ανώτερος Υπαστυνόμος Αθανάσιος Σωκράτους, απαντούσε συνεχώς ότι δεν γνώριζε, ότι δεν ήταν στρατιωτικός και ότι γενικά δεν είχε τίποτε εναντίον του κατηγορούμενου. Ο μάρτυρας, είναι ο εξεταστής της υπόθεσης και κατέθεσε όλα τα σχετικά γεγονότα που ήταν σε γνώση του. Δεν απάντησε σε κάποιες ερωτήσεις του εφεσείοντα οι οποίες ήταν είτε ακατανόητες, είτε εντελώς άσχετες ή άνευ σημασίας.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι οι ανακριτές της υπόθεσης και συγκεκριμένα ο προηγούμενος μάρτυς και ο Μ.Κ.3 Λοχίας 4490 Γιαννάκης Χαραλάμπους, δεν παρουσίασαν ο,τιδήποτε εναντίον του. Στην ίδια "επισήμανση" ο εφεσείων προβαίνει και για άλλους μάρτυρες κατηγορίας, όπως ο Μ.Κ.8 Ελευθέριος Στυλιανίδης, ή ο Σωτήρης Ιωάννου. Επίσης αναφέρει ότι, άνκαι γίνεται αναφορά στη φωτογραφική που βρέθηκε στην κατοχή του, αφού δεν κατατέθηκαν δείγματα, ούτε και αποδείκτηκε ότι ήταν απαγορευμένη, αλλά αποκτήθηκε νόμιμα, τίποτε το ενοχοποιητικό δεν προέκυπτε εναντίον του.

Ο Ελευθέριος Στυλιανίδης είναι ανώτερος μηχανολόγος- μηχανικός στο Τμήμα Δημοσίων ΄Εργων και κατέθεσε για τις αερογέφυρες, τα γεφύρια και τις υπέργειες διαβάσεις στο δρόμο Λεμεσού-Πάφου, φωτογραφίες των οποίων ο εφεσείων είχε παραδώσει στους πράκτορες των τουρκικών υπηρεσιών. Η μαρτυρία του αναμφίβολα εφώτιζε πτυχές της υπόθεσης.

Κάθε κομμάτι της μαρτυρίας αποτελεί τις ψηφίδες που όλες μαζί δημιουργούν την τελική εικόνα της υπόθεσης. Κάθε μαρτυρία καλύπτει και μέρος του καμβά και το Δικαστήριο στο τέλος λαμβάνοντας υπ΄ όψιν το σύνολο της μαρτυρίας, καταλήγει σε συμπέρασμα κατά πόσο ο κατηγορούμενος είναι ένοχος ή όχι της κατηγορίας που αντιμετωπίζει.

Δεν θεωρούμε απαραίτητο να αναφερθούμε σε κάθε σημείο που ήγειρε ο εφεσείων για να δείξει ότι η μαρτυρία ήταν ελλειπής. ΄Ολες οι αναφορές τις οποίες έχει κάμει είναι της ίδιας ποιότητας και καμιά από αυτές δεν θέτει σε αμφιβολία, ούτε και κλονίζει έστω κατ΄ ελάχιστον, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο την ορθότητα του συμπεράσματος του πρωτόδικου δικαστηρίου για την ενοχή του.

Ο εφεσείων προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι αφού εστερείτο τις υπηρεσίες δικηγόρου και υπερασπίστηκε ο ίδιος προσωπικά τον εαυτό του έπρεπε να τύχει καθοδήγησης από το Δικαστήριο. Παραπονείται επίσης ότι παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας των όπλων, αφού δεν αφέθηκε ελεύθερος, όπως ζήτησε, για να μπορέσει να ετοιμάσει την υπεράσπισή του.

Ούτε τα παράπονά του αυτά ευσταθούν. Φαίνεται από το πρακτικό ότι του παρασχέθηκε κάθε ευκαιρία για εκπροσώπηση, διορίστηκε δε και δικηγόρος με νομική αρωγή, τον οποίο ο εφεσείων σε μεταγενέστερο στάδιο απέλυσε για δικούς του λόγους.

Η απόρριψη του αιτήματός του να αφεθεί ελεύθερος παραβίασε, κατά τον ισχυρισμό του, το συνταγματικό του δικαίωμα να υπερασπιστεί σύμφωνα με το ΄Αρθρο 12.5(β), καθώς και το ΄Αρθρο 30.3 του Συντάγματος. Η παράλειψη αυτή του Δικαστηρίου, συνεχίζει, παραβίασε την ισότητα των όπλων, αφού η Κατηγορούσα Αρχή είχε ελεύθερη κίνηση να βρει μάρτυρες, ενώ ο ίδιος που τελούσε υπό κράτηση, δεν είχε την ίδια ευχέρεια.

Οι λόγοι που η νομολογία αναγνωρίζει για να δικαιολογείται η κράτηση, δεν έχουν σχέση με τα πιο πάνω. Κράτηση δικαιολογείται όταν υπάρχει κίνδυνος μη προσέλευσης του κατηγορούμενου στο Δικαστήριο, όταν υπάρχει πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων και όταν υπάρχει η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων.

Το ενδεχόμενο της ύπαρξης των πιο πάνω κινδύνων εξετάζεται με βάση διάφορους παράγοντες όπως για παράδειγμα η σοβαρότητα του αδικήματος, η πιθανότητα καταδίκης κλπ. (Rodosthenous and Another v. Police (1961) C.L.R. 50. Loukaides and Others v. Police (1988) 2 C.L.R. 119, Xαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 6092, ημερ. 26.1.1996, Χ" Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 6285, ημερ. 5.3.1997, Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Εφ. 6315, ημερ. 6.5.1997).

Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στα πρωτόδικα δικαστήρια, εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις (Rodosthenous and Αnother v. Police, ανωτέρω). Η Κυπριακή νομολογία είναι ταυτισμένη στο σημείο αυτό με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Εν πάση περιπτώσει, αντικείμενο της παρούσας έφεσης δεν είναι το διάταγμα κράτησης.

Το ΄Αρθρο 30.2 του Συντάγματος καθώς και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εγγυώνται ανεπηρέαστη διαδικασία, ενώπιον ανεξάρτητου, αμερόληπτου και αρμόδιου δικαστηρίου. Παρέκλιση από τη συνταγματική προστασία καθιστά το αποτέλεσμα της διαδικασίας άκυρο. Η διεξαγωγή της δίκης μέσα στα πλαίσια του ΄Αρθρου 30 αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου (Γρηγορίου ν. Τραπέζης Κύπρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222).

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ο κατηγορούμενος, αν δεν χρησιμοποιήσει το σύστημα νομικής αρωγής που του παρέχεται, δεν μπορεί να παραπονείται για έλλειψη νομικής εκπροσώπησης (Biondo v. Italy, No 8821/79, 64 DR5 (1983) Com Rep.). Περαιτέρω, το άρθρο 6(3)(γ) της Συνθήκης δεν απαιτεί από το κράτος να επιτρέψει οιανδήποτε ανάμειξη του κατηγορούμενου στον διορισμό ή τη λειτουργία του δικηγόρου του που διορίστηκε με νομική αρωγή. Ο κατηγορούμενος δεν δικαιούται καν να διαλέξει το δικηγόρο που θα τον εκπροσωπήσει με νομική αρωγή (X v. Netherlands, No 846/60, 3 YB 273 (1961), X v. UK, No 9728/82, 6, EHRR 345 (1983), F v. Switzerland, No 12152/86, 61 DR 171 (1989)). Ούτε απαιτείται να ληφθεί η γνώμη του, όταν επιλεγεί δικηγόρος (X v. FRG No 6946/75, 6 DR114 (1976). Εξ άλλου δεν δικαιούται να επιμένει σε συγκεκριμένη γραμμή υπεράσπισης την οποία ο δικηγόρος του θεωρεί αβάσιμη (Νο 9127/80, 2 Digest 851 (1981). Cf Kamasinski v. Austria, A 168, (1989) Com Rep, para 160. Βλέπε επίσης X v. U.K., No 8386/78, 21 DR 126 (1980)).

Ακόμα μπορούν να επιβληθούν περιορισμοί στις επισκέψεις των δικηγόρων, αν οι περιορισμοί αυτοί δικαιολογούνται από το δημόσιο συμφέρον, όπως για παράδειγμα προς αποφυγή παρακώλυσης της δικαιοσύνης (Campbell and Fell v. U.K., A 80 (1984),Can v. Austria, A96 (1985) Com Rep. para. 51-52).

Σε κάθε ποινική υπόθεση η κατηγορούσα αρχή έχει στη διάθεσή της τα αποτελέσματα της διερεύνησης της υπόθεσης από την Αστυνομία. Πρωταρχικός σκοπός του άρθρου 6(3)(β) της Συνθήκης είναι να επιτύχει ισότητα των όπλων μεταξύ της κατηγορούσας αρχής και της υπεράσπισης, με το να απαιτεί την παροχή στον κατηγορούμενο της δυνατότητας εξοικείωσής του, για σκοπούς προετοιμασίας της υπεράσπισής του, με τα αποτελέσματα των ερευνών που έγιναν στη διαδικασία (Jespers v. Belgium, No 8403/78, 27 DR 61 at 87 (1981) Com Rep.). Παρ΄ όλα αυτά, όπως σε όλες τις περιπτώσεις παράβασης του δικαιώματος παροχής διευκολύνσεων (Κoplinger v. Austria, No 1850/63, 12 ΥΒ 438 (1968), και F v. UK, No 11058/84, 47 DR 230 (1986)), για να ευσταθήσει ισχυρισμός για παράβαση του άρθρου 6(3) είναι απαραίτητο να αποδειχθεί πραγματικός δυσμενής επηρεασμός των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.

Eίναι φανερό από τα πιο πάνω ότι κανένα από τα συνταγματικά δικαιώματα του εφεσείοντα δεν έχει παραβιαστεί. Iδιαίτερα το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη που περιλαμβάνει την αρχή της ισότητας των όπλων. Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν απολύθηκε για να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, κάθε άλλο παρά παραβίαση της αρχής της ισότητας μπορεί, όπως είδαμε, να θεωρηθεί, έστω κι΄ αν ο κατηγορούμενος, όπως ο ίδιος το θέλησε, δεν είχε τις υπηρεσίες συνηγόρου. Είχε την ευκαιρία να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο που διορίστηκε από το Δικαστήριο με νομική αρωγή, όμως ο ίδιος επέλεξε, για δικούς του λόγους, να απορρίψει τις υπηρεσίες του. Η υπεράσπισή του χωρίς δικηγόρο, έστω κι΄ αν τελούσε υπό κράτηση, δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ισότητας. ΄Ηταν, εν πάση περιπτώσει, δική του επιλογή.

΄Ενας από τους λόγους έφεσης αναφέρεται σε απόφαση του Δικαστηρίου σε άλλη υπόθεση στην οποία οι κατηγορούμενοι αντιμετώπιζαν παρόμοιες κατηγορίες. Ο συσχετισμός με οποιανδήποτε άλλη υπόθεση δεν μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα, γιατί όπως είναι γνωστό η κάθε υπόθεση εξετάζεται με βάση τα δικά της περιστατικά. Το αποτέλεσμα άλλης διαδικασίας είναι δεσμευτικό, μόνο αν είναι απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και μάλιστα μόνο όσον αφορά τις νομικές αρχές που πηγάζουν από την απόφαση.

Ο εφεσείων προβάλλει ένα τελευταίο λόγο έφεσης. Το παράπονο ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέκτηκε την ένορκη του κατάθεση με αποτέλεσμα να καταλήξει σε λανθασμένες διαπιστώσεις. Ούτε αυτός ο λόγος αναλύθηκε από τον εφεσείοντα κατά τη διάρκεια της εκδίκασης της έφεσης. ΄Ομως αρκεί να λεχθεί ότι, όπως συμβαίνει και με την υπόλοιπη μαρτυρία, τα συμπεράσματα επί των γεγονότων ανήκουν στο πρωτόδικο δικαστήριο, το δε Εφετείο σπάνια και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μόνο επεμβαίνει. Η παρούσα δεν είναι μια από αυτές τις περιπτώσεις, αφού ο εφεσείων απέτυχε πλήρως να δημιουργήσει έστω και αμφιβολίες για τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Ο εφεσείων άσκησε έφεση και εναντίον της ποινής. Ισχυρίζεται ότι η ποινή που του επιβλήθηκε είναι έκδηλα υπερβολική, ενώ η προσέγγιση του Δικαστηρίου εντελώς λανθασμένη. Ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπ΄ όψιν του τους ελαφρυντικούς παράγοντες που υπήρχαν, ενώ ουσιαστικά παραγνώρισε τις νομικές αυθεντίες. Τέλος το πρωτόδικο δικαστήριο, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, παραγνώρισε το επάγγελμά του, το γεγονός ότι ήταν περιορισμένης μόρφωσης και δεν είχε υπηρετήσει στην Εθνική Φρουρά και τέλος ότι είναι μέλος μειονότητας.

Και οι λόγοι αυτοί θα πρέπει να απορριφθούν. Η ποινή που επιβλήθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο κάθε άλλο παρά υπερβολική είναι. Ο τόπος μας εδώ και πολλά χρόνια βρίσκεται υπό συνθήκες κατοχής, με ένα μεγάλο ποσοστό του εδάφους του κατειλημμένο από ξένες στρατιωτικές δυνάμεις. Οποιαδήποτε πληροφορία που δίδεται στην άλλη πλευρά, πληροφορία που θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια όλων μας, όσο μικρής σημασίας κι΄ αν είναι, άπτεται της επιβίωσης του λαού μας.

Δεν αντιλαμβανόμαστε τα ελαφρυντικά τα οποία επικαλείται ο εφεσείων. Το γεγονός ότι ανήκει σε μειονότητα δεν είναι παράγων που μπορεί να επενεργήσει είτε ευνοϊκά, είτε εναντίον του, όλοι δε οι άλλοι λόγοι που προβάλλονται, ότι δηλαδή είναι περιορισμένης μόρφωσης, ότι δεν έχει υπηρετήσει στην Εθνική Φρουρά, ότι δεν γνωρίζει από όπλα ή ότι δεν είναι μέλος ή ανήκει σε καμιά μυστική οργάνωση, αναφέρονται μάλλον στη δυνατότητα διάπραξης των αδικημάτων και συνεπώς στην εξακρίβωση της ενοχής του, παρά σε ελαφρυντικά για μείωση της ποινής του.

Για το αδίκημα της κατασκοπείας προβλέπεται ποινή φυλάκισης δέκα ετών, ενώ για το αδίκημα της ανακοίνωσης ειδήσεων που αφορούν σε έργα άμυνας, φυλάκιση έξι ετών. Στον κατηγορούμενο επιβλήθηκε εξαετής ποινή φυλάκισης σε κάθε μια από τις κατηγορίες της κατασκοπείας και τετραετής φυλάκιση στο αδίκημα της ανακοίνωσης ειδήσεων που αφορούν σε έργα άμυνας. Οι ποινές συντρέχουν.

Λαμβάνοντας υπ΄ όψιν τη φύση των αδικημάτων που διέπραξε ο εφεσείων και όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, βρίσκουμε τις ποινές που επιβλήθηκαν κάθε άλλο παρά υπερβολικές. Μπορεί να λεχθεί ότι σε αδικήματα της φύσης αυτής, ελαφρυντικά που έχουν σχέση με τις προσωπικές συνθήκες του κατηγορούμενου, μικρό μόνο βάρος μπορούν να έχουν. Στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρχαν καν τέτοια ελαφρυντικά. Μπορεί ακόμα να σημειωθούν ο λόγος που διέπραξε τα αδικήματα και τα ευτελή ανταλλάγματα με τα οποία εξαργύρωσε τις υπηρεσίες του.

Η έφεση τόσο εναντίον της καταδίκης, όσο και εναντίον της ποινής απορρίπτεται.

 

Δ.

Δ.

Δ.

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο