ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 2 ΑΑΔ 98
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6671.
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.
Αντώνης Χαραλάμπους Αντωνίου,
Εφεσείων P>
ν.
Δημοκρατίας,
Εφεσίβλητης. P>
_________________
18 Φεβρουαρίου, 2000
.Για τον εφεσείοντα: Σ. Οικονομίδης.
Για την εφεσίβλητη: Π. Ιουλιανός, Στρατιωτικός Εισαγγελέας για
το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
________________
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.
: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Π. Καλλής.
__________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
: Ο εφεσείων είναι στρατιωτικός. Κρίθηκε ένοχος από το Στρατιωτικό Δικαστήριο πάνω σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία αφορούσε τη διάπραξη του αδικήματος της απώλειας υλικών του δημοσίου κατά παράβαση
του άρθρου 88Α(1) του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας Νόμου του 1964 (Ν 40 του 1964, όπως έχει τροποποιηθεί). Η τρίτη κατηγορία αφορούσε τη διάπραξη του ίδιου αδικήματος αλλά κατά παράβαση του άρθρου 88Α(3) του πιο πάνω Νόμου. Σύμφωνα με τις "λεπτομέρειες αδικήματος" της πρώτης κατηγορίας "ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 27/02/96 έως και 31/12/96 ενώ ήτο στρατιωτικός, λόγω αμέλειας, κατέστη υπαίτιος απώλειας πολεμικού υλικού, ανερχόμενου σε £23,50 σεντ, περιουσία της Εθνικής Φρουράς". Σύμφωνα δε με τις "λεπτομέρειες αδικήματος" της δεύτερης κατηγορίας "ο κατηγορούμενος κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 27/02/96 έως και 31/12/96 ενώ ήτο στρατιωτικός λόγω αμέλειας, κατέστη υπαίτιος απώλειας διαφόρων υλικών, ανερχόμενου σε £5680,90 σεντ, περιουσία της Εθνικής Φρουράς."
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά στις αρχές που διέπουν το βάρος απόδειξης στην ποινική δίκη. Παρέπεμψε στην
Woolmington v. D.P.P. (1935) A.C. 462 στην οποία διακηρύχθηκε ότι στο "τέλος της μαρτυρίας δεν εναπόκειται στον κατηγορούμενο να αποδείξει την αθωότητα του αλλά στην Κατηρογούσα Αρχή να αποδείξει την ενοχή του". Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο συνόψισε ως εξής τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποτέλεσαν το πραγματικό υπόβαθρο των δύο κατηγοριών:"Ο κατηγορούμενος κατά τον Οκτώβρη του 1995 μετατέθηκε στο 631 Τ.Π. και μετά από σχετική εκπαίδευση στη Σχολή Διαχειριστών Μονάδων, ανέλαβε κατά την 27η Φεβρουαρίου 1996 ως διαχειριστής υλικού της μονάδος. Συγκροτήθηκε επιτροπή αποτελούμενη από τον μάρτυρα κατηγορίας (1) Αντισυνταγματάρχη Γιώρκαν Ανδρέα και δύο εφέδρους αξιωματικούς, η οποία προέβηκε σε καταμέτρηση του υλικού κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι το υλικό που υπήρχε συμφωνούσε με το λογιστικό υπόλοιπο. Κατά τη διαδικασία καταμέτρησης των υλικών, ο κατηγορούμενος ήταν παρών και υπέγραψε τις συγκριτικές καταστάσεις. Αργότερα, ο κατηγορούμενος υπέγραψε το πρωτόκολλο παράδοσης - παραλαβής των εν λόγω υλικών ως νέος διαχειριστής υλικού της μονάδος. Κατά την 14η Ιουνίου 1996 ο Αντισυνταγματάρχης Κωνσταντινίδης Χριστόδουλος ανέλαβε καθήκοντα διοικητού στο 361 Τ.Π. δηλαδή στη μονάδα που υπηρετούσε ο κατηγορούμενος. Με τη λήξη του οικονομικού έτους, συγκροτήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1996 Επιτροπή Καταμέτρησης με πρόεδρο τον μάρτυρα κατηγορίας (2) Αντισυνταγματάρχη Κωνσταντινίδη Χριστόδουλο για να προβεί σε καταμέτρηση των υλικών της μονάδος. Η επιτροπή αυτή έκαμε καταμέτρηση όλων των υλικών που ήταν χρεωμένα σύμφωνα με τα σχετικά έγγραφα στη Διαχείριση Υλικού και διεπίστωσε ορισμένα ελλείματα. Σύμφωνα με την κατάσταση που έχει ετοιμαστεί από το μάρτυρα κατηγορίας (3) Αλετρά Κώστα, ο οποίος ασκεί καθήκοντα Τμηματάρχη στο Τμήμα Συντήρησης Οπλισμού και Τηλεπικοινωνιακού Υλικού, το έλλειμα που παρουσίασε η Διαχείριση Υλικού του 631 Τ.Π. αφορά υλικά οπλισμού αξίας £23.50 και λοιπά υλικά αξίας £5,680
Από την ενώπιον μας μαρτυρία και τα τεκμήρια τα οποία κατατέθηκαν διαπιστώσαμε ότι ο κατηγορούμενος παρέλαβε τα υλικά με την υπογραφή πρωτοκόλλου παράδοσης παραλαβής. ΄Ηταν υπό την ευθύνη του όλα τα υλικά ως Διαχειριστής Υλικού και αυτός είχε τα κλειδιά της αποθήκης και αποκλειστική χρέωση των υλικών σε τρίτα άτομα. Οποιαδήποτε απώλεια υλικού είναι ευθύνη του κατηγορουμένου και δεν μπορεί παρά να συνίσταται σε αμέλεια εκ μέρους του."
Η τελική ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου έχει ως ακολούθως:
"Εν όψει των νομικών αρχών και αυθεντιών που αναφέραμεν ανωτέρω, ευρίσκομεν ότι η Κατηγορούσα Αρχή επέτυχε να αποδείξει τις κατηγορίες (1) και (3) εναντίον του κατηγορουμένου τον οποίον ευρίσκομεν ένοχο."
Η έφεση
.Η εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητείται με, ουσιαστικά, ένα λόγο έφεσης. Υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε τον εφεσείοντα ως ένοχο του αδικήματος της "απώλειας υλικών του δημοσίου λόγω αμέλειας, καθ΄ όσον δεν είχε αποδειχθεί η ύπαρξη συστατικού στοιχείου του αδικήματος αυτού". Συγκεκριμένα, δεν είχε παρουσιαστεί από την Κατηγορούσα Αρχή καμμιά απολύτως μαρτυρία ως προς το ποιά ήταν η αμέλεια που ο εφεσείων επέδειξε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ενώ για την ενοχή του εφεσείοντα απαιτείτο η απόδειξη του στοιχείου της αμέλειας, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε την ενοχή του εφεσείοντα υπολογίζοντας το στοιχείο της αμέλειας συμπερασματικά ή/και υποθετικά.
Στον Russel on Crime, Vol. 1, σελ. 44, υποδεικνύεται ότι οι λέξεις "αμέλεια" και "αμελής" δεν είναι πρόσφορες για να θεμελιώσουν ποινική ευθύνη. ΄Ετσι τα δικαστήρια έχουν δυστυχώς επιδιώξει να μεταβάλουν το νόημα του ουσιαστικού "αμέλεια" με το να το συνοδεύουν με επίθετα όπως "υπαίτια", "ποινική", "κατάφωρη" κλπ..
Θεωρούμε, ωστόσο, ότι μπορούμε να αντλήσουμε καθοδήγηση από αποφάσεις σε ποινικές υποθέσεις στις οποίες το στοιχείο της αμέλειας αποτελούσε συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου "λόγω ελλείψεως προφυλάξεως ή εξ απροσεξίας" κατά παράβαση του άρθρου 2
10 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και το έγκλημα της ανθρωποκτονίας (βλ. άρθρο 205 του Κεφ. 154) αποτελούν χρήσιμα παραδείγματα.Η απόφαση στη
Mcleod v. Police (1973) 2 C.L.R. 63 αφορούσε σε καταδίκη δυνάμει του άρθρου 210 του Κεφ. 154. Το Εφετείο υιοθέτησε το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Lord Atkin στην Andrews v. Director of Public Prosecutions (1937) A.C. 576, η οποία αφορούσε ανθρωποκτονία με αυτοκίνητο:"In order to establish criminal liability the facts must be such as to show that the negligence of the accused went beyond a mere matter of compensation between subjects and was 'such disregard for the life and safety of others as to amount to a crime against the state and conduct deserving punishment".
Σε μετάφραση
:"Για να θεμελιωθεί ποινική ευθύνη τα γεγονότα πρέπει να είναι τέτοια που να καταδείχνουν ότι η αμέλεια του κατηγορουμένου προχώρησε πέρα από το απλό θέμα αποζημίωσης μεταξύ ατόμων και αποτελούσε τέτοια περιφρόνηση για τη ζωή και ασφάλεια των άλλων έτσι που να ισοδυναμεί με έγκλημα κατά της Πολιτείας και συμπεριφορά που αξίζει να τιμωρηθεί."
Στην
R. v. Bateman (1925) L.J. K.B. 791, 793, η οποία αφορούσε ανθρωποκτονία, ο Lord Heward C.J. πραγματεύεται την διάκριση ανάμεσα στην αστική αμέλεια και την ποινική αμέλεια. ΄Εθεσε το θέμα ως εξής:"If Α has caused the death of B by alleged negligence, then, in order to establish civil liability, the plaintiff must prove (in addition to pecuniary loss caused by the death) that A owed a duty to B to take care, that that duty was not discharged,
Σε μετάφραση
:"Αν ο Α έχει προκαλέσει το θάνατο του Β με ισχυριζόμενη αμέλεια τότε για να θεμελιωθεί αστική αμέλεια ο ενάγων πρέπει να αποδείξει (πρόσθετα με την χρηματική απώλεια που προκλήθηκε από το θάνατο) ότι ο Α είχε υποχρέωση έναντι του Β να είναι προσεκτικός, ότι εκείνη η υποχρέωση δεν έχει εκπληρωθεί και ότι η παράλειψη προκάλεσε το θάνατο του Β. Για να καταδικαστεί ο Α για ανθρωποκτονία η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει να αποδείξει τα πιο πάνω 3 στοιχεία και πρόσθετα πρέπει να ικανοποιήσει τους ενόρκους ότι η αμέλεια του Α ισοδυναμούσε με έγκλημα. Στην αστική αγωγή εάν αποδειχθεί ότι ο Α υστέρησε από το επίπεδο της εύλογης επιμέλειας που απαιτείται από το Νόμο δεν έχει σημασία το πόσο υστέρησε από εκείνο το επίπεδο. Η έκταση της ευθύνης του δεν εξαρτάται από το βαθμό αμέλειας αλλά από το ποσό της ζημιάς. Τουναντίον στο ποινικό δικαστήριο η έκταση και ο βαθμός της αμέλειας είναι οι καθοριστικοί παράγοντες.
Πρέπει να υπάρχει mens rea."
Σύμφωνα με τον Charlesworth & Percy on Negligence, 8η έκδοση, παραγ. 1-14, χρήση του όρου "αμέλεια" παρόμοια με την πιο πάνω έχει γίνει από τον
Lord Atkin στην Andrews v. Director of Public Prosecutions (1937) A.C. 576, στην οποία τονίστηκε:"Simple lack of care such as will constitute civil liability is not enough: for purposes of the criminal law there are degrees of negligence: and a very high degree of negligence is required to be proved before the felony is established."
Σε μετάφραση
:"Απλή έλλειψη επιμέλειας η οποία ισοδυναμεί με αστική ευθύνη δεν είναι αρκετή: για τους σκοπούς του ποινικού δικαίου υπάρχουν βαθμοί αμέλειας: και είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται ψηλός βαθμός αμέλειας προτού αποδειχθεί το έγκλημα."
Το τί πρέπει να κάμει ο κατήγορος για να αποδείξει αμέλεια το πραγματεύεται ο
Glanville Williams στο βιβλίο του "Textbook of Criminal Law", σελ. 44:"What should a prosecutor do to prove negligence?
In an action in tort for negligence the plaintiff must give particulars of the alleged negligence in his statement of claim. For example, in a running-down case he will say that the defendant drove too fast, on the wrong side of the road, without keeping a proper look-out, and so on. There are no similar pleadings in criminal cases, but the prosecutor who alleges negligence must be prepared to say what the defendant could and should have done (or refrained from doing) in order to avoid the accident or other occurrence.
The evidence given on the negligence issue is almost exclusively evidence of what the defendant did (or failed to do). After that, it is for the jury (or magistrates) to say whether the defendant's behaviour showed a lack of due caution."
Σε μετάφραση
:"
Σε αγωγή για αστική αμέλεια ο ενάγων πρέπει να δώσει λεπτομέρειες της ισχυριζόμενης αμέλειας στην έκθεση απαίτησης. Για παράδειγμα σε υπόθεση τραυματισμού πεζού από αυτοκίνητο θα πεί ότι ο ενάγων οδήγησε με μεγάλη ταχύτητα, στην εσφαλμένη μεριά του δρόμου, χωρίς να τηρεί τη δέουσα παρατηρητικότητα κλπ. Δεν υπάρχουν παρόμοια δικόγραφα στις ποινικές υποθέσεις, αλλά ο κατήγορος που ισχυρίζεται αμέλεια πρέπει να είναι έτοιμος να πεί τι μπορούσε να κάμει και έπρεπε να κάμει ο κατηγορούμενος (ή να απείχε από το να το κάμει) για να αποφύγει το ατύχημα ή άλλο συμβάν.
Η μαρτυρία που δίνεται πάνω στο θέμα της αμέλειας είναι σχεδόν αποκλειστικά μαρτυρία για το τί έκαμε ο κατηγορούμενος (ή παρέλειψε να κάμει). Μετά από αυτό εναπόκειται στους ενόρκους (ή τους πταισματοδίκες) να πούν κατά πόσο η συμπεριφορά του εναγομένου αποκάλυπτε έλλειψη της δέουσας προσοχής."
(Βλ. και Βιττή ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 30, 39, στην οποία υποδείχθηκε ότι "η εκπλήρωση του καθήκοντος για επιμέλεια κρίνεται απρόσωπα και το θέμα αποφασίζεται με βάση την αντικειμενική θεώρηση των γεγονότων" (Βλ. και Θεοφάνους ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 160, 163
).Είναι βέβαια σωστό ότι η παρούσα περίπτωση δεν αφορά ανθρωποκτονία ή τροχαίο ατύχημα. Τα νομολογηθέντα στις πιο πάνω υποθέσεις είναι χαρακτηριστικά των αδικημάτων, αντικείμενο του κατηγορητηρίου, σε εκείνες τις υποθέσεις. Ωστόσο θεωρούμε ότι οι αρχές οι οποίες έχουν διατυπωθεί στις πιο πάνω υποθέσεις πρέπει να τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις ποινικές υποθέσεις στις οποίες το στοιχείο της αμέλειας αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Μια πρόδηλη προέκταση αυτών των αρχών υπαγορεύει στην Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει ποιά ήταν η αμέλεια που έχει επιδείξει ο κατηγορούμενος. Να δώσει λεπτομέρειες της ισχυριζόμενης αμέλειας με το
να υποδείξει ποιές είναι οι πράξεις, οι παραλείψεις του κατηγορουμένου οι οποίες συνιστούν αμέλεια. Η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει εκπληρώσει αυτή την υποχρέωση στην παρούσα υπόθεση. Ούτε το Στρατιωτικό Δικαστήριο στην απόφαση του εντόπισε την αμέλεια που αποτελεί, αναντίλεκτα, συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Κατέληξε σε καταδικαστική απόφαση γενικά και αόριστα χωρίς εξειδίκευση των αμελών πράξεων του εφεσείοντα. Το γεγονός της ύπαρξης ελλειμάτων, με τον τρόπο που έχει διαπιστωθεί στην παρούσα υπόθεση, δεν είναι αρκετό για να στοιχειοθετήσει αμέλεια. Ακολουθεί πως η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει αποδείξει ένα απαραίτητο συστατικό στοιχείο του αδικήματος - εκείνο της αμέλειας - και για το λόγο αυτό η έφεση επιτυγχάνει και η καταδίκη παραμερίζεται.Η έφεση επιτρέπεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.